ΠΑΡΟΙΚΟΣ
Το εβραϊκό ουσιαστικό γκερ αναφέρεται γενικά σε οποιονδήποτε παροικεί σε ξένη χώρα και έχει περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα. Ο πάροικος μπορεί να έχει ή να μην έχει θρησκευτικούς δεσμούς με τους αυτόχθονες της χώρας στην οποία διαμένει. Ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και οι απόγονοί τους αποκαλούνταν «πάροικοι» προτού τους παραχωρηθεί η ιδιοκτησία της Υποσχεμένης Γης.—Γε 15:13· 17:8· Δευ 23:7.
Όταν η Γραφή αναφέρεται σε κάποιο άτομο μη ισραηλιτικής καταγωγής σε συσχετισμό με την ισραηλιτική κοινοπολιτεία, ο όρος «πάροικος» δηλώνει μερικές φορές κάποιον που είχε γίνει προσήλυτος ή λάτρης του Ιεχωβά με πλήρη έννοια. Ενίοτε αναφέρεται σε κάποιον μέτοικο στη γη της Παλαιστίνης ο οποίος ήταν πρόθυμος να ζει ανάμεσα στους Ισραηλίτες και να υπακούει στους θεμελιώδεις νόμους του τόπου, αλλά δεν δεχόταν πλήρως τη λατρεία του Ιεχωβά. Τα συμφραζόμενα καθορίζουν ποια κατηγορία αφορά ο όρος.
Στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα η λέξη γκερ αποδίδεται προσήλυτος 70 και πλέον φορές. Μερικοί προβάλλουν την άποψη ότι ο πάροικος προσκολλούνταν συνήθως σε κάποιο σπιτικό Εβραίων για προστασία και ότι ήταν κατά έναν τρόπο υπεξούσιος, χωρίς όμως να είναι δούλος. Αυτό συνάγεται από την έκφραση «ο πάροικός σου».—Δευ 5:14· παράβαλε Δευ 1:16· επίσης Λευ 22:10, όπου χρησιμοποιείται η λέξη τωσάβ, που σημαίνει «μέτοικος».
Όταν διαβιβάστηκε η διαθήκη του Νόμου στο Όρος Σινά, συμπεριλήφθηκαν σε αυτήν ειδικές νομοθετικές διατάξεις που ρύθμιζαν με πολύ στοργικό πνεύμα τις σχέσεις του πάροικου με τον φυσικό Ισραηλίτη. Ο πάροικος, όντας σε μειονεκτική θέση λόγω του ότι δεν είχε γεννηθεί Ισραηλίτης, τύγχανε ειδικής μέριμνας και προστασίας υπό τη διαθήκη του Νόμου, η οποία περιείχε πολλές διατάξεις υπέρ των αδύναμων και των ευάλωτων. Ο Ιεχωβά έστρεψε επανειλημμένα την προσοχή του Ισραήλ στο γεγονός ότι ήξεραν τι δεινά υφίστατο ένας πάροικος σε ξένη γη, και επομένως θα έπρεπε να εκδηλώνουν στους πάροικους ανάμεσά τους το γενναιόδωρο και προστατευτικό πνεύμα που δεν είχε δειχτεί σε αυτούς. (Εξ 22:21· 23:9· Δευ 10:18) Κατά βάση, τον πάροικο, και ιδιαίτερα τον προσήλυτο, έπρεπε να τον μεταχειρίζονται σαν αδελφό.—Λευ 19:33, 34.
Μολονότι οι όροι της διαθήκης του Νόμου επέτρεπαν σε άτομα κάθε εθνικής προέλευσης να γίνουν μέλη της εκκλησίας του Ισραήλ με το να δεχτούν την αληθινή λατρεία του Ιεχωβά και να περιτμηθούν, υπήρχαν εξαιρέσεις και περιορισμοί. Οι Αιγύπτιοι και οι Εδωμίτες δεν μπορούσαν να εισέλθουν στην εκκλησία μέχρι την τρίτη γενιά, δηλαδή την τρίτη γενιά που ζούσε στη γη του Ισραήλ. (Δευ 23:7, 8) Οι νόθοι γιοι και οι απόγονοί τους απαγορευόταν να εισέλθουν στην εκκλησία «μέχρι τη δέκατη γενιά». (Δευ 23:2) Για τους Αμμωνίτες και τους Μωαβίτες η απαγόρευση ίσχυε «μέχρι τη δέκατη γενιά . . . στον αιώνα . . . Στον αιώνα δεν πρέπει να εργαστείς για την ειρήνη τους και την ευημερία τους, όλες τις ημέρες σου». (Δευ 23:3-6) Όλοι αυτοί οι περιορισμοί ίσχυαν για τους άρρενες των συγκεκριμένων εθνών. Επίσης, κανένας άρρενας με ακρωτηριασμένα γεννητικά όργανα δεν μπορούσε να γίνει ποτέ μέλος της εκκλησίας.—Δευ 23:1.
