ΕΣΔΡΑΣ
(Έσδρας) [Βοήθεια].
1. Ααρωνικός ιερέας, απόγονος του Ελεάζαρ και του Φινεές. Ήταν λόγιος, πεπειραμένος αντιγραφέας και δάσκαλος του Νόμου, γνώστης τόσο της εβραϊκής όσο και της αραμαϊκής γλώσσας. Ο Έσδρας είχε γνήσιο ζήλο για την αγνή λατρεία και «είχε ετοιμάσει την καρδιά του ώστε να συμβουλεύεται το νόμο του Ιεχωβά και να τον εκτελεί και να διδάσκει στον Ισραήλ διάταξη και δικαιοσύνη». (Εσδ 7:1-6, 10) Εκτός από το ομώνυμο βιβλίο του, ο Έσδρας φαίνεται ότι έγραψε και τα δύο βιβλία των Χρονικών, η δε Ιουδαϊκή παράδοση τον αναγνωρίζει ως τον πρώτο που άρχισε να συλλέγει και να καταχωρίζει τα βιβλία των Εβραϊκών Γραφών. Επιπλέον, ο Έσδρας ήταν εξαίρετος ερευνητής, δεδομένου ότι αναφέρει 20 περίπου πηγές πληροφοριών στα δύο βιβλία των Χρονικών. Εφόσον πολλοί από τους Ιουδαίους ήταν διασκορπισμένοι σε πολλά και μακρινά μέρη την εποχή του Έσδρα, χρειαζόταν να γίνουν πολυάριθμα αντίγραφα των Εβραϊκών Γραφών, και πιθανώς ο Έσδρας υπήρξε πρωτοπόρος σε αυτό το έργο.
Δεν υπάρχουν λεπτομέρειες στην Αγία Γραφή για τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ζούσε στη Βαβυλώνα και καταγόταν από οικογένεια αρχιερέων, αλλά όχι από το συγκεκριμένο κλάδο που κατείχε το αρχιερατικό αξίωμα αμέσως μετά την επιστροφή από την εξορία το 537 Π.Κ.Χ. Ο τελευταίος πρόγονος του Έσδρα με αυτό το αξίωμα ήταν ο Σεραΐας, ο οποίος ήταν αρχιερέας στις ημέρες του Βασιλιά Σεδεκία του Ιούδα. Αυτός ο Σεραΐας είχε θανατωθεί από τον Ναβουχοδονόσορα όταν κατακτήθηκε η Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ. (Εσδ 7:1, 6· 2Βα 25:18, 21) Στη Βαβυλώνα οι Ιουδαίοι συνέχισαν να τρέφουν σεβασμό για το ιερατείο, γι’ αυτό και οι ιερατικές οικογένειες διατήρησαν την ταυτότητά τους. Επιπλέον, η οργανωμένη Ιουδαϊκή κοινότητα, με τους πρεσβυτέρους ως κεφαλές, εξακολούθησε να λειτουργεί. (Ιεζ 20:1) Η οικογένεια του Έσδρα πιθανώς ενδιαφερόταν να αποκτήσει ο Έσδρας γνώση του νόμου του Θεού, αλλά παρόμοιο ενδιαφέρον είχε και ο ίδιος. Γι’ αυτό και η μόρφωσή του ήταν πολύ καλή.
Αν, όπως πιστεύουν μερικοί λόγιοι, δεν ήταν δυνατόν να γίνει κάποιος γραμματέας πριν από το 30ό έτος της ηλικίας του, ο Έσδρας ίσως ήταν μεγαλύτερος από 30 χρονών το 468 Π.Κ.Χ., όταν πήγε στην Ιερουσαλήμ. Χωρίς αμφιβολία, θα είχε ζήσει και στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ασσουήρη, την εποχή του Μαροδοχαίου και της Εσθήρ, όταν είχε βγει το διάταγμα να εξολοθρευτούν οι Ιουδαίοι σε όλη την Περσική Αυτοκρατορία. Εφόσον πολλοί Ιουδαίοι ζούσαν στη Βαβυλώνα, αυτή η εθνική κρίση θα πρέπει να εντυπώθηκε ανεξίτηλα στον Έσδρα, γεγονός που ενίσχυσε την πίστη του στο ότι ο Ιεχωβά φροντίζει το λαό του και τον ελευθερώνει, και επίσης τον εκπαίδευσε και τον βοήθησε να αποκτήσει πιο ώριμη κρίση και περισσότερες ικανότητες ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στο μεγάλο έργο που του ανατέθηκε αργότερα.—Εσθ 1:1· 3:7, 12, 13· 8:9· 9:1.
