ΝΑΒΟΥΧΟΔΟΝΟΣΟΡ
(Ναβουχοδονόσορ) [ακκαδικής προέλευσης· σημαίνει «Ω! Νεβώ, Προστάτευε τον Κληρονόμο!»].
Ο δεύτερος ηγεμόνας της Νεοβαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας, γιος του Ναβοπολασσάρ και πατέρας του Αβίλ-Μαρντούκ (Εβίλ-μερωδάχ), ο οποίος τον διαδέχθηκε στο θρόνο. Ο Ναβουχοδονόσορ βασίλεψε 43 χρόνια (624-582 Π.Κ.Χ.), και σε αυτά συμπεριλαμβάνονται οι «εφτά καιροί» κατά τη διάρκεια των οποίων έτρωγε χόρτο σαν ταύρος. (Δα 4:31-33) Για να ξεχωρίζουν αυτόν το μονάρχη από έναν ομώνυμο Βαβυλώνιο ηγεμόνα ο οποίος όμως έζησε σε πολύ προγενέστερη εποχή (δυναστεία Ισίν), οι ιστορικοί τον αποκαλούν Ναβουχοδονόσορα Β΄.
Οι ιστορικές πληροφορίες που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας για τον Ναβουχοδονόσορα από επιγραφές σφηνοειδούς γραφής συμπληρώνουν κατά κάποιον τρόπο το Βιβλικό υπόμνημα. Μαρτυρούν ότι, το 19ο έτος της βασιλείας του Ναβοπολασσάρ, τόσο αυτός όσο και ο γιος του ο Ναβουχοδονόσορ, τότε διάδοχος του θρόνου, συνάθροισαν ο καθένας το στράτευμά του. Τα δύο αυτά στρατεύματα προφανώς δρούσαν ανεξάρτητα, και όταν έναν μήνα μετά ο Ναβοπολασσάρ επέστρεψε στη Βαβυλώνα, ο Ναβουχοδονόσορ μαχόταν με επιτυχία σε ορεινά εδάφη μέχρι που επέστρεψε και αυτός αργότερα στη Βαβυλώνα με πολλά λάφυρα. Το 21ο έτος της βασιλείας του Ναβοπολασσάρ, ο Ναβουχοδονόσορ οδήγησε το βαβυλωνιακό στρατό στη Χαρκεμίς για να πολεμήσει εκεί τους Αιγυπτίους. Υπό την ηγεσία του οι δυνάμεις του νίκησαν. Αυτό έλαβε χώρα το τέταρτο έτος του Ιωακείμ, του βασιλιά του Ιούδα (625 Π.Κ.Χ.).—Ιερ 46:2.
Οι επιγραφές δείχνουν ακόμη ότι η είδηση για το θάνατο του πατέρα του έφερε τον Ναβουχοδονόσορα πίσω στη Βαβυλώνα και ότι αυτός ανέβηκε στο θρόνο την πρώτη του Ελούλ (Αύγουστος-Σεπτέμβριος). Το ίδιο αυτό έτος της ανάρρησής του επέστρεψε στο Χάττι, και «το μήνα Σεβάτ [Ιανουάριος-Φεβρουάριος 624 Π.Κ.Χ.] μετέφερε στη Βαβυλώνα τα πολυάριθμα λάφυρα που πήρε από το Χάττι». (Ασσυριακά και Βαβυλωνιακά Χρονικά [Assyrian and Babylonian Chronicles], του Α. Κ. Γκρέισον, 1975, σ. 100) Το 624 Π.Κ.Χ., το πρώτο επίσημο έτος της βασιλείας του, ο Ναβουχοδονόσορ διέσχισε και πάλι με τις δυνάμεις του το Χάττι, ενώ κατέλαβε και λεηλάτησε τη φιλισταϊκή πόλη Ασκαλών. (Βλέπε ΑΣΚΑΛΩΝ.) Κατά το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο έτος της βασιλείας του έκανε επιπρόσθετες εκστρατείες στο Χάττι, και προφανώς το τέταρτο έτος κατέστησε τον Βασιλιά Ιωακείμ του Ιούδα υποτελή του. (2Βα 24:1) Επίσης, το τέταρτο έτος ο Ναβουχοδονόσορ οδήγησε τις δυνάμεις του στην Αίγυπτο, και στη σύγκρουση που επακολούθησε υπέστησαν σοβαρές απώλειες και οι δύο πλευρές.
