ΜΟΥΣΙΚΗ
Ένα από τα δώρα του Θεού μέσω του οποίου ο άνθρωπος μπορεί να αποδώσει αίνο και ευχαριστίες στον Δημιουργό του, καθώς και να εκφράσει τα συναισθήματά του, τις λύπες του και τις χαρές του. Εξέχουσα θέση στη λατρεία του Ιεχωβά Θεού κατέχει κυρίως η υμνολογία, αλλά και η ενόργανη μουσική έχει διαδραματίσει ζωτικό ρόλο. Όχι μόνο συνοδεύει τους υμνωδούς αλλά και συμπληρώνει την υμνολογία τους. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, που από την αρχή ως το τέλος της Αγίας Γραφής υπάρχουν άφθονες αναφορές τόσο στη φωνητική όσο και στην ενόργανη μουσική, είτε σε σχέση με την αληθινή λατρεία είτε όχι.—Γε 4:21· 31:27· 1Χρ 25:1· Απ 18:22.
Ιστορία. Η πρώτη Γραφική αναφορά στη μουσική ανάγεται στην προκατακλυσμιαία περίοδο, στην έβδομη γενιά μετά τον Αδάμ: «[Ο Ιουβάλ] υπήρξε ο πρώτος από όλους εκείνους που χειρίζονται την άρπα και τη φλογέρα». Αυτά τα λόγια ίσως περιγράφουν την εφεύρεση των πρώτων μουσικών οργάνων, ίσως δε και την καθιέρωση κάποιου είδους μουσικού επαγγέλματος.—Γε 4:21.
Στις ημέρες των πατριαρχών η μουσική φαίνεται πως αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της ζωής, αν κρίνουμε από την επιθυμία του Λάβαν να αποχαιρετήσει τον Ιακώβ και τις κόρες του με μουσική. (Γε 31:27) Ύμνοι με συνοδεία ενόργανης μουσικής πλαισίωσαν τον εορτασμό για την απελευθέρωση στην Ερυθρά Θάλασσα και τη νικηφόρα επιστροφή του Ιεφθάε, του Δαβίδ και του Σαούλ από διάφορες μάχες.—Εξ 15:20, 21· Κρ 11:34· 1Σα 18:6, 7.
Και στις δύο περιπτώσεις μεταφοράς της Κιβωτού στην Ιερουσαλήμ, ήταν παρόντες υμνωδοί και οργανοπαίκτες. (1Χρ 13:8· 15:16) Στα μετέπειτα χρόνια της ζωής του Δαβίδ, ο Ιεχωβά, μέσω των προφητών του, του Νάθαν και του Γαδ, έδωσε οδηγίες με βάση τις οποίες έγινε η μουσική οργάνωση του αγιαστηρίου.—1Χρ 23:1-5· 2Χρ 29:25, 26.
Η μουσική οργάνωση που ξεκίνησε από τον Δαβίδ υλοποιήθηκε πλήρως στο ναό του Σολομώντα. Μπορούμε να πάρουμε μια εικόνα για το μεγαλείο και την επιβλητικότητα της μουσικής κατά την αφιέρωση του ναού από το γεγονός ότι οι σαλπιγκτές και μόνο ανέρχονταν στους 120. (2Χρ 5:12, 13) Αλλά καθώς η πιστότητα του έθνους στον Ιεχωβά χαλάρωνε ολοένα και περισσότερο, όλα τα χαρακτηριστικά της αληθινής λατρείας, συμπεριλαμβανομένης της μουσικής, επηρεάζονταν αρνητικά. Παρ’ όλα αυτά, όταν οι βασιλιάδες Εζεκίας και Ιωσίας εισήγαγαν τις μεταρρυθμίσεις τους, και επίσης όταν οι Ιουδαίοι επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία, έγιναν προσπάθειες να τεθεί και πάλι σε ισχύ η διευθέτηση της μουσικής, την οποία ο Ιεχωβά είχε δείξει ότι επιθυμούσε. (2Χρ 29:25-28· 35:15· Εσδ 3:10) Αργότερα, όταν ο Νεεμίας εγκαινίασε το τείχος της Ιερουσαλήμ, οι Λευίτες υμνωδοί υπό τη συνοδεία όλων των μουσικών οργάνων συνέβαλαν πάρα πολύ στη χαρά της περίστασης. (Νε 12:27-42) Αν και οι Γραφές δεν αναφέρουν τίποτα περισσότερο για τη μουσική σε σχέση με τη λατρεία στο ναό μετά τις ημέρες του Νεεμία, άλλες πηγές, όπως το Ταλμούδ, αναφέρουν ότι χρησιμοποιούνταν εκεί μουσική μέχρι την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ.