Ο πάροικος που είχε γίνει περιτμημένος λάτρης δεσμευόταν από τον ίδιο νόμο που δέσμευε και τους Ισραηλίτες, δηλαδή έπρεπε να υπακούει σε όλους τους όρους της διαθήκης του Νόμου. (Λευ 24:22) Μερικά παραδείγματα είναι τα εξής: Απαιτούνταν να τηρεί το Σάββατο (Εξ 20:10· 23:12) και να γιορτάζει το Πάσχα (Αρ 9:14· Εξ 12:48, 49), τη Γιορτή των Άζυμων Άρτων (Εξ 12:19), τη Γιορτή των Εβδομάδων (Δευ 16:10, 11), τη Γιορτή των Σκηνών (Δευ 16:13, 14) και την Ημέρα της Εξιλέωσης (Λευ 16:29, 30). Μπορούσε να προσφέρει θυσίες (Αρ 15:14), και αυτό έπρεπε να το κάνει με τον ίδιο τρόπο που προβλεπόταν και για τον φυσικό Ισραηλίτη. (Αρ 15:15, 16) Οι προσφορές του έπρεπε να μην έχουν κανένα ψεγάδι (Λευ 22:18-20), έπρεπε δε να τις φέρνει στην είσοδο της σκηνής της συνάντησης, ακριβώς όπως και ο φυσικός Ισραηλίτης. (Λευ 17:8, 9) Δεν μπορούσε να επιδίδεται σε καμιά μορφή ψεύτικης λατρείας. (Λευ 20:2· Ιεζ 14:7) Απαιτούνταν να στραγγίζει το αίμα του θηράματος που σκότωνε στο κυνήγι και, αν το έτρωγε χωρίς να στραγγίσει το αίμα, επρόκειτο να «εκκοπεί». (Λευ 17:10-14) Μπορούσε να λάβει συγχώρηση μαζί με τον φυσικό Ισραήλ για κοινοτική ευθύνη που οφειλόταν σε αμαρτίες. (Αρ 15:26, 29) Ήταν υποχρεωμένος να τηρεί τις διαδικασίες καθαρισμού, όπως για παράδειγμα αν είχε κατασταθεί ακάθαρτος μέσω επαφής με πτώμα ανθρώπου. (Αρ 19:10, 11) Ο πάροικος στον οποίο μπορούσε να δοθεί το σώμα ενός ζώου που είχε ψοφήσει ήταν προφανώς άτομο το οποίο δεν είχε γίνει λάτρης του Ιεχωβά εξ ολοκλήρου.—Δευ 14:21.
Από νομικής πλευράς, ήταν εγγυημένο για τον πάροικο ότι θα τύγχανε αμερόληπτης κρίσης σε δικαστικές υποθέσεις που συμπεριλάμβαναν κάποιον φυσικό Ισραηλίτη. (Δευ 1:16, 17) Δεν έπρεπε να διαπραχθεί απάτη σε βάρος του ούτε να διαστραφεί η κρίση εναντίον του. (Δευ 24:14, 17) Όσοι αδικούσαν τους πάροικους ήταν καταραμένοι. (Δευ 27:19) Οι πόλεις καταφυγίου για τον ακούσιο ανθρωποκτόνο ήταν ανοιχτές τόσο στον πάροικο και στον μέτοικο όσο και στον φυσικό Ισραηλίτη.—Αρ 35:15· Ιη 20:9.