Κατάληψη της Ιερουσαλήμ. Αργότερα, ο στασιασμός του Βασιλιά Ιωακείμ του Ιούδα εναντίον του Ναβουχοδονόσορα κατέληξε σε πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλωνίους. Φαίνεται ότι στη διάρκεια αυτής της πολιορκίας ο Ιωακείμ πέθανε και στο θρόνο του Ιούδα ανέβηκε ο γιος του ο Ιωαχίν. Αλλά μόλις τρεις μήνες και δέκα ημέρες μετά, η θητεία του νέου βασιλιά τερματίστηκε όταν ο Ιωαχίν παραδόθηκε στον Ναβουχοδονόσορα (το μήνα Αδάρ [Φεβρουάριος-Μάρτιος], το έβδομο βασιλικό έτος του Ναβουχοδονόσορα [το οποίο τελείωσε το μήνα Νισάν του 617 Π.Κ.Χ.], σύμφωνα με τα Βαβυλωνιακά Χρονικά). Μια σφηνοειδής επιγραφή (Βρετανικό Μουσείο 21946) αναφέρει: «Το έβδομο έτος: Το μήνα Κισλέβ ο βασιλιάς της Ακκάδ συγκέντρωσε το στρατό του και προέλασε στο Χάττι. Στρατοπέδευσε εναντίον της πόλης του Ιούδα και τη δεύτερη ημέρα του μήνα Αδάρ κατέλαβε την πόλη (και) αιχμαλώτισε το βασιλιά (της) [Ιωαχίν]. Διόρισε στην πόλη βασιλιά της αρεσκείας του [τον Σεδεκία] (και) πήρε τον υπέρογκο φόρο υποτελείας και τον έφερε στη Βαβυλώνα». (Ασσυριακά και Βαβυλωνιακά Χρονικά, του Α. Κ. Γκρέισον, 1975, σ. 102· ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 326) Εκτός από τον Ιωαχίν, ο Ναβουχοδονόσορ εξόρισε στη Βαβυλώνα και άλλα μέλη του βασιλικού οίκου, καθώς και τους αυλικούς, τους τεχνίτες και τους πολεμιστές. Ο Ναβουχοδονόσορ έκανε βασιλιά του Ιούδα το θείο του Ιωαχίν, τον Ματτανία, τον οποίο μετονόμασε σε Σεδεκία.—2Βα 24:11-17· 2Χρ 36:5-10· βλέπε ΙΩΑΚΕΙΜ· ΙΩΑΧΙΝ· ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Σεδεκίας στασίασε εναντίον του Ναβουχοδονόσορα, συμμαχώντας με την Αίγυπτο για να εξασφαλίσει στρατιωτική προστασία. (Ιεζ 17:15· παράβαλε Ιερ 27:11-14.) Αυτό έφερε και πάλι τους Βαβυλωνίους στην Ιερουσαλήμ, και στις 10 Τεβέθ (Δεκέμβριος-Ιανουάριος), το ένατο έτος της βασιλείας του Σεδεκία, ο Ναβουχοδονόσορ πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ. (2Βα 24:20· 25:1· 2Χρ 36:13) Ωστόσο, η είδηση ότι μια στρατιωτική δύναμη του Φαραώ ερχόταν από την Αίγυπτο έκανε τους Βαβυλωνίους να άρουν προσωρινά την πολιορκία. (Ιερ 37:5) Ακολούθως, τα στρατεύματα του Φαραώ αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω στην Αίγυπτο και οι Βαβυλώνιοι ξανάρχισαν την πολιορκία εναντίον της Ιερουσαλήμ. (Ιερ 37:7-10) Τελικά, το 607 Π.Κ.