Προς την Ιερουσαλήμ. Ήταν το έτος 468 Π.Κ.Χ., 69 χρόνια έπειτα από την επιστροφή του πιστού Ιουδαϊκού υπολοίπου από τη Βαβυλώνα υπό την ηγεσία του Ζοροβάβελ, όταν ο Πέρσης βασιλιάς Αρταξέρξης ο Μακρόχειρας έκανε δεκτά «όλα όσα ζήτησε» ο Έσδρας για να μπορέσει να πάει στην Ιερουσαλήμ και να προωθήσει την αγνή λατρεία εκεί. Σύμφωνα με επίσημη επιστολή του βασιλιά, όσοι Ισραηλίτες επιθυμούσαν αυτοπροαίρετα να πάνε με τον Έσδρα στην Ιερουσαλήμ μπορούσαν να τον συνοδεύσουν.—Εσδ 7:1, 6, 12, 13.
Ακόμη και στις ημέρες του Έσδρα, γιατί χρειάζονταν ισχυρή πίστη οι Ιουδαίοι που έφυγαν από τη Βαβυλώνα;
Πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν γίνει ευκατάστατοι στη Βαβυλώνα, ενώ η Ιερουσαλήμ δεν πρόσφερε λαμπρές προοπτικές από υλική άποψη. Η Ιερουσαλήμ ήταν αραιοκατοικημένη. Το καλό ξεκίνημα που είχαν κάνει οι Ιουδαίοι υπό τον Ζοροβάβελ φαίνεται ότι είχε εκφυλιστεί. Ένας σχολιαστής, ο Ντιν Στάνλεϊ, αναφέρει: «Η Ιερουσαλήμ είχε ελάχιστους κατοίκους και προφανώς δεν συνέχιζε να εξελίσσεται σύμφωνα με τις προοπτικές που είχε την εποχή των πρώτων επαναπατρισθέντων. . . . Είναι βέβαιο ότι, είτε επειδή η αρχική ανάπτυξη είχε τα τρωτά της είτε εξαιτίας κάποιας νέας επιδρομής από τις γειτονικές φυλές για την οποία δεν έχουμε σαφή στοιχεία, τα τείχη της Ιερουσαλήμ ήταν ακόμη ημιτελή. Είχαν τεράστια κενά στα σημεία όπου οι πύλες είχαν καεί και δεν είχαν επισκευαστεί. Οι πλαγιές στους βραχώδεις λόφους της ήταν γεμάτες από τα ερείπια των τειχών. Ο Ναός, μολονότι είχε ολοκληρωθεί, εξακολουθούσε να έχει ελάχιστο εξοπλισμό και ανεπαρκή σκεύη». (Έσδρας και Νεεμίας: Η Ζωή τους και η Εποχή Τους [Ezra and Nehemiah: Their Lives and Times], του Τζορτζ Ρόλινσον, Λονδίνο, 1890, σ. 21, 22) Επιστρέφοντας, λοιπόν, κάποιος στην Ιερουσαλήμ έχανε την κοινωνική του θέση, διέκοπτε τις επαφές του, απαρνιόταν μια λίγο ως πολύ άνετη ζωή και έπρεπε να ξαναφτιάξει τη ζωή του σε μια μακρινή χώρα κάτω από σκληρές, δύσκολες και ενδεχομένως επικίνδυνες περιστάσεις—για να μην αναφέρουμε το μακρινό και επισφαλές ταξίδι, αφού ήταν πιθανό να συναντήσει κανείς στη διαδρομή πολλές εχθρικές αραβικές φυλές και άλλους μη φιλικούς λαούς. Απαιτούνταν ζήλος για την αληθινή λατρεία, πίστη στον Ιεχωβά και θάρρος για να κάνει κάποιος αυτό το βήμα. Μόνο 1.500 περίπου άντρες μαζί με τις οικογένειές τους προθυμοποιήθηκαν και μπόρεσαν να επιστρέψουν, ίσως γύρω στους 6.000 συνολικά. Ο Έσδρας είχε δύσκολο έργο ως αρχηγός τους. Αλλά η προηγούμενη πορεία της ζωής του τον είχε προετοιμάσει, και έτσι ο Έσδρας ενίσχυσε τον εαυτό του σύμφωνα με το χέρι του Ιεχωβά το οποίο ήταν πάνω του.—Εσδ 7:10, 28· 8:1-14.