Εφόσον οι πάροικοι δεν είχαν κληρονομιά γης, μπορεί να ήταν έμποροι ή μισθωτοί εργάτες. Ορισμένοι ήταν δούλοι. (Λευ 25:44-46) Δεν ήταν απίθανο να πλουτίσουν. (Λευ 25:47· Δευ 28:43) Γενικά, όμως, ο Νόμος τούς κατέτασσε στους φτωχούς και περιείχε διάφορες διατάξεις για την προστασία και τη συντήρησή τους. Ο πάροικος μπορούσε να έχει μερίδιο από τα δέκατα που προσφέρονταν κάθε τρία χρόνια. (Δευ 14:28, 29· 26:12) Έπρεπε δε να του αφήνουν τα απομεινάρια της συγκομιδής από τον αγρό και το αμπέλι. (Λευ 19:9, 10· 23:22· Δευ 24:19-21) Μπορούσε να επωφεληθεί από ό,τι βλάσταινε στη διάρκεια των σαββατιαίων ετών. (Λευ 25:6) Ως μισθωτός εργάτης προστατευόταν εξίσου με τον αυτόχθονα Ισραηλίτη. Σε περίπτωση που ένας φτωχός Ισραηλίτης πουλούσε τον εαυτό του σε κάποιον πλούσιο πάροικο, έπρεπε να τύχει καλής μεταχείρισης, σαν να ήταν μισθωτός εργάτης, και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εξαγοράσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να τον εξαγοράσει κάποιος συγγενής ή, το αργότερο, να απελευθερωθεί στο έβδομο έτος της υπηρεσίας του ή στο Ιωβηλαίο.—Λευ 25:39-54· Εξ 21:2· Δευ 15:12.
Στη διάρκεια της περιόδου των βασιλιάδων, οι πάροικοι εξακολουθούσαν να έχουν καλές σχέσεις με τους Ισραηλίτες. Τον καιρό της οικοδόμησης του ναού στην Ιερουσαλήμ, χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδόμοι. (1Χρ 22:2· 2Χρ 2:17, 18) Όταν ο Βασιλιάς Ασά έκανε ενέργειες για την αποκατάσταση της αληθινής λατρείας στον Ιούδα, πάροικοι από όλη την Υποσχεμένη Γη συνάχθηκαν στην Ιερουσαλήμ μαζί με φυσικούς Ισραηλίτες για να εισέλθουν από κοινού σε ειδική διαθήκη ώστε να αναζητούν τον Ιεχωβά με όλη τους την καρδιά και την ψυχή. (2Χρ 15:8-14) Ο Βασιλιάς Εζεκίας, αφού καθάρισε το ναό, κήρυξε την τέλεση του εορτασμού του Πάσχα στην Ιερουσαλήμ το δεύτερο μήνα, έστειλε δε πρόσκληση σε όλο τον Ισραήλ, και πολλοί πάροικοι ανταποκρίθηκαν.—2Χρ 30:25.
Μετά την αποκατάσταση του υπολοίπου των Ισραηλιτών από τη βαβυλωνιακή εξορία, οι πάροικοι, οι οποίοι αποτελούνταν από ομάδες όπως οι Νεθινίμ (που σημαίνει «Δοσμένοι»), οι δούλοι, οι επαγγελματίες τραγουδιστές και τραγουδίστριες και οι γιοι των υπηρετών του Σολομώντα, εμφανίζονται και πάλι να συνδέονται με τους Ισραηλίτες όσον αφορά την αληθινή λατρεία στο ναό. Στους Νεθινίμ περιλαμβάνονταν οι Γαβαωνίτες, τους οποίους είχε διορίσει ο Ιησούς του Ναυή να αποδίδουν μόνιμα υπηρεσία στο ναό. (Εσδ 7:7, 24· 8:17-20· Ιη 9:22-27) Μέχρι και την τελευταία φορά που μνημονεύονται, οι εν λόγω πάροικοι ήταν άρρηκτα προσκολλημένοι στην αληθινή λατρεία του Ιεχωβά, υπηρετώντας με το υπόλοιπο των πιστών φυσικών Ισραηλιτών που είχε επιστρέψει από τη Βαβυλώνα. (Νε 11:3, 21) Στη μεταιχμαλωσιακή περίοδο, οι προφήτες του Ιεχωβά επανέλαβαν τις αρχές της διαθήκης του Νόμου που περιφρουρούσαν τα δικαιώματα του πάροικου.—Ζαχ 7:10· Μαλ 3:5.
