ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ
Από αρχαιοτάτων χρόνων, ο άνθρωπος, που πλάστηκε κατά την εικόνα του Θεού της δικαιοσύνης (Γε 1:26· Ψλ 37:28· Μαλ 2:17), διέθετε την ιδιότητα της δικαιοσύνης. (Ησ 58:2· Ρω 2:13-15) Η πρώτη φορά που απήγγειλε ο Ιεχωβά ποινή για την επιβολή της δικαιοσύνης αφορούσε το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι και το φίδι, το οποίο αντιπροσώπευε τον Διάβολο. Η ποινή που επιβλήθηκε για την ανυπακοή στον Θεό, η οποία ισοδυναμούσε με στασιασμό κατά της κυριαρχίας του Άρχοντα του σύμπαντος, ήταν θάνατος. (Γε 2:17) Αργότερα, ο Κάιν, γνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι διέθεταν την ιδιότητα της δικαιοσύνης, συνειδητοποίησε ότι θα ήθελαν να τον σκοτώσουν για να εκδικηθούν το φόνο του αδελφού του, του Άβελ. Ο Ιεχωβά, όμως, δεν διόρισε ούτε εξουσιοδότησε κανέναν να εκτελέσει τον Κάιν, αλλά κράτησε για τον εαυτό του την ανταπόδοση, την οποία έκανε εκκόπτοντας τη γραμμή του Κάιν στον Κατακλυσμό. (Γε 4:14, 15) Περίπου 700 χρόνια πριν από τον Κατακλυσμό, ο Ενώχ διακήρυξε ότι ο Θεός επρόκειτο να εκτελέσει εκείνους που είχαν κάνει ασεβείς πράξεις.—Γε 5:21-24· Ιου 14, 15.
Μετά τον Κατακλυσμό. Μετά τον Κατακλυσμό, ο Θεός διατύπωσε περαιτέρω νόμους, μεταξύ των οποίων ήταν και η πρώτη εξουσιοδότηση προς τους ανθρώπους να εκτελούν την ποινή για το φόνο. (Γε 9:3-6) Αργότερα, ο Ιεχωβά δήλωσε σε σχέση με τον Αβραάμ: «Διότι γνωρίστηκα μαζί του προκειμένου να διατάξει τους γιους του και το σπιτικό του έπειτα από αυτόν ώστε να τηρούν την οδό του Ιεχωβά για να εκτελούν δικαιοσύνη και κρίση». (Γε 18:19) Αυτό δείχνει ότι η πατριαρχική κοινωνία υπόκειτο στους νόμους του Θεού, με τους οποίους τα μέλη της ήταν εξοικειωμένα.
Ο Ιεχωβά αποκάλυψε την άποψή του για τη μοιχεία και την τιμωρία για αυτήν όταν είπε στον Αβιμέλεχ ότι δεν θα γλίτωνε το θάνατο επειδή είχε πάρει τη Σάρρα με την πρόθεση να την κάνει σύζυγό του (παρότι δεν γνώριζε ότι εκείνη ανήκε στον Αβραάμ). (Γε 20:2-7) Ο Ιούδας αποφάνθηκε ότι η Θάμαρ έπρεπε να υποστεί τη θανατική ποινή λόγω πορνείας.—Γε 38:24.
Ο Νόμος του Θεού για τον Ισραήλ. Όταν ο Ισραήλ οργανώθηκε ως έθνος, ο Θεός έγινε Βασιλιάς, Νομοθέτης και Κριτής τους. (Ησ 33:22) Τους έδωσε το «Δεκάλογο», ή τις «Δέκα Εντολές» όπως αποκαλούνται συνήθως, όπου εξέθετε τις αρχές στις οποίες βασιζόταν το σύνολο 600 περίπου άλλων νόμων. Ο Θεός ξεκίνησε το «Δεκάλογο» με τη δήλωση: «Εγώ είμαι ο Ιεχωβά ο Θεός σου, που σε έβγαλα από τη γη της Αιγύπτου». (Εξ 20:2) Αυτός ήταν ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίο έπρεπε να υπακούν σε όλο το Νόμο. Η ανυπακοή δεν αποτελούσε απλώς παράβαση του νόμου που όριζε η Κεφαλή της κυβέρνησης, αλλά επίσης προσβολή της Κεφαλής της θρησκείας, του Θεού τους, και η βλασφημία εναντίον του Θεού συνιστούσε εσχάτη προδοσία.
Υπό το Νόμο ίσχυαν οι ίδιες αρχές που ρύθμιζαν παλιότερα την πατριαρχική κοινωνία. Ωστόσο, ο Νόμος ήταν λεπτομερέστερος και κάλυπτε όλο το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ολόκληρος ο Νόμος, ο οποίος εκτίθεται στην Πεντάτευχο, διακρινόταν από τόσο υψηλό επίπεδο ηθικής ώστε κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να επιχειρήσει να τον ακολουθήσει από την αρχή ως το τέλος χωρίς να διαπιστώσει ότι καταδικαζόταν από αυτόν ως αμαρτωλός και ατελής. «Η εντολή είναι άγια και δίκαιη και καλή» και «ο Νόμος είναι πνευματικός», λέει ο απόστολος Παύλος. «Προστέθηκε για να κάνει φανερές τις παραβάσεις». (Ρω 7:12, 14· Γα 3:19) Επρόκειτο για ολόκληρο το νόμο που έδωσε ο Θεός στον Ισραήλ, το νόμο που εξέθετε τις αρχές και τις επίσημες αποφάσεις του Ιεχωβά, και όχι απλώς για μια συλλογή υποθέσεων που ήταν πιθανό να ανακύψουν ή είχαν ανακύψει ήδη.
Κατά συνέπεια, οι ποινές που επιβάλλονταν υπό το Νόμο συνέτειναν στο να αποδειχτεί η αμαρτία «πολύ πιο αμαρτωλή». (Ρω 7:13) Ο νόμος της ανταπόδοσης των ίσων έθετε τον κανόνα της ακριβούς δικαιοσύνης. Ο Νόμος προήγε την ειρήνη και τη γαλήνη του έθνους, το διαφύλαττε όταν ο Ισραήλ υπάκουε σε αυτόν και προστάτευε τον καθένα ατομικά από όποιον αδικοπραγούσε, αποζημιώνοντάς τον όταν υφίστατο κλοπή ή καταστροφή της περιουσίας του.
Οι Δέκα Εντολές, όπως διατυπώνονται στο 20ό κεφάλαιο της Εξόδου και στο 5ο κεφάλαιο του Δευτερονομίου, δεν αναφέρουν ρητά την ποινή για κάθε παράβαση. Ωστόσο, αυτές οι ποινές καθορίζονται σαφώς σε άλλα σημεία. Η ποινή για την παραβίαση των πρώτων εφτά εντολών ήταν θάνατος. Η τιμωρία για την κλοπή ήταν η απόδοση των κλοπιμαίων στον ιδιοκτήτη τους και η αποζημίωσή του. Για την ψευδομαρτυρία, ήταν η ανταπόδοση των ίσων. Για την τελευταία εντολή, η οποία απαγόρευε την πλεονεξία ή αλλιώς την εσφαλμένη επιθυμία, δεν προβλέπονταν ποινές που θα μπορούσαν να επιβάλουν οι κριτές. Η εντολή αυτή υπερέβαινε τους ανθρωποποίητους νόμους κατά το ότι καθιστούσε κάθε άνθρωπο πνευματικό αστυνόμο του εαυτού του και έφτανε στη ρίζα, ή αλλιώς στην πηγή, της παραβίασης όλων των εντολών. Αν κάποιος υπέθαλπε μια εσφαλμένη επιθυμία, αυτή τελικά θα εκδηλωνόταν ως παραβίαση μιας από τις υπόλοιπες εννιά εντολές.
Κακουργήματα υπό το Νόμο. Εγκλήματα που τιμωρούνταν με θάνατο. Υπό το Νόμο, η θανατική ποινή επιβαλλόταν για (1) βλασφημία (Λευ 24:14, 16, 23), (2) λατρεία κάθε άλλου θεού εκτός του Ιεχωβά και ειδωλολατρία κάθε μορφής (Λευ 20:2· Δευ 13:6, 10, 13-15· 17:2-7· Αρ 25:1-9), (3) μαγεία και πνευματισμό (Εξ 22:18· Λευ 20:27), (4) ψευδοπροφητεία (Δευ 13:5· 18:20), (5) παραβίαση του Σαββάτου (Αρ 15:32-36· Εξ 31:14· 35:2), (6) φόνο (Αρ 35:30, 31), (7) μοιχεία (Λευ 20:10· Δευ 22:22), (8) ψευδή ισχυρισμό από μέρους γυναίκας που θα παντρευόταν ότι ήταν παρθένα (Δευ 22:21), (9) σεξουαλικές σχέσεις με αρραβωνιασμένη κοπέλα (Δευ 22:23-27), (10) αιμομειξία (Λευ 18:6-17, 29· 20:11, 12, 14), (11) σοδομία (Λευ 18:22· 20:13), (12) κτηνοβασία (Λευ 18:23· 20:15, 16), (13) απαγωγή (Εξ 21:16· Δευ 24:7), (14) χειροδικία ή εξύβριση σε βάρος γονέα (Εξ 21:15, 17), (15) ψευδομαρτυρία σε υπόθεση στην οποία η ποινή για τον κατηγορούμενο ήταν θάνατος (Δευ 19:16-21) και (16) προσέγγιση της σκηνής της μαρτυρίας χωρίς εξουσιοδότηση (Αρ 17:13· 18:7).
Σε πολλές περιπτώσεις η καθοριζόμενη ποινή είναι η “εκκοπή”, η οποία εκτελούνταν συνήθως με λιθοβολισμό. Εκτός από την εκούσια αμαρτία και την υβριστική, ασεβή ομιλία εναντίον του Ιεχωβά (Αρ 15:30, 31), αναφέρονται πολλές άλλες παραβάσεις οι οποίες επέσυραν αυτή την ποινή. Μερικές είναι: η παράλειψη περιτομής (Γε 17:14· Εξ 4:24), η εσκεμμένη αμέλεια όσον αφορά την τήρηση του Πάσχα (Αρ 9:13), η αμέλεια όσον αφορά την τήρηση της Ημέρας της Εξιλέωσης (Λευ 23:29, 30), η παρασκευή ή η χρήση λαδιού του αγίου χρίσματος για συνηθισμένους σκοπούς (Εξ 30:31-33, 38), η βρώση αίματος (Λευ 17:10, 14), η βρώση θυσίας από άτομο που βρισκόταν σε κατάσταση ακαθαρσίας (Λευ 7:20, 21· 22:3, 4, 9), η βρώση ένζυμου ψωμιού κατά τη Γιορτή των Άζυμων Άρτων (Εξ 12:15, 19), η προσφορά θυσίας σε οποιοδήποτε μέρος εκτός από τη σκηνή της μαρτυρίας (Λευ 17:8, 9), η βρώση της προσφοράς συμμετοχής την τρίτη ημέρα μετά την ημέρα της θυσίας (Λευ 19:7, 8), η αμέλεια όσον αφορά τον καθαρισμό (Αρ 19:13-20), το παράνομο άγγιγμα των αγίων πραγμάτων (Αρ 4:15, 18, 20), οι σεξουαλικές σχέσεις με εμμηνορροούσα γυναίκα (Λευ 20:18) και η βρώση του πάχους των θυσιών.—Λευ 7:25· βλέπε ΕΚΚΟΠΗ.
Τιμωρίες που επιβάλλονταν από το Νόμο. Οι τιμωρίες που επιβάλλονταν υπό το Νόμο τον οποίο έδωσε ο Ιεχωβά μέσω του Μωυσή αποσκοπούσαν στο να διατηρείται η γη καθαρή από μολύσματα ενώπιον του Θεού. Όσοι διέπρατταν απεχθή πράγματα εκκόπτονταν από το λαό, ο οποίος διατηρούνταν έτσι καθαρός. Επιπρόσθετα, οι τιμωρίες αυτές απέτρεπαν το έγκλημα και διατηρούσαν το σεβασμό για την ιερότητα της ζωής, για το νόμο της χώρας, για τον Νομοθέτη—τον Θεό—και για το συνάνθρωπο. Επίσης, όταν ο Νόμος γινόταν σεβαστός, προφύλασσε το έθνος από οικονομική καταστροφή και από την ηθική παρακμή με τις επακόλουθες σιχαμερές ασθένειες και το σωματικό εκφυλισμό.
Ο Νόμος δεν προέβλεπε βάρβαρες τιμωρίες. Κανείς δεν μπορούσε να τιμωρηθεί για τα αδικήματα κάποιου άλλου. Οι αρχές ήταν διατυπωμένες με σαφήνεια. Οι κριτές είχαν το περιθώριο να αντιμετωπίζουν κάθε υπόθεση ξεχωριστά, εξετάζοντας τις περιστάσεις, καθώς επίσης τα κίνητρα και τη στάση των κατηγορουμένων. Η απονομή της δικαιοσύνης ήταν αυστηρή. (Εβρ 2:2) Ο εκούσιος δολοφόνος δεν μπορούσε να αποφύγει τη θανατική ποινή όποιο χρηματικό ποσό και αν κατέβαλλε. (Αρ 35:31) Αν κάποιος γινόταν ακούσιος ανθρωποκτόνος, μπορούσε να διαφύγει σε μια από τις διαθέσιμες πόλεις καταφυγίου. Ζώντας περιορισμένος μέσα στα όρια της πόλης, αναγκαζόταν να συνειδητοποιήσει ότι η ζωή είναι ιερή και ότι ακόμη και ο ακούσιος φόνος δεν έπρεπε να παίρνεται στα ελαφρά, αλλά απαιτούσε κάποια αποζημίωση. Ωστόσο, εφόσον απέδιδε παραγωγική εργασία στην πόλη του καταφυγίου, δεν αποτελούσε οικονομικό βάρος για την κοινότητα.—Αρ 35:26-28.
Οι ποινές για τα αδικήματα αποσκοπούσαν στο να ανακουφίσουν και να αποζημιώσουν το θύμα ενός κλέφτη ή κάποιου που είχε κάνει ζημιά στην περιουσία του. Αν ο κλέφτης αδυνατούσε να πληρώσει το απαιτούμενο ποσό, μπορούσε να πουληθεί ως δούλος, είτε στο θύμα είτε σε κάποιον άλλον, αποζημιώνοντας με αυτόν τον τρόπο το θύμα και εργαζόμενος για τη συντήρηση του εαυτού του, με αποτέλεσμα να μην επιβαρύνει το Κράτος, όπως συμβαίνει όπου εφαρμόζεται η φυλάκιση. Αυτοί οι νόμοι ήταν δίκαιοι και συνέβαλλαν στο σωφρονισμό του εγκληματία.—Εξ 22:1-6.
Υπό το Νόμο η θανατική ποινή εκτελούνταν με λιθοβολισμό. (Λευ 20:2, 27) Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν το σπαθί, ιδιαίτερα όταν έπρεπε να εκτελεστούν πολλοί. (Εξ 32:27· 1Βα 2:25, 31, 32, 34) Αν μια πόλη αποστατούσε, όλοι όσοι υπήρχαν σε αυτήν έπρεπε να αφιερωθούν στην καταστροφή με το σπαθί. (Δευ 13:15) Στο εδάφιο Έξοδος 19:13 υπονοείται ο θάνατος με κοντάρι, δόρυ ή ίσως βέλος. (Βλέπε Αρ 25:7, 8.) Γίνεται λόγος και για αποκεφαλισμό, αν και η εκτέλεση μπορεί να πραγματοποιούνταν με κάποιο άλλο μέσο και στη συνέχεια να αποκεφάλιζαν το πτώμα. (2Σα 20:21, 22· 2Βα 10:6-8) Για τα πιο ειδεχθή εγκλήματα ο Νόμος προέβλεπε την καύση και το κρέμασμα στο ξύλο. (Λευ 20:14· 21:9· Ιη 7:25· Αρ 25:4, 5· Δευ 21:22, 23) Αυτές οι ποινές εκτελούνταν μόνο αφού πρώτα το άτομο είχε θανατωθεί, όπως δηλώνουν ξεκάθαρα τα παραπάνω εδάφια.
Οι αιχμάλωτοι πολέμου εκτελούνταν συνήθως με σπαθί, αν επρόκειτο για άτομα αφιερωμένα στην καταστροφή κατ’ εντολήν του Θεού. (1Σα 15:2, 3, 33) Όσοι παραδίδονταν υποβάλλονταν σε καταναγκαστική εργασία. (Δευ 20:10, 11) Παλιότερες μεταφράσεις του εδαφίου 2 Σαμουήλ 12:31 δίνουν την εντύπωση ότι ο Δαβίδ βασάνισε τους κατοίκους της Ραββά του Αμμών, αλλά σύγχρονες μεταφράσεις δείχνουν ότι απλώς τους υπέβαλε σε καταναγκαστική εργασία.—Βλέπε AT· Mo· ΜΝΚ· ΜΠΚ.
Ο νόμος δεν προέβλεπε την κατακρήμνιση, ωστόσο ο Βασιλιάς Αμαζίας του Ιούδα επέβαλε αυτή την τιμωρία σε 10.000 άντρες του Σηείρ. (2Χρ 25:12) Οι κάτοικοι της Ναζαρέτ επιχείρησαν να κάνουν το ίδιο στον Ιησού.—Λου 4:29.
Αυστηρή δικαιοσύνη επιβαλλόταν με το νόμο της ανταπόδοσης των ίσων σε περιπτώσεις εσκεμμένης βλάβης. (Δευ 19:21) Υπάρχει τουλάχιστον μία καταγραμμένη περίπτωση εκτέλεσης αυτής της ποινής. (Κρ 1:6, 7) Εντούτοις, οι κριτές έπρεπε να καθορίζουν με βάση τα στοιχεία κατά πόσον το έγκλημα είχε διαπραχθεί από πρόθεση ή από αμέλεια ή επρόκειτο για ατύχημα, και ούτω καθεξής. Εξαίρεση στο νόμο των αντιποίνων αποτελούσε ο νόμος για την περίπτωση στην οποία μια γυναίκα προσπαθούσε να βοηθήσει το σύζυγό της στη διάρκεια πάλης, αρπάζοντας τα απόκρυφα μέρη του άλλου άντρα. Σε αυτή την περίπτωση, δεν έπρεπε να καταστρέψουν τα αναπαραγωγικά της όργανα, αλλά να της κόψουν το χέρι. (Δευ 25:11, 12) Αυτός ο νόμος φανερώνει το σεβασμό του Θεού για τα αναπαραγωγικά όργανα. Επίσης, δεδομένου ότι η γυναίκα ήταν ιδιοκτησία κάποιου άντρα, αυτός ο νόμος λάβαινε υπόψη με ελεήμονα τρόπο το δικαίωμα που είχε ο σύζυγος να αποκτήσει παιδιά από τη σύζυγό του.
Το Μισνά αναφέρει τέσσερις μεθόδους επιβολής της θανατικής ποινής: το λιθοβολισμό, την καύση, τον αποκεφαλισμό και το στραγγαλισμό. Εντούτοις, ο Νόμος δεν ενέκρινε ούτε διέταζε πουθενά την επιβολή των τριών τελευταίων μεθόδων. Οι μέθοδοι που ορίζονται στο Μισνά αποτελούν μέρος των παραδόσεων που προστέθηκαν κατά παράβαση της εντολής του Θεού. (Ματ 15:3, 9) Παράδειγμα των βάρβαρων πράξεων στις οποίες οδήγησε αυτό τους Ιουδαίους είναι η μέθοδος με την οποία εκτελούσαν την ποινή της καύσης. «Το διάταγμα για όσους πρέπει να καούν [είναι το εξής]: τον τοποθετούν μέσα σε κοπριά μέχρι τα γόνατα και βάζουν μια πετσέτα από τραχύ ύφασμα μέσα σε μια άλλη από μαλακό ύφασμα και την τυλίγουν γύρω από το λαιμό του. Ο ένας [μάρτυρας] τραβούσε τη μια άκρη προς τη μεριά του και ο άλλος τραβούσε την άλλη άκρη προς τη δική του, μέχρι να ανοίξει αυτός το στόμα του. Άναβαν ένα φιτίλι [σύμφωνα με την Γκεμαρά (52α) επρόκειτο για ένα στενό έλασμα από μόλυβδο], το οποίο έριχναν μέσα στο στόμα του, και αυτό κατέβαινε στο στομάχι του και του έκαιγε τα σωθικά».—Σάνχεδριν 7:2· μετάφραση (στην αγγλική) Χ. Ντάνμπι.
Δεδομένου ότι ο άνθρωπος διεπόταν εξαρχής από νόμους—είτε από το θεϊκό νόμο είτε από το θεϊκά εμφυτευμένο νόμο της συνείδησης—αληθεύει ότι όσο πλησιέστερα βρίσκονταν οι άνθρωποι στην αληθινή λατρεία τόσο πιο λογικές και ανθρώπινες ήταν οι τιμωρίες που επέβαλλαν οι νόμοι τους, ενώ όσο περισσότερο απομακρύνονταν τόσο περισσότερο διαστρεβλωνόταν το αίσθημά τους περί δικαιοσύνης. Αυτό γίνεται φανερό από τη σύγκριση των νόμων διαφόρων αρχαίων εθνών με τους νόμους του Ισραήλ.
Αιγύπτιοι. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τις τιμωρίες που επέβαλλαν οι Αιγύπτιοι. Εφάρμοζαν τον ξυλοδαρμό (Εξ 5:14, 16), τον πνιγμό (Εξ 1:22), τον αποκεφαλισμό και στη συνέχεια το κρέμασμα στο ξύλο (Γε 40:19, 22), την εκτέλεση με σπαθί, καθώς επίσης τη φυλάκιση.—Γε 39:20.
Ασσύριοι. Οι τιμωρίες που επέβαλλε η Ασσυριακή Αυτοκρατορία ήταν πολύ σκληρές. Μεταξύ αυτών ήταν ο θάνατος, ο ακρωτηριασμός (όπως το κόψιμο των αφτιών, της μύτης, των χειλιών ή ο ευνουχισμός), το κρέμασμα στο ξύλο, η στέρηση ταφής, ο ραβδισμός, η πληρωμή συγκεκριμένου βάρους μολύβδου και τα καταναγκαστικά έργα για λογαριασμό του βασιλιά. Σύμφωνα με τον ασσυριακό νόμο, ο δολοφόνος παραδιδόταν στο στενότερο συγγενή του θύματος ο οποίος μπορούσε να επιλέξει είτε να τον θανατώσει είτε να του πάρει την περιουσία. Αυτό μπορούσε να οδηγήσει σε φονικές βεντέτες, διότι δεν υπήρχε ιδιαίτερος έλεγχος ούτε πόλεις καταφυγίου όπως στον Ισραήλ. Η τιμωρία για τη μοιχεία επαφίετο στο σύζυγο. Αυτός μπορούσε να θανατώσει τη σύζυγό του, να την ακρωτηριάσει, να την τιμωρήσει όπως έκρινε ή να την αφήσει ελεύθερη. Ό,τι έκανε στη σύζυγό του, έπρεπε να το κάνει και στον άντρα με τον οποίο είχε μοιχεύσει αυτή. Πολλούς αιχμαλώτους πολέμου τούς έγδερναν ζωντανούς, τους τύφλωναν ή τους ξερίζωναν τη γλώσσα. Επίσης, τους κρεμούσαν στο ξύλο, τους έκαιγαν ή τους θανάτωναν με άλλους τρόπους.
Βαβυλώνιοι. Ο κώδικας του Χαμουραμπί (αν και χαρακτηρίζεται κώδικας δεν θεωρείται κώδικας έτσι όπως ορίζουν τη λέξη οι νομικοί σήμερα), ο οποίος ομολογουμένως βασίζεται σε προγενέστερη νομοθεσία, αποτελεί συλλογή αποφάσεων ή «νομολογία» γραμμένη σε πήλινες πινακίδες η οποία αντιγράφηκε αργότερα (ίσως με διαφορετικό ύφος γραφής) σε μια στήλη που τοποθετήθηκε στο ναό του Μαρντούκ στη Βαβυλώνα. Πιθανώς τοποθετήθηκαν αντίγραφα και σε άλλες πόλεις. Αυτή η στήλη, η οποία μεταφέρθηκε αργότερα στα Σούσα από κάποιον κατακτητή, ανακαλύφτηκε εκεί το 1902.
Αποτέλεσε ο κώδικας του Χαμουραμπί «πρόγονο» του Μωσαϊκού Νόμου;
Σε αντίθεση με το Μωσαϊκό Νόμο, ο κώδικας του Χαμουραμπί δεν επιδιώκει να εδραιώσει αρχές. Απεναντίας, φαίνεται ότι αποσκοπεί στο να βοηθήσει τους κριτές να αποφασίζουν για ορισμένες υποθέσεις, παρέχοντάς τους δικαστικά προηγούμενα ή τροποποιώντας προγενέστερες αποφάσεις για να δείξει τι θα έπρεπε να γίνει σε μελλοντικές υποθέσεις. Για παράδειγμα, δεν ορίζει ποινή για το φόνο, επειδή υπήρχε ήδη αποδεκτή τιμωρία για αυτόν, όπως αναμφίβολα και για άλλα κοινά εγκλήματα. Ο Χαμουραμπί δεν επιχείρησε να καλύψει όλο το φάσμα του νόμου. Καθένας από τους κανόνες του «κώδικα» αρχίζει με τη στερεότυπη φράση: “Αν κάποιος κάνει αυτό και . . . ”. Επειδή ασχολείται με συγκεκριμένες περιπτώσεις και δεν θέτει αρχές, αρκείται στο να αναφέρει την κρίση που πρέπει να αποδοθεί σε δεδομένες καταστάσεις. Βασίζεται κατά κύριο λόγο σε ήδη υπάρχοντες νόμους τους οποίους απλώς εξειδικεύει ώστε να ταιριάζουν σε ορισμένες δύσκολες καταστάσεις που ανέκυπταν στο βαβυλωνιακό πολιτισμό εκείνη την εποχή.
Με κανέναν τρόπο δεν αποδεικνύεται ο κώδικας του Χαμουραμπί πρόγονος του Μωσαϊκού Νόμου. Για παράδειγμα, στον κώδικα του Χαμουραμπί υπήρχε μια τιμωρία «αλληλεγγύης». Ένας από τους κανόνες αναφέρει: «Αν [κάποιος οικοδόμος] προκαλέσει το θάνατο του γιου του ιδιοκτήτη του σπιτιού [επειδή το σπίτι δεν ήταν γερό και έπεσε], τότε πρέπει να θανατωθεί ο γιος του οικοδόμου». Αντίθετα, ο νόμος του Θεού μέσω του Μωυσή δήλωνε: «Οι πατέρες δεν πρέπει να θανατώνονται εξαιτίας των παιδιών, και τα παιδιά δεν πρέπει να θανατώνονται εξαιτίας των πατέρων». (Δευ 24:16) Η ποινή για την κλοπή πολύτιμων πραγμάτων δεν ήταν γενικά η αποζημίωση του ιδιοκτήτη, όπως στο Μωσαϊκό Νόμο, αλλά ο θάνατος. Σε ορισμένες περιπτώσεις κλοπής απαιτούνταν να αποδοθεί μέχρι και το 30πλάσιο αυτού που είχε κλαπεί. Αν ο κλέφτης δεν μπορούσε να πληρώσει, έπρεπε να θανατωθεί. Ο Ναβουχοδονόσορ εφάρμοζε το διαμελισμό, ενώ χρησιμοποιούσε επίσης την τιμωρία με φωτιά, όπως στην περίπτωση των τριών νεαρών Εβραίων τους οποίους έριξε ζωντανούς σε ένα υπερθερμασμένο καμίνι.—Δα 2:5· 3:19, 21, 29· Ιερ 29:22.
Πέρσες. Υπό τον Δαρείο τον Μήδο, ο Δανιήλ ρίχτηκε στο λάκκο των λιονταριών, τελικά όμως αυτή την τιμωρία την υπέστησαν εκείνοι που τον κατηγόρησαν ψευδώς και θανατώθηκαν μαζί με τους γιους τους και τις συζύγους τους. (Δα 6:24) Μεταγενέστερα, ο Βασιλιάς Αρταξέρξης της Περσίας έδωσε στον Έσδρα το δικαίωμα να εκτελεί κρίση εναντίον οποιουδήποτε δεν εφάρμοζε το νόμο του Θεού του Έσδρα ή του βασιλιά, «είτε για θάνατο είτε για εκτόπιση είτε για χρηματικό πρόστιμο είτε για φυλάκιση». (Εσδ 7:26) Ο Ασσουήρης χρησιμοποίησε ένα ξύλο ύψους 50 πήχεων (22 μ.) για να κρεμάσει τον Αμάν. Ο Ασσουήρης κρέμασε επίσης τους δύο θυρωρούς που είχαν συνωμοτήσει εναντίον της ζωής του.—Εσθ 7:9, 10· 2:21-23.
Έχουν βρεθεί κάποιες πινακίδες οι οποίες περιέχουν τους νόμους του Δαρείου Α΄ της Περσίας. Η τιμωρία που προβλέπεται σε αυτές για εκείνον ο οποίος επιτίθεται σε κάποιον με όπλο τραυματίζοντάς τον ή σκοτώνοντάς τον ήταν 5 ως 200 χτυπήματα με μαστίγιο. Σε μερικές περιπτώσεις η επιβαλλόμενη τιμωρία ήταν το κρέμασμα στο ξύλο. Σύμφωνα με Έλληνες συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τους περσικούς νόμους, τα αδικήματα εναντίον του Κράτους, του βασιλιά, της οικογένειας του βασιλιά ή της περιουσίας του επέσυραν συνήθως την ποινή του θανάτου. Αυτές οι τιμωρίες ήταν πολλές φορές φρικτές. Δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για τα κοινά εγκλήματα, ωστόσο φαίνεται ότι ο ακρωτηριασμός των χεριών ή των ποδιών ή η τύφλωση αποτελούσαν συνηθισμένες τιμωρίες.
Άλλα Έθνη στην Περιοχή της Παλαιστίνης. Εκτός από τον Ισραήλ, τα υπόλοιπα έθνη εντός και πέριξ της Υποσχεμένης Γης χρησιμοποιούσαν φυλακές και δεσμά, ακρωτηρίαζαν, τύφλωναν, σκότωναν τους αιχμαλώτους πολέμου με σπαθί, έσκιζαν τις έγκυες γυναίκες και κομμάτιαζαν τα παιδιά τους εκσφενδονίζοντάς τα σε τοίχους ή πέτρες.—Κρ 1:7· 16:21· 1Σα 11:1, 2· 2Βα 8:12.
Ρωμαίοι. Εκτός από την εκτέλεση με σπαθί, που περιλάμβανε και τον αποκεφαλισμό (Ματ 14:10), στις κοινότερες τιμωρίες συγκαταλέγονταν οι ακόλουθες: ο ξυλοδαρμός, η μαστίγωση με μαστίγιο το οποίο ενίοτε είχε κατά μήκος του κόκαλα ή βαριά κομμάτια μετάλλου ή έφερε γάντζους στα άκρα, το κρέμασμα στο ξύλο, η κατακρήμνιση, ο πνιγμός, η πάλη με θηρία στην αρένα, η αναγκαστική συμμετοχή σε αγώνες μονομάχων και η καύση. Πολλές φορές έβαζαν τους κρατούμενους σε ξύλινα δεσμά (Πρ 16:24) ή τους αλυσόδεναν με έναν φρουρό στρατιώτη. (Πρ 12:6· 28:20) Οι νόμοι Lex Valeria και Lex Porcia εξαιρούσαν τους Ρωμαίους πολίτες από τη μαστίγωση. Ο νόμος Lex Valeria προέβλεπε αυτή την εξαίρεση όταν ο πολίτης προσέφευγε στη συνέλευση του λαού, ενώ ο νόμος Lex Porcia, χωρίς την ύπαρξη προσφυγής.
Έλληνες. Οι ποινές που εφάρμοζαν οι Έλληνες ήταν σε πολλές περιπτώσεις ίδιες με των Ρωμαίων. Στους εγκληματίες επιβαλλόταν η κατακρήμνιση ή η βαράθρωση, ο ξυλοδαρμός μέχρι θανάτου, ο πνιγμός, η δηλητηρίαση και η θανάτωση με σπαθί.
Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε λήμματα με τα ονόματα των εγκλημάτων και των τιμωριών.