Ο Ιεχωβά Θεός προμήθευσε υλική βοήθεια η οποία ήταν πολύ απαραίτητη, γιατί η οικονομική κατάσταση στην Ιερουσαλήμ δεν ήταν καλή και οι πόροι εκείνων που θα ταξίδευαν με τον Έσδρα ήταν περιορισμένοι. Ο Βασιλιάς Αρταξέρξης και οι εφτά σύμβουλοί του υποκινήθηκαν να συνεισφέρουν εθελοντικά για να αγοραστούν τα ζώα που θα προσφέρονταν ως θυσία καθώς και οι προσφορές σιτηρών και οι σπονδές για αυτά. Επιπλέον, ο Έσδρας εξουσιοδοτήθηκε να λάβει συνεισφορές για τον ίδιο σκοπό από τη διοικητική περιφέρεια της Βαβυλώνας. Αν περίσσευαν κάποια χρήματα από τις συνεισφορές, ο Έσδρας και όσοι ήταν μαζί του μπορούσαν να αποφασίσουν πώς θα χρησιμοποιούνταν αυτά με τον καλύτερο τρόπο. Τα σκεύη για την υπηρεσία του ναού θα έπρεπε να παραδοθούν όλα στην Ιερουσαλήμ. Αν υπήρχε ανάγκη και για άλλα χρήματα, θα μπορούσαν να τα πάρουν από το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά. Οι θησαυροφύλακες που ήταν πέρα από τον Ποταμό ενημερώθηκαν ότι ο Έσδρας μπορούσε να τους ζητήσει ασήμι, σιτάρι, κρασί και λάδι μέχρι κάποια ορισμένη ποσότητα και αλάτι σε απεριόριστη ποσότητα, και ότι θα έπρεπε να του δώσουν αμέσως ό,τι τους ζητούσε. Επιπρόσθετα, οι ιερείς και όσοι εργάζονταν στο ναό εξαιρέθηκαν από τη φορολογία. Επιπλέον, ο Έσδρας εξουσιοδοτήθηκε να διορίσει δικαστές και κριτές, και θα έπρεπε να εκτελείται κρίση εναντίον όποιου δεν υπάκουε στο νόμο του Θεού και στο νόμο του βασιλιά, «είτε για θάνατο είτε για εκτόπιση είτε για χρηματικό πρόστιμο είτε για φυλάκιση».—Εσδ 7:11-26.
Αναγνωρίζοντας την κατεύθυνση του Ιεχωβά σε όλα αυτά, ο Έσδρας προχώρησε αμέσως στην αποστολή του. Συγκέντρωσε τους Ισραηλίτες στις όχθες του ποταμού Ααβά όπου επιθεώρησε επί τρεις ημέρες το λαό. Εκεί ανακάλυψε πως, παρότι υπήρχαν μεταξύ τους μερικοί ιερείς, δεν είχε προθυμοποιηθεί να τους συνοδεύσει κανένας Λευίτης που δεν ήταν ιερέας, αν και υπήρχε πολύ μεγάλη ανάγκη για υπηρεσία στο ναό. Ο Έσδρας επέδειξε τότε τις ηγετικές του ικανότητες. Χωρίς να πτοηθεί από την κατάσταση, έστειλε αμέσως επίσημους εκπροσώπους στους Ιουδαίους ενός τόπου ονομαζόμενου Κασιφία. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν ευνοϊκά, με αποτέλεσμα να έρθουν 38 Λευίτες και 220 Νεθινίμ. Με αυτούς και τις οικογένειές τους, το σύνολο όσων συνόδευαν τον Έσδρα ανήλθε χωρίς αμφιβολία στους 7.000 και πλέον.—Εσδ 7:27, 28· 8:15-20.