Πόσοι μουσικοί υπηρετούσαν στο ναό της Ιερουσαλήμ;
Στα πλαίσια των προετοιμασιών για το ναό του Ιεχωβά, ο Δαβίδ ξεχώρισε 4.000 Λευίτες για μουσική υπηρεσία. (1Χρ 23:4, 5) Από αυτούς, οι 288 ήταν “εκπαιδευμένοι για υμνωδία προς τον Ιεχωβά, όλοι πεπειραμένοι”. (1Χρ 25:7) Η όλη διευθέτηση τελούσε υπό την επιστασία τριών άριστων μουσικών—του Ασάφ, του Αιμάν και του Ιεδουθούν (που προφανώς ονομαζόταν και Εθάν). Εφόσον ο καθένας από αυτούς ήταν απόγονος ενός από τους τρεις γιους του Λευί—του Γηρσώμ, του Καάθ και του Μεραρί αντίστοιχα—αυτό σημαίνει ότι οι τρεις κύριες Λευιτικές οικογένειες εκπροσωπούνταν στη μουσική οργάνωση του ναού. (1Χρ 6:16, 31-33, 39-44· 25:1-6) Οι γιοι των τριών αυτών αντρών ανέρχονταν συνολικά σε 24, και συγκαταλέγονταν όλοι τους στους προαναφερθέντες 288 επιδέξιους μουσικούς. Κάθε γιος κληρωνόταν να είναι επικεφαλής μιας υποδιαίρεσης μουσικών. Υπό την επιστασία του είχε 11 ακόμη “πεπειραμένους”, οι οποίοι είχαν επιλεχθεί ανάμεσα από τους γιους του καθώς και από άλλους Λευίτες. Με αυτόν τον τρόπο, οι 288 ([1+11] × 24 = 288) πεπειραμένοι Λευίτες μουσικοί ήταν χωρισμένοι, όπως και οι ιερείς, σε 24 εφημερίες. Αν όλοι οι υπόλοιποι 3.712 “μαθητευόμενοι” κατανέμονταν ανάλογα, τότε καθεμιά από τις 24 υποδιαιρέσεις περιλάμβανε κατά μέσο όρο γύρω στους 155 άντρες ακόμη, πράγμα που σήμαινε ότι σε κάθε πεπειραμένο μουσικό αντιστοιχούσαν περίπου 13 Λευίτες οι οποίοι βρίσκονταν σε διάφορα στάδια μουσικής παιδείας, θεωρητικής και πρακτικής. (1Χρ 25:1-31) Εφόσον οι σαλπιγκτές ήταν ιερείς, αποτελούσαν ξεχωριστή ομάδα από τους Λευίτες μουσικούς.—2Χρ 5:12· παράβαλε Αρ 10:8.
Ενόργανη Μουσική. Η Γραφή δίνει πολύ λίγες πληροφορίες για το σχήμα ή την κατασκευή των 12 και πλέον διαφορετικών μουσικών οργάνων που αναφέρει. Γι’ αυτό, οι περισσότεροι μελετητές βασίζονται κυρίως στα ευρήματα των αρχαιολόγων όσον αφορά τα όργανα που χρησιμοποιούσαν τα γειτονικά έθνη την ίδια εποχή. Ωστόσο, αυτά μπορεί να μην αποτελούν πάντοτε αξιόπιστο οδηγό, επειδή, όπως φαίνεται, ο Ισραήλ υπερείχε των γειτόνων του στον τομέα της μουσικής. Επιπρόσθετα, μερικοί συνδέουν διάφορα μουσικά όργανα των Γραφών με όργανα που χρησιμοποιούνται σήμερα στη Μέση Ανατολή και τα οποία θεωρείται ότι έχουν αρχαία προέλευση. Και αυτά τα συμπεράσματα, όμως, είναι εικασίες.
Τα μουσικά όργανα της Αγίας Γραφής μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής:
Έγχορδα: άρπα, λαούτο, ψαλτήριο.
Πνευστά: γκάιντα, αυλός, κέρας, φλογέρα, σάλπιγγα, (πιθανώς) νεχιλώθ.
