ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ
Στη Βιβλική ιστορία μνημονεύονται αρκετές περιπτώσεις αιχμαλωσίας. (Αρ 21:29· 2Χρ 29:9· Ησ 46:2· Ιεζ 30:17, 18· Δα 11:33· Να 3:10· Απ 13:10· βλέπε ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ.) Ωστόσο, η λέξη «αιχμαλωσία» ως όρος αναφέρεται γενικά στη μεγάλη εξορία των Εβραίων από την Υποσχεμένη Γη τον όγδοο και τον έβδομο αιώνα Π.Κ.Χ., η οποία προκλήθηκε από την Ασσυριακή και τη Βαβυλωνιακή Παγκόσμια Δύναμη και η οποία αποκαλείται επίσης “η Εξορία” και “η εκτόπιση”.—Εσδ 3:8· 6:21· Ματ 1:17· βλέπε ΕΞΟΡΙΑ.
Ο Ιερεμίας, ο Ιεζεκιήλ και άλλοι προφήτες προειδοποίησαν για αυτή τη μεγάλη συμφορά με δηλώσεις όπως οι ακόλουθες: «Όποιος είναι για την αιχμαλωσία, στην αιχμαλωσία!» «Εσύ, Πασχώρ, καθώς και όλοι οι κάτοικοι του σπιτιού σου θα πάτε σε αιχμαλωσία· και στη Βαβυλώνα θα πας». «Αυτή η εξαγγελία υπάρχει εναντίον της Ιερουσαλήμ και όλου του οίκου του Ισραήλ . . . “Σε εξορία, σε αιχμαλωσία θα πάνε”». (Ιερ 15:2· 20:6· Ιεζ 12:10, 11) Αργότερα, σχετικά με την επιστροφή από τη βαβυλωνιακή αιχμαλωσία, ο Νεεμίας (7:6) αναφέρει: «Αυτοί είναι οι γιοι της διοικητικής περιφέρειας που ανέβηκαν από την αιχμαλωσία των εξορίστων, τους οποίους ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, είχε οδηγήσει σε εξορία και οι οποίοι αργότερα επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και στον Ιούδα».—Βλέπε επίσης Εσδ 2:1· 3:8· 8:35· Νε 1:2, 3· 8:17.
Η Ασσυρία φαίνεται πως ήταν η πρώτη που εισήγαγε την τακτική να ξεριζώνει και να απομακρύνει ολόκληρους πληθυσμούς από τις κωμοπόλεις της πατρίδας τους όταν τις καταλάμβανε και να εποικίζει την περιοχή με αιχμαλώτους από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας. Η Ασσυρία δεν εφάρμοσε αυτή την τακτική της εκτόπισης μόνο εναντίον των Εβραίων, διότι όταν η Δαμασκός, η πρωτεύουσα της Συρίας, καταλήφθηκε ύστερα από την ισοπεδωτική στρατιωτική επίθεση αυτής της δεύτερης παγκόσμιας δύναμης, ο λαός της εκτοπίστηκε στην Κιρ, όπως είχε προειπωθεί από τον προφήτη Αμώς. (2Βα 16:8, 9· Αμ 1:5) Αυτή η στρατηγική έφερνε διπλό αποτέλεσμα: αποθάρρυνε τους λίγους εναπομείναντες από το να αναλάβουν ανατρεπτική δράση, ενώ συγχρόνως τα γύρω έθνη, τα οποία μπορεί να διάκειντο φιλικά προς τους αιχμαλωτισμένους, ήταν λιγότερο πρόθυμα να παράσχουν βοήθεια και υποστήριξη στο καινούριο, ξένο στοιχείο που μεταφερόταν από μακρινά μέρη.
Τόσο για το βόρειο δεκάφυλο βασίλειο του Ισραήλ όσο και για το νότιο δίφυλο βασίλειο του Ιούδα, η βασική αιτία που οδήγησε στην αιχμαλωσία ήταν η ίδια: η εγκατάλειψη της αληθινής λατρείας του Ιεχωβά για χάρη της λατρείας ψεύτικων θεών. (Δευ 28:15, 62-68· 2Βα 17:7-18· 21:10-15) Ο Ιεχωβά, από την πλευρά του, έστελνε συνεχώς τους προφήτες του για να προειδοποιήσει και τα δύο βασίλεια, αλλά μάταια. (2Βα 17:13) Κανένας βασιλιάς του δεκάφυλου βασιλείου του Ισραήλ δεν προχώρησε ποτέ σε πλήρη εκκαθάριση της ψεύτικης λατρείας, την οποία καθιέρωσε ο πρώτος βασιλιάς του έθνους, ο Ιεροβοάμ. Ο Ιούδας, το αδελφικό του βασίλειο στο Ν, δεν έδωσε προσοχή ούτε στις άμεσες προειδοποιήσεις του Ιεχωβά ούτε στο παράδειγμα της αιχμαλωσίας την οποία είχε υποστεί ο Ισραήλ. (Ιερ 3:6-10) Τελικά, οι κάτοικοι και των δύο βασιλείων οδηγήθηκαν στην εξορία, ενώ το κάθε έθνος υπέστη περισσότερες από μία σημαντικές εκτοπίσεις.
