ΣΠΑΡΤΟ
(σπάρτο) [εβρ., ρόθεμ].
Το σπάρτο (σπάρτιο το μονόσπερμο [Spartium monospermum]) είναι στην πραγματικότητα ένας θάμνος της ερήμου που ανήκει στην οικογένεια Φαβίδες. Η αντίστοιχη αραβική ονομασία (ράταμ) είναι υποβοηθητική για τον προσδιορισμό του εν λόγω φυτού και αποδεικνύει ότι η απόδοση «άρκευθος» στη Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου και στη Μετάφραση του Βάμβα είναι λανθασμένη.
Αυτός ο θάμνος είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα φυτά στην έρημο του Ιούδα, στη Χερσόνησο του Σινά, καθώς επίσης στην υπόλοιπη Αραβία, και συναντάται σε φαράγγια, σε βραχώδη μέρη, σε λοφοπλαγιές, ακόμη δε και σε ανοιχτές, αμμώδεις εκτάσεις της ερήμου, όπου οι ρίζες του εισχωρούν βαθιά για να αντλήσουν υγρασία. Το ύψος του κυμαίνεται από 1 ως 4 μ. περίπου και έχει πολλά λεπτά, ραβδόμορφα κλαδιά και λογχοειδή φύλλα. Όταν ανθίζει, οι μικρές ταξιανθίες με τα λεπτεπίλεπτα λουλούδια—το χρώμα των οποίων κυμαίνεται από το λευκό ως το ροζ—συνθέτουν μια θαυμάσια εικόνα καθώς καλύπτουν τις κατά τα άλλα γυμνές λοφοπλαγιές. Η εβραϊκή ονομασία του φυτού (ρόθεμ) προέρχεται προφανώς από μια ρίζα η οποία σημαίνει «προσκολλώμαι», παραπέμποντας ίσως στην ικανότητα που έχει το φυτό να συγκρατεί τις θίνες της άμμου. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, χρησιμοποιούσαν τα εύκαμπτα κλαδιά του για να δένουν διάφορα πράγματα.—Φυσική Ιστορία (Naturalis Historia), XXIV, XL, 65.
Όταν ο Ηλίας κατέφυγε στην έρημο για να γλιτώσει από την οργή της Ιεζάβελ, η αφήγηση στα εδάφια 1 Βασιλέων 19:4, 5 λέει ότι «κάθησε κάτω από κάποιο σπάρτο» και αποκοιμήθηκε εκεί. Μολονότι ο ίσκιος των μικρότερων σπάρτων δεν θα παρείχε επαρκή προφύλαξη από τον καυτό ήλιο της ερήμου, ένα αρκετά μεγάλο σπάρτο θα μπορούσε να προσφέρει ευπρόσδεκτη ανακούφιση. Αυτός ο θάμνος της ερήμου χρησίμευε και ως καύσιμο. Το ξύλο του σπάρτου γίνεται θαυμάσιο κάρβουνο, το οποίο παράγει έντονη θερμότητα.
Επειδή οι ρίζες του σπάρτου είναι πικρές και προκαλούν ναυτία, ορισμένοι έχουν ισχυριστεί πως, όταν ο Ιώβ (30:4) λέει ότι εκείνοι που λιμοκτονούν σε άγονες ερημιές χρησιμοποιούν αυτές τις ρίζες ως τροφή, ίσως αναφέρεται σε ένα εδώδιμο παρασιτικό φυτό (κυνομόριο το κόκκινο [Cynomorium coccineum]) που αναπτύσσεται σαν μύκητας πάνω στις εν λόγω ρίζες. Μολονότι αυτό μπορεί να ισχύει, είναι επίσης πιθανό να υπήρχε κάποια άλλη ποικιλία αυτού του φυτού στις ημέρες του Ιώβ (πριν από 3.000 και πλέον χρόνια), και όχι μόνο το υπάρχον λευκό σπάρτο (σπάρτιο το μονόσπερμο [Spartium monospermum]) που φύεται σήμερα. Παρουσιάζοντας μια άλλη άποψη για το εδάφιο Ιώβ 30:4, ο Ν. Χαρεουβένι έγραψε: «Εφόσον, αντίθετα με τα φύλλα του αλατόχορτου, οι ρίζες του σπάρτου είναι τελείως ακατάλληλες για βρώση σε οποιαδήποτε μορφή, προφανώς ο Ιώβ μιλάει για ρίζες λευκού σπάρτου που έχουν μετατραπεί σε κάτι το οποίο μπορεί να πουλήσει κανείς για να κερδίσει το ψωμί του. Αυτοί οι νεαροί που τώρα περιγελούν τον Ιώβ έφτιαχναν κάρβουνα από τις ρίζες του λευκού σπάρτου και τα πουλούσαν στην αγορά». (Δέντρα και Θάμνοι στη Βιβλική μας Κληρονομιά [Tree and Shrub in Our Biblical Heritage], Κιριάτ Ονό, Ισραήλ, 1984, σ. 31) Σε αρμονία με αυτό, μερικοί υποστηρίζουν ότι τα φωνηεντικά σημεία της εβραϊκής λέξης που μεταφράζεται «η τροφή τους» πρέπει να αλλάξουν ώστε το εβραϊκό κείμενο να λέει «για να θερμαίνονται».