ΣΑΥΡΑ
[εβρ., τσαβ].
Οι σαύρες είναι τετράποδα ερπετά, γενικά μικρού μεγέθους, με μακριές ουρές και φολιδωτό δέρμα. Τα άκρα της σαύρας εξέχουν αρκετά από τα πλευρά της ώστε να μπορεί να ακουμπάει την κοιλιά της στο έδαφος χωρίς να διπλώνει από κάτω τα πόδια της. Στην Παλαιστίνη ζουν περισσότερα από 40 είδη σαύρας. Μπορούν να βρεθούν στα δέντρα, στις ζεστές σχισμές των βράχων, καθώς επίσης στους τοίχους και στα ταβάνια των σπιτιών. Η σαύρα συγκαταλέγεται μεταξύ των ακάθαρτων «πολυπληθών πλασμάτων» του εδαφίου Λευιτικό 11:29. Υπάρχει η άποψη ότι η εβραϊκή της ονομασία παράγεται από μια ρίζα που σημαίνει «προσκολλώμαι στο έδαφος». Το Εβραϊκό και Αγγλικό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης ([Hebrew and English Lexicon of the Old Testament] 1980, σ. 839) των Μπράουν, Ντράιβερ και Μπριγκς υποδεικνύει ως μετάφραση την απόδοση «σαύρα». Προφανώς ο εβραϊκός όρος τσαβ περιλαμβάνει τουλάχιστον την οικογένεια Αγαμίδες των σαυροειδών, διότι ο αντίστοιχος αραβικός όρος νταμπ αναφέρεται στην αιγυπτιακή ακανθόουρη σαύρα (Uromastix aegyptius), το μεγαλύτερο από τα είδη της οικογένειας των Αγαμιδών που υπάρχουν στο Ισραήλ.—Βλέπε ΣΑΜΙΑΜΙΔΙ· ΣΑΥΡΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ· ΧΑΜΑΙΛΕΟΝΤΑΣ.
Τα λεξικά υποστηρίζουν γενικά ότι και η εβραϊκή λέξη κόαχ αναφέρεται σε κάποιο είδος σαύρας. Εφόσον η ονομασία αυτή σημαίνει βασικά «δύναμη» ή «ισχύς», ίσως προσδιορίζει τον βάρανο της ερήμου (βάρανος ο φαιός [Varanus griseus]), μια δυνατή, μεγάλη σαύρα, η οποία κατοικεί σε άγονες, αμμώδεις ερήμους. Στην Παλαιστίνη αυτή η σαύρα φτάνει σε μήκος περίπου τα 1,2 μ. Τρέφεται με θνησιμαία και περιλαμβάνεται στον κατάλογο με τις “ακάθαρτες” τροφές.—Λευ 11:29, 30.
Ένα άλλο πλάσμα από εκείνα που θεωρούνταν ακάθαρτα ως τροφή για τους Ισραηλίτες προσδιορίζεται με την εβραϊκή λέξη χόμετ στο εδάφιο Λευιτικό 11:30. Ορισμένες μεταφράσεις (RS· ΜΝΚ) την αποδίδουν «σαύρα της άμμου». Η σαύρα της άμμου πιθανόν να είναι ο σκίγκος.