ΝΑΟΜΙ
(Ναομί) [Η Τερπνότητά Μου].
Πεθερά της Ρουθ, μιας προγόνου του Δαβίδ και του Ιησού Χριστού.—Ματ 1:5.
Η Ναομί ήταν σύζυγος του Ελιμέλεχ, ενός Εφραθίτη από τη Βηθλεέμ του Ιούδα, στις ημέρες των Κριτών. Στη διάρκεια μιας μεγάλης πείνας, αυτή, ο σύζυγός της και οι δύο γιοι τους, ο Μααλών και ο Χελαιών, πήγαν στον Μωάβ. Εκεί πέθανε ο Ελιμέλεχ. Κατόπιν οι γιοι παντρεύτηκαν Μωαβίτισσες, τη Ρουθ και την Ορφά, αλλά έπειτα από δέκα χρόνια περίπου αυτοί οι γιοι πέθαναν άτεκνοι.—Ρθ 1:1-5.
Η Ναομί, έχοντας χάσει τους δικούς της, αποφάσισε να επιστρέψει στον Ιούδα. Οι δύο χήρες νύφες της ξεκίνησαν μαζί της, αλλά η Ναομί τούς συνέστησε να επιστρέψουν και να παντρευτούν στον τόπο τους, επειδή η ίδια η Ναομί είχε “γεράσει τόσο που δεν γινόταν πια να ανήκει σε άντρα” και δεν μπορούσε να γεννήσει γιους για να γίνουν σύζυγοί τους. Η Ορφά γύρισε πίσω, αλλά η Ρουθ προσκολλήθηκε στη Ναομί από αγάπη για την ίδια και για τον Θεό της τον Ιεχωβά.—Ρθ 1:6-17.
Όταν έφτασαν στη Βηθλεέμ, η Ναομί είπε στις γυναίκες που τη χαιρετούσαν: «Μη με φωνάζετε Ναομί [Η Τερπνότητά Μου]. Να με φωνάζετε Μαρά [Πικραμένη], γιατί ο Παντοδύναμος με πίκρανε πολύ». (Ρθ 1:18-21) Καθώς ήταν ο καιρός για το θερισμό του κριθαριού, η Ρουθ ενεργώντας φιλάγαθα πήγε να σταχυολογήσει για να συντηρήσει τη Ναομί και τον εαυτό της, και έτυχε να βρεθεί στον αγρό του Βοόζ. (Ρθ 2:1-18) Όταν είπε στη Ναομί σε τίνος τον αγρό εργαζόταν, η Ναομί διέκρινε το χέρι του Ιεχωβά σε αυτό το ζήτημα, δεδομένου ότι ο Βοόζ ήταν στενός συγγενής του Ελιμέλεχ και επομένως ένας από τους εξαγοραστές τους. Παρότρυνε τη Ρουθ να φέρει αυτό το γεγονός στην προσοχή του Βοόζ. (Ρθ 2:19–3:18) Ο Βοόζ ανταποκρίθηκε γρήγορα, ακολουθώντας τη νομική διαδικασία που υπαγόρευαν τα έθιμα για την εξαγορά της περιουσίας του Ελιμέλεχ από τη Ναομί. Στη συνέχεια, η Ρουθ έγινε σύζυγος του Βοόζ για λογαριασμό της Ναομί, σύμφωνα με το νόμο του λεβιρατικού, ή αλλιώς ανδραδελφικού, γάμου. Όταν απέκτησαν έναν γιο, οι γειτόνισσες τον ονόμασαν Ωβήδ, λέγοντας: «Γιος γεννήθηκε στη Ναομί». Με αυτόν τον τρόπο, ο Ωβήδ έγινε νόμιμος κληρονόμος του οίκου του Ελιμέλεχ στη φυλή του Ιούδα.—Ρθ 4:1-22.