Η Αρχή της Εξορίας. Ενόσω βασίλευε ο Φεκά του Ισραήλ στη Σαμάρεια (περ. 778-759 Π.Κ.Χ.), ήρθε εναντίον του Ισραήλ ο Ασσύριος Βασιλιάς Πουλ (Θεγλάθ-φελασάρ Γ΄), κατέλαβε ένα μεγάλο τμήμα στο Β και εκτόπισε τους κατοίκους στα ανατολικά μέρη της αυτοκρατορίας του. (2Βα 15:29) Αυτός ο ίδιος μονάρχης κατέλαβε επίσης εδάφη ανατολικά του Ιορδάνη και από αυτή την περιοχή «οδήγησε σε εξορία εκείνους τους Ρουβηνίτες και τους Γαδίτες και τη μισή φυλή του Μανασσή και τους πήγε στην Αλά και στη Χαβώρ και στην Αρά και στον ποταμό Γωζάν, όπου και παραμένουν μέχρι αυτή την ημέρα».—1Χρ 5:26.
Το 742 Π.Κ.Χ. ο ασσυριακός στρατός υπό τον Σαλμανασάρ Ε΄ πολιόρκησε τη Σαμάρεια. (2Βα 18:9, 10) Όταν η Σαμάρεια έπεσε το 740 Π.Κ.Χ., και το δεκάφυλο βασίλειο έφτασε στο τέλος του, οι κάτοικοί της οδηγήθηκαν σε εξορία «στην Αλά και στη Χαβώρ, που είναι στον ποταμό Γωζάν, και στις πόλεις των Μήδων». Αυτό έγινε επειδή, όπως λένε οι Γραφές, «δεν είχαν ακούσει τη φωνή του Ιεχωβά του Θεού τους, αλλά παραβίαζαν τη διαθήκη του, όλα όσα είχε διατάξει ο Μωυσής, ο υπηρέτης του Ιεχωβά. Ούτε άκουγαν ούτε εκτελούσαν».—2Βα 18:11, 12· 17:6· βλέπε ΣΑΡΓΩΝ.
Κατόπιν, μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν στις πόλεις της Σαμάρειας αιχμάλωτοι από πολλά και διάφορα μακρινά μέρη. «Στη συνέχεια ο βασιλιάς της Ασσυρίας έφερε ανθρώπους από τη Βαβυλώνα και τη Χουθά και την Αβά και την Αιμάθ και τη Σεφαρβαΐμ και τους έβαλε να κατοικήσουν στις πόλεις της Σαμάρειας στη θέση των γιων του Ισραήλ· και πήραν στην κατοχή τους τη Σαμάρεια και κατοίκησαν στις πόλεις της». (2Βα 17:24) Αυτό το ξένο στοιχείο έφερε μαζί του την ειδωλολατρική θρησκεία του. «Το κάθε έθνος έφτιαξε το δικό του θεό». Και επειδή δεν έδειξαν σεβασμό για τον Ιεχωβά, εκείνος «τους έστειλε λιοντάρια και αυτά τους σκότωναν». Τότε ο βασιλιάς της Ασσυρίας κανόνισε να επιστρέψει ένας από τους Ισραηλίτες ιερείς, ο οποίος «τους δίδαξε πώς όφειλαν να φοβούνται τον Ιεχωβά». Έτσι λοιπόν, όπως λέει η αφήγηση, «τον Ιεχωβά φοβούνταν, αλλά τους δικούς τους θεούς λάτρευαν, σύμφωνα με τη θρησκεία των εθνών από τα οποία τους είχαν πάρει και τους είχαν οδηγήσει σε εξορία».—2Βα 17:25-33.
Στον έναν αιώνα και πλέον που ακολούθησε την καταστροφή του βόρειου βασιλείου, άρχισαν και άλλες σημαντικές εξορίες. Προτού ο Σενναχειρείμ υποστεί ταπεινωτική ήττα από το χέρι του Θεού το 732 Π.Κ.Χ., επιτέθηκε σε διάφορες τοποθεσίες του Ιούδα. Στα χρονικά του ισχυρίζεται ότι αιχμαλώτισε 200.150 άτομα από πόλεις και φρούρια στην περιοχή του Ιούδα, αν και, κρίνοντας από το ύφος των χρονικών, αυτός ο αριθμός είναι μάλλον υπερβολικός. (2Βα 18:13) Τόσο ο διάδοχός του, ο Εσάρ-αδδών, όσο και ο επόμενος Ασσύριος μονάρχης, ο Ασεναφάρ (Ασσουρμπανιπάλ), μετέφεραν αιχμαλώτους σε ξένες περιοχές.—Εσδ 4:2, 10.
