ΕΝΕΧΥΡΟ
Προσωπικό αντικείμενο, όπως δαχτυλίδι ή ένδυμα, το οποίο παραδίδει ο χρεώστης στον πιστωτή του ως εγγύηση για τη μελλοντική εξόφληση του δανείου. Οι διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου για τα ενέχυρα προστάτευαν τα συμφέροντα των φτωχών και ανυπεράσπιστων μελών του έθνους. Έδειχναν ότι ο Θεός καταλάβαινε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι φτωχοί και οι χήρες. Τα δύο εβραϊκά ρήματα χαβάλ και ‛αβάτ, καθώς και τα συγγενικά τους ουσιαστικά, σχετίζονται με το ενέχυρο.
Αν ένας φτωχός έδινε το εξωτερικό του ένδυμα ως ενέχυρο, δηλαδή ως εγγύηση για δάνειο, ο πιστωτής δεν έπρεπε να το κρατήσει τη νύχτα. (Εξ 22:26, 27· Δευ 24:12, 13) Ο φτωχός πιθανότατα θα χρησιμοποιούσε το εξωτερικό του ένδυμα για σκέπασμα τη νύχτα και, αν το στερούνταν, μπορεί να υπέφερε από το κρύο. Αν κάποιος αγνοούσε αυτόν το νόμο, θα σήμαινε ότι ήταν άπληστος και άκαρδος. (Ιωβ 22:6· 24:9) Ωστόσο, στη διάρκεια της αποστασίας του Ισραήλ, μερικοί, όχι μόνο κατακρατούσαν τα ενδύματα των φτωχών ως ενέχυρο, αλλά τα χρησιμοποιούσαν και στις ειδωλολατρικές τους γιορτές.—Αμ 2:8.
Το να μην επιστρέφει κάποιος το «ενέχυρο» προσδιορίστηκε στα εδάφια Ιεζεκιήλ 18:10-13—μαζί με τη ληστεία και την έκχυση αίματος—ως ένα από τα πράγματα που συναποδείκνυαν ότι αυτό το άτομο ήταν αμετανόητος αμαρτωλός, άξιος θανάτου. Από την άλλη πλευρά, ο πονηρός που θα εγκατέλειπε τις αμαρτίες του κάνοντας διάφορες ενέργειες—μεταξύ άλλων δίνοντας πίσω το «ενέχυρο»—“οπωσδήποτε θα εξακολουθούσε να ζει”. (Ιεζ 33:14-16) Απαγορευόταν επίσης να πάρει κανείς ως ενέχυρο έναν χειρόμυλο ή την πάνω μυλόπετρα, επειδή συνήθως το ψωμί το έψηναν κάθε ημέρα, και το να πάρει κάποιος τα σύνεργα που ήταν αναγκαία για το άλεσμα των σιτηρών θα ισοδυναμούσε με το να πάρει «ψυχή», δηλαδή ζωή.—Δευ 24:6.
Οι χήρες προστατεύονταν ιδιαίτερα, εφόσον πολλές φορές δεν είχαν κανέναν να τις υπερασπιστεί ή να τις βοηθήσει. Ο Νόμος απαγόρευε εντελώς το να πάρει κάποιος ως ενέχυρο το ένδυμα μιας χήρας.—Δευ 24:17· παράβαλε Ιωβ 24:3.
Επίσης, δεν επιτρεπόταν να μπει κάποιος στο σπίτι ενός άλλου για να πάρει από αυτόν το ενέχυρο. Ο χρεώστης έπρεπε να φέρει έξω το ενέχυρο στον πιστωτή του. (Δευ 24:10, 11) Με αυτόν τον τρόπο προστατευόταν το απαραβίαστο του σπιτιού εκείνου του ανθρώπου, και ο ίδιος διατηρούσε τον αυτοσεβασμό του, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν ο πιστωτής του είχε το ελεύθερο να μπει στο σπίτι του απρόσκλητος. Άρα, εκτός από τη συμπόνια και τη γενναιοδωρία (Δευ 15:8), οι νόμοι για το ενέχυρο προωθούσαν το σεβασμό για το πρόσωπο και τα δικαιώματα των άλλων.
Μεταφορική Χρήση. Το εδάφιο Δευτερονόμιο 15:6 ανέφερε ως σημάδι της ευλογίας του Θεού το γεγονός ότι οι Ισραηλίτες θα είχαν αρκετούς πόρους ώστε να “δανείζουν με ενέχυρο σε πολλά έθνη”.
Αν κάποιος “καταφρονούσε το λόγο” και δεν εξοφλούσε ένα δάνειο, θα έχανε ό,τι είχε βάλει ενέχυρο. Παρόμοια, όποιος δεν υπάκουε στην εντολή του Θεού θα υφίστατο απώλεια.—Παρ 13:13.
Στις Εβραϊκές Γραφές δίνεται επανειλημμένα η συμβουλή να μη γίνεται κανείς εγγυητής για κάποιον ξένο, υποσχόμενος να πληρώσει το χρέος του αν δεν το κάνει εκείνος. (Παρ 11:15· 22:26, 27· βλέπε ΕΓΓΥΗΣΗ, ΕΓΓΥΗΤΗΣ.) Έτσι λοιπόν, το εδάφιο Παροιμίες 20:16 προτρέπει “να παίρνεται το ένδυμα” εκείνου που έγινε εγγυητής για κάποιον ξένο. Αυτό έρχεται σε διαμετρική αντίθεση με το συμπονετικό ενδιαφέρον που πρέπει να εκδηλώνεται προς τον φτωχό ο οποίος αναγκάζεται να χρεωθεί επειδή βρίσκεται σε δυσχερή θέση. Εκείνος που γίνεται εγγυητής για κάποιον ξένο δεν είναι απλώς άτυχος, αλλά ανόητος, και το νόημα της παροιμίας προφανώς είναι: “Ας υποστεί τις συνέπειες”. Το τελευταίο μέρος του εδαφίου λέει “να παίρνεται το ενέχυρο” «στην περίπτωση αλλοεθνούς γυναίκας». Ο άντρας που συνάπτει σχέσεις με μια τέτοια γυναίκα μπορεί να περιέλθει σε ένδεια (παράβαλε Παρ 5:3, 8-10) και ίσως αναγκαστεί να βάλει ενέχυρο τα υπόλοιπα υπάρχοντά του ως εγγύηση για τα χρέη του. Η παροιμία προφανώς λέει ότι αυτός δεν είναι άξιος συμπόνιας, επειδή ενήργησε ενάντια σε κάθε σωστή συμβουλή έχοντας δοσοληψίες με την “αλλοεθνή γυναίκα”.