ΚΡΑΤΗΣΗ
Εγκλεισμός ενός ατόμου με νόμιμη διαδικασία ή από αρμόδια αρχή· φυλάκιση.
Ένα παράδειγμα προσωποκράτησης αφορά κάποιον κατά το ήμισυ Ισραηλίτη ο οποίος εξύβρισε το όνομα του Ιεχωβά ενόσω βρισκόταν στο στρατόπεδο του Ισραήλ. Αφού αυτός παραβίασε το Νόμο, η αφήγηση αναφέρει: «Κατόπιν τον έθεσαν υπό κράτηση μέχρι να τους αναγγελθεί κάτι συγκεκριμένο σύμφωνα με το λόγο του Ιεχωβά». (Λευ 24:10-16, 23) Κατά κανόνα, ο Ισραήλ δεν έθετε τους εγκληματίες υπό παρατεταμένη κράτηση, διότι υπήρχε η απαίτηση να απονέμεται γρήγορα δικαιοσύνη. (Ιη 7:20, 22-25) Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, καθώς και στην περίπτωση του ατόμου που παραβίασε το Σάββατο όπως αναφέρεται στα εδάφια Αριθμοί 15:32-36, περίμεναν μέχρις ότου διευκρινιστεί ο νόμος. Μόλις όμως διασαφηνίστηκε ο λόγος του Ιεχωβά για αυτό το ζήτημα, η ποινή εκτελέστηκε αμέσως. Παρόμοια, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι τέθηκαν υπό κράτηση, αν και άδικα, περιμένοντας να δικαστούν ενώπιον του Σάνχεδριν την επόμενη ημέρα. (Πρ 4:3· 5:17, 18) Επίσης, οι Γραφές επισημαίνουν το γεγονός ότι ο Ιερεμίας τέθηκε άδικα υπό κράτηση, όχι απλώς ως υπόδικος, αλλά εκτίοντας κανονική ποινή φυλάκισης.—Ιερ 37:21.
Στα εδάφια Γαλάτες 3:19-25, γίνεται πνευματική εφαρμογή των όρων “φρούρηση” και «κράτηση». Ο Παύλος λέει ότι ο Νόμος έκανε τις παραβάσεις φανερές και ότι «η Γραφή έθεσε όλα μαζί τα πράγματα υπό κράτηση στην αμαρτία». Αλλά συνεχίζει λέγοντας: «Ωστόσο, προτού έρθει η πίστη, εμείς φρουρούμασταν κάτω από νόμο, έχοντας τεθεί μαζί υπό κράτηση, αποβλέποντας στην πίστη που έμελλε να αποκαλυφτεί». Ο Παύλος τόνισε έτσι ότι ο φυσικός Ισραήλ βρισκόταν υπό πνευματική κράτηση, καθώς φρουρούνταν ή φυλασσόταν από το Νόμο, μέχρις ότου ήρθε η πίστη στον Χριστό.