Το 628 Π.Κ.Χ., ο Φαραώ Νεχώ της Αιγύπτου έβαλε το γιο του Ιωσία, τον Ιωάχαζ του νότιου βασιλείου, σε δεσμά και τον μετέφερε αιχμάλωτο στην Αίγυπτο. (2Χρ 36:1-5) Αλλά οι πρώτοι αιχμάλωτοι από την Ιερουσαλήμ οδηγήθηκαν σε εξορία στη Βαβυλώνα το 617 Π.Κ.Χ., δέκα και πλέον χρόνια αργότερα. Ο Ναβουχοδονόσορ επιτέθηκε στη στασιαστική πόλη και εκτόπισε την ανώτερη τάξη του πληθυσμού, μεταξύ των οποίων τον Βασιλιά Ιωαχίν και τη μητέρα του, και άντρες όπως τον Ιεζεκιήλ, τον Δανιήλ, τον Ανανία, τον Μισαήλ και τον Αζαρία, μαζί με «τους άρχοντες και όλους τους γενναίους και κραταιούς άντρες—δέκα χιλιάδες οδήγησε σε εξορία—καθώς και κάθε τεχνίτη και κατασκευαστή προμαχώνων. Κανείς δεν απέμεινε πίσω εκτός από τους ασήμαντους του λαού . . . Τους αυλικούς . . . και τους κορυφαίους άντρες του τόπου τούς πήρε εξόριστους από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα. Όλους δε τους γενναίους άντρες—εφτά χιλιάδες—και τους τεχνίτες και τους κατασκευαστές προμαχώνων—χίλιους—όλους τους κραταιούς άντρες που ήταν ικανοί για πόλεμο ο βασιλιάς της Βαβυλώνας τούς έφερε εξόριστους στη Βαβυλώνα». Επίσης, πήρε μεγάλο μέρος από το θησαυρό του ναού. (2Βα 24:12-16· Εσθ 2:6· Ιεζ 1:1-3· Δα 1:2, 6) Ο θείος του Ιωαχίν, ο Σεδεκίας, έμεινε πίσω ως υποτελής βασιλιάς. Κάποιοι άλλοι σημαντικοί άνθρωποι, όπως ο προφήτης Ιερεμίας, παρέμειναν επίσης στην Ιερουσαλήμ. Αν λάβουμε υπόψη το μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που αναφέρει το εδάφιο 2 Βασιλέων 24:14, ο αριθμός 3.023 του εδαφίου Ιερεμίας 52:28 αντιστοιχεί προφανώς στα άτομα κάποιας κοινωνικής θέσης ή στις κεφαλές οικογενειών, μη περιλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών τους, που αριθμούσαν χιλιάδες.
Η οριστική κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Ναβουχοδονόσορα ολοκληρώθηκε το 607 Π.Κ.Χ., έπειτα από 18μηνη πολιορκία. (2Βα 25:1-4) Αυτή τη φορά η πόλη εκκενώθηκε από τους περισσότερους κατοίκους της. Σε μερικούς από τους ασήμαντους του τόπου επιτράπηκε να παραμείνουν «ως αμπελουργοί και ως εργάτες για υποχρεωτική εργασία» υπό τον Γεδαλία, ο οποίος διοικούσε ως κυβερνήτης από τη Μισπά. (Ιερ 52:16· 40:7-10· 2Βα 25:22) Σε εκείνους που οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα περιλαμβάνονταν “μερικοί . . . από τους ασήμαντους του λαού και τον υπόλοιπο λαό που απέμεινε στην πόλη και τους λιποτάκτες . . . και τους υπόλοιπους επιδέξιους τεχνίτες”. Η έκφραση «που απέμεινε στην πόλη» υποδηλώνει προφανώς ότι μεγάλος αριθμός ατόμων είχε πεθάνει από λιμοκτονία, από αρρώστιες ή από τη φωτιά, ή είχε σφαγιαστεί στον πόλεμο. (Ιερ 52:15· 2Βα 25:11) Οι γιοι του Σεδεκία, οι άρχοντες του Ιούδα, κάποιοι αυλικοί, ορισμένοι ιερείς και πολλοί άλλοι επιφανείς πολίτες θανατώθηκαν κατά διαταγή του βασιλιά της Βαβυλώνας. (2Βα 25:7, 18-21· Ιερ 52:10, 24-27) Σε όλα αυτά μπορεί να οφείλεται το γεγονός ότι ο αριθμός εκείνων που αναφέρεται τελικά ότι εξορίστηκαν είναι τόσο χαμηλός—μόνο 832 άτομα—αριθμός που πιθανώς αντιστοιχεί σε κεφαλές οίκων, χωρίς να περιλαμβάνει τις συζύγους και τα παιδιά τους.—Ιερ 52:29.
