ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ
Το δώρο, τα χρήματα ή η βοήθεια που δίνει ένα άτομο σε κάποιον άλλον ή άλλους. Η εβραϊκή λέξη τερουμάχ σημαίνει «συνεισφορά· ιερή μερίδα· υψούμενη προσφορά». (Εξ 25:2, υποσ.· 29:27, υποσ.) Προέρχεται από το ρήμα ρουμ, το οποίο σημαίνει κατά κυριολεξία «είμαι ψηλά· εξυψώνομαι· σηκώνω» (Ιωβ 22:12· 1Σα 2:1· Γε 14:22) και το οποίο, στην έμμεση ενεργητική διάθεση, μπορεί να σημαίνει «κάνω να σηκωθεί [ως συνεισφορά]», άρα «συνεισφέρω».—Λευ 22:15.
Η συνεισφορά μπορεί να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει υλικά αγαθά. Ο Παύλος ευχαρίστησε τον Θεό για τη συνεισφορά των Φιλιππήσιων Χριστιανών στα καλά νέα. Εκτός του ότι συμμετείχαν προσωπικά στη διάδοση των καλών νέων, είχαν βοηθήσει από υλική άποψη τον Παύλο, πιθανότατα δε και άλλους, υποστηρίζοντας έτσι όσια το κήρυγμα των καλών νέων και με αυτόν τον τρόπο.—Φλπ 1:3-5· 4:16-18.
Οι Ισραηλίτες είχαν το προνόμιο να συνεισφέρουν για την ανέγερση και τον εξοπλισμό κατασκευών για την αληθινή λατρεία. Πρόσφεραν υλικά για τη σκηνή της μαρτυρίας και τον εξοπλισμό της (Εξ 25:1-9· 35:4-9), «εθελοντική προσφορά στον Ιεχωβά» η οποία χρειάστηκε να σταματήσει γιατί τα πράγματα που προσφέρθηκαν «ήταν αρκετά για να γίνει όλο το έργο, και μάλιστα υπεραρκετά». (Εξ 35:20-29· 36:3-7) Οι συνεισφορές του Βασιλιά Δαβίδ για τη μελλοντική οικοδόμηση του ναού περιλάμβαναν την «ιδιαίτερη περιουσία» του, χρυσάφι και ασήμι αξίας $1.202.000.000 και πλέον. Κατόπιν, οι άρχοντες και οι αρχηγοί του λαού συνεισέφεραν με χαρά $1.993.000.000 και πλέον σε χρυσάφι και ασήμι, εκτός από χαλκό, σίδερο και πέτρες.—1Χρ 29:1-9.
Ορισμένες συνεισφορές ήταν υποχρεωτικές υπό το Νόμο. Όταν ο Μωυσής έκανε απογραφή των Ισραηλιτών, κάθε άντρας από 20 χρονών και πάνω έπρεπε να δώσει λύτρο για την ψυχή του, «μισό σίκλο [πιθανότατα $1,10], με βάση το σίκλο του αγίου τόπου». Αυτή ήταν «συνεισφορά του Ιεχωβά» ώστε να γίνει εξιλέωση για τις ψυχές τους και προκειμένου να δοθεί «για την υπηρεσία της σκηνής της συνάντησης». (Εξ 30:11-16) Σύμφωνα με τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ζ΄, 218 [vi, 6]), αυτός ο “ιερός φόρος” καταβαλλόταν έκτοτε σε ετήσια βάση.—2Χρ 24:6-10· Ματ 17:24· βλέπε ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ.
Για την υποστήριξη των Λευιτών, που ήταν η ιερατική φυλή, ο Θεός όρισε να συνεισφέρουν οι Ισραηλίτες «δέκατα» από την παραγωγή της γης. Οι Λευίτες, με τη σειρά τους, συνεισέφεραν το ένα δέκατο στον αρχιερέα για να συντηρείται ο ίδιος και η οικογένειά του. (Αρ 18:26-28· βλέπε ΔΕΚΑΤΟ.) Ο Ιεχωβά ανέθεσε στον Αρχιερέα Ααρών τη φύλαξη των συνεισφορών που πρόσφεραν οι Ισραηλίτες στον Θεό, επιτρέποντας σε εκείνον και στους γιους του να παίρνουν μέρος από τις προσφορές και από το λάδι, το κρασί, τα σιτηρά και τους πρώτους ώριμους καρπούς της γης που έδινε ο λαός στον Ιεχωβά, καθώς και μερίδες από τις θυσίες των ζώων. Από τα λάφυρα του πολέμου δινόταν φόρος στον αρχιερέα ως «συνεισφορά για τον Ιεχωβά», ενώ μέρος από τα λάφυρα δινόταν και στους Λευίτες.—Αρ 31:1, 2, 28-30.
Οι Ισραηλίτες έκαναν διάφορες προσφορές και θυσίες στον Ιεχωβά, μερικές από τις οποίες απαιτούνταν συγκεκριμένα από το Νόμο. Άλλες, ωστόσο, ήταν απολύτως εθελοντικές, όπως οι ευχαριστήριες θυσίες και οι προσφορές για τις ευχές.—Λευ 7:15, 16· βλέπε ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ.
