ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ
Κάτι ισοδύναμο που δίνεται ή λαβαίνεται ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών ή για την επανόρθωση απώλειας ή βλάβης. Το εβραϊκό ρήμα το οποίο αποδίδεται «δίνω αποζημίωση» (σαλέμ) είναι συγγενικό με τη λέξη σαλώμ, που σημαίνει «ειρήνη». (Εξ 21:36· 1Βα 5:12) Επομένως, το ρήμα υποδηλώνει αποκατάσταση της ειρήνης μέσω πληρωμής ή επανόρθωσης. Υπό το Νόμο που δόθηκε στον Ισραήλ μέσω του Μωυσή, απαιτούνταν αποζημίωση όπου προκαλούνταν βλάβη ή απώλεια σε οποιονδήποτε τομέα των ανθρώπινων σχέσεων. Αποζημίωση έπρεπε επίσης να δίνεται για την εκτέλεση εργασίας ή την παροχή υπηρεσιών. Οι μισθωτοί εργάτες—Ισραηλίτες, πάροικοι ή άλλοι—έπρεπε να παίρνουν το μισθό τους αυθημερόν.—Λευ 19:13· Δευ 24:14, 15.
Προσωπικές Βλάβες. Όποιος χτυπούσε κάποιον σε φιλονικία και τον τραυμάτιζε έπρεπε να τον αποζημιώσει για το χρόνο που θα έχανε από την εργασία του μέχρι να γιατρευτεί εντελώς.—Εξ 21:18, 19.
Αν, κατά τη διάρκεια πάλης μεταξύ αντρών, τραυματιζόταν μια έγκυος γυναίκα ή “έβγαινε” το παιδί της (ή τα παιδιά της), αλλά δεν συνέβαινε θανατηφόρο ατύχημα, ο ιδιοκτήτης της γυναίκας θα απαιτούσε αποζημίωση από τον ένοχο. (Σε περίπτωση που ο σύζυγος είχε υπερβολικές απαιτήσεις, οι δικαστές θα καθόριζαν το πληρωτέο ποσό.)—Εξ 21:22.
Αν ένας ταύρος είχε τη συνήθεια να κερατίζει και ο ιδιοκτήτης του είχε προειδοποιηθεί για αυτό το γεγονός αλλά δεν φύλαγε το ζώο, τότε, σε περίπτωση που ο ταύρος κεράτιζε έναν δούλο και τον θανάτωνε, ο κύριος του δούλου έπρεπε να λάβει αποζημίωση 30 σίκλων ($66) από τον ιδιοκτήτη του ταύρου. Αυτό ίσχυε για τους αλλοεθνείς δούλους, όχι για τους Εβραίους, σύμφωνα με Ιουδαίους σχολιαστές. Αν ο ταύρος κεράτιζε ένα ελεύθερο άτομο, ο ιδιοκτήτης έπρεπε να πεθάνει. Εντούτοις, αν κατά τη γνώμη των δικαστών οι περιστάσεις ή άλλοι παράγοντες επέτρεπαν μια πιο επιεική ποινή, μπορούσε να του επιβληθεί λύτρο. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ιδιοκτήτης του ταύρου που κεράτιζε έπρεπε να πληρώσει όποιο ποσό τού επέβαλλαν οι δικαστές. Επιπλέον, ο ιδιοκτήτης υφίστατο την απώλεια του ταύρου, ο οποίος λιθοβολούνταν μέχρι θανάτου. Το κρέας του δεν μπορούσε να φαγωθεί. (Εξ 21:28-32) Προφανώς, αυτός ο νόμος εφαρμοζόταν επίσης και στην περίπτωση άλλων ζώων ικανών να προκαλέσουν θανατηφόρα τραύματα.
Αν ένας άντρας αποπλανούσε μια μη αρραβωνιασμένη παρθένα, έπρεπε να την πάρει σύζυγό του. Ακόμη και αν ο πατέρας της αρνούνταν ρητά να του τη δώσει, εκείνος έπρεπε να πληρώσει σε αυτόν το ποσό αγοράς για τις παρθένες (50 σίκλους· $110), το συνηθισμένο νυφικό τίμημα, επειδή τώρα θα έπρεπε να υπάρξει αποζημίωση για το ότι η αξία της ως νύφης είχε μειωθεί.—Εξ 22:16, 17· Δευ 22:28, 29.
Συκοφαντία. Αν ένας άντρας κατηγορούσε ψευδώς τη σύζυγό του ότι τον είχε εξαπατήσει ισχυριζόμενη πως ήταν παρθένα όταν παντρεύτηκαν, έπρεπε να καταβάλει στον πατέρα της διπλάσιο το ποσό για τις παρθένες (2 × 50 σίκλους· $220) επειδή είχε βγάλει κακό όνομα σε μια παρθένα του Ισραήλ.—Δευ 22:13-19.
Μια μορφή αποζημίωσης περιλαμβανόταν επίσης στην περίπτωση ενός άντρα που κατηγορούσε ψευδώς τη σύζυγό του για απιστία. Αν η κατηγορία ευσταθούσε, εκείνη θα υφίστατο φθορά των αναπαραγωγικών της οργάνων και θα έχανε το προνόμιο της τεκνοποίησης, ενώ, αν αποδεικνυόταν αθώα, ο σύζυγός της έπρεπε να την καταστήσει έγκυο. Με αυτόν τον τρόπο, η γυναίκα θα μπορούσε να ευλογηθεί με ένα παιδί.—Αρ 5:11-15, 22, 28.