Περίπου δύο μήνες αργότερα, μετά τη δολοφονία του Γεδαλία, οι υπόλοιποι Ιουδαίοι που είχαν απομείνει στον Ιούδα διέφυγαν στην Αίγυπτο, παίρνοντας μαζί τους τον Ιερεμία και τον Βαρούχ. (2Βα 25:8-12, 25, 26· Ιερ 43:5-7) Μερικοί Ιουδαίοι μπορεί επίσης να διέφυγαν στα γύρω έθνη. Οι 745 αιχμάλωτοι—κεφαλές οίκων—οι οποίοι εξορίστηκαν πέντε χρόνια αργότερα, όταν ο Ναβουχοδονόσορ, ως το συμβολικό ρόπαλο του Ιεχωβά, συνέτριψε τα έθνη που συνόρευαν με τον Ιούδα, πάρθηκαν πιθανότατα μέσα από αυτά τα έθνη. (Ιερ 51:20· 52:30) Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι, πέντε χρόνια μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, ο Ναβουχοδονόσορ υπέταξε τον Αμμών και τον Μωάβ και στη συνέχεια κατέβηκε και πήρε εκδίκηση από την Αίγυπτο.—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Ι΄, 181, 182 (ix, 7).
Η κατάσταση της Ιερουσαλήμ ήταν διαφορετική από την κατάσταση άλλων κατακτημένων πόλεων όπως η Σαμάρεια, η οποία επανακατοικήθηκε από αιχμαλώτους που είχαν μεταφερθεί από άλλα μέρη της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας. Αντίθετα με τη συνήθη τακτική που εφάρμοζαν οι Βαβυλώνιοι στις πόλεις που κατακτούσαν, η Ιερουσαλήμ και τα περίχωρά της εκκενώθηκαν και αφέθηκαν έρημα, όπως ακριβώς είχε προκαθορίσει ο Ιεχωβά. Οι επικριτές της Αγίας Γραφής ίσως αμφισβητούν το ότι η άλλοτε ευημερούσα γη του Ιούδα έγινε ξαφνικά “ερημότοπος χωρίς να υπάρχει κάτοικος”, αλλά είναι γεγονός ότι δεν υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις ούτε κείμενα εκείνης της περιόδου που να αποδεικνύουν το αντίθετο. (Ιερ 9:11· 32:43) Ο αρχαιολόγος Τζ. Έρνεστ Ράιτ δηλώνει: «Η βία που σάρωσε τον Ιούδα γίνεται σαφής . . . από αρχαιολογικές έρευνες οι οποίες δείχνουν ότι η μια πόλη μετά την άλλη έπαψε να κατοικείται εκείνον τον καιρό, και μάλιστα πολλές δεν ξανακατοικήθηκαν ποτέ». (Βιβλική Αρχαιολογία [Biblical Archaeology], 1962, σ. 182) Ο Γουίλιαμ Φ. Όλμπραϊτ συμφωνεί: «Δεν υπάρχει ούτε μία γνωστή περίπτωση κωμόπολης του καθαυτό Ιούδα που να κατοικούνταν συνεχώς κατά την περίοδο της εξορίας».—Η Αρχαιολογία της Παλαιστίνης (The Archaeology of Palestine), 1971, σ. 142.
Η Κατάσταση των Εξορίστων. Η αιχμαλωσία θεωρούνταν γενικά περίοδος καταδυνάστευσης και δουλείας. Ο Ιεχωβά είπε ότι, αντί να δειχτεί έλεος στον Ισραήλ, «πάνω στον ηλικιωμένο έκανες [Βαβυλώνα] το ζυγό σου πολύ βαρύ». (Ησ 47:5, 6) Αναμφίβολα απαιτούνταν από αυτούς να καταβάλλουν κάποια ποσά (φόρους, τέλη, διόδια), ανάλογα με το τι παρήγαν ή εισέπρατταν, όπως ήταν επιβεβλημένο και στους άλλους αιχμαλώτους. Επίσης, το ίδιο το γεγονός ότι ο μεγάλος ναός του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ είχε απογυμνωθεί και καταστραφεί, ότι οι ιερείς του είχαν σκοτωθεί ή εξοριστεί και ότι όσοι ασκούσαν εκεί λατρεία είχαν αιχμαλωτιστεί και ήταν υποτελείς σε ξένη δύναμη συνιστούσε ασφαλώς κατάσταση καταδυνάστευσης.
Εντούτοις, το να βρεθεί κανείς εξόριστος σε ξένη γη δεν ήταν τόσο κακό όσο το να πουληθεί σε σκληρή παντοτινή δουλεία ή να εκτελεστεί με το σαδιστικό τρόπο που χαρακτήριζε τις ασσυριακές και τις βαβυλωνιακές κατακτήσεις. (Ησ 14:4-6· Ιερ 50:17) Φαίνεται πως οι εξόριστοι Ιουδαίοι απολάμβαναν κάποια ελευθερία κινήσεων και, μέχρις ενός βαθμού, διαχειρίζονταν τις εσωτερικές τους υποθέσεις οι ίδιοι. (Εσδ 8:1, 16, 17· Ιεζ 1:1· 14:1· 20:1) “Σε όλους τους εξορίστους, τους οποίους έκανε να πάνε εξορία από την Ιερουσαλήμ στη Βαβυλώνα”, ο Ιεχωβά είπε: «Χτίστε σπίτια και κατοικήστε, και φυτέψτε κήπους και φάτε τους καρπούς τους. Πάρτε γυναίκες και γίνετε πατέρες γιων και θυγατέρων· και πάρτε γυναίκες για τους γιους σας και δώστε τις κόρες σας σε άντρες, για να γεννήσουν γιους και κόρες· και πληθυνθείτε εκεί και μη λιγοστέψετε. Επίσης, να επιζητείτε την ειρήνη της πόλης στην οποία σας έκανα να πάτε εξορία, και να προσεύχεστε για χάρη της στον Ιεχωβά, γιατί στην ειρήνη της θα υπάρχει ειρήνη και για εσάς». (Ιερ 29:4-7) Μερικοί από αυτούς έγιναν επιδέξιοι σε διάφορες τέχνες που αποδείχτηκαν χρήσιμες μετά το τέλος της εξορίας. (Νε 3:8, 31, 32) Απέκτησαν ειδικότητα στις επιχειρήσεις και στο γενικό εμπόριο. Πολλά Ιουδαϊκά ονόματα βρέθηκαν σε επαγγελματικά έγγραφα. Ως αποτέλεσμα αυτών των εμπορικών συναλλαγών και των κοινωνικών επαφών με μη Ιουδαίους, η εβραϊκή γλώσσα δέχτηκε επιρροές από την αραμαϊκή.
Η περίοδος της αιχμαλωσίας, που για μερικούς έφτασε τα 80 χρόνια, επηρέασε, όπως ήταν φυσικό, τη συλλογική απόδοση λατρείας στον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά. Χωρίς ναό, χωρίς θυσιαστήριο και χωρίς οργανωμένο ιερατείο, δεν ήταν δυνατή η προσφορά των καθημερινών θυσιών. Ωστόσο, η συνήθεια της περιτομής, η αποχή από ακάθαρτες τροφές, η τήρηση του Σαββάτου και η εμμονή στην προσευχή ήταν πράγματα που μπορούσαν να τηρήσουν οι πιστοί, παρά την περιφρόνηση και το χλευασμό των άλλων. Η “ακατάπαυστη υπηρεσία” που απέδιδε ο αιχμάλωτος Δανιήλ στον Θεό του ήταν πασίγνωστη στον Βασιλιά Δαρείο και σε άλλους. Ακόμη και όταν επικυρώθηκε ένα διάταγμα το οποίο απαγόρευε, επί ποινή θανάτου, το να απευθύνει κάποιος αίτημα σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από το βασιλιά, «τρεις φορές την ημέρα [ο Δανιήλ] έπεφτε στα γόνατά του και προσευχόταν και πρόσφερε αίνο ενώπιον του Θεού του, όπως έκανε τακτικά και προηγουμένως». (Δα 6:4-23) Τέτοιου είδους πιστότητα στην περιορισμένη λατρεία που απέδιδαν βοήθησε να μη χάσουν αυτοί οι εξόριστοι την εθνική τους ταυτότητα. Μπορούσαν επίσης να ωφεληθούν από την αντίθεση που παρατηρούσαν ανάμεσα στην αγνή απλότητα της λατρείας του Ιεχωβά και στον κραυγαλέο ειδωλολατρικό υλισμό της Βαβυλώνας. Και οπωσδήποτε, ωφελούνταν από την παρουσία των προφητών του Ιεχωβά, του Ιεζεκιήλ και του Δανιήλ.—Ιεζ 8:1· Δα 1:6· 10:1, 2.