Την εποχή του Βασιλιά Ιωάς, τοποθετήθηκε ένα κιβώτιο στην πύλη του οίκου του Ιεχωβά προκειμένου να ρίχνονται εκεί συνεισφορές για εκτεταμένες επισκευές στο ναό. Κατόπιν οι άρχοντες και ο λαός έφεραν με χαρά «τον ιερό φόρο», χάρη στον οποίο μπόρεσαν να κάνουν τον οίκο του Θεού γερό, καθώς και να φτιάξουν σκεύη για το ναό.—2Χρ 24:4-14.
Μη Ισραηλίτες επίσης συνεισέφεραν για την αληθινή λατρεία. Όταν ο Έσδρας και το Ιουδαϊκό υπόλοιπο έφυγαν από τη Βαβυλώνα για να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ το 468 Π.Κ.Χ., πήραν μαζί τους ασήμι, χρυσάφι και σκεύη, τα οποία συνεισέφερε για τον οίκο του Θεού ο Βασιλιάς Αρταξέρξης της Περσίας, οι σύμβουλοί του, οι άρχοντές του, καθώς και οι Ισραηλίτες που παρέμειναν στη Βαβυλώνα. Αυτά τα πολύτιμα αντικείμενα τα εμπιστεύτηκαν στη φροντίδα επιλεγμένων αντρών κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.—Εσδ 7:12-20· 8:24-30.
Καθώς ενασχολούνταν με τη διακονία, ο Ιησούς Χριστός και οι απόστολοί του δέχονταν υλική βοήθεια την οποία συνεισέφεραν άλλοι. (Λου 8:1-3) Οι Χριστιανοί στη Μακεδονία και στην Αχαΐα ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να βοηθήσουν τους άπορους αδελφούς τους, καθώς “ευαρεστήθηκαν να μοιραστούν τα πράγματά τους κάνοντας συνεισφορά για τους φτωχούς μεταξύ των αγίων που ήταν στην Ιερουσαλήμ”.—Ρω 15:26.
Στα εδάφια Ρωμαίους 15:26 και 2 Κορινθίους 9:13, η λέξη κοινωνία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αποδίδεται «συνεισφορά», στην προκειμένη δε περίπτωση θα μπορούσε να σημαίνει ότι κάποιος “μοιράζεται πράγματα με άλλους”. Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται στο εδάφιο Εβραίους 13:16: «Μην ξεχνάτε να κάνετε το καλό και να μοιράζεστε πράγματα με άλλους, γιατί με τέτοιες θυσίες ευαρεστείται ο Θεός».
Πολλοί Ιουδαίοι και προσήλυτοι από άλλα μέρη που είχαν γίνει Χριστιανοί την εποχή της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ. παρέμειναν προφανώς στην Ιερουσαλήμ για κάποιο διάστημα, προκειμένου να μάθουν περισσότερα για την πίστη. Για να μη βρεθεί κανείς σε ανάγκη, συνεισέφεραν εθελοντικά τα υπάρχοντά τους και «είχαν τα πάντα κοινά». (Πρ 4:32-37· παράβαλε Πρ 5:1-4.) Αργότερα, η εκκλησία της Ιερουσαλήμ οργάνωσε καθημερινή διανομή τροφής σε άπορες χήρες. (Πρ 6:1-3) Ο Παύλος έδωσε οδηγίες για τη χρήση των χρηματικών πόρων που συνεισφέρονταν υπέρ των χηρών οι οποίες άξιζαν πραγματικά να λάβουν βοήθεια.—1Τι 5:9, 10· βλέπε ΠΑΡΟΧΗ ΒΟΗΘΕΙΑΣ.
“Συνεισφορά για τους Αγίους”. Κατά την παραμονή του στην Έφεσο, γύρω στο 55 Κ.Χ., ο Παύλος έγραψε στους Κορινθίους: «Σχετικά με τη συνεισφορά που είναι για τους αγίους, σύμφωνα με τις εντολές που έδωσα στις εκκλησίες της Γαλατίας, έτσι να κάνετε και εσείς». (1Κο 16:1, 2) Η λέξη λογία («συνεισφορά») του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου χρησιμοποιούνταν τουλάχιστον από τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ. Εμφανίζεται μόνο σε αυτά τα δύο εδάφια της Αγίας Γραφής.
Η διατύπωση που επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο Παύλος αφήνει να εννοηθεί ότι η συνεισφορά ήταν πιθανώς χρήματα και όχι τροφή ή ρουχισμός, η δε έκφραση «τη συνεισφορά» υποδηλώνει ειδική συνεισφορά που ήταν ήδη γνωστή στους Κορινθίους. Οι οδηγίες του Παύλου αφορούσαν μόνο τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να συλλεχθεί η συνεισφορά. Αυτό θα γινόταν σε προσωπική βάση από τον καθένα, «στο δικό του σπίτι» και προαιρετικά, “ανάλογα με το πόσο ευημερούσε”, όπως γινόταν και «στις εκκλησίες της Γαλατίας».—1Κο 16:1, 2.