Ο προφήτης Ιεζεκιήλ προείπε ότι κάποτε ο πάροικος θα λάβαινε κληρονομιά στη γη σαν αυτόχθων μεταξύ των γιων του Ισραήλ. (Ιεζ 47:21-23) Μετά τον ερχομό του Ιησού Χριστού, τα καλά νέα της Βασιλείας κηρύχτηκαν σε Ιουδαίους και σε προσήλυτους, και αυτοί μπορούσαν να γίνουν ισότιμα μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας. Κατόπιν, στην εποχή του Κορνήλιου (36 Κ.Χ.), ένας απερίτμητος Εθνικός και το σπιτικό του έγιναν αποδεκτοί από τον Ιεχωβά, λαβαίνοντας χαρίσματα του πνεύματος. (Πρ 10) Έκτοτε οι απερίτμητοι Εθνικοί, αφού δέχονταν τον Χριστό, γίνονταν μέλη της Χριστιανικής εκκλησίας, «όπου δεν υπάρχει Έλληνας ή Ιουδαίος, περιτομή ή μη περιτομή, ξένος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά ο Χριστός είναι τα πάντα και σε όλους». (Κολ 3:11· Γα 3:28) Τα εδάφια Αποκάλυψη 7:2-8 δείχνουν ότι ο πνευματικός Ισραήλ αποτελείται από 12 φυλές των 12.000 μελών η καθεμιά. Κατόπιν τα εδάφια 9 ως 17 μιλούν για ένα μεγάλο πλήθος, το οποίο κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να αριθμήσει—άτομα από όλα τα έθνη, τις φυλές, τους λαούς και τις γλώσσες τα οποία χαιρετίζουν τον ενθρονισμένο Βασιλιά και το Αρνί του και γίνονται αποδέκτες της εύνοιας και της προστασίας του Θεού.
Μέτοικος. Ο μέτοικος ήταν άτομο εγκατεστημένο σε ξένη χώρα. Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «μέτοικος» (τωσάβ) προέρχεται από τη ρίζα γιασάβ, που σημαίνει “κατοικώ”. (Γε 20:15) Προφανώς, μερικοί από τους μέτοικους στον Ισραήλ έγιναν προσήλυτοι. Κάποιοι άλλοι ήταν πρόθυμοι να κατοικούν με τους Ισραηλίτες και να υπακούν στους θεμελιώδεις νόμους του τόπου, αλλά δεν γίνονταν λάτρεις του Ιεχωβά όπως οι περιτμημένοι προσήλυτοι. Ο μέτοικος διέφερε από τον αλλοεθνή, που ως επί το πλείστον ήταν προσωρινός επισκέπτης και απολάμβανε απλώς τη συνήθη φιλοξενία της Ανατολής.
Ο μέτοικος που ήταν απερίτμητος κάτοικος του τόπου δεν έτρωγε από το Πάσχα ή από οτιδήποτε άγιο. (Εξ 12:45· Λευ 22:10) Είχε διάφορα οφέλη όπως οι πάροικοι και οι φτωχοί στη διάρκεια του σαββατιαίου και του Ιωβηλαίου έτους, καθώς του δινόταν η δυνατότητα να έχει μερίδιο από τα προϊόντα της γης. (Λευ 25:6, 12) Ο ίδιος ή οι απόγονοί του ήταν δυνατόν να αγοραστούν από τους Ισραηλίτες ως δούλοι και να μεταβιβάζονται ως μόνιμη κληρονομιά χωρίς να ισχύει για αυτούς το δικαίωμα εξαγοράς ή να επωφελούνται από την απελευθέρωση του Ιωβηλαίου. (Λευ 25:45, 46) Από την άλλη μεριά, ένας Ισραηλίτης μπορούσε να πουλήσει τον εαυτό του ως δούλο σε έναν μέτοικο ή σε μέλη της οικογένειας του μέτοικου, διατηρώντας ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα της εξαγοράς, καθώς και το δικαίωμα της απελευθέρωσης στο έβδομο έτος της δουλείας του ή στο Ιωβηλαίο.—Λευ 25:47-54· Εξ 21:2· Δευ 15:12.
Παρότι μόνο οι φυσικοί Ισραηλίτες είχαν κληρονομική ιδιοκτησία στη γη, ο Ιεχωβά ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης και μπορούσε να τους θέσει εντός ή εκτός εκείνης της γης, ανάλογα με το σκοπό του. Αναφορικά με την πώληση γης, είπε: «Η γη, λοιπόν, δεν πρέπει να πουλιέται για πάντα, επειδή η γη είναι δική μου. Διότι εσείς είστε πάροικοι και μέτοικοι από τη δική μου άποψη».—Λευ 25:23.
Ξένος. Η εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «ξένος» (ζαρ) προέρχεται προφανώς από τη ρίζα ζουρ, που σημαίνει «απομακρύνομαι· γίνομαι ξένος» (Ψλ 78:30· 69:8), οπότε η βασική της έννοια είναι «αυτός που ξεμακραίνει ή αποσύρεται».—Θεολογικό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης (Theologisches Wörterbuch zum Alten Testament), επιμέλεια Γκ. Μπότερβεκ και Χ. Ρίνγκρεν, 1977, Τόμ. 2, στ. 557, 558.
Η έννοια του «ξένου» υπεισερχόταν σε ζητήματα που σχετίζονταν με την Ααρωνική οικογένεια και τη φυλή του Λευί, και εφαρμοζόταν τόσο στον φυσικό Ισραηλίτη όσο και στον πάροικο, καθώς και σε όλους τους άλλους. Τα ιερατικά καθήκοντα ήταν, σύμφωνα με το Νόμο, αρμοδιότητα της οικογένειας του Ααρών (Εξ 28:1-3), ενώ τα άλλα ζητήματα του ναού είχαν ανατεθεί στη φυλή του Λευί γενικά. (Αρ 1:49, 50, 53) Όλοι οι άλλοι, περιλαμβανομένων των φυσικών Ισραηλιτών από τις 12 μη Λευιτικές φυλές, παρομοιάζονταν με ξένους σε σχέση με τη φυλή του Λευί, όσον αφορά ορισμένα ζητήματα. (Εξ 29:33, ΜΝΚ, υποσ., «“μη Ααρωνίτης”, δηλαδή κάποιος που δεν ανήκει στην οικογένεια του Ααρών»· περιθωριακή σημείωση στην KJ, «κάθε μη Λευίτης»· Αρ 3:38, ΜΝΚ, υποσ., «δηλαδή μη Λευίτης»· JB, ΛΧ, «λαϊκός». Βλέπε επίσης Λευ 22:10· Αρ 3:10.) Σύμφωνα με τα συμφραζόμενα, η λέξη «ξένος» στην Πεντάτευχο αναφέρεται ως επί το πλείστον σε οποιονδήποτε δεν ανήκε στην οικογένεια του Ααρών ή στη φυλή του Λευί, επειδή τα ιερατικά ή τα διακονικά προνόμια και καθήκοντα δεν είχαν ανατεθεί σε αυτόν.
Ο ξένος (μη Ααρωνίτης) δεν μπορούσε να φάει από τη θυσία της καθιέρωσης (Εξ 29:33), να χριστεί με το λάδι του αγίου χρίσματος (Εξ 30:33) ή να φάει οτιδήποτε άγιο (Λευ 22:10). Ένας μη Ααρωνίτης ξένος δεν μπορούσε να ασκήσει ιερατικά καθήκοντα. (Αρ 3:10· 16:40· 18:7) Κανένας ξένος μη Λευίτης, ακόμη και όσοι ανήκαν σε οποιαδήποτε από τις υπόλοιπες 12 φυλές, δεν μπορούσε να πάει κοντά στη σκηνή της μαρτυρίας για να τη στήσει ή για οποιονδήποτε άλλον σκοπό πέραν του να προσφέρει θυσίες ή να πλησιάσει τους ιερείς στην είσοδο της σκηνής της συνάντησης. (Λευ 4:24, 27-29) Η κόρη ενός ιερέα η οποία είχε παντρευτεί μη Ααρωνίτη ξένο δεν μπορούσε να τρώει από τη συνεισφορά των αγίων πραγμάτων, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ούτε ο «ξένος» σύζυγός της.—Λευ 22:12, 13.
Η λέξη «ξένος» εφαρμοζόταν επίσης σε εκείνους που παρέκκλιναν από τα όσα ήταν σε αρμονία με το Νόμο και ως εκ τούτου αποξενώνονταν από τον Ιεχωβά. Παραδείγματος χάρη, η πόρνη αναφέρεται ως «ξένη γυναίκα». (Παρ 2:16· 5:17· 7:5) Τόσο οι λάτρεις ψεύτικων θεών όσο και οι ίδιες οι θεότητες αποκαλούνται “ξένοι”.—Ιερ 2:25· 3:13.
Στις Εβραϊκές Γραφές, ξένοι χαρακτηρίζονται επίσης κάποιοι με την έννοια ότι ήταν άγνωστοι ή αλλοεθνείς.—1Βα 3:18· Ιωβ 19:15.
Οι Χριστιανικές αρχές αναφορικά με τους ξένους. Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές η φιλοξενία, δηλαδή η αγάπη για τους ξένους, τονίζεται εμφατικά ως ιδιότητα που πρέπει να εκδηλώνουν οι Χριστιανοί. Ο απόστολος Παύλος λέει: «Μην ξεχνάτε τη φιλοξενία, γιατί μέσω αυτής μερικοί, χωρίς να το ξέρουν, φιλοξένησαν αγγέλους». (Εβρ 13:2) Ο Ιησούς έδειξε ότι υπολογίζει τη φιλοξενία που προσφέρεται στους αδελφούς του, παρότι αυτοί μπορεί να είναι ξένοι ή άγνωστοι τη δεδομένη στιγμή, ως φιλοξενία που προσφέρεται στον ίδιο. (Ματ 25:34-46) Ο απόστολος Ιωάννης έγραψε επαινετικά λόγια στον Γάιο για τα καλά έργα που έκανε για διάφορους άγνωστους σε εκείνον Χριστιανούς, οι οποίοι αποστέλλονταν στην εκκλησία του για να την επισκεφτούν, και καταδικάζει τον Διοτρεφή ο οποίος δεν τους έδειχνε σεβασμό.—3Ιω 5-10· 1Τι 5:10.
Οι Χριστιανοί χαρακτηρίζονται “ξένοι” και “προσωρινοί κάτοικοι” με την έννοια ότι δεν αποτελούν μέρος αυτού του κόσμου. (Ιωα 15:19· 1Πε 1:1) Είναι ξένοι κατά το ότι δεν συμμορφώνονται με τις συνήθειες του κόσμου που είναι εχθρικός προς τον Θεό. (1Πε 2:11) Εκείνοι που προέρχονταν από τα έθνη και ήταν άλλοτε «ξένοι ως προς τις διαθήκες της υπόσχεσης», χωρίς ελπίδα και «χωρίς Θεό στον κόσμο», μέσω του Χριστού, δεν ήταν πλέον «ξένοι και πάροικοι», αλλά «συμπολίτες των αγίων και μέλη του σπιτικού του Θεού». (Εφ 2:11, 12, 19) Τα «άλλα πρόβατα», τα οποία ο Ιησούς είπε ότι θα συγκέντρωνε στο «ένα ποίμνιο», διαχωρίζουν παρόμοια τη θέση τους από τον κόσμο, έχοντας την εύνοια του Θεού και ελπίδα για ζωή.—Ιωα 10:16· Ματ 25:33, 34, 46· παράβαλε Απ 7:9-17.
Όποιος προσπαθεί να συγκεντρώσει θρησκευτικούς οπαδούς γύρω του αποκαλείται από τον Χριστό «κλέφτης» και “ξένος”, άτομο επικίνδυνο για τα “πρόβατα” του Χριστού, και θεωρείται ψεύτικος ποιμένας. Τα αληθινά «πρόβατα» του Ιησού δεν θα αναγνωρίσουν τη φωνή ενός ψεύτικου ποιμένα, ακριβώς όπως οι πιστοί Ισραηλίτες έμεναν αποχωρισμένοι από τον αλλοεθνή που ακολουθούσε ξένους θεούς.—Ιωα 10:1, 5· βλέπε ΑΛΛΟΕΘΝΗΣ.