Καθώς ο θεσμός της τοπικής συναγωγής εδραιωνόταν ανάμεσα στους Ιουδαίους, γινόταν επιτακτικότερη και η ανάγκη για αντίγραφα των Γραφών στις κοινότητες των Ιουδαίων εξορίστων σε όλη τη Μηδία, την Περσία και τη Βαβυλωνία. Ο Έσδρας ήταν γνωστός ως «επιδέξιος αντιγραφέας όσον αφορά το νόμο του Μωυσή», πράγμα που δείχνει ότι είχαν φέρει από τον Ιούδα αντίγραφα του Νόμου του Ιεχωβά, τα οποία συνέχιζαν να αντιγράφουν. (Εσδ 7:6) Αναμφισβήτητα, αυτοί οι πολύτιμοι ρόλοι των παλαιότερων γενεών περιλάμβαναν το βιβλίο των Ψαλμών, πιθανόν δε ο 137ος Ψαλμός και ίσως και ο 126ος Ψαλμός να συντέθηκαν στη διάρκεια της αιχμαλωσίας ή λίγο αργότερα. Οι έξι λεγόμενοι Ψαλμοί Χαλλέλ (113 ως 118) ψέλνονταν στις μεγάλες γιορτές του Πάσχα μετά την επιστροφή του υπολοίπου από τη Βαβυλώνα.
Η Αποκατάσταση και η Διασπορά. Η τακτική της μη επιστροφής που εφάρμοζε η Βαβυλώνα δεν άφηνε καμιά ελπίδα για απελευθέρωση από την αιχμαλωσία. Η Αίγυπτος, στην οποία απέβλεπε κάποτε για βοήθεια ο Ισραήλ, δεν ήταν σε θέση να συνδράμει από στρατιωτική ή από άλλη άποψη, ενώ τα άλλα έθνη ήταν εξίσου ανήμπορα, αν όχι εντελώς εχθρικά προς τους Ιουδαίους. Μόνο οι προφητικές υποσχέσεις του Ιεχωβά εμπεριείχαν βάση για ελπίδα. Αιώνες νωρίτερα, ο Μωυσής και ο Σολομών είχαν μιλήσει για την αποκατάσταση που θα ακολουθούσε την αιχμαλωσία. (Δευ 30:1-5· 1Βα 8:46-53) Άλλοι προφήτες επίσης παρείχαν διαβεβαίωση για απελευθέρωση από την εξορία. (Ιερ 30:10· 46:27· Ιεζ 39:25-27· Αμ 9:13-15· Σοφ 2:7· 3:20) Ο Ησαΐας, στα τελευταία 18 κεφάλαια (49-66) της προφητείας του, ανέπτυξε αυτό το θέμα της αποκατάστασης καταλήγοντας σε ένα συγκλονιστικό αποκορύφωμα. Οι προβλέψεις όμως των ψευδοπροφητών ότι η απελευθέρωση θα ερχόταν νωρίτερα αποδείχτηκαν εσφαλμένες, και όσοι εμπιστεύτηκαν σε αυτούς απογοητεύτηκαν οικτρά.—Ιερ 28:1-17.
Ο πιστός Ιερεμίας αποδείχτηκε ότι ήταν αυτός που καθόρισε σωστά πως η ερήμωση της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα θα διαρκούσε 70 χρόνια, έπειτα από τα οποία θα ερχόταν η αποκατάσταση. (Ιερ 25:11, 12· 29:10-14· 30:3, 18) Αναφορικά με αυτό, ο Δανιήλ, στο πρώτο έτος του Δαρείου του Μήδου, “διέκρινε από τα βιβλία τον αριθμό των χρόνων σχετικά με τα οποία είχε έρθει ο λόγος του Ιεχωβά στον Ιερεμία τον προφήτη για τη συμπλήρωση των ερημώσεων της Ιερουσαλήμ, δηλαδή εβδομήντα χρόνια”.—Δα 9:1, 2.
Πόσοι εξόριστοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλώνα το 537 Π.Κ.Χ.;
Στις αρχές του 537 Π.Κ.Χ., ο Πέρσης Βασιλιάς Κύρος Β΄ εξέδωσε ένα διάταγμα το οποίο επέτρεπε στους αιχμαλώτους να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ και να ανοικοδομήσουν το ναό. (2Χρ 36:20, 21· Εσδ 1:1-4) Σύντομα άρχισαν οι προετοιμασίες. Υπό την κατεύθυνση του Κυβερνήτη Ζοροβάβελ και του Αρχιερέα Ιησού, «οι γιοι της Εξορίας» (Εσδ 4:1), οι οποίοι αριθμούσαν 42.360 άντρες καθώς και 7.537 δούλους και τραγουδιστές, έκαναν αυτό το ταξίδι διάρκειας περίπου τεσσάρων μηνών. Μια υποσημείωση στην έκτη έκδοση της μετάφρασης της Αγίας Γραφής από τον Ισαάκ Λίσερ αναφέρει ότι ο συνολικός αριθμός έφτανε περίπου τα 200.000 άτομα, μαζί με τα γυναικόπαιδα. Τον έβδομο μήνα, το φθινόπωρο, είχαν ήδη εγκατασταθεί στις πόλεις τους. (Εσδ 1:5–3:1) Με θεϊκή πρόνοια, η βασιλική γραμμή του Δαβίδ η οποία οδηγούσε στον Χριστό είχε διατηρηθεί μέσω του Ιωαχίν (Ιεχονία) και του Ζοροβάβελ. Επίσης, η γραμμή των Λευιτών αρχιερέων συνέχισε αδιάσπαστη μέσω του Ιωσεδέκ και κατόπιν μέσω του γιου του, του Ιησού.—Ματ 1:11-16· 1Χρ 6:15· Εσδ 3:2, 8.