Ο Παύλος έδινε «εντολές», όχι με την έννοια των αυθαίρετων, εξαναγκαστικών διαταγών, αλλά ως κάποιος που είχε την ηγεσία και την εποπτεία του όλου ζητήματος, το οποίο περιλάμβανε αρκετές εκκλησίες. (1Κο 16:1) Αυτός καθώς και άλλοι είχαν σχεδιάσει προσεκτικά το συγκεκριμένο έργο. Εκτός από την ανησυχία του για τις πνευματικές ανάγκες των εκκλησιών, ο Παύλος είχε πάντοτε κατά νου τις υλικές ανάγκες των φτωχών Χριστιανών, και από ό,τι φαίνεται αυτή η συνεισφορά γινόταν κυρίως για τους Ιουδαίους Χριστιανούς που ταλαιπωρούνταν πολύ εκείνη την εποχή. (Γα 2:10) Ο Παύλος έκανε και αλλού μνεία αυτής της συνεισφοράς με εκφράσεις όπως «συνεισφορά για τους φτωχούς μεταξύ των αγίων που είναι στην Ιερουσαλήμ» (Ρω 15:26), «διακονία . . . για τους αγίους» (2Κο 9:1), «απλόχερη δωρεά την οποία υποσχεθήκατε πρωτύτερα», “αυτή η δημόσια υπηρεσία” (2Κο 9:5, 12), «δώρα ελέους» (Πρ 24:17). Αυτό το στοργικό ενδιαφέρον για τις ανάγκες των άλλων Χριστιανών ήταν ένα από τα διακριτικά γνωρίσματα της Χριστιανοσύνης του πρώτου αιώνα.—Ιωα 13:35.
Η Ορθή Στάση ως Προς τις Συνεισφορές. Στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία οι συνεισφορές δεν γίνονταν αναγκαστικά. Σχετικά με αυτό, ο Παύλος έγραψε: «Ο καθένας ας ενεργήσει ακριβώς όπως έχει αποφασίσει στην καρδιά του, όχι απρόθυμα ή αναγκαστικά, γιατί ο Θεός αγαπάει το χαρωπό δότη».—2Κο 9:7.
Το μέγεθος της συνεισφοράς δεν δίνει απαραιτήτως την πραγματική εικόνα της γενναιοδωρίας του δότη. Κάποτε ο Ιησούς Χριστός παρακολουθούσε καθώς οι άνθρωποι έριχναν χρήματα στα χρηματοφυλάκια του ναού. Οι πλούσιοι έριχναν πολλά νομίσματα, αλλά ο Ιησούς εντυπωσιάστηκε από την ολόκαρδη γενναιοδωρία μιας άπορης χήρας που έριξε μόνο δύο μικρά νομίσματα ελάχιστης αξίας, λέγοντας: «Αυτή η χήρα, αν και φτωχή, έριξε περισσότερα από όσα έριξαν όλοι. Διότι όλοι αυτοί έριξαν δώρα από το περίσσευμά τους, αυτή όμως από το υστέρημά της έριξε όλο το βιος που είχε». (Λου 21:1-4· Μαρ 12:41-44) Όσον αφορά τις συνεισφορές για τη βοήθεια φτωχών ομοπίστων, ο Παύλος έκανε την εξής παρατήρηση: «Αν υπάρχει πρώτα η προθυμία, είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη σύμφωνα με ό,τι έχει κανείς, όχι σύμφωνα με ό,τι δεν έχει».—2Κο 8:12.
Αν και κανείς δεν μπορεί να πλουτίσει τον Ιεχωβά, στον οποίο ανήκουν τα πάντα (1Χρ 29:14-17), το προνόμιο της συνεισφοράς δίνει στο λάτρη την ευκαιρία να κάνει έκδηλη την αγάπη του για τον Ιεχωβά. Οι συνεισφορές που προσφέρονται, όχι για δημοσιότητα ή με ιδιοτελή κίνητρα, αλλά με την ορθή στάση και με σκοπό την προώθηση της αληθινής λατρείας φέρνουν ευτυχία και την ευλογία του Θεού. (Πρ 20:35· Ματ 6:1-4· Παρ 3:9, 10) Ένα άτομο μπορεί να νιώσει αυτή την ευτυχία αν συνεισφέρει τακτικά από τα υλικά του αποκτήματα για την υποστήριξη της αληθινής λατρείας και για την παροχή βοήθειας σε όσους το αξίζουν.
Ο Ιεχωβά αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα γενναιοδωρίας, διότι χορήγησε στην ανθρωπότητα «ζωή και πνοή και τα πάντα» (Πρ 17:25), έδωσε τον μονογενή του Γιο για το ανθρώπινο γένος (Ιωα 3:16) και καθιστά τους Χριστιανούς πλούσιους για κάθε είδους γενναιοδωρία (2Κο 9:10-15). Πραγματικά, «κάθε καλό δώρο και κάθε τέλειο δώρημα έρχεται από πάνω, γιατί κατεβαίνει από τον Πατέρα των ουράνιων φώτων».—Ιακ 1:17· βλέπε ΔΩΡΑ.
Βλέπε επίσης ΑΓΙΑ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ.