ΑΓΙΟΤΗΤΑ
Η κατάσταση ή η ιδιότητα του να είναι κανείς άγιος. Αγιότητα σημαίνει «θρησκευτική καθαρότητα ή αγνότητα· ιερότητα». Επιπλέον, η πρωτότυπη εβραϊκή λέξη κόδες μεταδίδει τη σκέψη του αποχωρισμού, της αποκλειστικότητας ή του αγιασμού για τον Θεό, ο οποίος είναι άγιος, δηλαδή μιας κατάστασης κατά την οποία είναι κάποιος ξεχωρισμένος για την υπηρεσία του Θεού. Στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών, το επίθετο ἅγιος και τα ουσιαστικά ἁγιότης, ἁγιωσύνη και ἁγιασμός υποδηλώνουν παρόμοια αποχωρισμό για τον Θεό. Χρησιμοποιούνται επίσης αναφορικά με την αγιότητα ως ιδιότητα του Θεού και με την αγνότητα ή την τελειότητα στην προσωπική διαγωγή κάποιου.
Ιεχωβά. Η ιδιότητα της αγιότητας ανήκει στον Ιεχωβά. (Εξ 39:30· Ζαχ 14:20) Ο Χριστός Ιησούς τον προσφώνησε «Άγιε Πατέρα». (Ιωα 17:11) Πλάσματα που είναι στους ουρανούς διακηρύττουν όπως αναφέρεται: «Άγιος, άγιος, άγιος είναι ο Ιεχωβά των στρατευμάτων», αποδίδοντας σε αυτόν αγιότητα, καθαρότητα στον υπερθετικό βαθμό. (Ησ 6:3· Απ 4:8· παράβαλε Εβρ 12:14.) Αυτός είναι ο Αγιότατος, ο ανώτερος όλων ως προς την αγιότητα. (Παρ 30:3· εδώ, ο πληθυντικός αριθμός της εβραϊκής λέξης που μεταφράζεται «Αγιότατος» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει εξοχότητα και μεγαλειότητα.) Οι Ισραηλίτες λάβαιναν συχνά την υπενθύμιση ότι ο Ιεχωβά είναι η Πηγή όλης της αγιότητας καθώς παρατηρούσαν τις λέξεις «Η αγιότητα ανήκει στον Ιεχωβά» χαραγμένες στην αστραφτερή χρυσή πλάκα που υπήρχε πάνω στο τουρμπάνι του αρχιερέα. Αυτή η πλάκα ονομαζόταν «το άγιο σημείο της αφιέρωσης», κάτι που έδειχνε ότι ο αρχιερέας ήταν ξεχωρισμένος για μια υπηρεσία ιδιαίτερης αγιότητας. (Εξ 28:36· 29:6) Στον επινίκιο ύμνο του Μωυσή μετά την απελευθέρωση διαμέσου της Ερυθράς Θάλασσας, ο Ισραήλ έψαλε: «Ποιος από τους θεούς είναι όμοιός σου, Ιεχωβά; Ποιος είναι όμοιος με εσένα, που αποδεικνύεσαι κραταιός σε αγιότητα;» (Εξ 15:11· 1Σα 2:2) Μάλιστα ο Ιεχωβά έχει ορκιστεί στην αγιότητά του για να παράσχει επιπρόσθετη εγγύηση ότι θα εκπληρώσει το λόγο του.—Αμ 4:2.
Το όνομα του Θεού είναι ιερό, ξεχωρισμένο από καθετί μιαρό. (1Χρ 16:10· Ψλ 111:9) Το όνομα Ιεχωβά πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ιερό, αγιασμένο περισσότερο από όλα τα άλλα. (Ματ 6:9) Η ασέβεια προς το όνομά του επισύρει την ποινή του θανάτου.—Λευ 24:10-16, 23· Αρ 15:30.
Εφόσον ο Ιεχωβά Θεός είναι ο Πρωτουργός όλων των δίκαιων αρχών και νόμων (Ιακ 4:12) και αποτελεί το θεμέλιο όλης της αγιότητας, κάθε άτομο ή πράγμα το οποίο είναι άγιο έχει κατασταθεί άγιο λόγω της σχέσης του με τον Ιεχωβά και τη λατρεία του. Κανένας δεν μπορεί να έχει κατανόηση ή σοφία αν δεν έχει γνώση για τον Αγιότατο. (Παρ 9:10) Μόνο με αγιότητα μπορεί να λατρέψει κανείς τον Ιεχωβά. Όποιος ισχυρίζεται ότι τον λατρεύει αλλά πράττει την ακαθαρσία είναι βδελυρός ενώπιόν του. (Παρ 21:27) Όταν ο Ιεχωβά προείπε πως θα άνοιγε το δρόμο για να επιστρέψει ο λαός του στην Ιερουσαλήμ από τη βαβυλωνιακή εξορία, δήλωσε: «Οδός της Αγιότητας θα ονομαστεί. Ο ακάθαρτος δεν θα περάσει από αυτόν [το δρόμο]». (Ησ 35:8) Το μικρό υπόλοιπο που επέστρεψε το 537 Π.Κ.Χ. το έκανε αυτό ολόκαρδα για να αποκαταστήσει την αληθινή λατρεία, με σωστά και άγια κίνητρα, χωρίς πολιτικές ή ιδιοτελείς βλέψεις.—Παράβαλε την προφητεία στα εδ. Ζαχ 14:20, 21.