Αργότερα επέστρεψαν στην Παλαιστίνη και άλλοι αιχμάλωτοι. Το 468 Π.Κ.Χ., συνόδευσαν τον Έσδρα πάνω από 1.750 άτομα, αριθμός που περιλαμβάνει προφανώς μόνο τους ενήλικους άρρενες. (Εσδ 7:1–8:32) Λίγα χρόνια αργότερα, ο Νεεμίας έκανε τουλάχιστον δύο ταξίδια από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ, αλλά δεν αποκαλύπτεται πόσοι Ιουδαίοι επέστρεψαν μαζί του.—Νε 2:5, 6, 11· 13:6, 7.
Η αιχμαλωσία τερμάτισε το διαχωρισμό μεταξύ του Ιούδα και του Ισραήλ. Οι κατακτητές δεν έκαναν διακρίσεις ως προς τη φυλετική προέλευση όταν εκτόπιζαν τους εξορίστους. «Οι γιοι του Ισραήλ και οι γιοι του Ιούδα καταδυναστεύονται μαζί», παρατήρησε ο Ιεχωβά. (Ιερ 50:33) Όταν η πρώτη ομάδα επέστρεψε το 537 Π.Κ.Χ., υπήρχαν σε αυτήν εκπρόσωποι όλων των φυλών του Ισραήλ. Αργότερα, όταν ολοκληρώθηκε η ανοικοδόμηση του ναού, προσφέρθηκαν ως θυσία 12 τράγοι, «σύμφωνα με τον αριθμό των φυλών του Ισραήλ». (Εσδ 6:16, 17) Αυτού του είδους η επανένωση μετά την αιχμαλωσία είχε υποδειχτεί προφητικά. Για παράδειγμα, ο Ιεχωβά υποσχέθηκε να “επαναφέρει τον Ισραήλ”. (Ιερ 50:19) Επίσης, ο Ιεχωβά είπε: «Θα επαναφέρω τους αιχμάλωτους του Ιούδα και τους αιχμάλωτους του Ισραήλ, και θα τους οικοδομήσω όπως ήταν στην αρχή». (Ιερ 33:7) Η παραβολή του Ιεζεκιήλ, στην οποία τα δύο ραβδιά έγιναν ένα (37:15-28), έδειχνε ότι τα δύο βασίλεια θα γίνονταν ξανά ένα έθνος. Ο Ησαΐας προείπε ότι ο Ιησούς Χριστός θα γινόταν πέτρα προσκόμματος «και για τους δύο οίκους του Ισραήλ», πράγμα που δεν μπορούσε να σημαίνει ότι ο Ιησούς ή οι 12 τους οποίους απέστειλε, κατά την τρίτη περιοδεία του στη Γαλιλαία, θα έπρεπε να επισκεφτούν οικισμούς στη μακρινή Μηδία για να κηρύξουν σε απογόνους των Ισραηλιτών του βόρειου βασιλείου. (Ησ 8:14· Ματ 10:5, 6· 1Πε 2:8) Η προφήτισσα Άννα, που βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ όταν γεννήθηκε ο Ιησούς, ήταν από τη φυλή του Ασήρ, η οποία ανήκε παλιά στο βόρειο βασίλειο.—Λου 2:36.
Δεν επέστρεψαν όλοι οι Ιουδαίοι στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ, παρά μόνο «ένα υπόλοιπο». (Ησ 10:21, 22) Από τους επαναπατριζόμενους, ελάχιστοι είχαν δει τον αρχικό ναό. Τα γηρατειά απέτρεψαν πολλούς από το να διακινδυνεύσουν τις κακουχίες του ταξιδιού. Άλλοι, οι οποίοι από την άποψη της φυσικής κατάστασης θα μπορούσαν να κάνουν το ταξίδι, επέλεξαν να μείνουν πίσω. Χωρίς αμφιβολία, με τα χρόνια, πολλοί είχαν επιτύχει οικονομικά μέχρις ενός σημείου και τους αρκούσε να παραμείνουν εκεί που βρίσκονταν. Όσοι δεν έβαζαν την ανοικοδόμηση του ναού του Ιεχωβά στην πρώτη θέση στη ζωή τους δεν ήταν διατεθειμένοι να κάνουν αυτό το επικίνδυνο ταξίδι, μετά το οποίο τους περίμενε ένα αβέβαιο μέλλον. Και, φυσικά, όσοι είχαν αποστατήσει δεν είχαν κανέναν λόγο να θέλουν να επιστρέψουν.
