ΑΡΠΑ
Το όνομα του πρώτου μουσικού οργάνου που μνημονεύεται στη Γραφή. (Γε 4:21, AS, Fn, Kx, Yg, Da, ΜΝΚ) Η εβραϊκή λέξη κιννώρ (άρπα) αποδίδεται επίσης «λύρα» σε αρκετές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. (JB, Mo, Ro, RS, ΛΧ) Στις μισές περίπου από τις 42 φορές που εμφανίζεται η λέξη κιννώρ στη Γραφή, οι μεταφραστές της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα την απέδωσαν με την ελληνική λέξη κιθάρα. Το όργανο που προσδιορίζεται από τη λέξη κιθάρα ήταν παρόμοιο με τη λύρα, αλλά είχε πιο ρηχό ηχείο. Διάφορες σύγχρονες μεταφράσεις αποδίδουν γενικά τη λέξη κιθάρα των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών ως «άρπα». (1Κο 14:7· Απ 5:8) Απεικονίσεις σε αιγυπτιακά μνημεία δείχνουν ότι οι αρχαίες άρπες ήταν διαφόρων ειδών και σχημάτων και διέθεταν ποικίλο αριθμό χορδών. Με βάση τα παραπάνω, μερικοί έχουν υποθέσει ότι η λέξη κιννώρ αποτελούσε κάπως γενικό χαρακτηρισμό για κάθε όργανο που διέθετε τα κύρια γνωρίσματα της αρχαίας άρπας.
Το μόνο που υποδηλώνουν με βεβαιότητα οι Εβραϊκές Γραφές σχετικά με το κιννώρ είναι ότι ήταν φορητό και σχετικά ελαφρύ, εφόσον μπορούσε να παιχτεί σε μια πομπή ή ακόμη και από μια πόρνη καθώς αυτή τραγουδούσε, τριγυρίζοντας στην πόλη. (1Σα 10:5· 2Σα 6:5· Ησ 23:15, 16) Μερικά τέτοια όργανα ήταν φτιαγμένα από ξύλο «αλγούμ». (1Βα 10:12) Οι χορδές μπορεί να ήταν από μικρά έντερα προβάτων, μολονότι ίσως χρησιμοποιούνταν και κλωσμένες φυτικές ίνες.
Ο Δαβίδ, ο οποίος ήταν δεξιοτέχνης στο παίξιμο του κιννώρ «με το χέρι του» (1Σα 16:16, 23), προσέδωσε σε αυτό το όργανο εξέχουσα θέση μαζί με το “έγχορδο” (νέβελ) στην ορχήστρα η οποία έπαιζε μεταγενέστερα στο ναό του Σολομώντα. (1Χρ 25:1· 2Χρ 29:25) Όταν ο Νεεμίας εγκαινίασε το τείχος της Ιερουσαλήμ, το κιννώρ συνέβαλε στη χαρά της περίστασης. (Νε 12:27) Εφόσον το κιννώρ ήταν ουσιαστικά ένα “ευχάριστο” όργανο “αγαλλίασης”, ο ήχος του έπαυε σε περιόδους κρίσης ή τιμωρίας. (Ψλ 81:2· Ιεζ 26:13· Ησ 24:8, 9) Περίλυποι λόγω της εξορίας τους στη Βαβυλώνα, οι Ισραηλίτες δεν είχαν διάθεση να παίξουν τις άρπες τους και τις κρέμασαν στις λεύκες.—Ψλ 137:1, 2.
Επειδή υπάρχει αβεβαιότητα γύρω από την ακριβή μορφή του κιννώρ, και ιδιαίτερα του νέβελ (έγχορδο), οποιαδήποτε απόπειρα σύγκρισης των δύο οργάνων βασίζεται σε εικασίες. Τα εδάφια 1 Χρονικών 15:20, 21 κάνουν λόγο για «έγχορδα [νεβαλίμ (πληθυντικός)] κουρδισμένα σε Αλαμώθ, . . . άρπες [κιννορώθ (πληθυντικός)] κουρδισμένες σε Σεμινίθ». Αν με τη λέξη «Αλαμώθ» εννοείται μια υψηλότερη έκταση μουσικών φθόγγων και με τη λέξη «Σεμινίθ» μια χαμηλότερη, αυτό θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι το κιννώρ ήταν το πιο μεγάλο και το πιο βαθύτονο από τα δύο. Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να ισχύει και το αντίστροφο (σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη), αν όντως οι λέξεις Αλαμώθ και Σεμινίθ αναφέρονται εδώ επί τούτου επειδή αποτελούσαν ασυνήθιστους τρόπους κουρδίσματος αυτών των οργάνων. Ούτως ή άλλως, και τα δύο όργανα ήταν φορητά.
Στα εδάφια Δανιήλ 3:5, 7, 10, 15, η αραμαϊκή λέξη σαμπεχά’ φαίνεται να αναφέρεται σε μια “τριγωνική άρπα” (ΜΝΚ), και αποδίδεται επίσης «τρίγωνο» (AT, JB, RS, ΛΧ) και «σαμβύκη» (Da, ΒΑΜ). Το όργανο που προσδιορίζεται από τη λέξη σαμπεχά’ περιγράφεται από μερικούς ως μικρή, οξύηχη, τριγωνική, τετράχορδη άρπα, περιγραφή η οποία εναρμονίζεται με τις παραπάνω αποδόσεις.—Βλέπε ΕΓΧΟΡΔΟ.