ΒΑΙΘΗΛ
(Βαιθήλ) [Οίκος του Θεού].
1. Σημαντική πόλη του Ισραήλ η οποία αναφέρεται στην Αγία Γραφή συχνότερα από οποιαδήποτε άλλη πόλη εκτός της Ιερουσαλήμ. Ταυτίζεται με τα ερείπια κοντά στο σημερινό χωριό Μπεϊτίν, περίπου 17 χλμ. Β της Ιερουσαλήμ. Έτσι λοιπόν, βρισκόταν σε μια βραχώδη ράχη στο νοτιότερο τμήμα της ορεινής περιοχής του Εφραΐμ, περίπου 900 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η γύρω περιοχή σήμερα είναι εντελώς άγονη, αποτελούμενη από ένα πετρώδες οροπέδιο με αραιή βλάστηση. Ωστόσο, η ύπαρξη αρκετών πηγών εκεί δείχνει ότι η αρχαία πόλη είχε άφθονο νερό.
Η θέση της Βαιθήλ ήταν στρατηγικής σημασίας και συνέβαλε καθοριστικά στη σπουδαιότητά της. Η Βαιθήλ βρισκόταν στη ραχοκοκαλιά της κεντρικής οροσειράς, πάνω στη σημαντική οδό που συνέδεε το Β με το Ν και η οποία ακολουθούσε τη γραμμή διαχωρισμού και αποστράγγισης των υδάτων, οδηγώντας από τη Συχέμ προς τα νότια, διαμέσου της Βαιθήλ, της Ιερουσαλήμ, της Βηθλεέμ, της Χεβρών, μέχρι κάτω στη Βηρ-σαβεέ. (Παράβαλε Κρ 21:19.) Μια άλλη οδός συνέδεε τη Βαιθήλ με την Ιόππη η οποία βρισκόταν Δ, στις ακτές της Μεσογείου, και με την Ιεριχώ η οποία βρισκόταν Α, κοντά στον Ιορδάνη. Συνεπώς, η Βαιθήλ ήταν κόμβος, όπως ήταν και η Σαμάρεια, η Ιερουσαλήμ, η Χεβρών και η Βηρ-σαβεέ. Επιπρόσθετα, τα διαθέσιμα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η περιοχή ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και στη Βαιθήλ ήταν πυκνοκατοικημένη και ότι η συγκέντρωση πόλεων εκεί ήταν μεγαλύτερη από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Παλαιστίνης.
Αρχαιολογικές ανασκαφές στην Μπεϊτίν αποκαλύπτουν ότι πρόκειται για αρχαιότατη τοποθεσία, και μάλιστα προβάλλεται η άποψη ότι ο πρώτος οικισμός χρονολογείται περίπου από τον 21ο αιώνα Π.Κ.Χ. Έχουν βρεθεί επίσης ίχνη μιας μεγάλης καταστροφής και πυρκαγιάς, η οποία άφησε πίσω της συντρίμμια και στάχτες που σε μερικά σημεία φτάνουν σε βάθος το 1,5 μ., αυτό δε το γεγονός πιστεύεται ότι πιθανότατα έλαβε χώρα κατά την κατάκτηση της Χαναάν από τον Ισραήλ.
Όταν ο Αβραάμ μπήκε στη Χαναάν, σταμάτησε στη Συχέμ και κατόπιν μετακινήθηκε Ν, «προς την ορεινή περιοχή ανατολικά της Βαιθήλ και έστησε τη σκηνή του έχοντας τη Βαιθήλ στα δυτικά και τη Γαι στα ανατολικά». (Γε 12:8) Αφού έμεινε κάποιο διάστημα στην Αίγυπτο εξαιτίας μιας πείνας που έπληξε τη Χαναάν, ο Αβραάμ εγκαταστάθηκε ξανά Α της Βαιθήλ, μαζί με τον ανιψιό του τον Λωτ. Εφόσον και στις δύο περιπτώσεις ο Αβραάμ έστησε τη σκηνή του Α της Βαιθήλ, προβάλλεται η άποψη ότι η θέση του καταυλισμού του ήταν το Μπουρτζ Μπεϊτίν, λίγο νοτιοανατολικότερα της Μπεϊτίν, το οποίο έχει περιγραφεί ως «ένα από τα σημεία που προσφέρουν την καλύτερη θέα στην Παλαιστίνη». (Εγκυκλοπαίδεια της Βίβλου [Encyclopædia Biblica], επιμέλεια Τ. Κ. Τσέιν, Λονδίνο, 1899, Τόμ. 1, στ. 552) Ίσως από ένα τέτοιο ψηλό σημείο να ζήτησε ο Αβραάμ από τον Λωτ να διαλέξει σε ποια κατεύθυνση θα πήγαινε όταν θα χώριζαν, οπότε ο Λωτ «σήκωσε τα μάτια του και είδε όλη την Περιφέρεια του Ιορδάνη» και διάλεξε αυτή την περιοχή. (Γε 13:8-11) Έπειτα ο Ιεχωβά ζήτησε από τον Αβραάμ να ατενίσει τη χώρα προς όλες τις κατευθύνσεις, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα τη λάβαινε ως κληρονομιά αυτός και το σπέρμα του.—Γε 13:14, 15.
Παρότι ο Μωυσής, ο οποίος κατέγραψε την αφήγηση της Γένεσης, ονομάζει την πόλη κοντά στην οποία κατασκήνωσε ο Αβραάμ «Βαιθήλ», στη συνέχεια το υπόμνημα δείχνει ότι το αρχικό χαναανιτικό όνομά της ήταν «Λουζ». (Βλέπε ΛΟΥΖ Αρ. 1.) Ο Ιακώβ διανυκτέρευσε κοντά σε αυτή την πόλη στο ταξίδι που έκανε από τη Βηρ-σαβεέ στη Χαρράν, και αφού είδε σε όνειρο μια σκάλα που έφτανε στους ουρανούς και άκουσε τον Θεό να του επιβεβαιώνει την Αβραμιαία υπόσχεση, έστησε στη συνέχεια μια στήλη και κάλεσε το όνομα του τόπου Βαιθήλ, αν και «Λουζ ήταν το όνομα της πόλης προηγουμένως». (Γε 28:10-19) Περίπου 20 χρόνια αργότερα, ο Θεός μίλησε στον Ιακώβ στη Χαρράν, δηλώνοντας ότι ήταν ο ίδιος ο οποίος του είχε μιλήσει στη Βαιθήλ, και του έδωσε την οδηγία να επιστρέψει στη Χαναάν.—Γε 31:13.
Μετά την ατίμωση της Δείνας στη Συχέμ και την εκδίκηση που πήραν οι γιοι του Ιακώβ από τους Συχεμίτες, ο Ιακώβ έλαβε τη θεϊκή οδηγία να επιστρέψει στη Βαιθήλ. Αφού εξάλειψε τα αντικείμενα της ψεύτικης θρησκείας από το σπιτικό του και από τους υπηρέτες του, ταξίδεψε στη Βαιθήλ υπό θεϊκή προστασία, έχτισε ένα θυσιαστήριο εκεί και επανέλαβε το όνομα που είχε δώσει στο μέρος εκείνο παλιότερα, ονομάζοντάς το Ελ-βαιθήλ, που σημαίνει «Ο Θεός της Βαιθήλ». Εκεί πέθανε και θάφτηκε η παραμάνα της Ρεβέκκας, η Δεββώρα. Επίσης, εκεί ο Ιεχωβά επιβεβαίωσε τη μετονομασία του Ιακώβ σε Ισραήλ και επανέλαβε την Αβραμιαία υπόσχεση.—Γε 35:1-16.
Αιώνες αργότερα, όταν το έθνος του Ισραήλ μπήκε στη Χαναάν (1473 Π.Κ.Χ.), το όνομα Βαιθήλ χρησιμοποιείται ξανά αναφερόμενο στην πόλη που παλιότερα ονομαζόταν Λουζ και όχι στη θέση όπου κατασκήνωσε ο Αβραάμ και ο Ιακώβ. Στην αφήγηση για την επίθεση εναντίον της Γαι, το υπόμνημα δείχνει ότι οι Χαναναίοι άντρες της Βαιθήλ προσπάθησαν μάταια να υποστηρίξουν τους άντρες της γειτονικής αυτής πόλης. Σε εκείνη την περίπτωση, ή ίσως μεταγενέστερα, ο βασιλιάς της Βαιθήλ ηττήθηκε από τις δυνάμεις του Ιησού του Ναυή. (Ιη 7:2· 8:9, 12, 17· 12:9, 16) Στη συνέχεια η Βαιθήλ εμφανίζεται ως μεθόρια πόλη ανάμεσα στα εδάφη των φυλών του Εφραΐμ και του Βενιαμίν. Καταχωρίζεται ως πόλη του Βενιαμίν, αλλά το υπόμνημα δείχνει ότι ο οίκος του Ιωσήφ (μέρος του οποίου ήταν ο Εφραΐμ) ήταν αυτός που κατέλαβε την πόλη. (Ιη 16:1, 2· 18:13, 21, 22· Κρ 1:22-26) Από εκείνο το σημείο και έπειτα το όνομα Λουζ δεν χρησιμοποιείται πλέον για την πόλη.
Την περίοδο των Κριτών, η προφήτισσα Δεββώρα κατοικούσε «ανάμεσα στη Ραμά και στη Βαιθήλ, στην ορεινή περιοχή του Εφραΐμ». (Κρ 4:4, 5) Φαίνεται ότι, τον καιρό που αποδόθηκε δικαιοσύνη κατά της φυλής του Βενιαμίν για το έγκλημα που διέπραξαν τα μέλη της, η κιβωτός της διαθήκης είχε μεταφερθεί προσωρινά από τη Σηλώ στη Βαιθήλ, δεδομένου ότι η Βαιθήλ βρισκόταν πολύ πιο κοντά στο πεδίο της σύγκρουσης που είχε ως επίκεντρο την περιοχή γύρω από τη Γαβαά, περίπου 12 χλμ. Ν της Βαιθήλ.—Κρ 20:1, 18, 26-28· 21:2.
Η Βαιθήλ περιλαμβανόταν στην περιοδεία που έκανε ο Σαμουήλ, ο οποίος κάθε χρόνο έκρινε το λαό εκεί καθώς και στα Γάλγαλα και στη Μισπά, και εξακολουθούσε να θεωρείται επιδοκιμασμένο μέρος για λατρεία. (1Σα 7:16· 10:3) Ωστόσο, από τότε μέχρι τη διαίρεση του βασιλείου (997 Π.Κ.Χ.), η Βαιθήλ μνημονεύεται μόνο σε συνάρτηση με την τοποθέτηση στρατευμάτων εκεί από τον Βασιλιά Σαούλ κατά την προετοιμασία της μάχης με τους Φιλισταίους.—1Σα 13:2.
Ως μια από τις κυριότερες πόλεις του βόρειου βασιλείου υπό τον Ιεροβοάμ, η Βαιθήλ, η οποία κάποτε κατείχε εξέχουσα θέση ως τόπος αποκαλύψεων από τον αληθινό Θεό, έγινε πλέον ξακουστή ως κέντρο ψεύτικης λατρείας. Στη Βαιθήλ, στο νοτιότερο σημείο του νεοσύστατου βασιλείου του Ισραήλ, και στη Δαν, στο βορειότερο σημείο, ο Ιεροβοάμ έστησε τα χρυσά μοσχάρια στην προσπάθειά του να αποτρέψει το λαό του βασιλείου του από το να πηγαίνει στο ναό της Ιερουσαλήμ. (1Βα 12:27-29) Η Βαιθήλ, η οποία διέθετε δικό της θρησκευτικό οίκο και θυσιαστήριο, μια ειδικά επινοημένη γιορτή και ιερείς που είχαν επιλεχθεί από μη Λευιτικές φυλές, έγινε σύμβολο χονδροειδούς αποστασίας από την αληθινή λατρεία. (1Βα 12:31-33) Ο Ιεχωβά Θεός δεν άργησε να εκφράσει την αποδοκιμασία του μέσω ενός «ανθρώπου του αληθινού Θεού» ο οποίος στάλθηκε στη Βαιθήλ για να εξαγγείλει κρίση εναντίον του θυσιαστηρίου που χρησιμοποιούνταν για τη μοσχολατρία. Το σκίσιμο αυτού του θυσιαστηρίου στα δύο αποτέλεσε θαυμαστό προμήνυμα που επισφράγιζε τη βέβαιη εκπλήρωση των λόγων του προφήτη. Ωστόσο, όταν αυτός «ο άνθρωπος του αληθινού Θεού» έφυγε από τη Βαιθήλ, επέτρεψε στον εαυτό του να παρασυρθεί από έναν γέρο προφήτη της Βαιθήλ ώστε να δεχτεί ένα υποτιθέμενο μήνυμα από κάποιον άγγελο και να ενεργήσει ανάλογα, παραβιάζοντας τις άμεσες εντολές που είχε λάβει από τον Θεό, με καταστροφικές συνέπειες για τον ίδιο. Θανατώθηκε από ένα λιοντάρι και θάφτηκε στη Βαιθήλ, στον τάφο του γέρου προφήτη που διέκρινε σε όλα αυτά τα γεγονότα τη βέβαιη εκπλήρωση του λόγου του Ιεχωβά, και γι’ αυτό ζήτησε, όταν θα πέθαινε, να θαφτεί και το δικό του σώμα στον ίδιο τάφο.—1Βα 13:1-32.
Ο Βασιλιάς Αβιά του Ιούδα απέσπασε προσωρινά τη Βαιθήλ και άλλες πόλεις από την επικράτεια του βόρειου βασιλείου (2Χρ 13:19, 20), αλλά φαίνεται ότι η Βαιθήλ περιήλθε και πάλι στο βόρειο βασίλειο, το αργότερο μέχρι την εποχή του Βασιλιά Βαασά του Ισραήλ, δεδομένου ότι αυτός προσπάθησε να οχυρώσει τη Ραμά, η οποία βρισκόταν αρκετά Ν της Βαιθήλ. (1Βα 15:17· 2Χρ 16:1) Παρότι ο Βασιλιάς Ιηού εκρίζωσε αργότερα τη λατρεία του Βάαλ από τον Ισραήλ, τα χρυσά μοσχάρια παρέμειναν ανέπαφα στη Δαν και στη Βαιθήλ.—2Βα 10:28, 29.
Παρά την επικράτηση της ψεύτικης λατρείας εκεί, το υπόμνημα δείχνει ότι στη Βαιθήλ υπήρχε μια ομάδα προφητών την εποχή του Ηλία και του Ελισαιέ. Επίσης, η Βαιθήλ ήταν η πατρίδα των αγοριών που κορόιδεψαν και χλεύασαν τον Ελισαιέ, κάτι που κόστισε σε πολλά από αυτά τα αγόρια την ίδια τους τη ζωή, εφόσον θανατώθηκαν από τον Θεό.—2Βα 2:1-3, 23, 24.
Οι προφήτες Αμώς και Ωσηέ, στα τέλη του ένατου και στα μέσα του όγδοου αιώνα Π.Κ.Χ., διακήρυξαν την καταδικαστική κρίση του Θεού για τη θρησκευτική διαφθορά που είχε ως κέντρο της τη Βαιθήλ. Αν και ο Ωσηέ μνημονεύει άμεσα τη Βαιθήλ (της οποίας το όνομα σημαίνει «Οίκος του Θεού») μόνο όταν υπενθυμίζει το γεγονός ότι ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό του εκεί στον πιστό Ιακώβ (Ωσ 12:4), προφανώς χρησιμοποιεί το όνομα «Βαιθ-αβέν», που σημαίνει «Οίκος Βλαβερότητας (Βλαβερού Πράγματος)», αναφερόμενος σε εκείνη την πόλη και στις συνέπειες των δραστηριοτήτων που σχετίζονταν με την ψεύτικη θρησκεία εκεί. (Ωσ 4:15· 5:8) Ο ίδιος προειδοποιεί ότι το είδωλο του μοσχαριού που βρίσκεται σε αυτήν και το οποίο υπηρετείται από ιερείς θεών αλλοεθνών θα γίνει αιτία πένθους για τον ειδωλολατρικό Ισραήλ, οι υψηλοί τόποι της θα αφανιστούν, αγκάθια και τριβόλια θα καλύψουν τα θυσιαστήριά της, ενώ ο λαός ο οποίος αντιμετωπίζει την απειλή της εξορίας στην Ασσυρία θα κραυγάζει προς τα βουνά: «Καλύψτε μας!» και στους λόφους: «Πέστε πάνω μας!» (Ωσ 10:5-8· παράβαλε Λου 23:30· Απ 6:16.) Ανάλογο ήταν το πνεύμα των λόγων του προφήτη Αμώς ο οποίος έδειξε ότι, ανεξάρτητα από το πόσο συχνές ήταν οι θυσίες που πρόσφερε ο λαός στα θυσιαστήρια της Βαιθήλ, τα ευλαβικά προσκυνήματά τους εκεί συνιστούσαν κατάφωρη παράβαση, και προειδοποίησε ότι ο φλογερός θυμός του Ιεχωβά θα έκαιγε άσβεστα εναντίον τους. (Αμ 3:14· 4:4· 5:5, 6) Ο αποστάτης ιερέας Αμαζίας, εξοργισμένος από αυτές τις προφητείες που εξήγγειλε ο Αμώς μέσα στην ίδια τη Βαιθήλ, τον κατηγόρησε για ανατρεπτική ομιλία και τον πρόσταξε να “γυρίσει στον Ιούδα από όπου καταγόταν” και εκεί να προφητεύει: «Στη Βαιθήλ, όμως, δεν πρέπει να προφητεύσεις άλλο πια, γιατί είναι αγιαστήριο του βασιλιά και οίκος του βασιλείου».—Αμ 7:10-13.
Η Βαιθήλ εξακολούθησε να αποτελεί ιερό τόπο των ειδωλολατρών μέχρι την πτώση του βόρειου βασιλείου στα χέρια της Ασσυρίας το 740 Π.Κ.Χ. Γι’ αυτό και ο Ιερεμίας, έναν και πλέον αιώνα αργότερα, μπορούσε να την επικαλείται ως προειδοποιητικό παράδειγμα για εκείνους που εμπιστεύονται σε ψεύτικους θεούς και τελικά ντροπιάζονται. (Ιερ 48:13) Ακόμη και έπειτα από αυτό η Βαιθήλ εξακολούθησε να αποτελεί θρησκευτικό κέντρο, καθώς ο βασιλιάς της Ασσυρίας έστειλε πίσω στον Ισραήλ έναν από τους εξόριστους ιερείς προκειμένου να διδάξει στο λαό που μαστιζόταν από τις επιθέσεις λιονταριών «τη θρησκεία του Θεού αυτής της γης», και εκείνος ο ιερέας εγκαταστάθηκε στη Βαιθήλ διδάσκοντας το λαό «πώς όφειλαν να φοβούνται τον Ιεχωβά». Τα αποτελέσματα δείχνουν σαφώς ότι αυτός ήταν ιερέας του χρυσού μοσχαριού, εφόσον «τον Ιεχωβά φοβούνταν, αλλά τους δικούς τους θεούς λάτρευαν», και έτσι τα πράγματα συνέχισαν σύμφωνα με το ίδιο ψευδές και ειδωλολατρικό πρότυπο που είχε καθιερώσει ο Ιεροβοάμ.—2Βα 17:25, 27-33.
Σε εκπλήρωση της προφητείας του Ωσηέ, το χρυσό μοσχάρι της Βαιθήλ μεταφέρθηκε στο βασιλιά της Ασσυρίας (Ωσ 10:5, 6), αλλά το αρχικό θυσιαστήριο του Ιεροβοάμ εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί την εποχή του Βασιλιά Ιωσία του Ιούδα. Κατά τη διάρκεια του 18ου έτους της διακυβέρνησης του Ιωσία (642 Π.Κ.Χ.), ή έπειτα από αυτό, εκείνος επέκτεινε την εκκαθάριση της ψεύτικης θρησκείας προς Β, ως τη Βαιθήλ και τις πόλεις της Σαμάρειας. Ο Ιωσίας κατέστρεψε τον τόπο όπου τελούνταν η ειδωλολατρία στη Βαιθήλ, αφού πρώτα έκαψε πάνω στο θυσιαστήριο τα κόκαλα από κάποιους τάφους εκεί κοντά για να το βεβηλώσει, σε εκπλήρωση της προφητείας που είχε εξαγγείλει «ο άνθρωπος του αληθινού Θεού» τρεις αιώνες και πλέον νωρίτερα. Ο μόνος τάφος που γλίτωσε ήταν ο τάφος «του ανθρώπου του αληθινού Θεού», και έτσι γλίτωσαν και τα κόκαλα του γέρου προφήτη που βρίσκονταν στον ίδιο τάφο.—2Βα 22:3· 23:15-18· 1Βα 13:2, 29-32.
Άντρες από τη Βαιθήλ ήταν ανάμεσα στους Ισραηλίτες που επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία (Εσδ 2:1, 28· Νε 7:32), και η Βαιθήλ κατοικήθηκε εκ νέου από Βενιαμίτες. (Νε 11:31) Στη διάρκεια της περιόδου των Μακκαβαίων η πόλη οχυρώθηκε από τον στρατηγό της Συρίας Βακχίδη (περ. 160 Π.Κ.Χ.) και αργότερα καταλήφθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Βεσπασιανό, προτού αυτός αναγορευτεί αυτοκράτορας της Ρώμης.
2. Μια από τις πόλεις στις οποίες έστειλε δώρα ο Δαβίδ μετά τη νίκη του επί των Αμαληκιτών. (1Σα 30:18, 26, 27) Το γεγονός ότι περιλαμβάνεται στα «μέρη όπου είχε περπατήσει ο Δαβίδ, ο ίδιος και οι άντρες του», φαίνεται να υποδηλώνει ότι ταυτίζεται με την τοποθεσία που αλλού ονομάζεται Βεθούλ ή Βαθουήλ, μια πόλη των Συμεωνιτών στην περιοχή του Ιούδα.—1Σα 30:31· Ιη 19:1, 4· 1Χρ 4:30· βλέπε ΒΑΘΟΥΗΛ Αρ. 2.
[Εικόνα στη σελίδα 434]
Ερείπια στην τοποθεσία της αρχαίας Βαιθήλ. Σε αυτή την πόλη, πάνω στο δρόμο που κατέβαινε στην Ιερουσαλήμ, ο Ιεροβοάμ ίδρυσε ένα κέντρο μοσχολατρίας