Άγιο πνεύμα. Η ενεργός δύναμη του Ιεχωβά, δηλαδή το πνεύμα του, υπόκειται στον έλεγχό του και επιτελεί πάντοτε το σκοπό του. Είναι καθαρή, αγνή, ιερή και ξεχωρισμένη για να χρησιμοποιείται με καλό τρόπο από τον Θεό. Γι’ αυτό, ονομάζεται «άγιο πνεύμα» και «το πνεύμα της αγιότητας». (Ψλ 51:11· Λου 11:13· Ρω 1:4· Εφ 1:13) Όταν το άγιο πνεύμα επενεργεί σε ένα άτομο, αποτελεί δύναμη που ωθεί σε αγιότητα ή καθαρότητα. Οποιαδήποτε ακάθαρτη πράξη ή αδικοπραγία γίνεται κατά συνήθεια, εμποδίζει ή “λυπεί” αυτό το πνεύμα. (Εφ 4:30) Αν και αυτό καθαυτό το άγιο πνεύμα είναι απρόσωπο, αποτελεί έκφραση της άγιας προσωπικότητας του Θεού και, ως εκ τούτου, μπορεί να “λυπηθεί”. Οποιαδήποτε αδικοπραγία γίνεται κατά συνήθεια, τείνει να “σβήσει τη φωτιά του πνεύματος”. (1Θε 5:19) Αν αυτή η συνήθεια συνεχίζεται, το άτομο που τη διαπράττει κάνει στην ουσία το άγιο πνεύμα του Θεού να “λυπάται”, και αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί ο Θεός σε εχθρό του στασιαστικού ατόμου. (Ησ 63:10) Κάποιος που λυπεί το άγιο πνεύμα μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου να βλασφημήσει εναντίον του, αμαρτία η οποία, όπως είπε ο Ιησούς Χριστός, δεν θα συγχωρηθεί ούτε στο παρόν σύστημα πραγμάτων ούτε στο ερχόμενο.—Ματ 12:31, 32· Μαρ 3:28-30· βλέπε ΠΝΕΥΜΑ.
Ιησούς Χριστός. Ο Ιησούς Χριστός είναι με μια ιδιαίτερη έννοια ο Άγιος του Θεού. (Πρ 3:14· Μαρ 1:24· Λου 4:34) Η αγιότητά του προήλθε από τον Πατέρα του όταν ο Ιεχωβά τον δημιούργησε ως τον μονογενή του Γιο. Διατήρησε την αγιότητά του όντας δίπλα στον Πατέρα του στους ουρανούς, πλησιέστερα από κάθε άλλον. (Ιωα 1:1· 8:29· Ματ 11:27) Όταν η ζωή του μεταφέρθηκε στη μήτρα μιας παρθένας κοπέλας, της Μαρίας, γεννήθηκε ως άγιος ανθρώπινος Γιος του Θεού. (Λου 1:35) Είναι ο μοναδικός που ως άνθρωπος διατήρησε τέλεια αγιότητα, απαλλαγμένη από αμαρτία, και ο οποίος, μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής του, συνέχισε να είναι «όσιος, άκακος, αμόλυντος, χωρισμένος από τους αμαρτωλούς». (Εβρ 7:26) “Ανακηρύχτηκε δίκαιος” με τη δική του αξία. (Ρω 5:18) Αναφορικά με τους άλλους ανθρώπους, η άγια υπόσταση ενώπιον του Θεού αποκτάται μόνο με βάση την αγιότητα του Χριστού και επιτυγχάνεται μέσω πίστης στη λυτρωτική του θυσία, μιας “άγιας πίστης” η οποία, αν διατηρηθεί, αποτελεί μέσο για να κρατηθεί κάποιος στην αγάπη του Θεού.—Ιου 20, 21.
Άλλα Άτομα. Ολόκληρο το έθνος του Ισραήλ θεωρούνταν άγιο επειδή ο Θεός το επέλεξε και το καθαγίασε, συνάπτοντας με αυτόν αποκλειστικά το λαό σχέση διαθήκης για να είναι ειδική ιδιοκτησία του. Τους είπε ότι, αν τον υπάκουαν, θα αποτελούσαν «βασιλεία ιερέων και άγιο έθνος». (Εξ 19:5, 6) Μέσω υπακοής θα αποδεικνύονταν «άγιοι για τον Θεό [τους]». Ο Θεός τούς έδωσε την εξής νουθεσία: «Πρέπει να αποδεικνύεστε άγιοι, επειδή εγώ, ο Ιεχωβά ο Θεός σας, είμαι άγιος». (Αρ 15:40· Λευ 19:2) Οι νόμοι περί διατροφής, υγιεινής και ηθικής που τους έδωσε ο Θεός τούς υπενθύμιζαν συνεχώς ότι ήταν αποχωρισμένοι και άγιοι για τον Θεό. Τα όρια που τους έθεταν αυτοί οι νόμοι αποτελούσαν ισχυρή δύναμη η οποία περιόριζε κατά πολύ τη συναναστροφή τους με τους ειδωλολάτρες γείτονές τους, προστατεύοντας έτσι τον Ισραήλ ώστε να παραμείνει άγιος. Από την άλλη μεριά, το έθνος θα έχανε την άγια υπόστασή του ενώπιον του Θεού αν δεν υπάκουε στους νόμους Του.—Δευ 28:15-19.
Παρότι ως έθνος ο Ισραήλ ήταν άγιος, ορισμένα άτομα μέσα στο έθνος θεωρούνταν άγια με ειδικό τρόπο. Οι ιερείς, και ιδιαίτερα ο αρχιερέας, ήταν ξεχωρισμένοι για υπηρεσία στο αγιαστήριο και εκπροσωπούσαν το λαό ενώπιον του Θεού. Με αυτή την ιδιότητα, ήταν άγιοι και έπρεπε να διατηρούν τον καθαγιασμό τους ώστε να μπορούν να εκτελούν την υπηρεσία τους και να συνεχίζουν να θεωρούνται άγιοι από τον Θεό. (Λευ 21· 2Χρ 29:34) Οι προφήτες καθώς και άλλοι θεόπνευστοι Βιβλικοί συγγραφείς ήταν άγιοι. (2Πε 1:21) Ο απόστολος Πέτρος αποκαλεί «άγιες» διάφορες γυναίκες της αρχαιότητας που ήταν πιστές στον Θεό. (1Πε 3:5) Οι στρατιώτες του Ισραήλ που συμμετείχαν σε κάποια εκστρατεία θεωρούνταν άγιοι, επειδή οι πόλεμοι στους οποίους μάχονταν ήταν πόλεμοι του Ιεχωβά. (Αρ 21:14· 1Σα 21:5, 6) Κάθε αρσενικό πρωτότοκο στον Ισραήλ ήταν άγιο για τον Ιεχωβά, εφόσον την ημέρα του Πάσχα στην Αίγυπτο ο Ιεχωβά είχε διαφυλάξει τα πρωτότοκα από το θάνατο. Ανήκαν σε Εκείνον. (Αρ 3:12, 13· 8:17) Γι’ αυτόν το λόγο, κάθε πρωτότοκος γιος έπρεπε να απολυτρωθεί στο αγιαστήριο. (Εξ 13:1, 2· Αρ 18:15, 16· Λου 2:22, 23) Όποιο άτομο (άντρας ή γυναίκα) έκανε ευχή να ζήσει ως Ναζηραίος ήταν άγιο κατά την περίοδο της ευχής. Το εν λόγω χρονικό διάστημα ξεχωριζόταν ως πλήρως αφιερωμένο σε κάποια ειδική υπηρεσία του Ιεχωβά. Ο Ναζηραίος έπρεπε να τηρεί συγκεκριμένες νομικές απαιτήσεις. Αν τις παραβίαζε, γινόταν ακάθαρτος και έπρεπε να κάνει ειδική θυσία για να αποκαταστήσει την άγια υπόστασή του. Οι ημέρες που είχαν περάσει προτού γίνει ακάθαρτος δεν υπολογίζονταν για την εκπλήρωση της Ναζηραιοσύνης του. Έπρεπε να αρχίσει εκ νέου την τήρηση της ευχής του.—Αρ 6:1-12.
Τοποθεσίες. Ένας τόπος καθίσταται άγιος από την παρουσία του Ιεχωβά. (Όταν Αυτός εμφανιζόταν σε ανθρώπους, εκδήλωνε την παρουσία του μέσω αγγέλων που τον εκπροσωπούσαν· Γα 3:19.) Ο Μωυσής στεκόταν σε άγιο έδαφος καθώς παρατηρούσε την καιόμενη βάτο από την οποία του μίλησε ένας άγγελος που εκπροσωπούσε τον Ιεχωβά. (Εξ 3:2-5) Όταν ένας άγγελος, ο άρχοντας του στρατεύματος του Ιεχωβά, υλοποιήθηκε και στάθηκε μπροστά στον Ιησού του Ναυή, του υπενθύμισε ότι βρισκόταν σε άγιο έδαφος. (Ιη 5:13-15) Ο Πέτρος, αναφερόμενος στη μεταμόρφωση του Χριστού και στο ότι μίλησε ο Ιεχωβά σε εκείνη την περίπτωση, αποκάλεσε το συγκεκριμένο τόπο «άγιο βουνό».—2Πε 1:17, 18· Λου 9:28-36.
Η αυλή της σκηνής της μαρτυρίας ήταν άγιο έδαφος. Σύμφωνα με την παράδοση, οι ιερείς κυκλοφορούσαν εκεί ξυπόλητοι λόγω του ότι υπηρετούσαν στο αγιαστήριο, το οποίο σχετιζόταν με την παρουσία του Ιεχωβά. Τα δύο τμήματα του αγιαστηρίου ονομάζονταν «Άγια» και «Άγια των Αγίων», ανάλογα με το πόσο κοντά βρίσκονταν στην κιβωτό της διαθήκης. (Εβρ 9:1-3) Ο ναός που μεταγενέστερα υπήρχε στην Ιερουσαλήμ ήταν και αυτός άγιος. (Ψλ 11:4) Αγιότητα αποδιδόταν επίσης στο Όρος Σιών και στην Ιερουσαλήμ, επειδή εκεί βρισκόταν το αγιαστήριο και “ο θρόνος του Ιεχωβά”.—1Χρ 29:23· Ψλ 2:6· Ησ 27:13· 48:2· 52:1· Δα 9:24· Ματ 4:5.
Στο στράτευμα του Ισραήλ ειπώθηκε ως υπενθύμιση να διατηρεί το στρατόπεδο καθαρό από ανθρώπινα περιττώματα ή άλλου είδους μόλυνση, διότι «ο Ιεχωβά ο Θεός σου περπατάει μέσα στο στρατόπεδό σου . . . και το στρατόπεδό σου πρέπει να είναι άγιο, ώστε να μη δει κάτι απρεπές σε εσένα και πάψει να σε συνοδεύει». (Δευ 23:9-14) Εν προκειμένω, η καθαριότητα συσχετίζεται με την αγιότητα.
Χρονικές Περίοδοι. Ορισμένες ημέρες ή χρονικές περίοδοι είχαν ξεχωριστεί ως άγιες για τον Ισραήλ. Αυτό δεν έγινε επειδή οι συγκεκριμένες περίοδοι ήταν εκ φύσεως άγιες, αλλά διότι επρόκειτο να είναι εποχές ειδικά αφιερωμένες στη λατρεία του Ιεχωβά. Ο Θεός, ξεχωρίζοντας τις εν λόγω περιόδους, είχε υπόψη του την ευημερία του λαού και την πνευματική τους εποικοδόμηση. Υπήρχαν τα εβδομαδιαία Σάββατα. (Εξ 20:8-11) Τις συγκεκριμένες ημέρες, οι Ισραηλίτες μπορούσαν να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στο νόμο του Θεού και στη διδασκαλία αυτού του νόμου στα παιδιά τους. Άλλες ημέρες άγιας συνέλευσης ή Σαββάτου ήταν η πρώτη ημέρα του έβδομου μήνα (Λευ 23:24) και η Ημέρα της Εξιλέωσης κατά τη δέκατη ημέρα του έβδομου μήνα. (Λευ 23:26-32) Οι εορταστικές περίοδοι, ιδίως ορισμένες ημέρες τους, τηρούνταν ως «άγιες συνελεύσεις». (Λευ 23:37, 38) Αυτές οι γιορτές ήταν το Πάσχα και η Γιορτή των Άζυμων Άρτων (Λευ 23:4-8), η Πεντηκοστή, ή αλλιώς Γιορτή των Εβδομάδων (Λευ 23:15-21), και η Γιορτή των Σκηνών, ή αλλιώς της Συγκομιδής.—Λευ 23:33-36, 39-43· βλέπε ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ.