Ο Έσδρας κήρυξε κατόπιν νηστεία για να ζητήσει από τον Ιεχωβά να τους υποδείξει τον ορθό δρόμο. Παρότι το καραβάνι του θα μετέφερε πολλά πλούτη, ο Έσδρας δεν θέλησε να αμαυρώσει έστω και στο ελάχιστο το όνομα του Ιεχωβά ζητώντας συνοδεία, εφόσον είχε ήδη εκφράσει στο βασιλιά την ακράδαντη πεποίθησή του ότι ο Ιεχωβά θα προστάτευε τους υπηρέτες του. Αφού ικέτευσε τον Θεό, κάλεσε 12 από τους αρχηγούς των ιερέων, τους ζύγισε προσεκτικά τη συνεισφορά, η οποία σύμφωνα με τις σημερινές τιμές φαίνεται ότι άξιζε $43.000.000 και πλέον, και την ανέθεσε στη φροντίδα τους.—Εσδ 8:21-30.
Το χέρι του Ιεχωβά αποδείχτηκε πράγματι ότι ήταν μαζί με τον Έσδρα και με εκείνους που τον συνόδευαν προστατεύοντάς τους από “τον εχθρό στο δρόμο”, ώστε έφτασαν με ασφάλεια στην Ιερουσαλήμ. (Εσδ 8:22) Οι ιερείς και οι Λευίτες που υπηρετούσαν στο ναό αναγνώρισαν χωρίς κανένα πρόβλημα την εξουσία του Έσδρα και εκείνος παρέδωσε σε αυτούς τα πολύτιμα πράγματα που είχε φέρει μαζί του.—Εσδ 8:31-34.
Προτρέπει τον Ισραήλ να Αποπέμψει τις Αλλοεθνείς Συζύγους. Έπειτα από την προσφορά θυσιών στο ναό, ο Έσδρας έμαθε από τους άρχοντες ότι πολλοί από το λαό, τους ιερείς και τους Λευίτες που ζούσαν στη χώρα είχαν πάρει αλλοεθνείς συζύγους. Όταν το άκουσε αυτό, έσκισε το ένδυμά του και το αμάνικο πανωφόρι του, ξερίζωσε τρίχες από το κεφάλι του και από τη γενειάδα του και κάθησε αποσβολωμένος μέχρι τη βραδινή προσφορά σιτηρών. Κατόπιν, πέφτοντας στα γόνατά του και απλώνοντας τις παλάμες του προς τον Ιεχωβά, ομολόγησε δημόσια ενώπιον ορισμένων συναγμένων Ισραηλιτών τις αμαρτίες του λαού του, αρχίζοντας από τις ημέρες των προπατόρων τους.—Εσδ 8:35–10:1.
Στη συνέχεια, ο Σεχανίας, μιλώντας εκ μέρους του λαού, συνέστησε να συνάψουν διαθήκη με τον Ιεχωβά ότι θα απέπεμπαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους και τα παιδιά που είχαν γεννήσει εκείνες, και κατόπιν είπε στον Έσδρα: «Σήκω, γιατί εσύ έχεις την ευθύνη του ζητήματος, και εμείς είμαστε μαζί σου. Να είσαι ισχυρός και να αναλάβεις δράση». Έτσι λοιπόν, ο Έσδρας έβαλε το λαό να ορκιστεί και στάλθηκε μήνυμα σε όλους τους πρώην εξορίστους να συγκεντρωθούν μέσα σε τρεις ημέρες στην Ιερουσαλήμ για να διορθώσουν το κακό. Σε εκείνη την περίπτωση, ο Έσδρας πρότρεψε το συναγμένο λαό να εξομολογηθεί στον Ιεχωβά και να αποχωριστεί από τις αλλοεθνείς συζύγους. Ωστόσο, επειδή στην παράβαση αυτή περιλαμβανόταν μεγάλος αριθμός του λαού, δεν ήταν δυνατόν να τακτοποιήσουν εντελώς το ζήτημα αμέσως και επί τόπου, αλλά η ακαθαρσία καθαρίστηκε σταδιακά, σε διάστημα τριών περίπου μηνών.—Εσδ 10:2-17.
Με τον Νεεμία. Το αν παρέμεινε ο Έσδρας στην Ιερουσαλήμ ή επέστρεψε στη Βαβυλώνα δεν είναι βέβαιο. Αλλά οι άσχημες συνθήκες στις οποίες περιήλθε η πόλη και η διαφθορά που μόλυνε το ιερατείο φαίνεται να υποδηλώνουν την απουσία του. Πιθανόν να τον κάλεσε ο Νεεμίας να επιστρέψει μετά την ανοικοδόμηση των τειχών της Ιερουσαλήμ. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, τον βλέπουμε και πάλι στο προσκήνιο, καθώς εμφανίζεται να διαβάζει το Νόμο στο συναθροισμένο λαό και να τους διδάσκει. Τη δεύτερη ημέρα εκείνης της συνέλευσης οι κεφαλές του λαού κάνουν μια ειδική συνάθροιση με τον Έσδρα ώστε να αποκτήσουν ενόραση στο Νόμο. Η Γιορτή των Σκηνών διεξάγεται με χαρά. Αφού τηρούν επί οχτώ ημέρες τη γιορτή, ορίζουν την 24η Τισρί ημέρα νηστείας και εξομολόγησης των αμαρτιών τους μέσω προσευχής. Υπό τη δυναμική ηγεσία και τις κατευθύνσεις του Έσδρα και του Νεεμία, συνάπτεται «μια αξιόπιστη συμφωνία», όχι προφορικώς αυτή τη φορά, αλλά γραπτώς, η οποία επικυρώνεται με τη σφραγίδα των αρχόντων, των Λευιτών και των ιερέων.—Νε 8:1-9, 13-18· κεφ. 9.
Συγγραφικό Έργο. Τα βιβλία των Χρονικών καθώς και το βιβλίο που φέρει το όνομα του Έσδρα πιστοποιούν ότι ο Έσδρας ήταν ακούραστος ερευνητής και διέθετε τη διάκριση που απαιτούνταν ώστε να κρίνει τις διάφορες αποδόσεις που υπήρχαν στα αντίγραφα του Νόμου εκείνης της εποχής. Έδειξε εξαιρετικό ζήλο όσον αφορά την έρευνα των επίσημων εγγράφων του έθνους του, και προφανώς χάρη στις δικές του προσπάθειες έχουμε στη διάθεσή μας το ακριβές αρχείο που μας παρέχουν τα βιβλία των Χρονικών. Πρέπει να θυμόμαστε, ωστόσο, ότι τον ενέπνεε το πνεύμα του Θεού και ότι ο Θεός τον καθοδήγησε με σκοπό να διαφυλαχτεί ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του Ισραήλ προς όφελός μας.
Ο ζήλος του Έσδρα για τη δικαιοσύνη, η συνοδευόμενη από προσευχή εμπιστοσύνη του στον Ιεχωβά, η πιστότητα με την οποία δίδαξε το νόμο του Θεού στον Ισραήλ και η επιμέλεια με την οποία προώθησε την αληθινή λατρεία τον καθιστούν εξαίρετο παράδειγμα, άξιο μίμησης, εφόσον είναι ένας από εκείνους που περιλαμβάνονται στο «τόσο μεγάλο σύννεφο μαρτύρων».—Εβρ 12:1.
2. Ιερέας που επέστρεψε με τον Ζοροβάβελ από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ το 537 Π.Κ.Χ.—Νε 12:1, 13.