ΝΟΜΟΣ
Οι αρχές και οι διατάξεις οι οποίες εκπηγάζουν από μια κυβέρνηση και ισχύουν για έναν λαό, είτε με τη μορφή νομοθεσίας είτε με τη μορφή εθίμου και καθιερωμένων τρόπων ενέργειας που αναγνωρίζονται και επιβάλλονται με δικαστική απόφαση. Επίσης, οποιοσδήποτε γραπτός ή ξεκάθαρος κανόνας, ή σύνολο κανόνων, που ορίζεται υπό την εξουσία του Κράτους ή του έθνους. Επιπρόσθετα, θεϊκή εντολή ή αποκάλυψη του θελήματος του Θεού· όλο το σύνολο των εντολών ή των αποκαλύψεων του Θεού, το θέλημα του Θεού, κανόνας ορθού τρόπου ζωής ή καλής διαγωγής, ιδίως όταν του αποδίδεται η έγκριση του θεϊκού θελήματος, της συνείδησης, με άλλα λόγια της ηθικής φύσης, ή του εθιμικού δικαίου.
Η λέξη «νόμος» στις Εβραϊκές Γραφές αποδίδει κατά κύριο λόγο την εβραϊκή λέξη τωράχ, η οποία συνδέεται με το ρήμα γιαράχ που σημαίνει «κατευθύνω, διδάσκω, εκπαιδεύω». Ενίοτε αποδίδει την αραμαϊκή λέξη νταθ. (Δα 6:5, 8, 15) Άλλες λέξεις που αποδίδονται «νόμος» στη Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου είναι οι λέξεις μισπάτ (δικαστική απόφαση, κρίση) και μιτσβάχ (εντολή). Η λέξη νόμος, παράγωγο του ρήματος νέμω (μοιράζω, διανέμω), εμφανίζεται και στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο.
Ο Ιεχωβά Θεός χαρακτηρίζεται ως η Πηγή του νόμου, ο Υπέρτατος Νομοθέτης (Ησ 33:22) και Κύριος, που παραχωρεί εξουσία (Ψλ 73:28· Ιερ 50:25· Λου 2:29· Πρ 4:24· Απ 6:10), χωρίς την άδεια ή την ανοχή του οποίου καμία εξουσία δεν μπορεί να ασκηθεί. (Ρω 13:1· Δα 4:35· Πρ 17:24-31) Ο θρόνος του είναι εδραιωμένος στη δικαιοσύνη και στην κρίση. (Ψλ 97:1, 2) Το δηλωμένο θέλημά του γίνεται νόμος για τα πλάσματά του.—Βλέπε ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ.
Νόμος στους Αγγέλους. Οι άγγελοι, οι οποίοι είναι ανώτεροι από τον άνθρωπο, υπόκεινται στο νόμο και στις εντολές του Θεού. (Εβρ 1:7, 14· Ψλ 104:4) Ο Ιεχωβά διέταξε και περιόρισε ακόμη και τον αντίδικό του τον Σατανά. (Ιωβ 1:12· 2:6) Ο Μιχαήλ ο αρχάγγελος αναγνώρισε και σεβάστηκε τη θέση του Ιεχωβά ως Υπέρτατου Κριτή όταν είπε σε μια αντιλογία που είχε με τον Διάβολο: «Ο Ιεχωβά ας σε επιπλήξει». (Ιου 9· παράβαλε Ζαχ 3:2.) Ο Ιεχωβά Θεός έχει υποτάξει όλους τους αγγέλους στην εξουσία του δοξασμένου Ιησού Χριστού. (Εβρ 1:6· 1Πε 3:22· Ματ 13:41· 25:31· Φλπ 2:9-11) Έτσι λοιπόν, κατόπιν εντολής του Ιησού, ένας ουράνιος αγγελιοφόρος στάλθηκε στον Ιωάννη. (Απ 1:1) Επιπλέον, στο εδάφιο 1 Κορινθίους 6:3 ο απόστολος Παύλος λέει ότι οι πνευματικοί αδελφοί του Χριστού έχουν διοριστεί να κρίνουν αγγέλους, προφανώς επειδή πρόκειται να συμμετάσχουν με κάποιον τρόπο στην εκτέλεση κρίσης κατά των πονηρών πνευμάτων.
Ο Νόμος της Θεϊκής Δημιουργίας. Ένας από τους ορισμούς της λέξης νόμος είναι «η κανονικότητα που παρατηρείται στη φύση». Ο Ιεχωβά, ως Δημιουργός όλων όσων υπάρχουν στον ουρανό και στη γη (Πρ 4:24· Απ 4:11), έχει θεσπίσει νόμους που διέπουν όλα τα δημιουργήματα. Το εδάφιο Ιώβ 38:10 μιλάει για μια «διάταξη» η οποία ισχύει για τη θάλασσα, το εδάφιο Ιώβ 38:12 για “διαταγές προς το πρωί”· τα δε εδάφια Ιώβ 38:31-33 στρέφουν την προσοχή στους αστερισμούς και στα «νομοθετήματα των ουρανών». Το ίδιο κεφάλαιο δείχνει ότι ο Θεός είναι Εκείνος που ελέγχει το φως, το χιόνι, το χαλάζι, τα σύννεφα, τη βροχή, τη δροσιά και την αστραπή. Στη συνέχεια, στα κεφάλαια 39 ως 41 του βιβλίου του Ιώβ, περιγράφεται η φροντίδα του Θεού για το ζωικό βασίλειο, ενώ η γέννηση, ο κύκλος της ζωής και οι συνήθειες των ζώων αποδίδονται σε διατάξεις τις οποίες έθεσε ο Θεός, και όχι σε κάποια εξελικτική «προσαρμογή». Μάλιστα κατά τη δημιουργία των διαφόρων μορφών ζωής, ο Θεός ενσωμάτωσε το νόμο σύμφωνα με τον οποίο κάθε είδος θα αναπαραγόταν «κατά το είδος του», καθιστώντας έτσι την εξέλιξη αδύνατη. (Γε 1:11, 12, 21, 24, 25) Ο άνθρωπος επίσης γέννησε γιους «κατά την ομοίωσή του, κατά την εικόνα του». (Γε 5:3) Τα εδάφια Ψαλμός 139:13-16, όπου περιγράφεται η εμβρυϊκή ανάπτυξη του παιδιού στη μήτρα, αναφέρουν ότι τα μέρη του εμβρύου είναι καταγραμμένα «στο βιβλίο» του Ιεχωβά προτού έρθει σε ύπαρξη οποιοδήποτε από αυτά. Το εδάφιο Ιώβ 26:7 λέει για τον Ιεχωβά ότι «κρεμάει τη γη στο τίποτα». Σήμερα, οι επιστήμονες αποδίδουν τη θέση της γης στο διάστημα πρωτίστως στην αλληλεπίδραση του νόμου της βαρύτητας και του νόμου της φυγόκεντρης δύναμης.
Νόμος στον Αδάμ. Στον κήπο της Εδέμ, ο Θεός έδωσε εντολές στον Αδάμ και στην Εύα όσον αφορά τα καθήκοντά τους (1) να γεμίσουν τη γη, (2) να την καθυποτάξουν και (3) να έχουν σε υποταγή όλα τα άλλα ζωντανά πλάσματα της γης, της θάλασσας και του αέρα. (Γε 1:28) Τους δόθηκαν νόμοι για τη διατροφή τους, με τους οποίους τους παραχωρούνταν ως τροφή η βλάστηση που κάνει σπόρο και οι καρποί. (Γε 1:29· 2:16) Ωστόσο, ο Αδάμ έλαβε μια εντολή που του απαγόρευε να φάει από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού (Γε 2:17), και η ίδια εντολή μεταβιβάστηκε στην Εύα. (Γε 3:2, 3) Για τον Αδάμ αναφέρεται ότι υπέπεσε σε παράβαση και παράπτωμα, επειδή παρέβηκε έναν ρητό νόμο.—Ρω 5:14, 17· 4:15.
Νόμοι στον Νώε· Πατριαρχικός Νόμος. Στον Νώε δόθηκαν εντολές αναφορικά με την κατασκευή της κιβωτού και τη σωτηρία της οικογένειάς του. (Γε 6:22) Μετά τον Κατακλυσμό, του δόθηκαν νόμοι που επέτρεψαν την προσθήκη κρέατος στο διαιτολόγιο του ανθρώπου, διακήρυξαν την ιερότητα της ζωής και κατά συνέπεια του αίματος—στο οποίο βρίσκεται η ζωή—απαγόρευσαν τη βρώση αίματος, καταδίκασαν το φόνο και θέσπισαν τη θανατική ποινή για αυτό το έγκλημα.—Γε 9:3-6.
Ο πατριάρχης ήταν κεφαλή της οικογένειας και άρχοντας. Ο Ιεχωβά χαρακτηρίζεται ως ο μεγάλος Πατριάρχης, “ο Πατέρας, στον οποίο κάθε οικογένεια στον ουρανό και στη γη οφείλει το όνομά της”. (Εφ 3:14, 15) Ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ είναι εξέχοντα παραδείγματα πατριαρχών. Ο Ιεχωβά πολιτεύτηκε με ιδιαίτερο τρόπο μαζί τους. Ο Αβραάμ έλαβε την εντολή να περιτέμνει όλα τα αρσενικά του σπιτικού του, ως σημείο της διαθήκης που είχε συνάψει ο Θεός μαζί του. (Γε 17:11, 12) Αυτός τήρησε «τις εντολές», «τα νομοθετήματα» και «τους νόμους» του Ιεχωβά. Γνώριζε τον τρόπο με τον οποίο ο Ιεχωβά εκτελούσε δικαιοσύνη και κρίση και όρισε να τηρούνται αυτές οι διατάξεις στο σπιτικό του.—Γε 26:4, 5· 18:19.
Οι νόμοι που κατηύθυναν τους πατριάρχες ήταν επίσης γενικά αποδεκτοί και αντικατοπτρίζονταν εν μέρει στους νόμους των εθνών εκείνης της εποχής, τα οποία είχαν όλα προέλθει από τους τρεις γιους του πατριάρχη Νώε. Για παράδειγμα, ο Φαραώ της Αιγύπτου γνώριζε ότι ήταν κακό να πάρει τη σύζυγο ενός άλλου άντρα (Γε 12:14-20), όπως το γνώριζαν και οι βασιλιάδες των Φιλισταίων, στην περίπτωση της Σάρρας και της Ρεβέκκας.—Γε 20:2-6· 26:7-11.
Στις ημέρες του Μωυσή, οι Ισραηλίτες ήταν υπόδουλοι στην Αίγυπτο. Είχαν πάει οικειοθελώς στην Αίγυπτο ενόσω ζούσε ο Ιακώβ, αλλά υποδουλώθηκαν μετά το θάνατο του γιου του, του πρωθυπουργού Ιωσήφ. Άρα, στην πραγματικότητα, πουλήθηκαν ως δούλοι χωρίς αντίτιμο. Ο Ιεχωβά, σε αρμονία με τον πατριαρχικό νόμο περί απολύτρωσης και περί προτεραιότητας του πρωτότοκου γιου, είπε στον Φαραώ διά στόματος του Μωυσή και του Ααρών: «Ο Ισραήλ είναι ο γιος μου, ο πρωτότοκός μου. Και σου λέω: Εξαπόστειλε το γιο μου για να με υπηρετήσει. Αλλά αν αρνηθείς να τον εξαποστείλεις, εγώ θα θανατώσω το γιο σου, τον πρωτότοκό σου». (Εξ 4:22, 23) Δεν χρειαζόταν απολυτρωτικό αντίτιμο για αυτή την απελευθέρωση, ούτε δόθηκε τέτοιο αντίτιμο στην Αίγυπτο. Επιπλέον, όταν οι Ισραηλίτες εγκατέλειψαν τους υποδουλωτές τους, τους Αιγυπτίους, «ο Ιεχωβά έκανε να βρει ο λαός εύνοια στα μάτια των Αιγυπτίων, ώστε εκείνοι τους έδωσαν ό,τι τους ζήτησαν· και αυτοί απογύμνωσαν τους Αιγυπτίους». (Εξ 3:21· 12:36) Είχαν μπει στη χώρα με την έγκριση του Φαραώ, όχι ως αιχμάλωτοι πολέμου που θα γίνονταν δούλοι, αλλά ως ελεύθερος λαός. Η υποδούλωσή τους ήταν άδικη, γι’ αυτό και ο Ιεχωβά προφανώς φρόντιζε τώρα να αμειφθούν για τη σκληρή τους εργασία.