Επιπλέον, κάθε έβδομο έτος ήταν σαββατιαίο έτος, ένα ολόκληρο έτος αγιότητας. Στη διάρκεια του σαββατιαίου έτους, η γη έπρεπε να μείνει ακαλλιέργητη. Αυτή η προμήθεια, όπως και το εβδομαδιαίο Σάββατο, παρείχε στους Ισραηλίτες ακόμη περισσότερο χρόνο για να μελετούν το νόμο του Ιεχωβά, να τον στοχάζονται και να τον διδάσκουν στα παιδιά τους. (Εξ 23:10, 11· Λευ 25:2-7) Τέλος, κάθε 50ό έτος ονομαζόταν Ιωβηλαίο, το οποίο επίσης θεωρούνταν άγιο. Και αυτό ήταν σαββατιαίο έτος, αλλά πέραν τούτου επανέφερε οικονομικά το έθνος στη θεοκρατική κατάσταση την οποία καθιέρωσε ο Θεός όταν έγινε η διανομή της γης. Ήταν άγιο έτος ελευθερίας, ανάπαυσης και αναζωογόνησης.—Λευ 25:8-12.
Ο Ιεχωβά πρόσταξε το λαό του να “ταλαιπωρούν τις ψυχές τους” την Ημέρα της Εξιλέωσης, μια ημέρα “άγιας συνέλευσης”. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να νηστέψουν, να αναγνωρίσουν και να ομολογήσουν τις αμαρτίες τους, και επίσης να αισθανθούν θεοσεβή οδύνη για αυτές. (Λευ 16:29-31· 23:26-32) Εντούτοις, καμιά ημέρα άγια για τον Ιεχωβά δεν έπρεπε να είναι ημέρα δακρύων και λύπης για το λαό του. Απεναντίας, εκείνες οι ημέρες έπρεπε να είναι ημέρες χαράς και απόδοσης αίνου προς τον Ιεχωβά για τις θαυμάσιες προμήθειες που παρείχε λόγω της στοργικής του καλοσύνης.—Νε 8:9-12.
Η άγια ημέρα ανάπαυσης του Ιεχωβά. Η Γραφή μάς φανερώνει ότι ο Θεός άρχισε να αναπαύεται από τα δημιουργικά του έργα πριν από 6.000 χρόνια περίπου, ανακηρύσσοντας την έβδομη «ημέρα» ιερή, ή αλλιώς άγια. (Γε 2:2, 3) Ο απόστολος Παύλος υποδεικνύει ότι η μεγάλη ημέρα ανάπαυσης του Ιεχωβά είναι μια μακρά περίοδος χρόνου, όταν λέει για αυτή την ημέρα ότι εξακολουθεί να υφίσταται ώστε οι Χριστιανοί να μπορούν να εισέλθουν στην ανάπαυσή της μέσω πίστης και υπακοής. Ως άγια ημέρα, είναι περίοδος ανακούφισης και χαράς για τους Χριστιανούς, ακόμη και μέσα σε αυτόν τον αποκαμωμένο, χτυπημένο από την αμαρτία κόσμο.—Εβρ 4:3-10· βλέπε ΗΜΕΡΑ.
Αντικείμενα. Ορισμένα πράγματα είχαν ξεχωριστεί για να χρησιμοποιούνται στη λατρεία. Και σε αυτή την περίπτωση ήταν άγια επειδή είχαν καθαγιαστεί για την υπηρεσία του Ιεχωβά, όχι επειδή κατείχαν από μόνα τους κάποια αγιότητα ώστε να χρησιμοποιούνται σαν φυλαχτά ή φετίχ. Για παράδειγμα, ένα από τα πιο σπουδαία άγια αντικείμενα, η κιβωτός της διαθήκης, δεν πρόσφερε καμιά υπερφυσική προστασία όταν οι δύο πονηροί γιοι του Ηλεί τη συνόδευσαν στη μάχη κατά των Φιλισταίων. (1Σα 4:3-11) Μεταξύ των πραγμάτων που καθαγιάστηκαν κατ’ εντολήν του Θεού ήταν το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων (Εξ 29:37), το λάδι του χρίσματος (Εξ 30:25), το ειδικό θυμίαμα (Εξ 30:35, 37), τα ενδύματα του ιερατείου (Εξ 28:2· Λευ 16:4), το ψωμί της πρόθεσης (Εξ 25:30· 1Σα 21:4, 6) και όλος ο εξοπλισμός του αγιαστηρίου. Στα τελευταία αυτά αντικείμενα συγκαταλέγονταν το χρυσό θυσιαστήριο του θυμιάματος, το τραπέζι του ψωμιού της πρόθεσης και οι λυχνοστάτες, μαζί με τα σκεύη τους. Πολλά από αυτά τα αντικείμενα αναγράφονται στα εδάφια 1 Βασιλέων 7:47-51. Αυτά τα πράγματα ήταν επίσης άγια με ευρύτερη έννοια, δεδομένου ότι αποτελούσαν τύπους ουράνιων πραγμάτων και λειτουργούσαν με συμβολικό τρόπο προς όφελος εκείνων που πρόκειται να κληρονομήσουν τη σωτηρία.—Εβρ 8:4, 5· 9:23-28.
Ο γραπτός Λόγος του Θεού ονομάζεται «άγιες Γραφές», ή αλλιώς «άγια συγγράμματα». Γράφτηκε υπό την επιρροή του αγίου πνεύματος και έχει τη δύναμη να καθαγιάζει όσους υπακούν στις εντολές του.—Ρω 1:2· 2Τι 3:15.
Ζώα και Προϊόντα. Τα πρωτότοκα αρσενικά βόδια, πρόβατα και κατσίκια θεωρούνταν άγια για τον Ιεχωβά και δεν έπρεπε να απολυτρώνονται. Έπρεπε να θυσιάζονται, και ένα μέρος τους πήγαινε στους καθαγιασμένους ιερείς. (Αρ 18:17-19) Οι πρώτοι καρποί και τα δέκατα ήταν άγια, όπως επίσης όλες οι θυσίες και όλα τα δώρα που καθαγιάζονταν για την υπηρεσία του αγιαστηρίου. (Εξ 28:38) Όλα τα πράγματα που ήταν άγια για τον Ιεχωβά θεωρούνταν ιερά και δεν μπορούσαν να τα μεταχειρίζονται με ελαφρότητα ή να τα χρησιμοποιούν για κοινούς, ή βέβηλους, σκοπούς. Ένα παράδειγμα είναι ο νόμος για το δέκατο. Αν κάποιος ξεχώριζε μια ποσότητα ως δέκατο, λόγου χάρη από τη σοδειά του σιταριού, και κατόπιν ο ίδιος ή κάποιος από το σπιτικό του έπαιρνε ακούσια ένα μέρος από αυτήν για οικιακή χρήση, φερ’ ειπείν για να μαγειρέψει, ο άνθρωπος εκείνος ήταν ένοχος για παραβίαση του νόμου του Θεού αναφορικά με τα άγια πράγματα. Ο Νόμος απαιτούσε να προσκομίσει ως αποζημίωση στο αγιαστήριο μια ίση ποσότητα συν 20 τοις εκατό, και επιπλέον να προσφέρει ένα υγιές κριάρι από το ποίμνιο ως θυσία. Με αυτόν τον τρόπο, ενσταλαζόταν μεγάλος σεβασμός για τα άγια πράγματα που ανήκαν στον Ιεχωβά.—Λευ 5:14-16.
Χριστιανική Αγιότητα. Όταν ο Ηγέτης των Χριστιανών, ο Γιος του Θεού, γεννήθηκε ως άνθρωπος, ήταν άγιος (Λου 1:35) και διατήρησε αυτή την αγιότητα σε όλη την επίγεια ζωή του. (Ιωα 17:19· Πρ 4:27· Εβρ 7:26) Η αγιότητά του ήταν πλήρης, τέλεια, και χαρακτήριζε κάθε του σκέψη, λόγο και πράξη. Διατηρώντας την αγιότητά του ακόμη και μέχρι θυσιαστικού θανάτου, έδωσε και σε άλλους τη δυνατότητα να αποκτήσουν αγιότητα. Κατά συνέπεια, όσοι καλούνται να γίνουν πιστοί ακόλουθοί του καλούνται με «άγια κλήση». (2Τι 1:9) Γίνονται χρισμένοι του Ιεχωβά, πνευματικοί αδελφοί του Ιησού Χριστού, και αποκαλούνται “άγιοι”. (Ρω 15:26· Εφ 1:1· Φλπ 4:21) Λαβαίνουν αγιότητα μέσω πίστης στη λυτρωτική θυσία του Χριστού. (Φλπ 3:8, 9· 1Ιω 1:7) Άρα λοιπόν, η αγιότητα δεν ενυπάρχει μέσα τους, δηλαδή δεν τους ανήκει, χάρη στη δική τους αξία αλλά έρχεται σε αυτούς μέσω του Ιησού Χριστού.—Ρω 3:23-26.
Οι πολλές Γραφικές αναφορές στις οποίες εν ζωή μέλη της εκκλησίας χαρακτηρίζονται ως «άγιοι» καθιστούν σαφές ότι δεν γίνεται κάποιος άγιος με απόφαση ανθρώπων ή κάποιας οργάνωσης ούτε χρειάζεται να περιμένει το θάνατό του για να γίνει «άγιος». Είναι «άγιος» λόγω του ότι τον κάλεσε ο Θεός για να γίνει συγκληρονόμος με τον Χριστό. Είναι άγιος στα μάτια του Θεού ενόσω βρίσκεται στη γη, με την ελπίδα της ουράνιας ζωής στο πνευματικό βασίλειο, όπου κατοικεί ο Ιεχωβά Θεός και ο Γιος του μαζί με τους αγίους αγγέλους.—1Πε 1:3, 4· 2Χρ 6:30· Μαρ 12:25· Πρ 7:56.
Η καθαρή διαγωγή είναι ουσιώδης. Όσοι έχουν αυτή την άγια υπόσταση ενώπιον του Ιεχωβά αγωνίζονται, με τη βοήθεια του πνεύματος του Θεού, να φτάσουν στην αγιότητα του Θεού και του Χριστού. (1Θε 3:12, 13) Αυτό απαιτεί να μελετούν το Λόγο της αλήθειας του Θεού και να τον εφαρμόζουν στη ζωή τους. (1Πε 1:22) Απαιτεί να ανταποκρίνονται στη διαπαιδαγώγηση του Ιεχωβά. (Εβρ 12:9-11) Εξυπακούεται ότι, αν ένα άτομο είναι αληθινά άγιο, θα επιδιώκει πορεία αγιότητας, καθαρότητας και ηθικής ευθύτητας. Οι Χριστιανοί λαβαίνουν τη νουθεσία να παρουσιάσουν τα σώματά τους στον Θεό ως θυσία άγια, όπως ακριβώς ήταν άγιες οι αποδεκτές θυσίες που παρουσιάζονταν στο αρχαίο αγιαστήριο. (Ρω 12:1) Η αγιότητα στη διαγωγή αποτελεί εντολή: «Σύμφωνα με τον Άγιο, ο οποίος σας κάλεσε, γίνετε και εσείς άγιοι σε όλη τη διαγωγή σας, επειδή είναι γραμμένο: “Πρέπει να είστε άγιοι, επειδή εγώ είμαι άγιος”».—1Πε 1:15, 16.
Όσοι γίνονται μέλη του σώματος του Χριστού είναι «συμπολίτες των αγίων και μέλη του σπιτικού του Θεού». (Εφ 2:19) Παρομοιάζονται με άγιο ναό από ζωντανές πέτρες για τον Ιεχωβά και αποτελούν “βασιλικό ιερατείο, άγιο έθνος, λαό για ειδική ιδιοκτησία”. (1Πε 2:5, 9) Πρέπει να καθαρίσουν τον εαυτό τους από «κάθε μόλυσμα σάρκας και πνεύματος, τελειοποιώντας αγιότητα με φόβο Θεού». (2Κο 7:1) Αν ένας Χριστιανός έχει συνήθειες που μολύνουν ή βλάπτουν το σάρκινο σώμα του ή το καθιστούν βρώμικο ή μιαρό, ή αν αντιτίθεται στις δοξασίες ή στις ηθικές αρχές της Γραφής, δεν αγαπάει ούτε φοβάται τον Θεό και απομακρύνεται από την αγιότητα. Δεν είναι δυνατόν να επιδίδεται κάποιος σε ακαθαρσία και να παραμένει άγιος.
Τα άγια πράγματα πρέπει να γίνονται σεβαστά. Αν ένα μέλος της τάξης του ναού χρησιμοποιεί το σώμα του με ακάθαρτο τρόπο, μολύνει και φθείρει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και το ναό του Θεού, και «αν κανείς καταστρέφει το ναό του Θεού, ο Θεός θα τον καταστρέψει· διότι ο ναός του Θεού είναι άγιος, ο οποίος ναός είστε εσείς». (1Κο 3:17) Αυτό το άτομο έχει απολυτρωθεί με το αίμα του Αγίου του Θεού. (1Πε 1:18, 19) Οποιοσδήποτε κάνει κακή χρήση αυτού που είναι άγιο για τον Ιεχωβά, είτε του ίδιου του σώματός του είτε οποιουδήποτε άλλου αφιερωμένου πράγματος, ή βλάπτει ή αδικεί ένα άλλο άτομο που είναι άγιο για τον Θεό, θα τιμωρηθεί από τον Θεό.—2Θε 1:6-9.