Αυτό σημαίνει ότι μέρος του Ιουδαϊκού λαού παρέμεινε διασκορπισμένο και τελικά έγινε γνωστό ως η Διασπορά. Τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ., υπήρχαν κοινότητες Ιουδαίων και στις 127 διοικητικές περιφέρειες της Περσικής Αυτοκρατορίας. (Εσθ 1:1· 3:8) Ακόμη και κάποιοι απόγονοι των εξορίστων εξακολουθούσαν να ανέρχονται σε υψηλά κυβερνητικά αξιώματα—για παράδειγμα, ο Μαροδοχαίος και η Εσθήρ υπό τον Πέρση βασιλιά Ασσουήρη (Ξέρξη Α΄) και ο Νεεμίας ως βασιλικός οινοχόος του Αρταξέρξη του Μακρόχειρα. (Εσθ 9:29-31· 10:2, 3· Νε 1:11) Όταν ο Έσδρας συνέτασσε τα Χρονικά, έγραψε ότι πολλοί από τους διεσπαρμένους σε διάφορες ανατολικές πόλεις «παραμένουν μέχρι αυτή την ημέρα» (περ. 460 Π.Κ.Χ.). (1Χρ 5:26) Με την άνοδο της Ελληνικής Αυτοκρατορίας, κάποιοι Ιουδαίοι μεταφέρθηκαν από τον Μέγα Αλέξανδρο στη νέα πόλη που ίδρυσε στην Αίγυπτο, την Αλεξάνδρεια, όπου έμαθαν την ελληνική. Τον τρίτο αιώνα Π.Κ.Χ. άρχισαν να μεταφράζονται εκεί οι Εβραϊκές Γραφές στην ελληνική και ήρθε σε ύπαρξη η Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Οι πόλεμοι μεταξύ Συρίας και Αιγύπτου είχαν ως αποτέλεσμα να μεταφερθούν πολλοί Ιουδαίοι στη Μικρά Ασία και στην Αίγυπτο αντίστοιχα. Όταν ο Πομπήιος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ το 63 Π.Κ.Χ., πήρε στη Ρώμη Ιουδαίους ως δούλους.
Η μεγάλη διασπορά των Ιουδαίων σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ένας παράγοντας που συντέλεσε στη ραγδαία εξάπλωση της Χριστιανοσύνης. Ο Ιησούς Χριστός περιόρισε το κήρυγμά του στη γη του Ισραήλ, αλλά πρόσταξε τους ακολούθους του να πάνε μακρύτερα και να επεκτείνουν τη διακονία τους «ως το πιο απομακρυσμένο μέρος της γης». (Πρ 1:8) Ιουδαίοι από διάφορα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή της Πεντηκοστής το 33 Κ.Χ. και άκουσαν τους γεννημένους από το πνεύμα Χριστιανούς να κηρύττουν για τον Ιησού στις γλώσσες της Παρθίας, της Μηδίας, του Ελάμ, της Μεσοποταμίας, της Καππαδοκίας, του Πόντου, της περιφέρειας της Ασίας, της Φρυγίας, της Παμφυλίας, της Αιγύπτου, της Λιβύης, της Κρήτης, της Αραβίας και της Ρώμης. Χιλιάδες άτομα, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους, πήραν μαζί τους τη νέα τους πίστη. (Πρ 2:1-11) Στις περισσότερες από τις πόλεις που επισκέφτηκε ο Παύλος, βρήκε συναγωγές όπου μπορούσε να μιλήσει εύκολα στους Ιουδαίους της Διασποράς. Στα Λύστρα γνώρισε τον Τιμόθεο, του οποίου η μητέρα ήταν Ιουδαία. Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα είχαν φτάσει πρόσφατα στην Κόρινθο από τη Ρώμη όταν ο Παύλος πήγε εκεί, περίπου το 50 Κ.Χ. (Πρ 13:14· 14:1· 16:1· 17:1, 2· 18:1, 2, 7· 19:8) Στη Βαβυλώνα και στα περίχωρά της υπήρχε μεγάλος αριθμός Ιουδαίων, οπότε θεωρήθηκε ότι άξιζε να πάει ο Πέτρος εκεί για να συνεχίσει τη διακονία του ανάμεσα «στους περιτμημένους». (Γα 2:8· 1Πε 5:13) Αυτή η Ιουδαϊκή κοινότητα στην περιοχή της Βαβυλώνας συνέχισε να είναι το πιο σημαντικό κέντρο του Ιουδαϊσμού για αρκετά μεγάλο διάστημα μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ.