Έχει Δει Κανείς τον Θεό;
Ο φημισμένος πατριάρχης Αβραάμ, ο οποίος έζησε 1.900 και πλέον χρόνια πριν από τη γέννηση του Ιησού Χριστού, απολάμβανε τέτοια εγκάρδια εύνοια από τον Δημιουργό μας που ονομάστηκε «φίλος Θεού». (Ιακώβου 2:23) Αν δινόταν σε κάποιο άτομο το προνόμιο να δει τον Θεό, τότε σίγουρα αυτό το άτομο θα ήταν ο Αβραάμ. Κάποτε, ήρθαν στον Αβραάμ τρεις επισκέπτες με ένα θείο μήνυμα. Ο Αβραάμ αποκάλεσε τον έναν απ’ αυτούς Ιεχωβά. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Αβραάμ είδε πράγματι τον Θεό;
Αυτή η αφήγηση βρίσκεται στα εδάφια Γένεσις 18:1-3. Εκεί διαβάζουμε: «Και εφάνη εις αυτόν ο Κύριος [Ιεχωβά (ΜΝΚ)] εις τας δρυς Μαμβρή, ενώ εκάθητο εν τη θύρα της σκηνής εις το καύμα της ημέρας. Και υψώσας τους οφθαλμούς αυτού, είδε· και ιδού, τρεις άνδρες ιστάμενοι έμπροσθεν αυτού· και ως είδεν, έδραμεν εις προϋπάντησιν αυτών από της θύρας της σκηνής, και προσεκύνησεν έως εδάφους· και είπε, Κύριέ μου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)], εάν εύρηκα χάριν εις τους οφθαλμούς σου, μη παρέλθης».
Αργότερα, όταν ο Αβραάμ και οι τρεις επισκέπτες του κοίταζαν τα Σόδομα από ένα ψηλό μέρος, οι δυο απ’ αυτούς έφυγαν για να επισκεφτούν την πόλη. Το εδάφιο 22 μας λέει κατόπιν: «Ο δε Αβραάμ ίστατο έτι ενώπιον του Κυρίου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)]». Θα μπορούσε να νομίσει κανείς απ’ αυτό ότι ο Θεός παρουσιάστηκε στον Αβραάμ με ένα υλοποιημένο σάρκινο σώμα. Αυτό και ισχυρίζονται μερικά άτομα, τα οποία πιστεύουν ότι ο Θεός και ο Ιησούς Χριστός είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.
Σχετικά με το εδάφιο Γένεσις 18:3 ο Βιβλικός λόγιος Μελάνγκτον Γ. Τζάκομπους έγραψε: «Εδώ καταγράφεται για πρώτη φορά να εμφανίζεται ο Θεός ως άνθρωπος μεταξύ ανθρώπων, για να αποδείξει πόσο πραγματική είναι η Ύπαρξή Του και η στενή Του σχέση με τους ανθρώπους καθώς και για να διαβεβαιώσει μ’ αυτή την τυπική πράξη τον πατριάρχη για τη θεϊκή κοινωνία και φιλία». Εκείνοι που έχουν αυτή την άποψη, θα μπορούσαν να συμπεράνουν ότι ο Αβραάμ είδε πράγματι τον Ιεχωβά με τα φυσικά του μάτια και ότι τα άτομα που είδαν τον Ιησού Χριστό είδαν επίσης και τον Θεό. Βρίσκεται όμως αυτό το συμπέρασμα σε αρμονία με την Αγία Γραφή;
Τι Είπε ο Ιησούς
Ο Ιησούς Χριστός δεν δήλωσε ότι ήταν ο Θεός ενσαρκωμένος, αλλά είπε: «Υιός του Θεού είμαι». (Ιωάννης 10:36) Ως τέλειος Αντιπρόσωπος του Ιεχωβά Θεού, ο Ιησούς είπε επίσης: «Δεν δύναμαι εγώ να κάμνω απ’ εμαυτού ουδέν. Καθώς ακούω κρίνω, και η κρίσις η εμή δικαία είναι· διότι δεν ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με». (Ιωάννης 5:30) Όταν ο Ιησούς βρισκόταν στο ξύλο του μαρτυρίου, προσευχήθηκε στο μεγάλο Δημιουργό που βρίσκεται στους ουρανούς, αποκαλώντας τον «Θεέ μου, Θεέ μου». (Ματθαίος 27:46) Μετά την ανάστασή του, ο Ιησούς είπε στη Μαρία τη Μαγδαληνή: «Αναβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας και Θεόν μου και Θεόν σας». (Ιωάννης 20:1, 17) Εφόσον ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν ο Θεός ενσαρκωμένος, κανένας απ’ αυτούς που είδε τον Ιησού δεν μπορούσε να πει ότι είδε συνεπώς και τον Θεό.
Ο Ιωάννης, ο απόστολος τον οποίο αγαπούσε ιδιαίτερα ο Ιησούς, πιστοποίησε το γεγονός ότι οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Θεό όταν κοίταζαν τον Ιησού. Ο Ιωάννης είπε κάτω από έμπνευση: «Ουδείς ειδέ ποτέ τον Θεόν». (Ιωάννης 1:18) Τότε, ποιον είδε ο Αβραάμ; Η εμπειρία που είχε ο Μωυσής μάς βοηθάει να βρούμε την απάντηση.
Πώς Είδε ο Μωυσής τον Θεό
Ο Μωυσής εξέφρασε κάποτε την επιθυμία να δει τον Θεό. Στα εδάφια Έξοδος 33:18-20, διαβάζουμε: «Δείξον μοι [στον Μωυσή], δέομαι, την δόξαν σου. Ο δε [Θεός] είπεν, Εγώ θέλω κάμει να περάση έμπροσθέν σου όλη η αγαθότης μου και θέλω κηρύξει το όνομα του Κυρίου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)] έμπροσθέν σου και θέλω ελεήσει όντινα ελεώ και θέλω οικτειρήσει όντινα οικτείρω. Και είπε: Δεν δύνασαι να ίδης το πρόσωπόν μου· διότι άνθρωπος δεν θέλει με ιδεί και ζήσει».
Αυτό που επέτρεψε ο Θεός να δει ο Μωυσής, ήταν η διερχόμενη δόξα Του. Τα εδάφια 21-23 δηλώνουν: «Και είπεν ο Κύριος, Ιδού, τόπος πλησίον μου, και θέλεις σταθή επί της πέτρας· και όταν η δόξα μου διαβαίνη, θέλω σε βάλει εις το σχίσμα της πέτρας και θέλω σε σκεπάσει με την χείρα μου, εωσού παρέλθω· και θέλω σηκώσει την χείρα μου και θέλεις ιδεί τα οπίσω μου· το δε πρόσωπόν μου δεν θέλεις ιδεί».
Σε αρμονία μ’ αυτά που είπε ο Ιεχωβά στον Μωυσή και μ’ αυτά που είπε ο απόστολος Ιωάννης, ο Μωυσής δεν είδε τον Θεό υλοποιημένο ή με υλική μορφή. Το μόνο που είδε ο Μωυσής ήταν η ανταύγεια της διερχόμενης παρουσίας του Θεού. Ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση όμως χρειαζόταν θεϊκή προστασία. Είναι φανερό λοιπόν ότι ο Μωυσής δεν είδε αυτόν καθαυτόν τον Θεό.
Όταν ο Μωυσής μίλησε στον Θεό «πρόσωπον προς πρόσωπον», όπως αναφέρεται στο εδάφιο Έξοδος 33:11, δεν είχε οπτική επαφή με τον Ιεχωβά. Η έκφραση αυτή δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο Μωυσής επικοινώνησε με τον Θεό και όχι το τι είδε. Με την έκφραση «πρόσωπον προς πρόσωπον» υποδηλώνεται διαλογική συζήτηση. Με παρόμοιο τρόπο, κάποιος μπορεί να έχει διαλογική συζήτηση από το τηλέφωνο, χωρίς να βλέπει το άλλο άτομο.
Όταν ο Μωυσής μίλησε με τον Θεό και έλαβε οδηγίες απ’ αυτόν, δεν επικοινώνησε μαζί του μέσω οράματος, όπως συνέβαινε συχνά με άλλους προφήτες. Αυτό καταδεικνύεται στα εδάφια Αριθμοί 12:6-8, όπου διαβάζουμε: «Και είπεν, Ακούσατε τώρα τους λόγους μου· Εάν ήναι μεταξύ σας προφήτης, εγώ ο Κύριος δι’ οπτασίας θέλω γνωρισθή εις αυτόν· καθ’ ύπνον θέλω λαλήσει προς αυτόν· δεν είναι ούτως περί του θεράποντός μου Μωυσέως· εν όλω τω οίκω μου ούτος είναι πιστός· στόμα προς στόμα θέλω λαλεί προς αυτόν και φανερώς και ουχί δι’ αινιγμάτων, και το πρόσωπον του Κυρίου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)] θέλει βλέπει». Με ποια έννοια είδε ο Μωυσής «το πρόσωπον του Κυρίου»;
Ο Μωυσής είδε «το πρόσωπον του Κυρίου» όταν αυτός, ο Ααρών και ορισμένοι άλλοι άντρες ήταν πάνω στο Όρος Σινά. Στο εδάφιο Έξοδος 24:10, είναι γραμμένα τα εξής: «Και είδον τον Θεόν του Ισραήλ· και υπό τους πόδας αυτού ως έδαφος εστρωμένον εκ λίθου σαπφείρου και ως το στερέωμα του ουρανού κατά την καθαρότητα». Αλλά πώς ‘είδαν τον Θεό του Ισραήλ’, ο Μωυσής και τα άλλα άτομα εφόσον ο Θεός είχε πει στον Μωυσή, «άνθρωπος δεν θέλει με ιδεί και ζήσει»; Το εδάφιο 11 μας δίνει την εξήγηση, λέγοντας: «Και επί τους εκλεκτούς των υιών Ισραήλ δεν έβαλε την χείρα αυτού· και είδον [σε όραμα (ΜΝΚ)] τον Θεόν, και έφαγον και έπιον». Άρα λοιπόν ο Μωυσής και οι άλλοι, είδαν το πρόσωπο του Θεού μέσω ενός οράματος.
Αγγελικοί Αντιπρόσωποι
Δεν είναι ανάγκη να κατέβει ο μεγάλος Δημιουργός του σύμπαντος από την εξυψωμένη θέση του στους ουρανούς για να επιδώσει μηνύματα σε ορισμένους ανθρώπους. Εκτός από τις τρεις περιπτώσεις που αναφέρεται ότι ακούστηκε η ίδια η φωνή του Θεού, τον καιρό που ήταν ο Γιος του στη γη, ο Ιεχωβά χρησιμοποίησε πάντοτε αγγέλους για να μεταβιβάζουν τα μηνύματά Του. (Ματθαίος 3:17· 17:5· Ιωάννης 12:28) Ακόμα και ο Νόμος που έδωσε ο Θεός στο έθνος Ισραήλ στο Όρος Σινά, μεταβιβάστηκε από αγγέλους, αν και φαίνεται σαν να μιλούσε ο Μωυσής απευθείας με τον ίδιο τον Θεό. Σχετικά μ’ αυτό, ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Δια τι λοιπόν εδόθη ο νόμος; Εξ αιτίας των παραβάσεων προσετέθη, εωσού έλθη το σπέρμα, προς το οποίον έγεινεν η επαγγελία, διαταχθείς [μεταβιβάστηκε (ΜΝΚ)] δι’ αγγέλων δια χειρός μεσίτου».—Γαλάτας 3:19.
Το γεγονός ότι ο Μωυσής μίλησε πράγματι με έναν άγγελο, ο οποίος άγγελος αντιπροσώπευε τον Θεό, καταδεικνύεται επίσης στο εδάφιο Πράξεις 7:38, που λέει: «Ούτος είναι όστις εν τη εκκλησία εν τη ερήμω εστάθη μετά του αγγέλου του λαλούντος προς αυτόν εν τω όρει Σινά και μετά των πατέρων ημών». Εκείνος ο άγγελος ήταν ο προσωπικός εκπρόσωπος του Ιεχωβά Θεού, του Δημιουργού, και κατά συνέπεια μίλησε στον Μωυσή σαν να μιλούσε ο ίδιος ο Θεός.
Ο άγγελος που μετέδωσε το μήνυμα του Θεού στον Μωυσή στην καιόμενη βάτο, ήταν κι αυτός εκπρόσωπος. Προσδιορίζεται ως άγγελος του Ιεχωβά στο εδάφιο Έξοδος 3:2, όπου μας λέγεται: «Εφάνη δε εις αυτόν άγγελος Κυρίου εν φλογί πυρός εκ μέσου της βάτου». Το εδάφιο 4 λέει: «Και ως είδεν ο Κύριος [Ιεχωβά (ΜΝΚ)] τον Μωυσήν ότι έστρεψε να παρατηρήση, εφώνησε προς αυτόν ο Θεός εκ μέσου της βάτου». Στο εδάφιο 6, αυτός ο άγγελος, που εκπροσωπούσε τον Θεό, είπε: «Εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ». Όταν λοιπόν ο Μωυσής μιλούσε μ’ αυτόν τον προσωπικό αντιπρόσωπο του Θεού, ήταν σαν να μιλούσε στον ίδιο τον Ιεχωβά.—Έξοδος 4:10.
Στο 6 κεφάλαιο του βιβλίου Κριταί, βρίσκουμε άλλο ένα παράδειγμα ανθρώπου που μίλησε στον Θεό μέσω ενός αγγελικού αντιπροσώπου. Το εδάφιο 11 προσδιορίζει αυτόν που έφερε αυτό το μήνυμα ως ‘άγγελο του Ιεχωβά’. Στο εδάφιο αυτό αναφέρεται: «Και ήλθεν άγγελος Κυρίου και εκάθισεν υπό την δρυν την εν Οφρά, την του Ιωάς του Αβί-εζερίτου· και Γεδεών ο υιός αυτού εκοπάνιζε σίτον εν τω ληνώ, δια να κρύψη αυτόν από των Μαδιανιτών». Πιο κάτω, η αφήγηση παρουσιάζει αυτόν τον αγγελιοφόρο ‘άγγελο του Ιεχωβά’, σαν να ήταν ο ίδιος ο Ιεχωβά Θεός. Στα εδάφια 14 και 15 διαβάζουμε: «Και εμβλέψας προς αυτόν [τον Γεδεών] ο Κύριος [Ιεχωβά (ΜΝΚ)] είπεν, Ύπαγε εν τη δυνάμει σου ταύτη, και θέλεις σώσει τον Ισραήλ εκ της χειρός του Μαδιάμ· δεν σε απέστειλα εγώ; Ο δε είπε προς αυτόν, Ω κύριέ μου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)], με τι θέλω σώσει τον Ισραήλ;» Άρα ο υλοποιημένος άγγελος που είδε ο Γεδεών και με τον οποίο μίλησε, παρουσιάζεται στη Βιβλική αφήγηση σαν να ήταν ο ίδιος ο Θεός. Στο εδάφιο 22, ο Γεδεών λέει: «Είδον τον άγγελον του Κυρίου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)] πρόσωπον προς πρόσωπον». Αυτά που είπε ο άγγελος, ήταν ακριβώς αυτά που του είπε ο Θεός να πει. Επομένως, ο Γεδεών μίλησε με τον Θεό μέσω αυτού του αγγελικού εκπροσώπου.
Εξετάστε επίσης, την περίπτωση του Μανωέ και της γυναίκας του, των γονέων του Σαμψών. Η αφήγηση εδώ αναφέρει και πάλι τον άγγελο που έφερε το μήνυμα ως ‘άγγελο Ιεχωβά’ και ‘άγγελον του Θεού’. (Κριταί 13:2-18, ΜΝΚ) Στο εδάφιο 22, ο Μανωέ λέει στη γυναίκα του: «Βεβαίως θέλομεν αποθάνει, διότι είδομεν τον Θεόν». Αν και δεν είδε στην πραγματικότητα τον Ιεχωβά Θεό, ο Μανωέ νόμιζε ότι θα πεθάνει γιατί είχε δει τον υλοποιημένο προσωπικό εκπρόσωπο του Θεού.
«Ουδείς Ειδέ Ποτέ τον Θεόν»
Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Αβραάμ απευθύνθηκε στον υλοποιημένο αγγελικό εκπρόσωπο του Θεού σαν να μιλούσε στον ίδιο τον Ιεχωβά Θεό. Εφόσον ο άγγελος έλεγε ακριβώς αυτά που ήθελε να πει ο Θεός στον Αβραάμ και αντιπροσώπευε ο ίδιος τον Θεό εκείνη τη στιγμή, η Βιβλική αφήγηση μπορούσε να πει ότι «εφάνη εις αυτόν ο Κύριος [Ιεχωβά (ΜΝΚ)]».—Γένεσις 18:1.
Θυμηθείτε ότι ένας αγγελικός εκπρόσωπος του Θεού θα μπορούσε να μεταβιβάσει τα μηνύματά Του με τόση ακρίβεια όση ένα τηλέφωνο ή ένα ραδιόφωνο μπορεί και μεταβιβάζει τα λόγια μας σ’ ένα άλλο άτομο. Έτσι λοιπόν, μπορεί να κατανοηθεί πώς ο Αβραάμ, ο Μωυσής, ο Μανωέ και άλλοι μπορούσαν να μιλούν με έναν υλοποιημένο άγγελο σαν να μιλούσαν στον Θεό. Αν και τέτοια άτομα μπορούσαν να δουν αυτούς τους αγγέλους και τη δόξα του Ιεχωβά που αυτοί αντικατόπτριζαν, δεν μπορούσαν να δουν τον Θεό. Συνεπώς, αυτό δεν αντιφάσκει καθόλου με τη δήλωση του αποστόλου Ιωάννη: «Ουδείς ειδέ ποτέ τον Θεόν». (Ιωάννης 1:18) Αυτό που είδαν τα άτομα αυτά, ήταν αγγελικοί αντιπρόσωποι και όχι ο ίδιος ο Θεός.