Ο Θεός αποκάλυψε στον Ισραήλ τη στάση του απέναντι σε τέτοια βέβηλη χρήση της άγιας ιδιοκτησίας του. Η στάση αυτή φαίνεται στο νόμο του ο οποίος απαγόρευε σε όσους βρίσκονταν υπό το Μωσαϊκό Νόμο να χρησιμοποιούν τα πράγματα που είχαν ξεχωριστεί ως άγια, λόγου χάρη, τους πρώτους καρπούς και τα δέκατα, για κοινούς, ή βέβηλους, σκοπούς. (Ιερ 2:3· Απ 16:5, 6· Λου 18:7· 1Θε 4:3-8· Ψλ 105:15· Ζαχ 2:8) Σκεφτείτε επίσης την τιμωρία που επέφερε ο Θεός στη Βαβυλώνα η οποία με μοχθηρία έκανε κακή χρήση των σκευών του ναού και κακομεταχειρίστηκε το λαό του αγίου του έθνους. (Δα 5:1-4, 22-31· Ιερ 50:9-13) Λόγω αυτής της στάσης του Θεού, οι Χριστιανοί επαινούνται επανειλημμένα για το ότι μεταχειρίζονται τους αγίους του Ιεχωβά, τους πνευματικούς αδελφούς του Ιησού Χριστού, με αγάπη και καλοσύνη και λαβαίνουν συχνά την υπενθύμιση να το κάνουν αυτό.—Ρω 15:25-27· Εφ 1:15, 16· Κολ 1:3, 4· 1Τι 5:9, 10· Φλμ 5-7· Εβρ 6:10· παράβαλε Ματ 25:40, 45.
Λογίζονται άγιοι στα μάτια του Θεού. Πριν έρθει ο Ιησούς στη γη και γίνει ο πρόδρομος, ή αλλιώς εκείνος που άνοιξε το δρόμο, για την ουράνια ζωή, πιστοί άντρες και γυναίκες λογίζονταν άγιοι. (Εβρ 6:19, 20· 10:19, 20· 1Πε 3:5) Παρόμοια, «ένα μεγάλο πλήθος» που δεν περιλαμβάνεται στους 144.000 “σφραγισμένους” μπορεί να έχει άγια υπόσταση ενώπιον του Θεού. Αυτοί εμφανίζονται να φορούν καθαρά ενδύματα, πλυμένα με το αίμα του Χριστού. (Απ 7:2-4, 9, 10, 14· βλέπε ΜΕΓΑΛΟ ΠΛΗΘΟΣ.) Στον ορισμένο καιρό όλοι όσοι θα ζουν στον ουρανό και στη γη θα είναι άγιοι, διότι «και η ίδια η δημιουργία θα ελευθερωθεί από την υποδούλωση στη φθορά και θα έχει την ένδοξη ελευθερία των παιδιών του Θεού».—Ρω 8:20, 21.
Η αγιότητα ευλογείται από τον Ιεχωβά. Η αγιότητα κάποιου αποφέρει την εύνοια του Θεού στην οικογενειακή του σχέση. Ως εκ τούτου, αν ένα παντρεμένο άτομο είναι Χριστιανός, άγιος για τον Θεό, ο σύντροφος ή η σύντροφος αυτού του ατόμου και τα παιδιά τους, αν δεν είναι αφιερωμένοι υπηρέτες του Θεού, ωφελούνται από την εύνοια που δείχνεται στο άγιο άτομο. Γι’ αυτόν το λόγο, ο απόστολος Παύλος συστήνει: «Αν κάποιος αδελφός έχει σύζυγο που δεν είναι στην πίστη, και εντούτοις αυτή είναι σύμφωνη να κατοικεί μαζί του, ας μην την αφήνει· και η γυναίκα η οποία έχει σύζυγο που δεν είναι στην πίστη, και εντούτοις αυτός είναι σύμφωνος να κατοικεί μαζί της, ας μην αφήνει το σύζυγό της. Διότι ο σύζυγος που δεν είναι στην πίστη αγιάζεται σε σχέση με τη σύζυγό του, και η σύζυγος που δεν είναι στην πίστη αγιάζεται σε σχέση με τον αδελφό· διαφορετικά, τα παιδιά σας θα ήταν ακάθαρτα, ενώ τώρα είναι άγια». (1Κο 7:12-14) Άρα λοιπόν, το καθαρό, πιστό άτομο δεν είναι ακάθαρτο λόγω των σχέσεών του με το άτομο που δεν είναι στην πίστη, η δε οικογένεια συλλογικά δεν θεωρείται ακάθαρτη από τον Θεό. Επιπλέον, η συναναστροφή του πιστού με την οικογένεια δίνει στο κάθε μέλος της που δεν είναι στην πίστη την καλύτερη ευκαιρία να γίνει πιστό, να αλλάξει την προσωπικότητά του και να παρουσιάσει το σώμα του ως «θυσία ζωντανή, άγια, ευπρόσδεκτη στον Θεό». (Ρω 12:1· Κολ 3:9, 10) Στην καθαρή, άγια ατμόσφαιρα την οποία μπορεί να προάγει το πιστό άτομο που υπηρετεί τον Θεό, η οικογένεια ευλογείται.—Βλέπε ΑΓΙΑΣΜΟΣ (Στο Γάμο).