Η οικογένεια θεωρούνταν υπεύθυνη για τις νομικές παραβάσεις που διέπρατταν τα μέλη της. Η πατριαρχική κεφαλή ήταν ο υπεύθυνος εκπρόσωπος. Αυτός έφερε την ευθύνη για όποια αδικήματα διέπραττε η οικογένειά του και όφειλε να τιμωρεί τα μέλη που είχαν αδικοπραγήσει.—Γε 31:30-32.
Γάμος και πρωτοτόκια. Οι γονείς διευθετούσαν το γάμο των γιων τους και των θυγατέρων τους. (Γε 24:1-4) Η καταβολή νυφικού τιμήματος ήταν κάτι το σύνηθες. (Γε 34:11, 12) Μεταξύ των λάτρεων του Ιεχωβά, η επιγαμία με ειδωλολάτρες συνιστούσε ανυπακοή και έβλαπτε τα συμφέροντα της οικογένειας.—Γε 26:34, 35· 27:46· 28:1, 6-9.
Τα πρωτοτόκια προορίζονταν για τον πρωτότοκο, του ανήκαν κληρονομικά. Περιλάμβαναν διπλό μερίδιο από την περιουσία. Ωστόσο, η κεφαλή της οικογένειας, ο πατέρας, μπορούσε να τα μεταβιβάσει σε άλλον. (Γε 48:22· 1Χρ 5:1) Ο μεγαλύτερος γιος γινόταν κανονικά η πατριαρχική κεφαλή όταν πέθαινε ο πατέρας. Όταν παντρεύονταν οι γιοι, μπορούσαν να κάνουν δικό τους σπιτικό ανεξάρτητο από την ηγεσία του πατέρα και μπορούσαν να γίνουν και οι ίδιοι πατριάρχες.
Ηθική. Η πορνεία ήταν επαίσχυντη και αξιόποινη, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις αρραβωνιασμένων ή παντρεμένων ατόμων (μοιχεία). (Γε 38:24-26· 34:7) Όταν πέθαινε ένας άντρας χωρίς να αφήσει γιο, εφαρμοζόταν ο ανδραδελφικός γάμος. Ο αδελφός αυτού του άντρα είχε τότε την ευθύνη να πάρει τη χήρα ως σύζυγό του, και ο πρωτότοκος που θα προέκυπτε από την ένωσή τους θα κληρονομούσε την περιουσία του νεκρού και θα συνέχιζε το όνομά του.—Δευ 25:5, 6· Γε 38:6-26.
Περιουσία. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι τα άτομα δεν είχαν ιδιωτική περιουσία, εκτός από μερικά προσωπικά αποκτήματα. Όλα τα κοπάδια, τα αγαθά του σπιτικού και ο εξοπλισμός του ανήκαν από κοινού στην οικογένεια.—Γε 31:14-16.
Με βάση σχετικά ιστορικά στοιχεία, ορισμένοι λόγιοι πιστεύουν ότι, όταν επρόκειτο να μεταβιβαστεί γη, την παρουσίαζαν στον αγοραστή από ένα πανοραμικό σημείο και του προσδιόριζαν τα ακριβή όριά της. Όταν ο αγοραστής έλεγε: «Βλέπω», δήλωνε ότι την αποδεχόταν νομικά. Όταν ο Ιεχωβά υποσχέθηκε στον Αβραάμ ότι θα λάβαινε τη γη Χαναάν, του είπε αρχικά να κοιτάξει και προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ο Αβραάμ δεν είπε: «Βλέπω», ίσως επειδή ο Θεός είπε ότι θα έδινε την Υποσχεμένη Γη στο σπέρμα του Αβραάμ, αργότερα. (Γε 13:14, 15) Ο Μωυσής, ως ο νομικός εκπρόσωπος του Ισραήλ, κλήθηκε να “δει” τη γη, πράγμα που—αν η παραπάνω άποψη είναι σωστή—υποδήλωνε νομική μεταβίβαση της γης στους Ισραηλίτες, οι οποίοι θα την έπαιρναν στην κατοχή τους υπό την ηγεσία του Ιησού του Ναυή. (Δευ 3:27, 28· 34:4· εξετάστε επίσης την προσφορά του Σατανά στον Ιησού στο εδ. Ματ 4:8.) Μια άλλη ενέργεια που φαίνεται πως είχε παρόμοια νομική χροιά ήταν το να διασχίζει κανείς μια έκταση γης ή να εισέρχεται σε αυτήν με σκοπό να την πάρει στην κατοχή του. (Γε 13:17· 28:13) Σε μερικά αρχαία έγγραφα αναγραφόταν για κάθε αγοραπωλησία κτηματικής περιουσίας ο αριθμός των δέντρων που υπήρχαν σε μια έκταση γης.—Παράβαλε Γε 23:17, 18.
Φύλαξη. Όταν ένα άτομο υποσχόταν να “φυλάξει” ένα πρόσωπο, ένα ζώο ή ένα αντικείμενο, αναλάμβανε νομική ευθύνη. (Γε 30:31) Ο Ρουβήν, ως ο πρωτότοκος γιος του Ιακώβ, ήταν υπεύθυνος στην περίπτωση της εξαφάνισης του Ιωσήφ. (Γε 37:21, 22, 29, 30) Ο φύλακας όφειλε να φροντίσει επαρκώς ό,τι είχε υπό την ευθύνη του. Έπρεπε να αποκαταστήσει τα ζώα που είχαν κλαπεί, όχι, όμως, και εκείνα που είχαν ψοφήσει ή είχαν χαθεί εξαιτίας καταστάσεων που ήταν πέρα από τον έλεγχό του, όπως για παράδειγμα εξαιτίας επιδρομής από ένοπλους ζωοκλέφτες. Αν ένα ζώο φονευόταν από κάποιο θηρίο, ο φύλακας θα έπρεπε να προσκομίσει απόδειξη από το κατασπαραγμένο ζώο, προκειμένου να απαλλαχτεί από την ευθύνη.—Γε 37:12-30, 32, 33· Εξ 22:10-13.
Δουλεία. Οι δούλοι μπορεί να αγοράζονταν ή να γεννιούνταν δούλοι. (Γε 17:12, 27) Μπορούσαν να απολαμβάνουν πολύ τιμητική θέση στο πατριαρχικό σπιτικό, όπως συνέβαινε στην περίπτωση του Ελιέζερ, του υπηρέτη του Αβραάμ.—Γε 15:2· 24:1-4.
Ο Νόμος του Θεού στον Ισραήλ—Ο Νόμος του Μωυσή. Ο Ιεχωβά έδωσε στον Ισραήλ το Νόμο μέσω του Μωυσή ως μεσίτη στην έρημο του Σινά το 1513 Π.Κ.Χ. Κατά την επίσημη θέσπιση του Νόμου στο Όρος Χωρήβ, έλαβε χώρα μια φοβερή επίδειξη της δύναμης του Ιεχωβά. (Εξ 19:16-19· 20:18-21· Εβρ 12:18-21, 25, 26) Η διαθήκη επικυρώθηκε με το αίμα ταύρων και τράγων. Ο λαός πρόσφερε θυσίες συμμετοχής και, αφού άκουσαν την ανάγνωση του βιβλίου της διαθήκης, συμφώνησαν να υπακούν σε όλα όσα είχε πει ο Ιεχωβά. Πολλοί από τους προγενέστερους πατριαρχικούς νόμους είχαν ενσωματωθεί στο Νόμο που δόθηκε μέσω του Μωυσή.—Εξ 24:3-8· Εβρ 9:15-21· βλέπε ΔΙΑΘΗΚΗ.
Τα πρώτα πέντε βιβλία της Αγίας Γραφής (από τη Γένεση μέχρι το Δευτερονόμιο) αποκαλούνται συχνά «ο Νόμος». Μερικές φορές αυτός ο όρος χρησιμοποιείται για ολόκληρες τις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι Ιουδαίοι θεωρούσαν ότι ολόκληρες οι Εβραϊκές Γραφές αποτελούνταν από τρία τμήματα: “το νόμο του Μωυσή”, “τους Προφήτες” και “τους Ψαλμούς”. (Λου 24:44) Οι εντολές που δόθηκαν μέσω των προφητών ήταν δεσμευτικές για τον Ισραήλ.
Στο Νόμο ο Ιεχωβά αναγνωριζόταν ως ο απόλυτος Κυρίαρχος και ως Βασιλιάς με έναν ειδικό τρόπο. Εφόσον ο Ιεχωβά ήταν και ο Θεός και ο Βασιλιάς του Ισραήλ, η ανυπακοή στο Νόμο αποτελούσε τόσο θρησκευτικό αδίκημα όσο και εσχάτη προδοσία, ως αδίκημα εναντίον του Αρχηγού του Κράτους, στη συγκεκριμένη περίπτωση εναντίον του Βασιλιά Ιεχωβά. Ο Δαβίδ, ο Σολομών και οι διάδοχοί τους στο θρόνο του Ιούδα αναφέρεται ότι κάθονταν στο «θρόνο του Ιεχωβά». (1Χρ 29:23) Οι ανθρώπινοι βασιλιάδες και οι άρχοντες του Ισραήλ δεσμεύονταν από το Νόμο, και όταν γίνονταν δεσποτικοί καθίσταντο παραβάτες του νόμου, υπόλογοι στον Θεό. (1Σα 15:22, 23) Η βασιλεία ήταν ξεχωριστή από το ιερατείο, πράγμα που εξισορροπούσε τις δύο εξουσίες και απέτρεπε την τυραννία. Θύμιζε διαρκώς στους Ισραηλίτες ότι ο Ιεχωβά ήταν ο Θεός τους και ο πραγματικός Βασιλιάς τους. Η σχέση του κάθε ατόμου με τον Θεό και το συνάνθρωπό του καθοριζόταν από το Νόμο, και κάθε άτομο μπορούσε να πλησιάσει τον Θεό μέσω της ιερατικής διευθέτησης.
Ο Νόμος έδινε στους Ισραηλίτες την ευκαιρία να γίνουν «βασιλεία ιερέων και άγιο έθνος». (Εξ 19:5, 6) Οι απαιτήσεις του Νόμου για αποκλειστική αφοσίωση στον Ιεχωβά, η απόλυτη απαγόρευση κάθε μορφής συγκρητισμού και οι κανονισμοί του αναφορικά με τη θρησκευτική καθαρότητα και τη διατροφή αποτελούσαν έναν «μεσότοιχο» που κρατούσε το έθνος αξιοσημείωτα αποχωρισμένο από τα άλλα έθνη. (Εφ 2:14) Δύσκολα μπορούσε να μπει ένας Ιουδαίος στη σκηνή ή στο σπίτι ενός Εθνικού ή να φάει μαζί με Εθνικούς χωρίς να γίνει θρησκευτικά ακάθαρτος. Μάλιστα, όταν ο Ιησούς ήταν στη γη, υπήρχε η άποψη ότι ακόμη και το να μπει κάποιος Ιουδαίος σε σπίτι ή σε οικοδόμημα Εθνικών τον καθιστούσε ακάθαρτο. (Ιωα 18:28· Πρ 10:28) Η ιερότητα της ζωής καθώς και η αξιοπρέπεια και η τιμή της οικογένειας, του γάμου και του ατόμου προστατεύονταν. Μερικά επιπρόσθετα αποτελέσματα τα οποία θα μπορούσαν να αποδοθούν στο θρησκευτικό αποχωρισμό που επιτύγχανε η διαθήκη του Νόμου ήταν τα οφέλη για την υγεία και η προστασία από αρρώστιες κοινές στα έθνη που περιέβαλλαν τους Ισραηλίτες. Οι νόμοι για την ηθική καθαρότητα, τη σωματική υγιεινή και τη διατροφή είχαν αναμφίβολα ευεργετικό αποτέλεσμα όταν τηρούνταν.
