ΚΟΙΛΙΑ
Το μπροστινό μέρος του ανθρώπινου κορμού το οποίο δεν περικλείεται από τα πλευρά και περιέχει το πεπτικό σύστημα και άλλα όργανα.
Η εβραϊκή λέξη μπέτεν, εκτός του ότι χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την περιοχή της κοιλιάς γενικά (Κρ 3:21, 22· Παρ 13:25), αρκετές φορές χρησιμοποιείται και σε σχέση με το σχηματισμό ενός παιδιού στο σώμα της μητέρας του. (Γε 25:23, 24· Ιωβ 1:21· Ψλ 127:3· Εκ 11:5· Ησ 44:2· Ωσ 9:11) Τα παιδιά είναι ο καρπός της μήτρας, που βρίσκεται στην κοιλιά. Ωστόσο, μια άλλη εβραϊκή λέξη, η λέξη ρέχεμ (ή ράχαμ), αναφέρεται ειδικά στη μήτρα, όπως μπορεί να δει κανείς στο εδάφιο Ιώβ 31:15: «Αυτός που έπλασε εμένα στην κοιλιά δεν έπλασε και εκείνον; Και Ένας δεν ήταν αυτός που μας ετοίμασε στη μήτρα;»—Βλέπε επίσης Γε 49:25· Ψλ 22:10· Παρ 30:16.
Η εβραϊκή λέξη μπέτεν (κοιλιά) χρησιμοποιείται επίσης ως αρχιτεκτονικός όρος στο εδάφιο 1 Βασιλέων 7:20, αναφερόμενη σε μια στρογγυλή προεξοχή.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές η λέξη κοιλία σημαίνει «κοιλότητα» και αποδίδεται κατά περίπτωση «κοιλιά», εννοώντας το μέρος του σώματος όπου κατεβαίνουν οι τροφές (1Κο 6:13· Φλπ 3:19) ή εννοώντας τη μήτρα (Λου 1:15, 41), καθώς επίσης «έντερα» (Ματ 15:17) και «σωθικά» (Ιωα 7:38), ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Η λέξη «κοιλιά» χρησιμοποιείται μεταφορικά για να υποδηλώσει τη σαρκική όρεξη ή επιθυμία (Ρω 16:18· Φλπ 3:19), αλλά αναφέρεται επίσης ως πηγή ομιλίας ή επιχειρημάτων. (Ιωβ 15:2· 32:18, 19) Όταν βρισκόταν στην κοιλιά του ψαριού, ο Ιωνάς παρέβαλε το εσωτερικό του ψαριού με τον Σιεόλ, λέγοντας: «Μέσα από την κοιλιά του Σιεόλ κραύγασα για βοήθεια», επειδή δεν θα γλίτωνε το θάνατο αν δεν τον απελευθέρωνε θαυματουργικά ο Ιεχωβά.—Ιων 2:2· βλέπε ΜΗΤΡΑ· ΣΠΛΑΧΝΑ, ΕΝΤΕΡΑ.