ΑΛΟΓΟΜΥΓΑ
[εβρ., ‛αρόβ].
Επικρατεί κάποια αβεβαιότητα ως προς το συγκεκριμένο έντομο που προσδιορίζεται από την πρωτότυπη εβραϊκή λέξη η οποία εμφανίζεται στις Γραφές σε συνδυασμό με την τέταρτη πληγή εναντίον της Αιγύπτου, την πρώτη πληγή από την οποία διαφυλάχτηκαν οι Ισραηλίτες στη Γεσέν. (Εξ 8:21, 22, 24, 29, 31· Ψλ 78:45· 105:31) Η λέξη ‛αρόβ έχει αποδοθεί με διάφορους τρόπους: «αλογόμυγα» (JB, Ro, ΜΝΚ), «σκαθάρι» (Yg), «μύγες» (AS, KJ, ΛΧ, ΜΠΚ), «σκνίπες» (AT) και «κυνόμυια» (Ο΄, ΒΑΜ).
Ο όρος «αλογόμυγα» περιλαμβάνει τα διάφορα είδη τάβανων και οίστρων. Οι θηλυκοί τάβανοι διατρυπούν το δέρμα ζώων, αλλά και ανθρώπων, και ρουφούν το αίμα τους. Όταν βρίσκονται στο στάδιο της προνύμφης, οι οίστροι παρασιτούν στα σώματα ζώων και ανθρώπων. Αυτοί που προσβάλλουν τους ανθρώπους συναντώνται στις τροπικές περιοχές. Επομένως, η πληγή με τις αλογόμυγες πρέπει να επέφερε μεγάλα δεινά στους Αιγυπτίους και στα ζώα τους, σε ορισμένες δε περιπτώσεις, ακόμη και θάνατο.