Ωστόσο, ο πραγματικός σκοπός του Νόμου ήταν, όπως ανέφερε ο απόστολος Παύλος, «να κάνει φανερές τις παραβάσεις, μέχρι να έρθει το σπέρμα». Ο Νόμος ήταν «παιδαγωγός . . . που οδήγησε στον Χριστό». Υποδείκνυε τον Χριστό ως τον απώτερο στόχο του («Ο Χριστός είναι το τέλος του Νόμου»). Αποκάλυπτε ότι όλοι οι άνθρωποι, περιλαμβανομένων των Ιουδαίων, είναι υπό την αμαρτία, και ότι δεν μπορεί να αποκτήσει κανείς ζωή μέσω «έργων νόμου». (Γα 3:19-24· Ρω 3:20· 10:4) Ήταν «πνευματικός», προερχόταν από τον Θεό και ήταν «άγιος». (Ρω 7:12, 14) Στο εδάφιο Εφεσίους 2:15 αποκαλείται “ο Νόμος των εντολών που αποτελούνταν από διατάγματα”. Ήταν πρότυπο τελειότητας και χαρακτήριζε εκείνον που μπορούσε να τον τηρήσει ως τέλειο, άξιο για ζωή. (Λευ 18:5· Γα 3:12) Εφόσον οι ατελείς άνθρωποι δεν μπορούσαν να τον τηρήσουν, ο Νόμος κατέδειξε ότι «όλοι έχουν αμαρτήσει και υστερούν ως προς τη δόξα του Θεού». (Ρω 3:23) Μόνο ο Ιησούς Χριστός τον τήρησε άψογα.—Ιωα 8:46· Εβρ 7:26.
Ο Νόμος υπήρξε, επίσης, «σκιά των καλών μελλοντικών πραγμάτων», και τα πράγματα που σχετίζονταν με αυτόν ήταν «συμβολικές απεικονίσεις». Λόγω αυτού ο Ιησούς και οι απόστολοι τον επικαλούνταν συχνά για να εξηγήσουν ουράνια πράγματα, καθώς και ζητήματα που αφορούσαν τις Χριστιανικές διδασκαλίες και τη Χριστιανική διαγωγή. Επομένως, ο Νόμος αποτελεί βασικό και απαραίτητο τομέα μελέτης για τους Χριστιανούς.—Εβρ 10:1· 9:23.
Ο Ιησούς είπε ότι ολόκληρος ο Νόμος κρεμόταν στις εξής δύο εντολές: την αγάπη για τον Θεό και την αγάπη για τον πλησίον. (Ματ 22:35-40) Είναι ενδιαφέρον ότι στο βιβλίο του Δευτερονομίου (όπου ο Νόμος τροποποιήθηκε κάπως για να ανταποκρίνεται στις καινούριες περιστάσεις των Ισραηλιτών όταν θα εγκαθίσταντο στην Υποσχεμένη Γη) οι εβραϊκές λέξεις που αποδίδονται με διάφορους τύπους του «αγαπώ» εμφανίζονται 20 και πλέον φορές.
Ο Δεκάλογος (Εξ 34:28), δηλαδή οι Δέκα Εντολές, ήταν το βασικό μέρος του Νόμου αλλά συνδυαζόταν με άλλους 600 περίπου νόμους, που όλοι τους είχαν την ίδια ισχύ και ήταν το ίδιο δεσμευτικοί για τους Ισραηλίτες. (Ιακ 2:10) Οι πρώτες τέσσερις από τις Δέκα Εντολές καθόριζαν τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό· η πέμπτη, τη σχέση με τον Θεό και τους γονείς· και οι τελευταίες πέντε, τη σχέση με το συνάνθρωπο. Αυτές οι τελευταίες πέντε δόθηκαν προφανώς κατά σειρά σοβαρότητας της βλάβης που υφίστατο ο συνάνθρωπος: φόνος, μοιχεία, κλοπή, ψευδομαρτυρία και πλεονεξία ή ιδιοτελής επιθυμία. Η δέκατη εντολή καθιστά το Νόμο μοναδικό σε σύγκριση με τους νόμους όλων των άλλων εθνών εφόσον απαγορεύει την ιδιοτελή επιθυμία, ήταν δε μια εντολή που στην πραγματικότητα μπορούσε να επιβάλει μόνο ο Θεός. Ουσιαστικά έφτανε στη ρίζα της παραβίασης όλων των υπόλοιπων εντολών.—Εξ 20:2-17· Δευ 5:6-21· παράβαλε Εφ 5:5· Κολ 3:5· Ιακ 1:14, 15· 1Ιω 2:15-17.
Ο Νόμος περιείχε πληθώρα αρχών και κατευθυντήριων νομοθετημάτων. Οι κριτές είχαν το περιθώριο να ερευνούν και να εξετάζουν τα κίνητρα και τη στάση των παραβατών, καθώς και τις περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε η παράβαση. Αν ο παραβάτης είχε ενεργήσει εσκεμμένα, αν έδειχνε έλλειψη σεβασμού ή ήταν αμετανόητος, του επιβαλλόταν η πλήρης ποινή. (Αρ 15:30, 31) Σε άλλες περιπτώσεις θα μπορούσε να επιβληθεί ελαφρότερη ποινή. Για παράδειγμα, ενώ ο δολοφόνος έπρεπε οπωσδήποτε να θανατώνεται, ο ακούσιος ανθρωποκτόνος ήταν δυνατόν να λάβει έλεος. (Αρ 35:15, 16) Ο ιδιοκτήτης ενός ταύρου ο οποίος συνήθιζε να κερατίζει ανθρώπους και ο οποίος σκότωσε κάποιον άνθρωπο θα μπορούσε να πεθάνει· ή, οι κριτές θα μπορούσαν να επιβάλουν κάποιο λύτρο. (Εξ 21:29-32) Η διαφορά ανάμεσα σε κάποιον εκούσιο κλέφτη και σε κάποιον παραβάτη που ομολογούσε εθελούσια εξηγεί προφανώς το λόγο για τις διαφορετικές ποινές που καθορίζονται στα εδάφια Έξοδος 22:7 και Λευιτικό 6:1-7.
Ο Νόμος της Συνείδησης. Σύμφωνα με τη Γραφή, η ύπαρξή του οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν “το νόμο γραμμένο στις καρδιές τους”. Εκείνοι που δεν υπόκεινται σε κάποιον νόμο προερχόμενο άμεσα από τον Θεό, όπως ήταν ο Νόμος που δόθηκε μέσω του Μωυσή, δείχνουν ότι είναι «νόμος για τον εαυτό τους», διότι οι συνειδήσεις τους τούς κάνουν να “κατηγορούνται ή και να δικαιολογούνται” μεταξύ των δικών τους σκέψεων. (Ρω 2:14, 15) Πολλοί δίκαιοι νόμοι σε ειδωλολατρικές κοινωνίες αντικατοπτρίζουν την ύπαρξη αυτής της συνείδησης, η οποία τέθηκε αρχικά στον προπάτορά τους τον Αδάμ και μεταβιβάστηκε μέσω του Νώε.—Βλέπε ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.
Στο εδάφιο 1 Κορινθίους 8:7, ο απόστολος Παύλος λέει ότι η έλλειψη ακριβούς Χριστιανικής γνώσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδύναμη συνείδηση. Η συνείδηση είναι δυνατόν να αποτελεί καλό ή κακό οδηγό, ανάλογα με τη γνώση και την εκπαίδευση του ατόμου. (1Τι 1:5· Εβρ 5:14) Η συνείδηση κάποιου μπορεί να μολυνθεί και έτσι να τον παροδηγεί. (Τιτ 1:15) Μερικοί, αντιστεκόμενοι διαρκώς στη συνείδησή τους, την κάνουν σαν αναίσθητο ουλώδη ιστό, με συνέπεια να μην αποτελεί πια αυτή ασφαλή οδηγό για να την ακολουθούν.—1Τι 4:1, 2.
“Ο Νόμος του Χριστού”. Ο Παύλος έγραψε: «Να βαστάζετε ο ένας τα βάρη του άλλου, και έτσι εκπληρώστε το νόμο του Χριστού». (Γα 6:2) Αν και η διαθήκη του Νόμου τερματίστηκε την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. («εφόσον η ιεροσύνη υφίσταται αλλαγή, αναγκαστικά γίνεται αλλαγή και του νόμου»· Εβρ 7:12), οι Χριστιανοί τίθενται «κάτω από νόμο ως προς τον Χριστό». (1Κο 9:21) Αυτός ο νόμος αποκαλείται “ο τέλειος νόμος της ελευθερίας”, “ο νόμος ενός ελεύθερου λαού”, “ο νόμος της πίστης”. (Ιακ 1:25· 2:12· Ρω 3:27) Έναν τέτοιον καινούριο νόμο είχε προείπει ο Θεός μέσω του προφήτη Ιερεμία όταν μίλησε για μια νέα διαθήκη και είπε ότι θα έγραφε το νόμο του στις καρδιές του λαού του.—Ιερ 31:31-34· Εβρ 8:6-13.
Όπως ο Μωυσής ήταν ο μεσίτης της διαθήκης του Νόμου, έτσι και ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσίτης της νέας διαθήκης. Ο Μωυσής έγραψε το Νόμο με τη μορφή κώδικα, αλλά ο Ιησούς δεν κατέγραψε προσωπικά κανέναν νόμο. Ο Ιησούς μιλούσε και έβαζε το νόμο του στη διάνοια και στην καρδιά των μαθητών του. Ούτε οι μαθητές του κατέγραψαν νόμους με τη μορφή κώδικα για τους Χριστιανούς, ταξινομώντας τους σε κατηγορίες και υποενότητες. Μολαταύτα, οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές είναι γεμάτες νόμους, εντολές και διατάγματα που οι Χριστιανοί δεσμεύονται να τηρούν.—Απ 14:12· 1Ιω 5:2, 3· 4:21· 3:22-24· 2Ιω 4-6· Ιωα 13:34, 35· 14:15· 15:14.
Ο Ιησούς έδωσε στους μαθητές του την οδηγία να κηρύξουν τα “καλά νέα της βασιλείας”. Η εντολή του βρίσκεται στα εδάφια Ματθαίος 10:1-42· Λουκάς 9:1-6· 10:1-12. Στα εδάφια Ματθαίος 28:18-20 αναφέρεται μια καινούρια εντολή που δόθηκε στους μαθητές του Ιησού, δηλαδή να πάνε, όχι μόνο στους Ιουδαίους, αλλά σε όλα τα έθνη, για να κάνουν μαθητές και να τους βαφτίζουν με ένα καινούριο βάφτισμα, “στο όνομα του Πατέρα και του Γιου και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα τους είχε παραγγείλει”. Συνεπώς, κατόπιν θεϊκής εξουσιοδότησης ο Ιησούς δίδαξε και έδωσε εντολές ενόσω βρισκόταν στη γη (Πρ 1:1, 2), καθώς και μετά την ανάληψή του. (Πρ 9:5, 6· Απ 1:1-3) Ολόκληρο το βιβλίο της Αποκάλυψης περιλαμβάνει προφητείες, εντολές, νουθεσίες και οδηγίες για τη Χριστιανική εκκλησία.
