ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ
(Αβεσσαλώμ) [Ο Πατέρας [δηλαδή ο Θεός] Είναι Ειρήνη].
Ο τρίτος από τους έξι γιους του Δαβίδ οι οποίοι γεννήθηκαν στη Χεβρών. Μητέρα του ήταν η Μααχά, κόρη του Θαλμαΐ, του βασιλιά της Γεσούρ. (2Σα 3:3-5) Ο Αβεσσαλώμ έγινε πατέρας τριών γιων και μιας κόρης. (2Σα 14:27) Προφανώς καλείται Αβισαλώμ στα εδάφια 1 Βασιλέων 15:2, 10.—Βλέπε 2Χρ 11:20, 21.
Η σωματική ομορφιά ήταν χαρακτηριστικό της οικογένειας του Αβεσσαλώμ. Ο ίδιος εξυμνούνταν από όλο το έθνος για την εξαιρετική ομορφιά του. Η πλούσια κόμη του, η οποία προφανώς βάραινε ακόμη περισσότερο από τη χρήση λαδιού ή μύρων, ζύγιζε περίπου 200 σίκλους (2,3 κιλά) όταν την έκοβε μία φορά το χρόνο. Η αδελφή του η Θάμαρ ήταν και αυτή όμορφη, και η κόρη του, που είχε το όνομα της θείας της, είχε «πανέμορφη εμφάνιση». (2Σα 14:25-27· 13:1) Ωστόσο, αυτή η ομορφιά, αντί να αποδειχτεί ωφέλιμη, συνέβαλε σε κάποια τρομερά γεγονότα τα οποία προξένησαν απέραντη θλίψη στον πατέρα του Αβεσσαλώμ, τον Δαβίδ, καθώς και σε άλλους, και δημιούργησαν μεγάλη αναστάτωση στο έθνος.
Ο Φόνος του Αμνών. Η ομορφιά της αδελφής του Αβεσσαλώμ, της Θάμαρ, έκανε το μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό του, τον Αμνών, να την ερωτευτεί παράφορα. Προσποιούμενος ότι ήταν άρρωστος, ο Αμνών μεθόδευσε έτσι τα πράγματα ώστε να του στείλουν στα διαμερίσματά του τη Θάμαρ για να του μαγειρέψει, και στη συνέχεια τη βίασε. Ο έρωτας του Αμνών μετατράπηκε σε περιφρονητικό μίσος και έβαλε να διώξουν τη Θάμαρ έξω. Η Θάμαρ έσκισε το ριγωτό χιτώνα της ο οποίος την ξεχώριζε ως παρθένα κόρη του βασιλιά και έβαλε στάχτες στο κεφάλι της, και τότε τη συνάντησε ο Αβεσσαλώμ. Εκείνος αντιλήφθηκε γρήγορα τι είχε συμβεί και εξέφρασε αμέσως υποψίες για τον Αμνών, πράγμα που δείχνει ότι ήταν ήδη ενήμερος για το παράφορο πάθος του ετεροθαλούς αδελφού του. Ο Αβεσσαλώμ, όμως, συμβούλεψε την αδελφή του να μη διατυπώσει καμιά κατηγορία και την πήρε να μείνει στο σπίτι του.—2Σα 13:1-20.
Σύμφωνα με τον Τζον Κίτο, η ενέργεια του Αβεσσαλώμ να αναλάβει εκείνος τη Θάμαρ και όχι ο πατέρας της εναρμονιζόταν με μια συνήθεια της Ανατολής σύμφωνα με την οποία, σε μια πολυγαμική οικογένεια, τα παιδιά που προέρχονται από την ίδια μητέρα είναι πιο στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, και οι κόρες «περιέρχονται κάτω από την ειδική φροντίδα και προστασία του αδελφού τους, στον οποίο . . . αποβλέπουν περισσότερο από ό,τι στον ίδιο τον πατέρα τους για οτιδήποτε αφορά την ασφάλεια και την τιμή τους». (Καθημερινές Βιβλικές Εικόνες [Daily Bible Illustrations], Σαμουήλ, Σαούλ και Δαβίδ, 1857, σ. 384) Πολύ παλαιότερα, ο Λευί και ο Συμεών, δύο από τους αμφιθαλείς αδελφούς της Δείνας, ήταν αυτοί που ανέλαβαν να πάρουν εκδίκηση για την ατίμωση της αδελφής τους.—Γε 34:25.
Όταν ο Δαβίδ άκουσε για την ταπείνωση της κόρης του, αντέδρασε οργισμένα αλλά, ίσως λόγω του ότι δεν απαγγέλθηκε καμιά άμεση ή επίσημη κατηγορία με στοιχεία ή μάρτυρες, δεν προέβη σε δικαστικές ενέργειες εναντίον του δράστη. (Δευ 19:15) Ο Αβεσσαλώμ ίσως προτίμησε να μη δημιουργήσει θέμα για την παραβίαση του Λευιτικού νόμου από μέρους του Αμνών (Λευ 18:9· 20:17), προκειμένου να αποφύγει το διασυρμό της οικογένειας και του ονόματός του, ωστόσο όμως, έτρεφε δολοφονικό μίσος για τον Αμνών, ενώ εξωτερικά έδειχνε αυτοσυγκράτηση μέχρι να βρει την κατάλληλη στιγμή για να πάρει εκδίκηση με το δικό του τρόπο. (Παράβαλε Παρ 26:24-26· Λευ 19:17.) Από εκείνο το σημείο και έπειτα η πορεία της ζωής του δείχνει τι εστί δολιότητα, καταλαμβάνει δε το μεγαλύτερο μέρος έξι κεφαλαίων του Δεύτερου Σαμουήλ.—2Σα 13:21, 22.
Πέρασαν δύο χρόνια από τότε. Ήρθε ο καιρός της κουράς των ποιμνίων, που ήταν εορταστική περίσταση, και ο Αβεσσαλώμ ετοίμασε μια γιορτή στη Βάαλ-ασώρ, περίπου 22 χλμ. ΒΒΑ της Ιερουσαλήμ, στην οποία προσκάλεσε τους γιους του βασιλιά και τον ίδιο τον Δαβίδ. Όταν ο πατέρας του ζήτησε να εξαιρεθεί, ο Αβεσσαλώμ τον πίεσε να συμφωνήσει να στείλει στη θέση του τον Αμνών, τον πρωτότοκό του. (Παρ 10:18) Στη γιορτή, όταν ο Αμνών ήρθε «σε ευθυμία από το κρασί», ο Αβεσσαλώμ πρόσταξε τους υπηρέτες του να τον σκοτώσουν. Οι υπόλοιποι γιοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και ο Αβεσσαλώμ αυτοεξορίστηκε στον Σύριο παππού του, στο βασίλειο της Γεσούρ, Α της Θάλασσας της Γαλιλαίας. (2Σα 13:23-38) Το «σπαθί» που είχε προείπει ο προφήτης Νάθαν είχε πλέον μπει στον «οίκο» του Δαβίδ και θα παρέμενε εκεί όλο το υπόλοιπο της ζωής του.—2Σα 12:10.
Αποκαθίσταται στην Εύνοια. Όταν η πάροδος τριών ετών είχε πια απαλύνει τον πόνο για την απώλεια του πρωτοτόκου του, η λαχτάρα του πατέρα ξύπνησε μέσα στον Δαβίδ για τον Αβεσσαλώμ. Ο Ιωάβ, ο οποίος διάβασε τις σκέψεις του θείου του, του βασιλιά, χρησιμοποίησε ένα τέχνασμα το οποίο προετοίμασε τον Δαβίδ να δώσει στον Αβεσσαλώμ χάρη υπό όρους, επιτρέποντάς του να επαναπατριστεί, χωρίς όμως να έχει το δικαίωμα να εμφανιστεί στην αυλή του πατέρα του. (2Σα 13:39· 14:1-24) Ο Αβεσσαλώμ υπέμεινε αυτόν τον εξοστρακισμό δύο χρόνια και στη συνέχεια άρχισε να κάνει ενέργειες για να του παραχωρηθεί πλήρης χάρη. Όταν ο Ιωάβ, ως αξιωματούχος της βασιλικής αυλής, αρνήθηκε να τον επισκεφτεί, ο Αβεσσαλώμ, για να τον πιέσει, έβαλε να κάψουν ένα χωράφι του Ιωάβ στο οποίο καλλιεργούσε κριθάρι, και, όταν εκείνος ήρθε αγανακτισμένος, του είπε ότι ήθελε μια οριστική απόφαση από το βασιλιά, δηλώνοντας: «Αν υπάρχει σφάλμα σε εμένα, τότε να με θανατώσει». Όταν ο Ιωάβ μετέφερε το μήνυμα, ο Δαβίδ δέχτηκε το γιο του, ο οποίος έπεσε αμέσως καταγής σε ένδειξη ολοκληρωτικής υποταγής, και ο βασιλιάς τού έδωσε το φιλί της πλήρους χάριτος.—2Σα 14:28-33.
Προδοτική Δράση. Ωστόσο, κάθε ίχνος στοργής που έτρεφε ο Αβεσσαλώμ για τον Δαβίδ ως πατέρα του είχε προφανώς χαθεί σε αυτά τα πέντε χρόνια κατά τα οποία βρισκόταν χωριστά από τον πατέρα του. Τα τρία χρόνια συναναστροφής με μια ειδωλολατρική βασιλική οικογένεια ενδεχομένως καλλιέργησαν μέσα του τη διαβρωτική επίδραση της φιλοδοξίας. Ο Αβεσσαλώμ ίσως θεωρούσε ότι ήταν προορισμένος για το θρόνο, εφόσον είχε βασιλική καταγωγή και από τις δύο μεριές της οικογένειας. Δεδομένου ότι ο Χιλεάβ (Δανιήλ), ο δεύτερος κατά σειρά γιος του Δαβίδ, δεν μνημονεύεται έπειτα από την αναφορά της γέννησής του, είναι πιθανό να είχε πεθάνει, με αποτέλεσμα να μείνει ο Αβεσσαλώμ ο μεγαλύτερος εν ζωή γιος του Δαβίδ. (2Σα 3:3· 1Χρ 3:1) Ωστόσο, η υπόσχεση του Θεού στον Δαβίδ για ένα μελλοντικό «σπέρμα» το οποίο θα κληρονομούσε το θρόνο δόθηκε μετά τη γέννηση του Αβεσσαλώμ, οπότε εκείνος θα έπρεπε να γνωρίζει ότι δεν ήταν ο εκλεκτός του Ιεχωβά για τη βασιλεία. (2Σα 7:12) Όπως και αν είχαν τα πράγματα, μόλις αποκαταστάθηκε στη βασιλική αυλή, ο Αβεσσαλώμ άρχισε μια ύπουλη πολιτική εκστρατεία. Με άφταστη επιδεξιότητα προσποιούνταν ότι ενδιαφερόταν βαθιά για το κοινό καλό και παρουσιαζόταν ως άνθρωπος του λαού. Με πολλή προσοχή υπαινισσόταν στους ανθρώπους, ιδιαίτερα σε όσους προέρχονταν από φυλές εκτός του Ιούδα, ότι η βασιλική αυλή δεν ενδιαφερόταν για τα προβλήματά τους και ότι εκείνοι χρειάζονταν απεγνωσμένα έναν καλόκαρδο άνθρωπο σαν τον Αβεσσαλώμ.—2Σα 15:1-6.
Η φράση «όταν συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια», η οποία βρίσκεται στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 15:7, έχει αμφίβολη εφαρμογή, στο δε κείμενο Λαγκάρντ της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, στη συριακή Πεσίτα και στη λατινική Βουλγάτα αποδίδεται «τέσσερα χρόνια». Αλλά δεν είναι πιθανό ότι ο Αβεσσαλώμ θα περίμενε συνολικά έξι χρόνια για να εκπληρώσει μια ευχή, αν θεωρήσουμε ότι τα «τέσσερα χρόνια» υπολογίζονται από τη στιγμή της πλήρους επανένταξής του. (2Σα 14:28) Εφόσον μετά τα γεγονότα που εξετάζουμε τώρα, αλλά ενόσω διαρκούσε η βασιλεία του Δαβίδ, συνέβη κάποια πείνα που κράτησε τρία χρόνια, ένας πόλεμος με τους Φιλισταίους, καθώς και η απόπειρα κατάληψης του θρόνου από τον Αδωνία, είναι προφανές ότι τα «σαράντα χρόνια», όπως τα εννοούσε ο συγγραφέας, θα πρέπει να άρχισαν αρκετά νωρίτερα από την έναρξη της 40χρονης βασιλείας του Δαβίδ, και πιθανώς εννοούνται 40 χρόνια από τότε που τον έχρισε για πρώτη φορά ο Σαμουήλ. Κάτι τέτοιο θα άφηνε το περιθώριο να είναι ο Αβεσσαλώμ εκείνη την εποχή “νεαρός άντρας” ακόμη (2Σα 18:5), εφόσον είχε γεννηθεί ανάμεσα στο 1077 και στο 1070 Π.Κ.Χ.
Ο Αβεσσαλώμ, νιώθοντας ικανοποιημένος που είχε δημιουργήσει ένα μεγάλο ρεύμα ακολούθων σε ολόκληρο το βασίλειο, πήρε με κάποιο πρόσχημα την άδεια του πατέρα του να πάει στη Χεβρών, την αρχική πρωτεύουσα του Ιούδα. Από εκεί οργάνωσε γρήγορα μια γενικευμένη συνωμοσία που στόχευε στο θρόνο και περιλάμβανε ένα πανεθνικό δίκτυο κατασκόπων οι οποίοι θα ανάγγελλαν ότι είχε γίνει βασιλιάς. Αφού επικαλέστηκε την ευλογία του Θεού στη βασιλεία του προσφέροντας θυσίες, εξασφάλισε την υποστήριξη του πιο αξιοσέβαστου συμβούλου του πατέρα του, του Αχιτόφελ. Πολλοί τότε τάχθηκαν με το μέρος του Αβεσσαλώμ.—2Σα 15:7-12.
Ο Δαβίδ, αντιμέτωπος με μια σοβαρή κρίση και σε αναμονή μιας μεγάλης επίθεσης, επέλεξε να εκκενώσει το παλάτι μαζί με όλο το σπιτικό του, παρότι είχε την όσια υποστήριξη μιας μεγάλης ομάδας πιστών αντρών, περιλαμβανομένων και των σημαντικότερων ιερέων, του Αβιάθαρ και του Σαδώκ. Αυτούς τους δύο τους έστειλε πίσω στην Ιερουσαλήμ για να χρησιμεύσουν ως σύνδεσμοί του. Ενώ ο Δαβίδ ανέβαινε στο Όρος των Ελαιών, ξυπόλητος, έχοντας καλυμμένο το κεφάλι και κλαίγοντας, τον συνάντησε ο Χουσαΐ, ο «φίλος» του βασιλιά, τον οποίο επίσης έστειλε στην Ιερουσαλήμ για να ανατρέψει τη συμβουλή του Αχιτόφελ. (2Σα 15:13-37) Αν και έγινε στόχος καιροσκόπων, εκ των οποίων ο ένας επιδίωκε την εύνοιά του ενώ ο άλλος, γεμάτος επαναστατικό πνεύμα, εξωτερίκευε το μίσος που είχε συσσωρευμένο μέσα του, ο Δαβίδ κράτησε στάση εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτήν του Αβεσσαλώμ, επιδεικνύοντας ήρεμη υποχωρητικότητα και αρνούμενος να ανταποδώσει κακό αντί κακού. Απορρίπτοντας την έκκληση του Αβισαί του ανιψιού του να του επιτρέψει να περάσει απέναντι και να “κόψει το κεφάλι” του Σιμεΐ, ο οποίος πετούσε πέτρες και καταριόταν, ο Δαβίδ έκανε τον εξής συλλογισμό: «Εδώ ο ίδιος μου ο γιος, που βγήκε από τα σπλάχνα μου, ζητάει την ψυχή μου· πόσο μάλλον ένας Βενιαμινίτης! Αφήστε τον να καταριέται, γιατί ο Ιεχωβά τού το είπε! Ίσως ο Ιεχωβά δει με τα μάτια του και αποκαταστήσει ο Ιεχωβά σε εμένα αγαθότητα αντί της κατάρας που μου δίνει αυτός σήμερα».—2Σα 16:1-14.