Χ., στις 9 Ταμμούζ (Ιούνιος-Ιούλιος), το 11ο έτος της βασιλείας του Σεδεκία (το 19ο έτος του Ναβουχοδονόσορα, αν συνυπολογίσουμε το έτος ανάρρησής του, ή το 18ο βασιλικό του έτος) δημιουργήθηκε ρήγμα στο τείχος της Ιερουσαλήμ. Ο Σεδεκίας και οι άντρες του τράπηκαν σε φυγή αλλά τους πρόφτασαν στις έρημες πεδιάδες της Ιεριχώς. Επειδή ο Ναβουχοδονόσορ είχε αποσυρθεί στη Ριβλά, «στη γη της Αιμάθ», ο Σεδεκίας φέρθηκε ενώπιόν του εκεί. Ο Ναβουχοδονόσορ έβαλε να σφάξουν όλους τους γιους του Σεδεκία, και κατόπιν τύφλωσε τον Σεδεκία και τον έδεσε για να τον πάρει αιχμάλωτο στη Βαβυλώνα. Για τα επιμέρους ζητήματα που προέκυψαν από την κατάκτηση, όπως ήταν η πυρπόληση του ναού και των σπιτιών της Ιερουσαλήμ, η μεταφορά των σκευών του ναού και η αιχμαλώτιση του λαού, μερίμνησε ο Νεβουζαραδάν, ο αρχηγός της σωματοφυλακής. Κυβερνήτης αυτών που δεν πάρθηκαν αιχμάλωτοι διορίστηκε από τον Ναβουχοδονόσορα ο Γεδαλίας.—2Βα 25:1-22· 2Χρ 36:17-20· Ιερ 52:1-27, 29.
Το Όνειρο με την Τεράστια Εικόνα. Το βιβλίο του Δανιήλ αναφέρει ότι «στο δεύτερο έτος» της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα (πιθανότατα μετρώντας από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ., οπότε εννοείται το 20ό βασιλικό του έτος) ο Ναβουχοδονόσορ είδε σε όνειρο την εικόνα με το χρυσό κεφάλι. (Δα 2:1) Παρότι οι μάγοι ιερείς, οι επικαλούμενοι πνεύματα και οι Χαλδαίοι δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν το όνειρο, ο Ιουδαίος προφήτης Δανιήλ μπόρεσε να το ερμηνεύσει. Αυτό υποκίνησε τον Ναβουχοδονόσορα να αναγνωρίσει ότι ο Θεός του Δανιήλ είναι «Θεός θεών και Κύριος βασιλιάδων και αποκαλύπτει μυστικά». Έπειτα κατέστησε τον Δανιήλ «άρχοντα για όλη τη διοικητική περιφέρεια της Βαβυλώνας και ανώτατο ύπαρχο όλων των σοφών της Βαβυλώνας». Επίσης, ο Ναβουχοδονόσορ διόρισε τους τρεις συντρόφους του Δανιήλ, τον Σεδράχ, τον Μισάχ και τον Αβδενεγώ, σε διοικητικές θέσεις.—Δα 2.
Μεταγενέστερες Εκτοπίσεις Ιουδαίων. Περίπου τρία χρόνια αργότερα, το 23ο έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα, οδηγήθηκαν σε εξορία και άλλοι Ιουδαίοι. (Ιερ 52:30) Πιθανότατα επρόκειτο για Ιουδαίους που είχαν καταφύγει σε χώρες τις οποίες κατέλαβαν αργότερα οι Βαβυλώνιοι. Κάτι που υποστηρίζει αυτό το συμπέρασμα είναι η δήλωση του ιστορικού Ιώσηπου: «Πέντε χρόνια μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ, δηλαδή το εικοστό τρίτο έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα, ο Ναβουχοδονόσορ εκστράτευσε κατά της Κοίλης Συρίας, και αφού την κατέλαβε πολέμησε τους Μωαβίτες και τους Αμμανίτες. Αφού υπέταξε και αυτά τα έθνη, εισέβαλε στην Αίγυπτο για να την υποδουλώσει, και, αφού σκότωσε το βασιλιά της και στη θέση του ανέβασε άλλον, αιχμαλώτισε και πάλι τους Ιουδαίους που ήταν στη χώρα και τους πήρε στη Βαβυλώνα».—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Ι΄, 181, 182 (ix, 7).
Κυριεύει την Τύρο. Επίσης, λίγο καιρό μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ το 607 Π.Κ.Χ., ο Ναβουχοδονόσορ έστησε πολιορκία εναντίον της Τύρου. Στη διάρκεια αυτής της πολιορκίας τα κεφάλια των στρατιωτών του “έγιναν φαλακρά” από την τριβή που προκαλούσαν οι περικεφαλαίες τους και οι ώμοι τους “γδάρθηκαν” καθώς μετέφεραν υλικά για την κατασκευή πολιορκητικών έργων. Επειδή ο Ναβουχοδονόσορ δεν έλαβε “μισθό” για την υπηρεσία που απέδωσε ως όργανο του Ιεχωβά εκτελώντας κρίση εναντίον της Τύρου, ο Ιεχωβά υποσχέθηκε να του δώσει τον πλούτο της Αιγύπτου. (Ιεζ 26:7-11· 29:17-20· βλέπε ΤΥΡΟΣ.) Ένα αποσπασματικά σωζόμενο Βαβυλωνιακό κείμενο, που φέρει ως χρονολογία το 37ο έτος του Ναβουχοδονόσορα (588 Π.Κ.Χ.), αναφέρει όντως μια εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου. (Αρχαία Κείμενα από την Εγγύς Ανατολή [Ancient Near Eastern Texts], επιμέλεια Τζ. Πρίτσαρντ, 1974, σ. 308) Ωστόσο, δεν μπορεί να πιστοποιηθεί αν πρόκειται για την αρχική κατάκτηση ή για κάποια μεταγενέστερη στρατιωτική ενέργεια.
Οικοδομικά Έργα. Εκτός από τις πολλές στρατιωτικές νίκες του και την επέκταση της Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας την οποία επιτέλεσε σε εκπλήρωση προφητειών (παράβαλε Ιερ 47-49), ο Ναβουχοδονόσορ έκανε πολλά οικοδομικά έργα. Λέγεται ότι για να ευχαριστήσει τη σύζυγό του, η οποία ήταν μηδικής καταγωγής και νοσταλγούσε την πατρίδα της, κατασκεύασε τους Κρεμαστούς Κήπους, οι οποίοι συγκαταλέγονται στα εφτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Πολλές από τις σωζόμενες σφηνοειδείς επιγραφές του Ναβουχοδονόσορα μιλούν για τα οικοδομικά του έργα, στα οποία περιλαμβάνεται και η ανέγερση ναών, ανακτόρων και τειχών. Ένα απόσπασμα από μια τέτοια επιγραφή αναφέρει:
«Ο Ναβουχοδονόσορ, ο Βασιλιάς της Βαβυλώνας, ο επισκευαστής του Εσαγκίλα και του Εζιντά, ο γιος του Ναβοπολασσάρ είμαι. Για την προστασία του Εσαγκίλα, προκειμένου να μην καταλάβει τη Βαβυλώνα κανένας ισχυρός εχθρός και εξολοθρευτής, προκειμένου να μην πλησιάσει το μέτωπο της μάχης στο Ιμγκούρ-μπελ, το τείχος της Βαβυλώνας, αυτό το οποίο κανένας προηγούμενος βασιλιάς δεν έκανε [το έκανα εγώ]. Στον περίβολο της Βαβυλώνας έφτιαξα έναν περίβολο από ισχυρά τείχη στην ανατολική πλευρά. Έσκαψα τάφρο, έφτασα ως το επίπεδο του νερού. Έπειτα είδα ότι το τείχος που είχε φτιάξει ο πατέρας μου ήταν πολύ μικρό. Οικοδόμησα με άσφαλτο και πλίθους ένα δυνατό τείχος αμετακίνητο σαν βουνό και το συνέδεσα με το τείχος του πατέρα μου. Έθεσα τα θεμέλιά του στα έγκατα του κάτω κόσμου, την κορυφή του ύψωσα σαν βουνό. Κατά μήκος αυτού του τείχους, για να το ενισχύσω, οικοδόμησα ένα τρίτο, και ως βάση του προστατευτικού τείχους έθεσα πλίθινο θεμέλιο και το έχτισα στα έγκατα του κάτω κόσμου και έθεσα το θεμέλιό του. Εγώ ενίσχυσα τα οχυρώματα του Εσαγκίλα και της Βαβυλώνας, και εδραίωσα το όνομα της βασιλείας μου για πάντα».—Η Αρχαιολογία και η Αγία Γραφή (Archaeology and the Bible), του Τζ. Μπάρτον, 1949, σ. 478, 479.