Ο “νόμος του Χριστού” καλύπτει ολόκληρη την πορεία και το φάσμα της ζωής και του έργου του Χριστιανού. Με τη βοήθεια του πνεύματος του Θεού, ο Χριστιανός μπορεί να ακολουθήσει τις εντολές ώστε να κριθεί ευνοϊκά με βάση τον εν λόγω νόμο, διότι αυτός είναι «ο νόμος εκείνου του πνεύματος που δίνει ζωή σε ενότητα με τον Χριστό Ιησού».—Ρω 8:2, 4.
“Ο Νόμος του Θεού”. Ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο αγώνας του Χριστιανού επηρεάζεται από δύο παράγοντες: αφενός από το «νόμο του Θεού», ή “το νόμο εκείνου του πνεύματος που δίνει ζωή”, και αφετέρου από «το νόμο της αμαρτίας», ή «το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου». Ο Παύλος περιγράφει αυτή τη σύγκρουση, λέγοντας ότι η ξεπεσμένη σάρκα που έχει μολυνθεί από την αμαρτία είναι υποδουλωμένη στο «νόμο της αμαρτίας». «Το φρόνημα της σάρκας σημαίνει θάνατο», αλλά «ο Θεός, στέλνοντας τον ίδιο του τον Γιο κατά την ομοιότητα της αμαρτωλής σάρκας και σχετικά με την αμαρτία, καταδίκασε την αμαρτία στη σάρκα». Με τη βοήθεια του πνεύματος του Θεού, ο Χριστιανός μπορεί να κερδίσει τον αγώνα—ασκώντας πίστη στον Χριστό, θανατώνοντας τις πράξεις του σώματος και ζώντας σύμφωνα με την κατεύθυνση του πνεύματος—και μπορεί να αποκτήσει ζωή.—Ρω 7:21–8:13.
Ο Νόμος της Αμαρτίας και του Θανάτου. Ο απόστολος Παύλος υποστηρίζει ότι, λόγω της αμαρτίας του πατέρα της ανθρωπότητας, του Αδάμ, «ο θάνατος βασίλεψε» από τον Αδάμ μέχρι τον καιρό του Μωυσή (όταν δόθηκε ο Νόμος) και ότι ο Νόμος έκανε φανερές τις παραβάσεις, καθιστώντας τους ανθρώπους ένοχους αμαρτίας. (Ρω 5:12-14· Γα 3:19) Αυτή η βασιλεία, ή αλλιώς ο νόμος της αμαρτίας, που δρα στην ατελή σάρκα ασκεί δύναμη πάνω της, κάνοντάς την να τείνει προς την παραβίαση του νόμου του Θεού. (Ρω 7:23· Γε 8:21) Η αμαρτία προκαλεί θάνατο. (Ρω 6:23· 1Κο 15:56) Ο νόμος του Μωυσή δεν μπορούσε να υπερνικήσει τη βασιλεία της αμαρτίας και του θανάτου, αλλά η ελευθερία και η νίκη έρχονται μέσω της παρ’ αξία καλοσύνης του Θεού διά του Ιησού Χριστού.—Ρω 5:20, 21· 6:14· 7:8, 9, 24, 25.
“Ο Νόμος της Πίστης”. Ο “νόμος της πίστης” αντιπαραβάλλεται με το νόμο «των έργων». Ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιτύχει τη δικαιοσύνη μέσω των δικών του έργων ή των έργων του Μωσαϊκού Νόμου, σαν να ήταν δυνατόν να κερδίσει τη δικαιοσύνη ως πληρωμή για τα έργα του, αλλά η δικαιοσύνη έρχεται μέσω πίστης στον Ιησού Χριστό. (Ρω 3:27, 28· 4:4, 5· 9:30-32) Ο Ιάκωβος, ωστόσο, λέει ότι αυτού του είδους η πίστη θα συνοδεύεται από έργα που απορρέουν από την πίστη του ατόμου και συμβαδίζουν με αυτήν.—Ιακ 2:17-26.
Ο Νόμος του Συζύγου. Η παντρεμένη γυναίκα δεσμεύεται από «το νόμο του συζύγου της». (Ρω 7:2· 1Κο 7:39) Η αρχή της συζυγικής ηγεσίας ισχύει σε ολόκληρη την οργάνωση του Θεού και εφαρμόζεται μεταξύ των λάτρεων του Θεού, καθώς και μεταξύ πολλών άλλων λαών. Ο Θεός κατέχει τη θέση του συζύγου ως προς τη «γυναίκα» του, την «άνω Ιερουσαλήμ». (Γα 4:26, 31· Απ 12:1, 4-6, 13-17) Το Ιουδαϊκό έθνος ήταν η σύζυγος του Ιεχωβά και εκείνος ήταν ο σύζυγος.—Ησ 54:5, 6· Ιερ 31:32.
Υπό τον πατριαρχικό νόμο ο σύζυγος ήταν η αδιαφιλονίκητη κεφαλή της οικογένειας, ενώ η σύζυγος έπρεπε να υποτάσσεται, παρότι μπορούσε να κάνει εισηγήσεις που υπόκειντο στην έγκριση του συζύγου της. (Γε 21:8-14) Η Σάρρα αποκαλούσε τον Αβραάμ «κύριο». (Γε 18:12· 1Πε 3:5, 6) Η γυναίκα φορούσε κάλυμμα στο κεφάλι της ως ένδειξη υποταγής στη συζυγική της κεφαλή.—Γε 24:65· 1Κο 11:5.
Υπό το Νόμο που δόθηκε στον Ισραήλ, η σύζυγος έπρεπε να υποτάσσεται. Ο σύζυγός της μπορούσε να επιτρέψει ή να ακυρώσει τις ευχές που έκανε εκείνη. (Αρ 30:6-16) Η ίδια δεν κληρονομούσε, αλλά συνόδευε την εδαφική κληρονομιά και, σε περίπτωση που η κληρονομιά εξαγοραζόταν από κάποιον συγγενή, περιλαμβανόταν και εκείνη. (Ρθ 4:5, 9-11) Δεν μπορούσε να διαζευχθεί τον άντρα της, αλλά ο άντρας είχε το δικαίωμα να διαζευχθεί τη γυναίκα του.—Δευ 24:1-4.
Στη Χριστιανική διευθέτηση, η γυναίκα απαιτείται να αναγνωρίζει τη θέση του άντρα και να μην τη σφετερίζεται. Ο απόστολος Παύλος λέει ότι η παντρεμένη γυναίκα βρίσκεται υπό το νόμο του συζύγου της όσο αυτός είναι ζωντανός, αλλά διευκρινίζει ότι απαλλάσσεται όταν αυτός πεθάνει, οπότε δεν γίνεται μοιχαλίδα αν παντρευτεί ξανά.—Ρω 7:2, 3· 1Κο 7:39.
“Ο Βασιλικός Νόμος”. Ο “βασιλικός νόμος” κατέχει ορθά μεταξύ των άλλων νόμων που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις την υπεροχή και τη βαρύνουσα θέση ενός βασιλιά μεταξύ των ανθρώπων. (Ιακ 2:8) Η ουσία της διαθήκης του Νόμου ήταν η αγάπη. Μάλιστα, η εντολή «πρέπει να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» (ο βασιλικός νόμος) ήταν η δεύτερη από τις εντολές στις οποίες κρεμόταν όλος ο Νόμος και οι Προφήτες. (Ματ 22:37-40) Οι Χριστιανοί, αν και δεν βρίσκονται υπό τη διαθήκη του Νόμου, υπόκεινται στο νόμο του Βασιλιά Ιεχωβά και του Γιου του, του Βασιλιά Ιησού Χριστού, σε σχέση με τη νέα διαθήκη.
[Πλαίσιο στις σελίδες 472-478]
ΜΕΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Ο Ιεχωβά Θεός είναι ο Υπέρτατος Κυρίαρχος (Εξ 19:5· 1Σα 12:12· Ησ 33:22)
Ο βασιλιάς καθόταν στο «θρόνο του Ιεχωβά», εκπροσωπώντας Τον (1Χρ 29:23· Δευ 17:14, 15)
Οι άλλοι αξιωματούχοι (αρχηγοί φυλών· χιλίαρχοι, εκατόνταρχοι, πεντηκόνταρχοι και δέκαρχοι) επιλέγονταν με βάση το φόβο τους για τον Θεό, καθώς και την αξιοπιστία τους και την αδιαφθορία τους (Εξ 18:21, 25· Αρ 1:44)
Ο σεβασμός ήταν επιβεβλημένος προς όλους όσους ασκούσαν θεόδοτη εξουσία: αξιωματούχους, ιερείς, κριτές, γονείς (Εξ 20:12· 22:28· Δευ 17:8-13)
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
(Αυτές συνοψίζονταν στη μεγαλύτερη εντολή του Νόμου, η οποία υπαγόρευε αγάπη για τον Ιεχωβά με όλη την καρδιά, τη διάνοια, την ψυχή και τη δύναμη· Δευ 6:5· 10:12· Μαρ 12:30)
Η λατρεία έπρεπε να αποδίδεται μόνο στον Ιεχωβά (Εξ 20:3· 22:20· Δευ 5:7)
Η αγάπη έπρεπε να είναι ισχυρός υποκινητικός παράγοντας στη σχέση κάποιου με τον Θεό (Δευ 6:5, 6· 10:12· 30:16)
Όλοι έπρεπε να φοβούνται τον Θεό ώστε να μην είναι ανυπάκουοι σε αυτόν (Εξ 20:20· Δευ 5:29)
Το όνομα του Θεού δεν έπρεπε να χρησιμοποιείται με μάταιο τρόπο (Εξ 20:7· Δευ 5:11)
Μπορούσαν να τον πλησιάζουν μόνο με τον τρόπο που επιδοκίμαζε εκείνος (Αρ 3:10· Λευ 10:1-3· 16:1)
Όλοι ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν το Σάββατο (Εξ 20:8-11· 31:12-17)
Λατρευτικές συγκεντρώσεις (Δευ 31:10-13)
Όλοι οι άρρενες απαιτούνταν να συνάγονται τρεις φορές το χρόνο: το Πάσχα και τη Γιορτή των Άζυμων Άρτων, τη Γιορτή των Εβδομάδων και τη Γιορτή των Σκηνών (Δευ 16:16· Λευ 23:1-43)
Όποιος αμελούσε εσκεμμένα να τηρήσει το Πάσχα “εκκοπτόταν” (Αρ 9:13)
Υποστήριξη του ιερατείου
Οι Λευίτες λάβαιναν από τις άλλες φυλές το ένα δέκατο από όλα τα προϊόντα του τόπου (Αρ 18:21-24)
Οι Λευίτες έπρεπε να δίνουν στο ιερατείο το ένα δέκατο από ό,τι καλύτερο λάβαιναν (Αρ 18:25-29)
Προσφορά θυσιών (Εβρ 8:3-5· 10:5-10)
Στο Νόμο αναφέρονταν διάφορες προσφορές: ολοκαυτώματα σε τακτική βάση (Λευ κεφ. 1· Αρ κεφ. 28), προσφορές συμμετοχής (Λευ κεφ. 3· 19:5), προσφορές για αμαρτία (Λευ κεφ. 4· Αρ 15:22-29), προσφορές για ενοχή (Λευ 5:1–6:7), προσφορές σιτηρών (Λευ κεφ. 2), σπονδές (Αρ 15:5, 10), κινητές προσφορές (Λευ 23:10, 11, 15-17)
Απαγορεύονταν οι πράξεις που συνδέονταν με την ψεύτικη θρησκεία
Η ειδωλολατρία (Εξ 20:4-6· Δευ 5:8-10)
Το να κάνει κάποιος τομές στη σάρκα του για έναν νεκρό ή να κάνει τατουάζ στο σώμα του (Λευ 19:28)
Το να φυτέψει ένα δέντρο ως ιερό στύλο (Δευ 16:21)
Το να φέρει στο σπίτι του απεχθή πράγματα, αφιερωμένα στην καταστροφή (Δευ 7:26)
Το να κάνει λόγο για ανταρσία εναντίον του Ιεχωβά (Δευ 13:5)
Το να υποστηρίζει την ψεύτικη λατρεία (Δευ 13:6-10· 17:2-7)
Το να ασπάζεται την ψεύτικη λατρεία (Δευ 13:12-16)
Το να αφιερώνει τους απογόνους του σε ψεύτικους θεούς (Λευ 18:21, 29)
Ο πνευματισμός, η μαγγανεία (Εξ 22:18· Λευ 20:27· Δευ 18:9-14)
ΙΕΡΑΤΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ
(Στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους οι ιερείς είχαν βοηθούς τους Λευίτες· Αρ 3:5-10)
Δίδασκαν το Νόμο του Θεού (Δευ 33:8, 10· Μαλ 2:7)
Υπηρετούσαν ως κριτές, εφαρμόζοντας το θεϊκό νόμο (Δευ 17:8, 9· 19:16, 17)
Πρόσφεραν θυσίες προς όφελος του λαού (Λευ κεφ. 1-7)
Χρησιμοποιούσαν το Ουρίμ και το Θουμμίμ για να ρωτούν τον Θεό (Εξ 28:30· Αρ 27:18-21)
ΜΕΛΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ
Μέλη της εκκλησίας του Ισραήλ δεν ήταν αποκλειστικά εκείνοι που γεννιούνταν μέσα στο έθνος
Άτομα από άλλα έθνη μπορούσαν να γίνουν περιτμημένοι λάτρεις
Οι πάροικοι αυτοί έπρεπε να τηρούν όλους τους όρους της διαθήκης του Νόμου (Λευ 24:22)
Περιορισμοί όσον αφορά το ποιος μπορούσε να γίνει μέλος στην εκκλησία του Ισραήλ
Κανείς που είχε ευνουχιστεί με σύνθλιψη των όρχεων ή είχε κομμένο το αντρικό του μέλος (Δευ 23:1)
Κανένας νόθος γιος ούτε οι απόγονοί του μέχρι τη «δέκατη γενιά» (Δευ 23:2)
Κανένας Αμμωνίτης ή Μωαβίτης (προφανώς οι άρρενες) στον αιώνα, επειδή δεν έδειξαν φιλοξενία στον Ισραήλ αλλά του εναντιώθηκαν την εποχή της Εξόδου από την Αίγυπτο (Δευ 23:3-6)
Οι γιοι που γεννιούνταν από Αιγυπτίους «ως η τρίτη γενιά» μπορούσαν να γίνουν δεκτοί (Δευ 23:7, 8)
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
(Οι νόμοι με βάση τους οποίους εκδικάζονταν οι νομικές υποθέσεις τόνιζαν τη δικαιοσύνη και το έλεος του Ιεχωβά. Οι κριτές είχαν το περιθώριο να εκδηλώνουν έλεος, ανάλογα με τις περιστάσεις. Αυτοί οι νόμοι διατηρούσαν επίσης το έθνος αμόλυντο και προστάτευαν την ευημερία του κάθε Ισραηλίτη)
Κριτές
Ιερείς, βασιλιάδες και άλλοι άντρες διορίζονταν ως κριτές (Εξ 18:25, 26· Δευ 16:18· 17:8, 9· 1Βα 3:6, 9-12· 2Χρ 19:5)
Όταν κάποιος στεκόταν ενώπιον των κριτών ήταν σαν να στεκόταν ενώπιον του Ιεχωβά (Δευ 1:17· 19:16, 17)
Ακρόαση υποθέσεων
Οι συνηθισμένες υποθέσεις υποβάλλονταν στους κριτές (Εξ 18:21, 22· Δευ 25:1, 2· 2Χρ 19:8-10)
Αν το κατώτερο δικαστήριο δεν μπορούσε να εκδώσει απόφαση, παρέπεμπε την υπόθεση σε ανώτερα δικαστήρια (Εξ 18:25, 26· 1Βα 3:16, 28)
Ειδικές ή δύσκολες υποθέσεις που παραπέμπονταν στους ιερείς:
Υποθέσεις ζήλιας ή ανηθικότητας της συζύγου (Αρ 5:12-15)
Όταν ένας μάρτυρας κατηγορούσε κάποιον για ανταρσία (Δευ 19:16, 17)
Όταν κάποιος ήταν ένοχος βιαιοπραγίας ή ενέργειας που προκάλεσε αιματοχυσία ή όταν η απόφαση ήταν δύσκολη ή αμφιλεγόμενη (Δευ 17:8, 9· 21:5)
Όταν έβρισκαν κάποιον σκοτωμένο σε αγρό και δεν μπορούσαν να εντοπίσουν το δολοφόνο (Δευ 21:1-9)
Μάρτυρες
Τουλάχιστον δύο μάρτυρες απαιτούνταν για να θεωρηθεί κάτι αληθινό (Δευ 17:6· 19:15· παράβαλε Ιωα 8:17· 1Τι 5:19)
Τα χέρια των μαρτύρων ήταν τα πρώτα που έπρεπε να πέσουν πάνω στο ένοχο άτομο για να το θανατώσουν. Αυτό απέτρεπε την ψευδή, βιαστική ή απερίσκεπτη μαρτυρία (Δευ 17:7)
Ψευδομαρτυρία
Η ψευδορκία απαγορευόταν αυστηρά (Εξ 20:16· 23:1· Δευ 5:20)
Σε περίπτωση ψευδούς κατηγορίας εναντίον κάποιου ατόμου, ο ψευδομάρτυρας θα υφίστατο την τιμωρία που είχε σχεδιάσει για τον κατηγορούμενο (Δευ 19:16-19)
Δωροδοκία, προσωποληψία στην κρίση
Η δωροδοκία απαγορευόταν (Εξ 23:8· Δευ 27:25)
Η διαστροφή της κρίσης απαγορευόταν (Εξ 23:1, 2, 6, 7· Λευ 19:15, 35· Δευ 16:19)
Ένα άτομο τίθετο υπό κράτηση μόνο όταν η υπόθεση ήταν δύσκολη και έπρεπε να αποφασίσει ο Ιεχωβά (Λευ 24:11-16, 23· Αρ 15:32-36)
Τιμωρίες
Χτυπήματα—με όριο τα 40, προς αποφυγή επαίσχυντου ξυλοδαρμού (Δευ 25:1-3· παράβαλε 2Κο 11:24)
Θάνατος διά λιθοβολισμού έπειτα από τον οποίο πιθανώς κρεμούσαν το σώμα σε ξύλο ως καταραμένο (Δευ 13:10· 21:22, 23)
Αντίποινα—ανταπόδοση, ανάλογη τιμωρία (Λευ 24:19, 20)
Αποζημίωση: Αν το ζώο κάποιου προκαλούσε ζημιά στην περιουσία ενός άλλου ατόμου (Εξ 22:5· 21:35, 36)· αν κάποιος άναβε φωτιά που προξενούσε ζημιές στην περιουσία άλλου (Εξ 22:6)· αν σκότωνε το κατοικίδιο ζώο κάποιου άλλου (Λευ 24:18, 21· Εξ 21:33, 34)· αν οικειοποιούνταν άθελά του κάτι “άγιο”, όπως δέκατα ή θυσίες, για να το χρησιμοποιήσει (Λευ 5:15, 16)· αν εξαπατούσε τον πλησίον του σχετικά με κάποιο πράγμα που του ήταν εμπιστευμένο ή που είχε δοθεί στα χέρια του για φύλαξη ή σχετικά με κάποια κλοπή ή κάτι που είχε βρει, ψευδορκώντας για αυτά τα πράγματα (Λευ 6:2-7· Αρ 5:6-8)
Πόλεις καταφυγίου
Ο ακούσιος ανθρωποκτόνος μπορούσε να καταφύγει στην πλησιέστερη (Αρ 35:12-15· Δευ 19:4, 5· Ιη 20:2-4)
Ακολούθως γινόταν δίκη στην πόλη στης οποίας τη δικαιοδοσία ανήκε ο τόπος του εγκλήματος
Αν διαπιστωνόταν ότι ο ένοχος ήταν ακούσιος ανθρωποκτόνος, τότε αυτός έπρεπε να ζήσει στην πόλη του καταφυγίου μέχρι το θάνατο του αρχιερέα (Αρ 35:22-25· Ιη 20:5, 6)
Ο εκούσιος δολοφόνος θανατωνόταν (Αρ 35:30, 31)
ΓΑΜΟΣ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΗΘΙΚΗ
(Ο Νόμος προφύλασσε τον Ισραήλ, περιφρουρώντας την ιερότητα του γάμου και την οικογενειακή ζωή)
Γάμος—ο πρώτος τελέστηκε από τον Ιεχωβά (Γε 2:18, 21-24)
Ο σύζυγος ήταν ιδιοκτήτης της συζύγου του αλλά ήταν υπόλογος στον Θεό για τον τρόπο με τον οποίο της συμπεριφερόταν (Δευ 22:22· Μαλ 2:13-16)
Η πολυγαμία επιτρεπόταν αλλά υπόκειτο σε ρυθμιστικές διατάξεις που αποσκοπούσαν στην προστασία της συζύγου και των απογόνων της (Δευ 21:15-17· Εξ 21:10)
Σε περίπτωση αποπλάνησης ο γάμος ήταν υποχρεωτικός (εκτός αν το απαγόρευε ο πατέρας του κοριτσιού) (Εξ 22:16, 17· Δευ 22:28, 29)
Ο ανδραδελφικός γάμος ήταν η διευθέτηση σύμφωνα με την οποία ένας άντρας παντρευόταν τη χήρα του αδελφού του, σε περίπτωση που ο αδελφός του πέθαινε χωρίς να έχει γιο. Όποιος αρνούνταν να συνάψει έναν τέτοιον γάμο γινόταν αντικείμενο ονείδους (Δευ 25:5-10)
Ο γάμος με ξένους απαγορευόταν (Εξ 34:12-16· Δευ 7:1-4), επιτρεπόταν, όμως, ο γάμος με αιχμάλωτες (Δευ 21:10-14)
Οι γυναίκες που κληρονομούσαν γη έπρεπε να παντρεύονται μόνο εντός της φυλής τους (Αρ 36:6-9)
Διαζύγιο
Μόνο ο σύζυγος επιτρεπόταν να πάρει διαζύγιο (για κάτι απρεπές από μέρους της συζύγου), και απαιτούνταν να δώσει στη σύζυγο γραπτό πιστοποιητικό διαζυγίου (Δευ 24:1-4)
Ο σύζυγος δεν επιτρεπόταν να πάρει διαζύγιο αν είχε αποπλανήσει τη σύζυγό του προτού την παντρευτεί (Δευ 22:28, 29)
Ένας άντρας δεν μπορούσε να ξαναπαντρευτεί μια γυναίκα την οποία είχε διαζευχθεί, αν αυτή είχε ξαναπαντρευτεί και ο δεύτερος σύζυγός της την είχε διαζευχθεί ή είχε πεθάνει (Δευ 24:1-4)
Η μοιχεία επέσυρε την ποινή του θανάτου και για τις δύο ένοχες πλευρές (Εξ 20:14· Δευ 22:22)
Αιμομειξία
Ο Ισραηλίτης δεν μπορούσε να παντρευτεί: τη μητέρα του, τη θετή του μητέρα ή μια δευτερεύουσα σύζυγο του πατέρα του (Λευ 18:7, 8· 20:11· Δευ 22:30· 27:20)· την αμφιθαλή ή ετεροθαλή αδελφή του (Λευ 18:9, 11· 20:17· Δευ 27:22)· την εγγονή του (Λευ 18:10)· τη θεία του (είτε την αδελφή της μητέρας του είτε την αδελφή του πατέρα του) (Λευ 18:12, 13· 20:19)· την εξ αγχιστείας θεία του (είτε τη σύζυγο του αδελφού του πατέρα του είτε τη σύζυγο του αδελφού της μητέρας του) (Λευ 18:14· 20:20)· τη νύφη του (Λευ 18:15· 20:12)· την κόρη του, τη θετή του κόρη, την κόρη της θετής του κόρης, την κόρη του θετού του γιου, την πεθερά του (Λευ 18:17· 20:14· Δευ 27:23)· τη σύζυγο του αδελφού του (Λευ 18:16· 20:21), εκτός αν επρόκειτο για ανδραδελφικό γάμο (Δευ 25:5, 6)· την αδελφή της συζύγου του, ενόσω ζούσε η σύζυγός του (Λευ 18:18)
Η Ισραηλίτισσα δεν μπορούσε να παντρευτεί: το γιο της ή το θετό της γιο (Λευ 18:7, 8· 20:11· Δευ 22:30· 27:20)· τον αμφιθαλή ή ετεροθαλή αδελφό της (Λευ 18:9, 11· 20:17· Δευ 27:22)· τον παππού της (Λευ 18:10)· τον ανιψιό της (είτε το γιο του αδελφού της είτε το γιο της αδελφής της) (Λευ 18:12, 13· 20:19)· τον ανιψιό της (είτε το γιο του αδελφού του συζύγου της είτε το γιο της αδελφής του συζύγου της) (Λευ 18:14· 20:20)· τον πεθερό της (Λευ 18:15· 20:12)· τον πατέρα της, το θετό της πατέρα, το θετό πατέρα της μητέρας της, το θετό πατέρα του πατέρα της, το γαμπρό της (Λευ 18:7, 17· 20:14· Δευ 27:23)· τον αδελφό του συζύγου της (Λευ 18:16· 20:21), εκτός αν επρόκειτο για ανδραδελφικό γάμο (Δευ 25:5, 6)· το σύζυγο της αδελφής της ενόσω ζούσε η αδελφή της (Λευ 18:18)
Η ποινή για την αιμομειξία ήταν θάνατος (Λευ 18:29· 20:11, 12, 14, 17, 20, 21)
Σεξουαλικές σχέσεις στη διάρκεια της εμμηνόρροιας
Αν ένας άντρας και μια γυναίκα συνουσιάζονταν εκούσια κατά τη διάρκεια της εμμηνόρροιας, θανατώνονταν (Λευ 18:19· 20:18)
Ο σύζυγος που είχε εν αγνοία του σεξουαλικές σχέσεις με τη σύζυγό του κατά τη διάρκεια της εμμηνορροϊκής ακαθαρσίας της (πιθανώς λόγω απρόσμενης έναρξης της εμμηνόρροιας) ήταν ακάθαρτος εφτά ημέρες (Λευ 15:19-24)
Σχέσεις γονέα-παιδιού
Οι γονείς (ιδιαίτερα οι πατέρες) προστάζονταν να διδάσκουν στα παιδιά τους το Νόμο του Θεού (Δευ 6:6-9, 20-25· 11:18-21· Ησ 38:19)
Τα παιδιά έπρεπε να τιμούν τους γονείς (Εξ 20:12· 21:15, 17· Λευ 19:3· Δευ 5:16· 21:18-21· 27:16)
Η αμφίεση με ρούχα του αντίθετου φύλου (με στόχο την εξαπάτηση για ανήθικους σκοπούς) απαγορευόταν (Δευ 22:5)
Η σοδομία επέσυρε τη θανατική ποινή και για τα δύο άτομα (Λευ 18:22· 20:13)
Η κτηνοβασία κατέληγε στο θάνατο τόσο του ανθρώπου όσο και του ζώου (Εξ 22:19· Λευ 18:23, 29· 20:15, 16· Δευ 27:21)
Η άσεμνη σωματική επίθεση (όταν η σύζυγος, σε συμπλοκή του συζύγου της με άλλον άντρα, άρπαζε τον αντίπαλο από τα απόκρυφα μέρη του) τιμωρούνταν με ακρωτηριασμό του χεριού της γυναίκας και όχι με την ποινή της ανταπόδοσης των ίσων, λόγω του σεβασμού που έτρεφε ο Ιεχωβά για τις αναπαραγωγικές δυνάμεις της γυναίκας και για το δικαίωμα του συζύγου να αποκτήσει παιδιά από τη σύζυγό του (Δευ 25:11, 12)
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
(Ο Νόμος προήγε τόσο την εντιμότητα στις επαγγελματικές συναλλαγές όσο και το σεβασμό για το σπίτι και την περιουσία των άλλων)
Κατοχή γης
Η γη δόθηκε με κλήρο στις οικογένειες (Αρ 33:54· 36:2)
Δεν πουλιόταν μόνιμα αλλά επέστρεφε στον κάτοχο κατά το Ιωβηλαίο· η αγοραστική της αξία υπολογιζόταν με βάση το πόσες σοδειές μεσολαβούσαν μέχρι το Ιωβηλαίο (Λευ 25:15, 16, 23-28)
Σε περίπτωση πώλησης, ο πλησιέστερος συγγενής είχε το δικαίωμα να την αγοράσει (Ιερ 32:7-12)
Το κράτος δεν είχε το δικαίωμα να αρπάξει την εδαφική κληρονομιά κάποιου για κοινωφελείς σκοπούς, καταβάλλοντας απλώς αποζημίωση (1Βα 21:2-4)
Το μερίδιο των Λευιτών ήταν κάποιες πόλεις με τα βοσκοτόπια τους
Από τις 48 πόλεις που τους κληροδοτήθηκαν, οι 13 ήταν ιερατικές (Αρ 35:2-5· Ιη 21:3-42)
Ο αγρός του βοσκότοπου μιας Λευιτικής πόλης δεν μπορούσε να πουληθεί· ανήκε στην πόλη, όχι στα άτομα (Λευ 25:34)
Αν κάποιος αγίαζε (παραχωρούσε τη χρήση για ή την παραγωγή από) μέρος ενός αγρού για τον Ιεχωβά (για χρήση του αγιαστηρίου, του ιερατείου), ο καθορισμένος τρόπος υπολογισμού της αξίας του όριζε ότι το τμήμα του εδάφους που είχε σπαρθεί με ένα χομόρ σπόρο κριθαριού άξιζε 50 σίκλους ασήμι· η αξία μειωνόταν αναλογικά, με βάση τον αριθμό των ετών που απέμεναν μέχρι το επόμενο Ιωβηλαίο (Λευ 27:16-18)
Αν ο αγιαστής του αγρού ήθελε να τον ξαναγοράσει, έπρεπε να δώσει την υπολογισμένη αξία με προσαύξηση 20 τοις εκατό (Λευ 27:19)
Αν δεν τον ξαναγόραζε αλλά τον πουλούσε σε κάποιον άλλον, τότε κατά το Ιωβηλαίο ο αγρός γινόταν ιδιοκτησία του ιερέα ως κάτι άγιο για τον Ιεχωβά (Λευ 27:20, 21)
Αν κάποιος αγίαζε για τον Ιεχωβά μέρος ενός αγρού που είχε αγοράσει από κάποιον άλλον, κατά το Ιωβηλαίο ο αγρός επέστρεφε στον αρχικό κάτοχο (Λευ 27:22-24)
Αν κάποιος “αφιέρωνε” οτιδήποτε από την περιουσία του (τα “αφιερωμένα” πράγματα χρησιμοποιούνταν μόνιμα και αποκλειστικά στο αγιαστήριο ή προορίζονταν για καταστροφή· Ιη 6:17· 7:1, 15· Ιεζ 44:29), αυτό δεν ήταν δυνατόν να πουληθεί ή να ξαναγοραστεί· παρέμενε ιδιοκτησία του Ιεχωβά (Λευ 27:21, 28, 29)
Απολύτρωση περιουσίας
Όλη η γη επέστρεφε στους αρχικούς ιδιοκτήτες κατά το Ιωβηλαίο (με τις παραπάνω εξαιρέσεις) (Λευ 25:8-10, 15, 16, 24-28)
Οι Λευίτες μπορούσαν να απολυτρώσουν τα σπίτια τους στις Λευιτικές πόλεις οποτεδήποτε (Λευ 25:32, 33)
Ιωβηλαίο: άρχιζε την Ημέρα της Εξιλέωσης, το 50ό έτος· η μέτρηση άρχισε από το έτος εισόδου των Ισραηλιτών στη γη (Λευ 25:2, 8-19)
Κληρονομιά
Ο πρωτότοκος γιος κληρονομούσε διπλό μερίδιο από την περιουσία (Δευ 21:15-17)
Όταν δεν υπήρχε γιος, η κληρονομιά μεταβιβαζόταν στις κόρες. (Αρ 27:6-8) Αν κάποιος δεν είχε ούτε γιους ούτε κόρες, η κληρονομιά μεταβιβαζόταν στους αδελφούς του, στους αδελφούς του πατέρα του ή στον πλησιέστερο εξ αίματος συγγενή του (Αρ 27:9-11)
Ζυγαριά, ζύγια και μέτρηση
Ο Ιεχωβά απαιτούσε εντιμότητα και ακρίβεια στο ζύγι (Λευ 19:35, 36· Δευ 25:13-15)
Η εξαπάτηση του ήταν απεχθής (Παρ 11:1)
Χρέη
Στο τέλος κάθε εφτά χρόνων, οι Εβραίοι αδελφοί αποδεσμεύονταν από τα χρέη (Δευ 15:1, 2)
Μπορούσαν να πιέσουν τον αλλοεθνή να πληρώσει κάποιο χρέος (Δευ 15:3)
Εγγύηση για δάνειο
Αν ένα άτομο έπαιρνε το εξωτερικό ένδυμα κάποιου ως εγγύηση για δάνειο, δεν έπρεπε να το κρατήσει τη νύχτα (Οι φτωχοί συνήθως κοιμούνταν με το ένδυμά τους, επειδή δεν είχαν άλλα στρωσίδια) (Εξ 22:26, 27· Δευ 24:12, 13)
Κανείς δεν μπορούσε να μπει στο σπίτι κάποιου για να πάρει ενέχυρο ή εγγύηση για δάνειο. Έπρεπε να μείνει έξω από το σπίτι και να του το φέρει ο ιδιοκτήτης έξω (Αυτή η διάταξη περιφρουρούσε το απαραβίαστο του ιδιωτικού χώρου) (Δευ 24:10, 11)
Κανείς δεν μπορούσε να πάρει το χειρόμυλο ή την πάνω μυλόπετρα κάποιου ως ενέχυρο (διότι τότε το άτομο αυτό δεν θα μπορούσε να αλέσει σιτάρι για να θρέψει τον εαυτό του και την οικογένειά του) (Δευ 24:6)
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ
(Αυτοί οι νόμοι αφορούσαν τους πολέμους που είχε διατάξει ο Θεός τον Ισραήλ να διεξάγει στην Υποσχεμένη Γη. Οι επεκτατικοί ή κατακτητικοί πόλεμοι από ιδιοτελές κίνητρο πέραν των θεόδοτων ορίων απαγορεύονταν αυστηρά)
Πόλεμοι
Έπρεπε να είναι μόνο του Ιεχωβά (Αρ 21:14· 2Χρ 20:15)
Οι στρατιώτες αγιάζονταν προτού πάνε στη μάχη (1Σα 21:1-6· παράβαλε Λευ 15:16, 18)
Ηλικία των στρατιωτών
Από είκοσι χρονών και πάνω (Αρ 1:2, 3· 26:1-4)
Σύμφωνα με το έργο του Ιώσηπου Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Γ΄, 288 (xii, 4), υπηρετούσαν μέχρι την ηλικία των 50 ετών
Εξαιρέσεις από τη στρατιωτική υπηρεσία:
Οι Λευίτες, ως διάκονοι του Ιεχωβά (Αρ 1:47-49· 2:33)
Όποιος άντρας δεν είχε εγκαινιάσει το νεόκτιστο σπίτι του ή είχε φυτέψει καινούριο αμπέλι και δεν το είχε χρησιμοποιήσει (Δευ 20:5, 6· παράβαλε Εκ 2:24· 3:12, 13)
Όποιος είχε αρραβωνιαστεί και δεν είχε παντρευτεί ακόμη. Οι νιόπαντροι συνέχιζαν να εξαιρούνται για έναν χρόνο (Ο άντρας είχε το δικαίωμα να αποκτήσει κληρονόμο και να τον δει) (Δευ 20:7· 24:5)
Όποιος φοβόταν (διότι αυτός θα κλόνιζε το ηθικό των συστρατιωτών του) (Δευ 20:8· Κρ 7:3)
Στο στρατόπεδο απαιτούνταν καθαρότητα (δεδομένου ότι οι στρατιώτες αγιάζονταν για τον πόλεμο) (Δευ 23:9-14)
Δεν επιτρεπόταν να υπάρχουν γυναίκες στο στρατόπεδο για σεξουαλικές σχέσεις· κατά τη διάρκεια των εκστρατειών απείχαν από σχέσεις με γυναίκα. Αυτό διασφάλιζε τη θρησκευτική και τη σωματική καθαρότητά τους (Λευ 15:16· 1Σα 21:5· 2Σα 11:6-11)
Ο βιασμός γυναικών του εχθρού δεν επιτρεπόταν, γιατί κάτι τέτοιο συνιστούσε πορνεία. Επίσης, δεν επιτρεπόταν ο γάμος με τέτοιες γυναίκες μέχρι το τέλος της εκστρατείας. Αυτό εξασφάλιζε θρησκευτική καθαρότητα και επιπλέον αποτελούσε κίνητρο για τους εχθρούς να παραδοθούν, επειδή ήταν βέβαιοι ότι οι γυναίκες τους δεν θα κακοποιούνταν σεξουαλικά (Δευ 21:10-13)
Στρατιωτική τακτική εναντίον των εχθρικών πόλεων
Αν η πόλη που υφίστατο επίθεση ανήκε σε ένα από τα εφτά έθνη της γης Χαναάν (τα οποία αναφέρονται στο εδ. Δευ 7:1), όλοι οι κάτοικοι έπρεπε να αφιερωθούν στην καταστροφή. (Δευ 20:15-17· Ιη 11:11-14· Δευ 2:32-34· 3:1-7) Αν τους επιτρεπόταν να μείνουν σε εκείνον τον τόπο, θα έθεταν σε κίνδυνο τη συνέχιση της σχέσης του Ισραήλ με τον Ιεχωβά Θεό. Ο Ιεχωβά τους είχε αφήσει να ζήσουν σε εκείνον τον τόπο μέχρι να ολοκληρωθεί η αδικία τους (Γε 15:13-21)
Στην περίπτωση πόλεων που δεν ανήκαν στα εφτά έθνη, έπρεπε πρώτα να γνωστοποιηθούν οι όροι της ειρήνης. (Δευ 20:10, 15) Αν η πόλη παραδινόταν, οι κάτοικοι υποβάλλονταν σε καταναγκαστική εργασία. Αν δεν παραδίνονταν, όλοι οι άντρες και όλες οι γυναίκες που δεν ήταν παρθένες θανατώνονταν. Τους υπόλοιπους τους άφηναν στη ζωή ως αιχμαλώτους. (Δευ 20:11-14· παράβαλε Αρ 31:7, 17, 18.) Ο θάνατος όλων των αντρών απέτρεπε τον κίνδυνο μεταγενέστερης εξέγερσης της πόλης καθώς και το γάμο αυτών των αντρών με Ισραηλίτισσες. Αυτά τα μέτρα συνέβαλλαν επίσης στην αποφυγή της φαλλικής λατρείας και τυχόν ασθενειών μεταξύ των Ισραηλιτών
Τα καρποφόρα δέντρα δεν έπρεπε να τα κόβουν και να τα χρησιμοποιούν για πολιορκητικά έργα (Δευ 20:19, 20)
Τα άρματα τα έκαιγαν· από τα άλογα έκοβαν τους τένοντες ώστε να είναι ανίκανα για μάχη, και αργότερα τα σκότωναν (Ιη 11:6)
ΝΟΜΟΙ ΠΕΡΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΥΓΙΕΙΝΗΣ
(Αυτοί οι νόμοι διαχώριζαν τους Ισραηλίτες από τα ειδωλολατρικά έθνη, προήγαν την καθαρότητα και την υγεία και τους υπενθύμιζαν ότι ήταν άγιοι για τον Θεό· Λευ 19:2)
Χρήση του αίματος
Η βρώση αίματος απαγορευόταν αυστηρά. (Γε 9:4· Λευ 7:26· 17:12· Δευ 12:23-25) Η παραβίαση αυτού του νόμου επέσυρε την ποινή του θανάτου (Λευ 7:27· 17:10)
Η ζωή (η ψυχή) βρίσκεται στο αίμα (Λευ 17:11, 14)
Το αίμα των σφαγμένων ζώων έπρεπε να το χύνουν στο έδαφος σαν νερό και να το σκεπάζουν με χώμα (Λευ 17:13· Δευ 12:16)
Κανένα ζώο που είχε ψοφήσει ή που το είχαν βρει νεκρό δεν μπορούσαν να το φάνε (επειδή ήταν ακάθαρτο και δεν είχε χυθεί το αίμα του εντελώς) (Δευ 14:21)
Μόνο για νομικές χρήσεις: στο θυσιαστήριο για εξιλέωση· καθορισμένες χρήσεις με σκοπό τον καθαρισμό (Λευ 17:11, 12· Δευ 12:27· Αρ 19:1-9)
Χρήση του πάχους
Δεν έπρεπε να τρώνε καθόλου πάχος· το πάχος ανήκε στον Ιεχωβά (Λευ 3:16, 17· 7:23, 24)
Η βρώση του πάχους ενός ζώου το οποίο έφερναν ως προσφορά επέσυρε την ποινή του θανάτου (Λευ 7:25)
Σφαγμένα ζώα
Στην έρημο όποια οικόσιτα ζώα προορίζονταν για σφάξιμο έπρεπε να τα φέρνουν στη σκηνή της μαρτυρίας. Αυτά τα έτρωγαν ως θυσίες συμμετοχής (Λευ 17:3-6)
Η παραβίαση αυτού του νόμου επέσυρε την ποινή του θανάτου (Λευ 17:4, 8, 9)
Αν έπιαναν στο κυνήγι κάποιο καθαρό θηρίο μπορούσαν να το σκοτώσουν επί τόπου· το αίμα έπρεπε να χυθεί (Λευ 17:13, 14)
Μετά την είσοδο στην Υποσχεμένη Γη, τα καθαρά ζώα μπορούσαν να τα σφάζουν προς βρώση στο μέρος όπου κατοικούσαν, αν ήταν μακριά από το αγιαστήριο, αλλά το αίμα έπρεπε να το χύνουν στο έδαφος (Δευ 12:20-25)
Ζώα, ψάρια, έντομα που επιτρέπονταν προς βρώση:
Κάθε πλάσμα που έχει χωρισμένη την οπλή και έχει σχισμή στις οπλές και αναμασάει την τροφή (Λευ 11:2, 3· Δευ 14:6)
Καθετί στα νερά που έχει πτερύγια και λέπια (Λευ 11:9-12· Δευ 14:9, 10)
Έντομα και φτερωτά πολυπληθή πλάσματα που περπατούν με τα τέσσερα και έχουν σκέλη για άλματα: η αποδημητική ακρίδα, η φαγώσιμη ακρίδα, ο γρύλος και η κοινή ακρίδα (όλα κατά το είδος τους) (Λευ 11:21, 22)
Ζώα, ψάρια, πουλιά, πολυπληθή πλάσματα των οποίων η βρώση απαγορευόταν:
Ζώα: η καμήλα, ο ύρακας των βράχων, ο λαγός, το γουρούνι (Λευ 11:4-8· Δευ 14:7, 8)
Ψάρια και άλλα πολυπληθή πλάσματα που βρίσκονται στα νερά και τα οποία δεν έχουν πτερύγια ούτε λέπια (Λευ 11:10)
Πουλιά και πετούμενα πλάσματα: ο αετός, ο ψαραετός, ο μαύρος γύπας, ο ερυθρόχρωμος ικτίνος, ο μελανόχρωμος ικτίνος, ο μίλβος, το κοράκι, η στρουθοκάμηλος, ο γκιώνης, ο γλάρος, το γεράκι, η κουκουβάγια, ο μικρός μπούφος, ο κύκνος, ο πελεκάνος, ο γύπας, ο φαλακροκόρακας, ο πελαργός, ο ερωδιός, ο τσαλαπετεινός, η νυχτερίδα, κάθε φτερωτό πολυπληθές πλάσμα που περπατάει με τα τέσσερα (δηλαδή το οποίο κινείται όπως τα ζώα που περπατούν με τα τέσσερα). Οι παράγοντες που καθόριζαν ποια πετούμενα πλάσματα χαρακτηρίζονταν τελετουργικά «ακάθαρτα» δεν διευκρινίζονται στην Αγία Γραφή. Αν και τα περισσότερα από τα «ακάθαρτα» πουλιά ήταν αρπακτικά ή νεκροφάγα, δεν ήταν όλα (Δευ 14:12-19· Λευ 11:13-20· βλέπε ΠΟΥΛΙΑ και λήμματα με τα ονόματα των πουλιών)
Πολυπληθή πλάσματα στη γη: ο τυφλοπόντικας, ο δίπους, η σαύρα, το ημιδάκτυλο σαμιαμίδι, η μεγάλη σαύρα, ο τρίτωνας, η σαύρα της άμμου, ο χαμαιλέοντας, κάθε πλάσμα που προχωρεί με την κοιλιά και κάθε πλάσμα που περπατάει με τα τέσσερα (τρόπος κίνησης) ή με οποιονδήποτε μεγάλο αριθμό ποδιών (Λευ 11:29, 30, 42)
Όποιο ζώο ψοφούσε ή ήταν ήδη νεκρό ή κατασπαραγμένο από θηρίο (Λευ 17:15, 16· Δευ 14:21· Εξ 22:31)
Τα ζώα που παρουσιάζονταν ως ευχές ή εθελοντικές προσφορές ή θυσίες συμμετοχής μπορούσαν να τα τρώνε την ημέρα που προσφέρονταν, καθώς και τη δεύτερη ημέρα, όχι όμως την τρίτη· η παραβίαση της εντολής επέσυρε την ποινή του θανάτου. Η ευχαριστήρια θυσία έπρεπε να φαγωθεί την ίδια ημέρα· δεν έπρεπε να φυλάξουν τίποτα μέχρι το πρωί (δεύτερη ημέρα). Δεν έπρεπε να αφήσουν τίποτα από το Πάσχα· ό,τι δεν είχαν φάει έπρεπε να το κάψουν (Λευ 7:16-18· 19:5-8· 22:29, 30· Εξ 12:10)
Πράγματα που προκαλούσαν ακαθαρσία:
Η έκκριση σπέρματος
Το άτομο έπρεπε να πλυθεί και ήταν ακάθαρτο μέχρι το βράδυ (Λευ 15:16· Δευ 23:10, 11)
Το ένδυμα το οποίο είχε ακουμπήσει σε σπέρμα το έπλεναν και ήταν ακάθαρτο μέχρι το βράδυ (Λευ 15:17)
Ο σύζυγος και η σύζυγος έπρεπε να πλυθούν μετά τη σεξουαλική επαφή και ήταν ακάθαρτοι μέχρι το βράδυ (Λευ 15:18)
Ο τοκετός
Η γυναίκα ήταν ακάθαρτη 7 ημέρες όταν γεννούσε αγόρι, συν 33 ημέρες (τις πρώτες 7 ημέρες ήταν ακάθαρτη ως προς όλα, όπως όταν είχε εμμηνόρροια· τις 33 ημέρες ήταν ακάθαρτη μόνο ως προς το ότι δεν έπρεπε να αγγίζει άγια πράγματα, όπως γεύματα θυσιών, ή δεν έπρεπε να μπαίνει στον άγιο τόπο) (Λευ 12:2-4)
Αν το βρέφος ήταν κορίτσι, η γυναίκα ήταν ακάθαρτη 14 ημέρες, συν 66 (Λευ 12:5)
Η εμμηνόρροια της γυναίκας (Λευ 12:2)
Η γυναίκα ήταν ακάθαρτη εφτά ημέρες κατά την κανονική εμμηνόρροιά της· το ίδιο και καθ’ όλη την περίοδο οποιασδήποτε μη φυσιολογικής ή παρατεινόμενης έκκρισης αίματος, συν εφτά ημέρες (Λευ 15:19, 25, 28)
Κατά τη διάρκεια της ακαθαρσίας της οτιδήποτε πάνω στο οποίο καθόταν ή ξάπλωνε ήταν ακάθαρτο (Λευ 15:20)
Όποιος άγγιζε την ίδια ή το κρεβάτι της ή αυτό πάνω στο οποίο καθόταν έπρεπε να πλύνει τα ενδύματά του και να πλυθεί και ο ίδιος, και ήταν ακάθαρτος μέχρι το βράδυ (Λευ 15:21-23)
Αν η εμμηνορροϊκή ακαθαρσία της ερχόταν πάνω σε κάποιον άντρα, αυτός ήταν ακάθαρτος εφτά ημέρες, και κάθε κρεβάτι πάνω στο οποίο ξάπλωνε ήταν ακάθαρτο (Λευ 15:24)
Οποτεδήποτε είχε κάποια έκκριση ήταν ακάθαρτη (Λευ 15:25)
Μέτρα προφύλαξης κατά των ασθενειών
Λέπρα και άλλες πληγές
Ο ιερέας αποφάσιζε αν ήταν λέπρα ή όχι (Λευ 13:2)
Το άτομο έμπαινε σε καραντίνα εφτά ημέρες και κατόπιν υποβαλλόταν σε εξέταση· αν η πληγή είχε σταματήσει, έμπαινε σε καραντίνα άλλες εφτά ημέρες (Λευ 13:4, 5, 21, 26)· αν η πληγή δεν απλωνόταν άλλο, τον ανακήρυσσαν καθαρό (Λευ 13:6)· αν η πληγή απλωνόταν, ήταν λέπρα (Λευ 13:7, 8)
Αν το άτομο ήταν λεπρό, έπρεπε να σκίσει τα ενδύματά του, να αφήσει το κεφάλι του ατημέλητο, να καλύπτει το μουστάκι του (ή το επάνω χείλος του) και να φωνάζει: «Ακάθαρτος, ακάθαρτος!» Κατοικούσε δε απομονωμένος έξω από το στρατόπεδο μέχρι να θεραπευτεί η πληγή (Λευ 13:45, 46· Αρ 5:2-4)
Εκκρίσεις των γεννητικών οργάνων (προφανώς λόγω ασθένειας) (Λευ 15:2, 3)
Τα κρεβάτια ή τα αντικείμενα όπου καθόταν ή ξάπλωνε ένα τέτοιο άτομο ήταν ακάθαρτα (Λευ 15:4)
Όποιος άγγιζε το άτομο που είχε το πρόβλημα, το κρεβάτι του ή οτιδήποτε πάνω στο οποίο καθόταν ήταν ακάθαρτος, ή αν το εν λόγω άτομο έφτυνε κάποιον, αυτός γινόταν ακάθαρτος (Λευ 15:5-11)
Αν κάποιος που είχε έκκριση άγγιζε ένα πήλινο σκεύος, αυτό έπρεπε να συντριφτεί, ενώ τα ξύλινα σκεύη τα ξέπλεναν με νερό (Λευ 15:12)
Αφού σταματούσε η έκκριση, το άτομο ήταν ακάθαρτο εφτά ημέρες (Λευ 15:13)
Η καθαρότητα του στρατοπέδου περιφρουρούνταν από την απαίτηση να αποθέτονται τα περιττώματα έξω από το στρατόπεδο και να καλύπτονται (Δευ 23:12, 13)
Διατάξεις αναφορικά με τα πτώματα των ανθρώπων
Το να αγγίξει κάποιος το πτώμα, τα κόκαλα ή τον τάφο ενός ανθρώπου τον καθιστούσε ακάθαρτο εφτά ημέρες (ακόμη και όταν βρισκόταν στο ύπαιθρο). (Αρ 19:11, 16) Θάνατος για όποιον αρνούνταν να καθαριστεί (Αρ 19:12, 13) (Βλέπε διαδικασία καθαρισμού στα εδ. Αρ 19:17-19)
Όλοι όσοι βρίσκονταν ή έμπαιναν σε μια σκηνή που είχε νεκρό ήταν ακάθαρτοι, όπως και κάθε ανοιγμένο σκεύος εκεί το οποίο δεν είχε δεμένο καπάκι από πάνω (Αρ 19:14, 15)
Διατάξεις αναφορικά με τα πτώματα των ζώων
Το σώμα ενός καθαρού ζώου που ψοφούσε καθιστούσε ακάθαρτο όποιον το μετέφερε, το άγγιζε ή το έτρωγε· το ψόφιο σώμα οποιουδήποτε ακάθαρτου ζώου καθιστούσε ακάθαρτο όποιον το άγγιζε. Απαιτούνταν καθαρισμός (Λευ 11:8, 11, 24-31, 36, 39, 40· 17:15, 16)
Τα πτώματα των ακάθαρτων ζώων καθιστούσαν ακάθαρτα μέσω επαφής αντικείμενα όπως σκεύη, βάσεις στάμνας, φούρνους, ενδύματα, δέρματα και σάκους (Λευ 11:32-35)
Λάφυρα πόλης
Οτιδήποτε μπορούσε να υποστεί επεξεργασία με φωτιά έπρεπε να υποβληθεί σε αυτή την επεξεργασία (μεταλλικά αντικείμενα), κατόπιν να καθαριστεί με νερό που ήταν για καθαρισμό· τα άλλα πράγματα έπρεπε να πλυθούν (Αρ 31:20, 22, 23)
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΛΛΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ
(Ο Νόμος όριζε ότι «πρέπει να αγαπάς το συνάνθρωπό σου όπως τον εαυτό σου»· Λευ 19:18. Ο Ιησούς έδειξε ότι αυτή ήταν η δεύτερη σε σπουδαιότητα εντολή στο Νόμο· Ματ 22:37-40)
Προς τους ομοεθνείς τους
Έπρεπε να εκδηλώνουν αγάπη· ο φόνος απαγορευόταν (Εξ 20:13· Ρω 13:9, 10)
Δεν έπρεπε να παίρνουν εκδίκηση ή να μνησικακούν εναντίον του συνανθρώπου τους (Λευ 19:18)
Φροντίδα για τον φτωχό (Εξ 23:6· Λευ 25:35, 39-43)
Φροντίδα για τις χήρες και τα ορφανά (Εξ 22:22-24· Δευ 24:17-21· 27:19)
Σεβασμός για την περιουσία
Η κλοπή απαγορευόταν· απαιτούνταν αποζημίωση (Εξ 20:15· 22:1-4, 7)
Η εσφαλμένη επιθυμία για την περιουσία και τα υπάρχοντα του συνανθρώπου τους απαγορευόταν (Εξ 20:17)
Στοχαστικό ενδιαφέρον για άτομα με αναπηρίες
Δεν μπορούσαν να κοροϊδέψουν ή να καταραστούν κάποιον κουφό· αυτός δεν θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του όσον αφορά λόγια που δεν μπορούσε να ακούσει (Λευ 19:14)
Όποιος έβαζε εμπόδιο στο δρόμο κάποιου τυφλού ή τον παροδηγούσε ήταν καταραμένος (Λευ 19:14· Δευ 27:18)
Προς τους πάροικους: δεν έπρεπε να τους κακομεταχειρίζονται (Εξ 22:21· 23:9· Λευ 19:33, 34· Δευ 10:17-19· 24:14, 15, 17· 27:19)
Προς τους δούλους
Οι Εβραίοι δούλοι και δούλες απελευθερώνονταν το έβδομο έτος της δουλείας τους ή κατά το Ιωβηλαίο, ανάλογα με το ποιο ερχόταν πρώτο. Κατά τη διάρκεια της δουλείας έπρεπε να τους μεταχειρίζονται σαν μισθωτούς εργάτες, δείχνοντάς τους στοχαστικό ενδιαφέρον (Εξ 21:2· Δευ 15:12· Λευ 25:10)
Αν ο άντρας ερχόταν με τη σύζυγό του, εκείνη έφευγε ή απελευθερωνόταν μαζί του (Εξ 21:3)
Αν ο κύριός του τού έδινε σύζυγο (προφανώς αλλοεθνή) ενόσω ήταν δούλος, μόνο αυτός έφευγε ως ελεύθερος· αν είχε αποκτήσει παιδιά από αυτή τη σύζυγο, αυτή και τα παιδιά παρέμεναν στην ιδιοκτησία του κυρίου του (Εξ 21:4)
Όταν απελευθερωνόταν ένας Εβραίος δούλος, ο κύριός του έπρεπε να του δώσει κάποιο δώρο ανάλογα με το τι μπορούσε να προσφέρει (Δευ 15:13-15)
Ο κύριος μπορούσε να μαστιγώσει το δούλο. (Εξ 21:20, 21) Αν του προκαλούσε μόνιμη βλάβη, του έδινε την ελευθερία του. (Εξ 21:26, 27) Αν ο δούλος πέθαινε καθώς τον έδερνε ο κύριός του, ο κύριός του μπορούσε να τιμωρηθεί με θάνατο· οι κριτές θα αποφάσιζαν για την ποινή (Εξ 21:20· Λευ 24:17)
Προς τα ζώα
Αν κάποιος έβρισκε ένα κατοικίδιο ζώο σε άσχημη κατάσταση, ήταν υποχρεωμένος να το βοηθήσει, ακόμη και αν αυτό ανήκε σε εχθρό του (Εξ 23:4, 5· Δευ 22:4)
Τα υποζύγια δεν έπρεπε να τα υποβάλλουν σε εξαντλητική εργασία ή να τα κακομεταχειρίζονται (Δευ 22:10· παράβαλε Παρ 12:10)
Δεν έπρεπε να φιμώνουν τον ταύρο όταν αλώνιζαν, ώστε να μπορεί το ζώο να τρώει από τα σιτηρά που αλώνιζε (Δευ 25:4· παράβαλε 1Κο 9:7-10)
Δεν μπορούσε κάποιος να πάρει ένα πουλί μαζί με τα αβγά του, εξαλείφοντας έτσι ολόκληρη την οικογένεια (Δευ 22:6, 7)
Δεν μπορούσε κάποιος να σφάξει ταύρο ή πρόβατο μαζί με το μικρό του την ίδια ημέρα (Λευ 22:28)
ΠΟΙΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΕ Ο ΝΟΜΟΣ
Έκανε φανερές τις παραβάσεις· έδειξε ότι οι Ισραηλίτες χρειάζονταν συγχώρηση για τις παραβάσεις τους και ότι απαιτούνταν μια μεγαλύτερη θυσία η οποία θα μπορούσε πραγματικά να κάνει εξιλέωση για τις αμαρτίες τους (Γα 3:19)
Ως παιδαγωγός, προφύλασσε και διαπαιδαγωγούσε τους Ισραηλίτες, προετοιμάζοντάς τους για τον Μεσσία που ήταν ο δάσκαλός τους (Γα 3:24)
Διάφορες πτυχές του Νόμου ήταν σκιές που αντιπροσώπευαν μεγαλύτερα πράγματα τα οποία ήταν μελλοντικά· αυτές οι σκιές βοήθησαν τους Ισραηλίτες που είχαν δίκαιη καρδιά να προσδιορίσουν την ταυτότητα του Μεσσία, εφόσον εκείνοι μπορούσαν να δουν πώς εκπλήρωσε ο Μεσσίας τα προφητικά αυτά πρότυπα (Εβρ 10:1· Κολ 2:17)