Έχοντας καταλάβει την Ιερουσαλήμ και το παλάτι, ο Αβεσσαλώμ δέχτηκε τη φαινομενική προσχώρηση του Χουσαΐ στη δική του πλευρά, αφού πρώτα σχολίασε σαρκαστικά το ότι ο Χουσαΐ ήταν ο πιστός «φίλος» του Δαβίδ. Κατόπιν, εφαρμόζοντας τη συμβουλή του Αχιτόφελ, ο Αβεσσαλώμ είχε σεξουαλικές σχέσεις με τις παλλακίδες του πατέρα του δημόσια για να αποδείξει ότι η ρήξη ανάμεσα σε εκείνον και στον Δαβίδ ήταν ολοκληρωτική και ότι ήταν αμετάκλητα αποφασισμένος να διατηρήσει τον έλεγχο του θρόνου. (2Σα 16:15-23) Κατ’ αυτόν τον τρόπο εκπληρώθηκε το τελευταίο τμήμα της θεόπνευστης προφητείας του Νάθαν.—2Σα 12:11.
Στη συνέχεια, ο Αχιτόφελ παρότρυνε τον Αβεσσαλώμ να του δώσει την εξουσία να οδηγήσει μια στρατιωτική δύναμη εναντίον του Δαβίδ την ίδια εκείνη νύχτα, ώστε να καταφέρει το τελικό χτύπημα στις δυνάμεις του Δαβίδ προτού μπορέσουν να οργανωθούν. Παρ’ όλο που του άρεσε αυτό, ο Αβεσσαλώμ σκέφτηκε ότι θα ήταν σοφό να ακούσουν και τη γνώμη του Χουσαΐ. Έχοντας αντιληφθεί ότι ο Δαβίδ χρειαζόταν χρόνο, ο Χουσαΐ παρουσίασε παραστατικά μια εικόνα που ενδεχομένως αποσκοπούσε στο να εκμεταλλευτεί την όποια έλλειψη γνήσιου θάρρους από μέρους του Αβεσσαλώμ (ο οποίος μέχρι τότε είχε επιδείξει περισσότερη αλαζονεία και πανουργία παρά ανδρεία) και να κεντρίσει τη ματαιοδοξία του. Ο Χουσαΐ πρότεινε να διαθέσουν χρόνο για να συντάξουν πρώτα μια πολυάριθμη δύναμη αντρών της οποίας κατόπιν θα ηγούνταν ο ίδιος ο Αβεσσαλώμ. Με την κατεύθυνση του Ιεχωβά, η συμβουλή του Χουσαΐ έγινε δεκτή. Ο Αχιτόφελ, συνειδητοποιώντας προφανώς ότι η εξέγερση του Αβεσσαλώμ θα αποτύγχανε, αυτοκτόνησε.—2Σα 17:1-14, 23.
Ως προληπτικό μέτρο, ο Χουσαΐ έστειλε μήνυμα στον Δαβίδ για τη συμβουλή του Αχιτόφελ, και παρότι ο Αβεσσαλώμ προσπάθησε να πιάσει τους μυστικούς αγγελιοφόρους, ο Δαβίδ έλαβε την προειδοποίηση, πέρασε στην απέναντι πλευρά του Ιορδάνη και ανέβηκε στους λόφους της Γαλαάδ, στη Μαχαναΐμ (όπου είχε παλαιότερα την πρωτεύουσά του ο Ις-βοσθέ). Εκεί έγινε δεκτός με εκδηλώσεις γενναιοδωρίας και καλοσύνης. Κάνοντας προετοιμασίες για τη σύγκρουση, ο Δαβίδ οργάνωσε τις αυξανόμενες δυνάμεις του σε τρία τμήματα υπό τον Ιωάβ, τον Αβισαί και τον Ιτταΐ τον Γιθίτη. Όταν του συνέστησαν να παραμείνει στην πόλη, λόγω του ότι η παρουσία του εκεί θα είχε μεγαλύτερη αξία, ο Δαβίδ δέχτηκε και εκδήλωσε και πάλι εκπληκτική έλλειψη μνησικακίας απέναντι στον Αβεσσαλώμ ζητώντας δημόσια από τους τρεις αρχηγούς του να “φερθούν με ηπιότητα στο νεαρό άντρα, τον Αβεσσαλώμ, για χάρη του”.—2Σα 17:15–18:5.
Αποφασιστική Μάχη και Θάνατος. Οι νεοσύστατες δυνάμεις του Αβεσσαλώμ υπέστησαν συντριπτική ήττα από τους έμπειρους πολεμιστές του Δαβίδ. Η μάχη έφτασε μέσα στο δάσος του Εφραΐμ. Ενώ ο Αβεσσαλώμ έφευγε πάνω στο βασιλικό του μουλάρι, πέρασε κάτω από τα χαμηλά κλαδιά ενός μεγάλου δέντρου και, όπως φαίνεται, το κεφάλι του πιάστηκε στη διχάλα ενός κλαδιού με αποτέλεσμα να μείνει μετέωρος στο κενό. Ο άνθρωπος που ανέφερε στον Ιωάβ ότι τον είχε δει είπε ότι δεν επρόκειτο να παρακούσει την παράκληση του Δαβίδ και να σκοτώσει τον Αβεσσαλώμ ούτε για «χίλια κομμάτια ασήμι [αν επρόκειτο για σίκλους, περ. $2.200]», αλλά ο Ιωάβ δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς και κάρφωσε τρία βέλη στην καρδιά του Αβεσσαλώμ· έπειτα, δέκα από τους άντρες του χτύπησαν και αυτοί τον Αβεσσαλώμ συμμετέχοντας μαζί με τον αρχηγό τους στην ευθύνη για το θάνατό του. Στη συνέχεια έριξαν το σώμα του σε ένα κοίλωμα και το σκέπασαν με έναν σωρό από πέτρες ως ανάξιο ταφής.—2Σα 18:6-17· παράβαλε Ιη 7:26· 8:29.
Μόλις έφτασαν αγγελιοφόροι στον Δαβίδ, στη Μαχαναΐμ, η πρώτη του έγνοια ήταν ο γιος του. Όταν έμαθε για το θάνατο του Αβεσσαλώμ, ο Δαβίδ, βηματίζοντας πέρα δώθε στο ανώγειο και κλαίγοντας, έλεγε: «Γιε μου Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου Αβεσσαλώμ! Μακάρι να πέθαινα εγώ αντί για εσένα, Αβεσσαλώμ γιε μου, γιε μου!» (2Σα 18:24-33) Μόνο ο απερίφραστος, ευθύς τρόπος με τον οποίο του μίλησε και τον λογίκευσε ο Ιωάβ έβγαλε τον Δαβίδ από τη μεγάλη του θλίψη για την τραγική πορεία και το τέλος αυτού του ωραίου και πολυμήχανου νεαρού, η έντονη φιλοδοξία του οποίου τον έκανε να πολεμήσει εναντίον του χρισμένου του Θεού, οδηγώντας έτσι τον εαυτό του στην καταστροφή.—2Σα 19:1-8· παράβαλε Παρ 24:21, 22.
Ο 3ος Ψαλμός γράφτηκε από τον Δαβίδ τον καιρό της εξέγερσης του Αβεσσαλώμ, σύμφωνα με την επιγραφή που βρίσκεται στην αρχή του ψαλμού.
Το Μνημείο του Αβεσσαλώμ. Ο Αβεσσαλώμ είχε ανεγείρει μια στήλη στην «Κοιλάδα του Βασιλιά», η οποία ονομάζεται και «Κοιλάδα Σαυή», κοντά στην Ιερουσαλήμ. (2Σα 18:18· Γε 14:17) Την είχε ανεγείρει επειδή δεν είχε γιους να διαιωνίσουν το όνομά του μετά το θάνατό του. Φαίνεται, επομένως, ότι οι τρεις γιοι του που αναφέρονται στο εδάφιο 2 Σαμουήλ 14:27 είχαν πεθάνει ενόσω ήταν μικροί σε ηλικία. Ο Αβεσσαλώμ δεν θάφτηκε στον τόπο του μνημείου του αλλά αφέθηκε σε ένα κοίλωμα στο δάσος του Εφραΐμ.—2Σα 18:6, 17.
Υπάρχει ένα μνημείο λαξευμένο σε βράχο, στην Κοιλάδα Κιδρόν, το οποίο ονομάστηκε Τάφος του Αβεσσαλώμ, αλλά η αρχιτεκτονική του μαρτυρεί ότι ανάγεται στην ελληνορωμαϊκή περίοδο, ίσως στην εποχή του Ηρώδη. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμιά βάση για να συνδεθεί το όνομα του Αβεσσαλώμ με αυτό.