Κρουστά: κύμβαλα, σείστρο, ντέφι.
Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε λήμματα με τα ονόματα των παραπάνω οργάνων.
Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι τα μουσικά όργανα στον Ισραήλ ήταν άτεχνα από πλευράς σχεδιασμού, κατασκευής ή παραγόμενου ήχου. Η Γραφή επισημαίνει ότι οι άρπες και τα έγχορδα που χρησιμοποιούνταν στο ναό ήταν φτιαγμένα από το εκλεκτότερο εισαγόμενο ξύλο, από δέντρα αλγούμ, ενώ οι σάλπιγγες ήταν από ασήμι. (1Βα 10:11, 12· Αρ 10:2) Χωρίς αμφιβολία, για την κατασκευή των οργάνων του ναού επιστρατεύτηκαν οι πιο επιδέξιοι τεχνίτες.
Τόσο οι Γραφές όσο και μη Βιβλικά χειρόγραφα προ της Κοινής Χρονολογίας πιστοποιούν την ποιότητα των οργάνων καθώς και τη δεινότητα των Ισραηλιτών μουσικών. Οι Ρόλοι της Νεκράς Θαλάσσης αναφέρουν ότι αρκετές σάλπιγγες έπρεπε να εκτελούν διάφορα περίπλοκα σαλπίσματα «σαν με ένα στόμα». Κάτι τέτοιο προϋπέθετε, όχι μόνο ικανούς μουσικούς, αλλά και όργανα κατασκευασμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να ρυθμίζεται ο τόνος για να είναι όλα τα όργανα συντονισμένα μεταξύ τους. Η απουσία παραφωνίας υποδηλώνεται από τη θεόπνευστη αφήγηση για τη μουσική της εγκαινίασης του ναού του Σολομώντα: «Οι [εκατόν είκοσι] σαλπιγκτές και οι υμνωδοί έκαναν σαν ένας άνθρωπος να αντηχήσει ένας ήχος».—2Χρ 5:12, 13.
Στη Γραφή, τα όργανα που κατονομάζονται συγκεκριμένα ως μέρος της ορχήστρας του ναού είναι μόνο τέσσερα: η σάλπιγγα, η άρπα, το έγχορδο (εβρ., νέβελ) και τα κύμβαλα. Παρότι αυτού του είδους η ορχήστρα μπορεί να μη θεωρείται πλήρης με τα σημερινά δεδομένα, σκοπός δεν ήταν η συγκρότηση μιας συμφωνικής ορχήστρας, αλλά η πλαισίωση της υμνολογίας στο ναό με μουσική συνοδεία. Ο συγκεκριμένος δε συνδυασμός οργάνων εξυπηρετούσε αυτόν το σκοπό άριστα.—2Χρ 29:25, 26· Νε 12:27, 41, 42.
Όσον αφορά το πότε έπαιζαν τα ιερά όργανα, οι Γραφές αναφέρουν τα ακόλουθα σε σχέση με τις σάλπιγγες: «Στην ημέρα της χαράς σας και στις γιορταστικές σας περιόδους και στην αρχή του κάθε μήνα σας πρέπει να σαλπίζετε με τις σάλπιγγες για τα ολοκαυτώματά σας και τις θυσίες σας συμμετοχής». (Αρ 10:10) Αφότου οργανώθηκε η μουσική στο ναό, πιθανόν να συμμετείχαν και τα υπόλοιπα όργανα μαζί με τις σάλπιγγες σε αυτές καθώς και σε άλλες ειδικές περιστάσεις. Αυτό το συμπέρασμα, όπως επίσης και η μουσική διαδικασία που τηρούνταν, φαίνεται να υποδηλώνεται από τη σειρά των γεγονότων που αναφέρεται ότι έλαβαν χώρα κατά την αναβίωση των ιερών υπηρεσιών στην οποία προέβη ο Βασιλιάς Εζεκίας, αφού καθάρισε το ναό: «Όταν άρχισε η προσφορά του ολοκαυτώματος, άρχισε ο ύμνος του Ιεχωβά, καθώς και οι σάλπιγγες, υπό τη διεύθυνση των μουσικών οργάνων του Δαβίδ, του βασιλιά του Ισραήλ. Και όλη η εκκλησία προσκυνούσε όση ώρα αντηχούσε ο ύμνος και ηχούσαν οι σάλπιγγες—όλα αυτά ώσπου τελείωσε η προσφορά του ολοκαυτώματος». (2Χρ 29:27, 28) Εφόσον οι σάλπιγγες ήταν «υπό τη διεύθυνση των μουσικών οργάνων του Δαβίδ», φαίνεται ότι οι σαλπιγκτές έπαιζαν με τέτοιον τρόπο ώστε να συμπληρώνουν τα άλλα όργανα και όχι να τα επισκιάζουν. Η θέση ολόκληρου του μουσικού σχήματος ήταν «ανατολικά από το θυσιαστήριο».—2Χρ 5:12.
Φωνητική Μουσική. Οι υμνωδοί στο ναό ήταν άρρενες Λευίτες. Οι Γραφές δεν κάνουν πουθενά λόγο για γυναίκες υμνωδούς στο ναό. Ένα από τα Ταργκούμ (σχολιάζοντας το εδ. Εκ 2:8) δείχνει καθαρά ότι δεν περιλαμβάνονταν γυναίκες στη χορωδία. Το γεγονός ότι στις γυναίκες απαγορευόταν ακόμη και η είσοδος σε ορισμένα τμήματα του ναού φαίνεται να τις αποκλείει από κάθε επίσημη θέση εκεί.—2Χρ 5:12· Νε 10:39· 12:27-29.
Η υμνολογία στο ναό θεωρούνταν πολύ σημαντική. Αυτό καταδεικνύεται από τις πολλές Γραφικές αναφορές στους υμνωδούς, καθώς και από το γεγονός ότι αυτοί “απαλλάσσονταν από καθήκοντα” που έπρεπε να εκτελούν οι άλλοι Λευίτες, προκειμένου να είναι ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι στην υπηρεσία τους. (1Χρ 9:33) Το ότι εξακολουθούσαν να αποτελούν ιδιαίτερη Λευιτική ομάδα τονίζεται από το γεγονός ότι αναφέρονται ξεχωριστά από τους υπόλοιπους που επέστρεψαν από τη Βαβυλώνα. (Εσδ 2:40, 41) Ακόμη και η εξουσία του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη (του Μακρόχειρα) χρησιμοποιήθηκε προς όφελός τους, εξαιρώντας τους, μαζί με άλλες ιδιαίτερες ομάδες, από “φόρο, τέλη και διόδια”. (Εσδ 7:24) Αργότερα, ο βασιλιάς διέταξε να υπάρχουν «καθορισμένες προμήθειες για τους υμνωδούς, σύμφωνα με τις ανάγκες της κάθε ημέρας». Αν και αυτή η διαταγή αποδίδεται στον Αρταξέρξη, το πιθανότερο είναι να την εξέδωσε ο Έσδρας με την εξουσία που του είχε παραχωρήσει ο Αρταξέρξης. (Νε 11:23· Εσδ 7:18-26) Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι, αν και οι υμνωδοί ήταν όλοι Λευίτες, η Γραφή τούς μνημονεύει ως ιδιαίτερο σώμα, δεδομένου ότι κάνει λόγο για “τους υμνωδούς και τους Λευίτες”.—Νε 7:1· 13:10.
Οι Γραφές αναφέρονται επίσης σε τραγουδιστές, άντρες και γυναίκες, που δεν είχαν σχέση με τη λατρεία στο ναό. Παράδειγμα αυτών αποτελούν οι τραγουδιστές και οι τραγουδίστριες που είχε ο Σολομών στην αυλή του, όπως επίσης οι περίπου 200 τραγουδιστές και από τα δύο φύλα οι οποίοι, μαζί με τους Λευίτες μουσικούς, επέστρεψαν από τη Βαβυλώνα. (Εκ 2:8· Εσδ 2:65· Νε 7:67) Αυτοί οι τραγουδιστές, που δεν ήταν Λευίτες, ήταν κάτι το συνηθισμένο στον Ισραήλ και προσκαλούνταν είτε σε διάφορες εορταστικές περιστάσεις για να τις πλαισιώσουν ευχάριστα είτε σε καιρό θλίψης για να ψάλουν θρηνωδίες. (2Σα 19:35· 2Χρ 35:25· Ιερ 9:17, 20) Το έθιμο να προσλαμβάνονται επαγγελματίες μουσικοί σε καιρούς χαράς και λύπης φαίνεται πως εξακολουθούσε να υπάρχει όταν ο Ιησούς ήταν στη γη.—Ματ 11:16, 17.
Αν και η μουσική διαδραματίζει μεγαλύτερο ρόλο στις Εβραϊκές Γραφές, εντούτοις δεν αγνοείται ούτε παραβλέπεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Η ενόργανη μουσική σε συνάρτηση με την αληθινή λατρεία αναφέρεται μόνο με μεταφορική έννοια στις Ελληνικές Γραφές. (Απ 14:2) Ωστόσο, η υμνολογία φαίνεται ότι ήταν πολύ διαδεδομένη μεταξύ των υπηρετών του Θεού. Ο Ιησούς και οι απόστολοί του έψαλαν αίνους μετά το Δείπνο του Κυρίου. (Μαρ 14:26) Ο Λουκάς αναφέρει ότι ο Παύλος και ο Σίλας υμνολογούσαν μέσα στη φυλακή, και ο Παύλος πρότρεψε τους ομοπίστους του να ψάλλουν ύμνους αίνου στον Ιεχωβά. (Πρ 16:25· Εφ 5:18, 19· Κολ 3:16) Η δήλωση του Παύλου στο εδάφιο 1 Κορινθίους 14:15 σχετικά με την υμνολογία αφήνει να εννοηθεί ότι αυτή αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο της Χριστιανικής λατρείας. Στο καταγραμμένο θεόπνευστο όραμα του Ιωάννη γίνεται λόγος για διάφορα πνευματικά πλάσματα τα οποία ψάλλουν στον Θεό και στον Χριστό.—Απ 5:8-10· 14:3· 15:2-4.
Ο Χαρακτήρας της Βιβλικής Μουσικής. Το υψηλότερο επίπεδο ηθικής των Ισραηλιτών και η ανώτερη λογοτεχνία τους, της οποίας αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η ποίηση και ο πεζός λόγος των Εβραϊκών Γραφών, υποδηλώνουν ότι η μουσική του αρχαίου Ισραήλ πιθανότατα υπερείχε της μουσικής των συγχρόνων του. Η πηγή έμπνευσης για τη μουσική του Ισραήλ ήταν ασφαλώς πολύ ανώτερη από την πηγή έμπνευσης των γειτονικών εθνών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ασσυριακό πρόστυπο ανάγλυφο στο οποίο ο Βασιλιάς Σενναχειρείμ απεικονίζεται να απαιτεί ως φόρο υποτελείας από τον Βασιλιά Εζεκία μουσικούς, άντρες και γυναίκες.—Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή (Ancient Near Eastern Texts), επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 288.
Επί μακρόν προβάλλεται η άποψη ότι η εβραϊκή μουσική ήταν μόνο μελωδία, χωρίς αρμονία. Εντούτοις, και μόνο η δεσπόζουσα θέση της άρπας και άλλων έγχορδων οργάνων στον Ισραήλ αποτελεί ισχυρή ένδειξη περί του αντιθέτου. Είναι σχεδόν αδιανόητο ότι ένας μουσικός θα έπαιζε κάποιο πολύχορδο όργανο και δεν θα αντιλαμβανόταν ότι ο συνδυασμός ορισμένων τόνων ήταν πολύ ευχάριστος ή ότι μια συγκεκριμένη σειρά από νότες, όπως σε ένα άρπισμα, παρήγε ευχάριστο ήχο. Ο Κουρτ Ζαξ, ειδικός στην ιστορία της μουσικής, δηλώνει: «Η βαθιά ριζωμένη προκατάληψη ότι η αρμονία και η πολυφωνία [δύο ή περισσότερα μουσικά μέρη ή φωνές σε συνδυασμό] αποτελούν αποκλειστικότητα της μεσαιωνικής και της σύγχρονης Δύσης δεν ευσταθεί». Στη συνέχεια αναφέρει ότι ακόμη και πρωτόγονοι πολιτισμοί έχουν να επιδείξουν πολλά παραδείγματα μουσικής σε διαστήματα πέμπτης, τετάρτης, τρίτης, καθώς επίσης σε οκτάβες, και ότι μεταξύ αυτών των λαών, περιλαμβανομένων και κάποιων φυλών Πυγμαίων, η συμπίπτουσα αντιφωνία (κατά την οποία δύο ομάδες τραγουδούν εναλλάξ) εξελίχθηκε σε υμνωδία βάσει αντιστικτικών κανόνων.
Με έρεισμα μια παγκόσμια έρευνα, ο Ζαξ παρουσιάζει το συμπέρασμα ότι «οι χορωδίες και οι ορχήστρες που υπήρχαν σε σχέση με το Ναό στην Ιερουσαλήμ υποδηλώνουν υψηλό επίπεδο μουσικής παιδείας, ικανοτήτων και γνώσεων». Και συνεχίζει: «Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η μουσική της αρχαίας Εγγύς Ανατολής ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι δέχονταν οι ιστορικοί του δέκατου ένατου αιώνα. . . . Αν και δεν γνωρίζουμε πώς ηχούσε αυτή η αρχαία μουσική, έχουμε επαρκή στοιχεία για τη δύναμη, τη μεγαλοπρέπεια και τη δεξιοτεχνία με την οποία παιζόταν».—Η Εμφάνιση της Μουσικής στον Αρχαίο Κόσμο: Ανατολή και Δύση (The Rise of Music in the Ancient World: East and West), 1943, σ. 48, 101, 102.
Οι Γραφές υποδεικνύουν παρόμοιο συμπέρασμα. Για παράδειγμα, πάνω από 30 φορές εμφανίζεται η έκφραση «Προς τον διευθύνοντα» (ΜΝΚ· AT) στις επιγραφές των Ψαλμών. (Ψλ 11 και άλλοι) Άλλες μεταφράσεις έχουν τις αποδόσεις «τον διευθυντή της χορωδίας» (Kx· JB· Mo· RS), «τον Αρχιμουσικό» (AS· KJ· Ro· ΛΧ) και «τον Διευθυντή της Ορχήστρας» (Fn). Η εβραϊκή λέξη φαίνεται ότι αναφέρεται στο άτομο που με κάποιον τρόπο έδινε οδηγίες για τη μουσική εκτέλεση του ύμνου, όσον αφορά τη διασκευή του, τις πρόβες και την εκπαίδευση των Λευιτών υμνωδών ή όσον αφορά την επίσημη εκτέλεση του ύμνου. Ίσως έτσι να προσφωνείται ο επικεφαλής της καθεμιάς από τις 24 εφημερίες των μουσικών του αγιαστηρίου, ενδέχεται, όμως, η λέξη να αφορούσε κάποιον άλλον από τους ικανούς μουσικούς, εφόσον το υπόμνημα αναφέρει ότι έπρεπε να «είναι διευθύνοντες». (1Χρ 15:21· 25:1, 7-31) Σε 20 άλλους Ψαλμούς οι επιγραφές είναι ακόμη πιο συγκεκριμένες όταν αναφέρονται στους «διευθύνοντες»: «Προς τον διευθύνοντα τα έγχορδα», «Προς τον διευθύνοντα στη χαμηλότερη οκτάβα», και ούτω καθεξής. (Ψλ 4, 12, και άλλοι· βλέπε ΣΕΜΙΝΙΘ.) Επιπρόσθετα, στις Γραφές γίνεται λόγος για τους «επικεφαλής των υμνωδών», για τους “πεπειραμένους” και τους “μαθητευόμενους”. Όλα αυτά πιστοποιούν μουσική υψηλού επιπέδου.—Νε 12:46· 1Χρ 25:7, 8.
Μεγάλο μέρος της ομαδικής υμνολογίας στον Ισραήλ φαίνεται πως γινόταν σε αντιφωνία: τα δύο ημίσεα μιας χορωδίας έψαλλαν εναλλάξ παράλληλους στίχους ή εναλλάσσονταν ένας σολίστας και μια χορωδία που αποκρινόταν. Προφανώς αυτό εννοείται στις Γραφές με τη λέξη «αποκρίνονταν». (Εξ 15:21· 1Σα 18:6, 7) Το συγκεκριμένο είδος υμνολογίας διαφαίνεται και από αυτόν καθαυτόν τον τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένοι μερικοί από τους ψαλμούς, όπως ο 136ος Ψαλμός. Η περιγραφή που έχουμε για τις δύο μεγάλες χορωδίες ευχαριστήριων ύμνων στην εποχή του Νεεμία, καθώς και για το ρόλο τους στην εγκαινίαση του τείχους της Ιερουσαλήμ, υποδηλώνει ότι έψαλαν με αυτόν τον τρόπο.—Νε 12:31, 38, 40-42· βλέπε ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ΥΜΝΟΣ.