Κλοπή. Ο Νόμος λειτουργούσε ως ανασταλτικός παράγοντας για την κλοπή. Σχετικά με τον κλέφτη, ο Νόμος έλεγε: «Εξάπαντος θα δώσει αποζημίωση. Αν δεν έχει τίποτα, τότε θα πουληθεί για τα πράγματα που έκλεψε. Αν βρεθεί ολοφάνερα στο χέρι του το κλοπιμαίο, είτε ταύρος είτε γαϊδούρι είτε πρόβατο, ζωντανό, θα δώσει διπλή αποζημίωση». Αυτό περιλάμβανε χρήματα ή άλλα αντικείμενα, καθώς επίσης ζώα. Αν ο κλέφτης είχε σφάξει το κλεμμένο ζώο ή το είχε πουλήσει, θα έπρεπε να δώσει μεγαλύτερη αποζημίωση, δηλαδή για έναν ταύρο θα έδινε πέντε από το κοπάδι των βοδιών, και για ένα πρόβατο τέσσερα από το ποίμνιο. (Εξ 22:1, 3, 4, 7) Με αυτόν το νόμο το θύμα προστατευόταν και αποζημιωνόταν, ο δε κλέφτης αναγκαζόταν να εργαστεί για να πληρώσει για το έγκλημά του, αντί να μένει έγκλειστος σε μια φυλακή επιβαρύνοντας οικονομικά την κοινότητα, χωρίς να αποζημιώνεται το θύμα για ό,τι είχε χάσει.
Βλάβες και Αποζημιώσεις σε Περιουσία. Όποιος σκότωνε το ζώο ενός άλλου απαιτούνταν να το πληρώσει. (Λευ 24:18, 21) Όταν ένας ταύρος σκότωνε έναν άλλον, ο ζωντανός πουλιόταν, και το αντίτιμό του καθώς και το ψόφιο ζώο μοιράζονταν εξίσου μεταξύ των ιδιοκτητών. Ωστόσο, αν ήταν γνωστό ότι ο ταύρος ήταν άγριος, ο ιδιοκτήτης του αποζημίωνε το άλλο άτομο δίνοντάς του έναν ζωντανό ταύρο και παίρνοντας ο ίδιος τον ψόφιο, ο οποίος, όπως είναι φυσικό, είχε πολύ μικρότερη αξία.—Εξ 21:35, 36.
Ως αποζημίωση για τη ζημιά που είχε προκαλέσει ένα ζώο μπαίνοντας στον αγρό ενός άλλου και βόσκοντας εκεί, έπρεπε να δώσει κάποιος το καλύτερο από το δικό του αγρό ή από το δικό του αμπέλι. Αν κάποιος άναβε φωτιά που μεταδιδόταν στον αγρό ενός άλλου και προκαλούσε ζημιά, ο ιδιοκτήτης έπρεπε να πάρει αποζημίωση αντίστοιχη με ό,τι είχε χάσει. Ο λόγος για τον οποίο η τιμωρία ήταν βαρύτερη για τη ζημιά που έκανε το ζώο που είχε μπει σε ξένο αγρό ήταν ότι τα ζώα ελέγχονται ευκολότερα από ό,τι η φωτιά και επίσης το ζώο που είχε βοσκήσει είχε επωφεληθεί, αδικώντας τον ιδιοκτήτη όπως ο κλέφτης. Επομένως, ως αποζημίωση έπρεπε να δοθούν περισσότερα από όσα είχαν χαθεί.—Εξ 22:5, 6.
Παρακαταθήκες. Όταν αφήνονταν στη φύλαξη ενός ατόμου διάφορα πράγματα ή αγαθά και σε αυτό το διάστημα τα έκλεβε κάποιος, ο κλέφτης, αν βρισκόταν, έπρεπε να δώσει τη συνηθισμένη διπλή αποζημίωση. Τα χρήματα και τα αντικείμενα που αφήνονταν σε κάποιον δεν χρειαζόταν να τυχαίνουν ιδιαίτερης φροντίδας, αλλά έπρεπε να φυλάσσονται σε ασφαλές μέρος. Στην περίπτωση που κάποιος φύλαγε ένα κατοικίδιο ζώο για λογαριασμό ενός άλλου, ο φύλακας του ζώου έπρεπε να το προσέχει όπως το δικό του ποίμνιο. Αυτοί οι φύλακες πληρώνονταν συνήθως για την τροφή που χρειάζονταν τα ζώα, και μερικές φορές πιθανότατα να πληρώνονταν και για την πρόσθετη φροντίδα της φύλαξης των ζώων. Αν ένα ζώο ψοφούσε, κατασπαραζόταν από θηρίο ή το άρπαζε κάποια ληστρική ομάδα, ο φύλακας δεν έφερε ευθύνη. Η απώλεια ήταν πέρα από τον έλεγχό του. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί και στα δικά του ζώα. Ωστόσο, αν κάποιος έκλεβε το ζώο (επειδή ο φύλακας δεν τον εμπόδισε ενώ μπορούσε ή επειδή είχε επιδείξει αμέλεια), ο φύλακας θεωρούνταν υπεύθυνος και απαιτούνταν να δώσει αποζημίωση.—Εξ 22:7-13· βλέπε Γε 31:38-42.
Όποιος δανειζόταν ένα ζώο από κάποιον άλλον για δική του χρήση έπρεπε να δώσει αποζημίωση για οτιδήποτε πάθαινε αυτό. (Εξ 22:14) Αν ο ιδιοκτήτης του ζώου ήταν μαζί του, δεν απαιτούνταν αποζημίωση, με βάση την αρχή ότι αυτός θα έπρεπε να προσέχει την ιδιοκτησία του. Αν το είχε πάρει με μίσθωμα, η απώλεια θα βάρυνε τον ιδιοκτήτη επειδή θεωρούνταν ότι είχε συνυπολογίσει τον κίνδυνο κατά τον καθορισμό του μισθώματος.—Εξ 22:15.