ΚΙΒΡΩΘ-ΑΤΤΑΑΒΑ
(Κιβρώθ-αττααβά) [Τάφοι του Πόθου].
Τόπος στρατοπέδευσης των Ισραηλιτών στην έρημο, όπου το μεικτό πλήθος εξέφρασε ιδιοτελή επιθυμία για την τροφή που είχαν στην Αίγυπτο. (Αρ 11:4· 33:16, 17· Δευ 9:22) Ταυτίζεται γενικά με το Ρουέις ελ-Εμπερίτζ, το οποίο βρίσκεται σχεδόν στο μέσο της απόστασης μεταξύ του Τζέμπελ Μούσα, όπου σύμφωνα με την παράδοση βρισκόταν το Όρος Σινά, και της Ασηρώθ. Εκεί ο Ιεχωβά προμήθευσε με θαυματουργικό τρόπο ορτύκια σε ποσότητα που επαρκούσε για να τρώει ολόκληρο το στρατόπεδο έναν μήνα. (Αρ 11:19, 20, 31) Αλλά ο λαός ήταν τόσο άπληστος ώστε «αυτός που μάζεψε τα λιγότερα μάζεψε δέκα χομόρ» (2.200 λίτρα). Το υπόμνημα αναφέρει ότι ενώ «το κρέας ήταν ακόμη ανάμεσα στα δόντια τους, δεν είχαν προλάβει να το μασήσουν, . . . ο Ιεχωβά άρχισε να πατάσσει το λαό με πολύ μεγάλη σφαγή». Αυτό δεν υποδηλώνει ότι δεν πρόλαβαν στην κυριολεξία να μασήσουν την μπουκιά τους, αλλά απεναντίας ίσως σημαίνει ότι δεν πρόλαβε να «εξαντληθεί» ή να «καταναλωθεί» (AT, RS, ΛΧ) όλο το απόθεμα κρέατος που είχαν, δεδομένου ότι η εβραϊκή λέξη που μεταφράζεται «μασώ» βασικά σημαίνει «εκκόπτω», «αφαιρώ». (Παράβαλε Ιωλ 1:5.) Κατόπιν αυτού θάφτηκαν οι νεκροί, και έτσι το όνομα του τόπου κλήθηκε Κιβρώθ-αττααβά.—Αρ 11:32-35.