Τα παραπάνω συμφωνούν με τους κομπασμούς του Ναβουχοδονόσορα ακριβώς πριν χάσει τα λογικά του: «Δεν είναι αυτή η Βαβυλώνα η Μεγάλη, την οποία εγώ έχτισα για το βασιλικό οίκο με την ισχύ της κραταιότητάς μου και για την αξιοπρέπεια της μεγαλειότητάς μου;» (Δα 4:30) Όταν όμως, σε εκπλήρωση του θεόσταλτου ονείρου του για το κομμένο δέντρο, αποκαταστάθηκαν οι δυνάμεις της λογικής του, ο Ναβουχοδονόσορ αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι ο Ιεχωβά μπορεί να ταπεινώνει εκείνους που περπατούν με υπερηφάνεια.—Δα 4:37· βλέπε ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ.
Πολύ Θρησκευόμενος. Τα στοιχεία που έχουμε μαρτυρούν ότι ο Ναβουχοδονόσορ ήταν άκρως θρησκευόμενος—μάλιστα οικοδόμησε και εξωράισε τους ναούς πολλών βαβυλωνιακών θεών. Υπήρξε ιδιαίτερα αφοσιωμένος στη λατρεία του Μαρντούκ, του κυριότερου θεού της Βαβυλώνας. Ο Ναβουχοδονόσορ απέδιδε σε αυτόν τις στρατιωτικές νίκες του. Τα πολεμικά τρόπαια, περιλαμβανομένων και των ιερών σκευών του ναού του Ιεχωβά, φαίνεται ότι φυλάσσονταν στο ναό του Μαρντούκ (Μερωδάχ). (Εσδ 1:7· 5:14) Μια επιγραφή του Ναβουχοδονόσορα αναφέρει: «Προς δόξα δική σου, εξυψωμένε ΜΕΡΩΔΑΧ, έφτιαξα οίκο. . . . Είθε αυτός να δεχτεί εντός του τον άφθονο φόρο υποτελείας των Βασιλιάδων των εθνών και όλων των λαών!»—Αρχεία του Παρελθόντος: Ασσυριακά και Αιγυπτιακά Μνημεία (Records of the Past: Assyrian and Egyptian Monuments), Λονδίνο, 1875, Τόμ. 5, σ. 135.
Η χρυσή εικόνα που έστησε ο Ναβουχοδονόσορ στην Πεδιάδα Δουρά ίσως να ήταν αφιερωμένη στον Μαρντούκ και να αποσκοπούσε στην προώθηση της θρησκευτικής ενότητας της αυτοκρατορίας. Ο Ναβουχοδονόσορ, εξοργισμένος από την άρνηση του Σεδράχ, του Μισάχ και του Αβδενεγώ να λατρέψουν την εικόνα, ακόμη και αφού τους δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία, διέταξε να ριχτούν σε πύρινο καμίνι το οποίο είχε θερμανθεί εφτά φορές περισσότερο από ό,τι συνήθως. Ωστόσο, όταν ένας άγγελος του Ιεχωβά απελευθέρωσε αυτούς τους τρεις Εβραίους, ο Ναβουχοδονόσορ αναγκάστηκε να πει ότι «δεν υπάρχει άλλος θεός που να είναι ικανός να απελευθερώνει όπως αυτός».—Δα 3.
Ο Ναβουχοδονόσορ φαίνεται επίσης ότι στηριζόταν πολύ στη μαντεία για το σχεδιασμό των στρατιωτικών του κινήσεων. Η προφητεία του Ιεζεκιήλ, για παράδειγμα, παρουσιάζει το βασιλιά της Βαβυλώνας να καταφεύγει στη χρήση μαντείας για να αποφασίσει αν θα εκστρατεύσει εναντίον της Ραββά του Αμμών ή εναντίον της Ιερουσαλήμ.—Ιεζ 21:18-23.