ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ
(Μελχισεδέκ) [Βασιλιάς Δικαιοσύνης].
Βασιλιάς της αρχαίας Σαλήμ και «ιερέας του Υψίστου Θεού», του Ιεχωβά. (Γε 14:18, 22) Είναι ο πρώτος ιερέας που αναφέρεται στις Γραφές. Ανέλαβε αυτό το αξίωμα σε κάποια χρονική στιγμή πριν από το 1933 Π.Κ.Χ. Εφόσον ήταν βασιλιάς της Σαλήμ—λέξη η οποία σημαίνει «Ειρήνη»—ο Μελχισεδέκ χαρακτηρίζεται από τον απόστολο Παύλο «Βασιλιάς Ειρήνης», ενώ λόγω του ονόματός του χαρακτηρίζεται επίσης «Βασιλιάς Δικαιοσύνης». (Εβρ 7:1, 2) Η αρχαία Σαλήμ θεωρείται ότι ήταν ο πυρήνας γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε αργότερα η πόλη της Ιερουσαλήμ, και η ονομασία της ενσωματώθηκε στο όνομα της Ιερουσαλήμ, η οποία μερικές φορές αναφέρεται ως «Σαλήμ».—Ψλ 76:2.
Όταν ο πατριάρχης Άβραμ (Αβραάμ) νίκησε τον Χοδολλογομόρ και τους συνασπισμένους με αυτόν βασιλιάδες, πήγε στην Κοιλάδα Σαυή, ή αλλιώς «στην Κοιλάδα του Βασιλιά». Εκεί ο Μελχισεδέκ «έφερε έξω ψωμί και κρασί» και ευλόγησε τον Αβραάμ, λέγοντας: «Ευλογημένος να είναι ο Άβραμ από τον Ύψιστο Θεό, Αυτόν που έκανε τον ουρανό και τη γη· και ευλογημένος να είναι ο Ύψιστος Θεός, που παρέδωσε τους δυνάστες σου στο χέρι σου!» Τότε ο Αβραάμ έδωσε στο βασιλιά-ιερέα «ένα δέκατο από το καθετί», δηλαδή από «τα πιο εκλεκτά λάφυρα» του νικηφόρου πολέμου του εναντίον των συνασπισμένων βασιλιάδων.—Γε 14:17-20· Εβρ 7:4.
Εξεικονιστικός Τύπος της Ιεροσύνης του Χριστού. Σε μια σημαντική Μεσσιανική προφητεία, ο Ιεχωβά ορκίζεται προς τον «Κύριο» του Δαβίδ τα εξής: «Εσύ είσαι ιερέας στον αιώνα σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν ο Μελχισεδέκ!» (Ψλ 110:1, 4) Βάσει αυτού του θεόπνευστου ψαλμού θεωρούσαν οι Εβραίοι ότι ο υποσχεμένος Μεσσίας θα ήταν εκείνος στον οποίο θα συνδυάζονταν τα αξιώματα του ιερέα και του βασιλιά. Ο απόστολος Παύλος, στην επιστολή προς τους Εβραίους, διαλύει κάθε αμφιβολία γύρω από την ταυτότητα εκείνου που είχε προειπωθεί, κάνοντας λόγο για τον “Ιησού, ο οποίος έχει γίνει αρχιερέας για πάντα σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν ο Μελχισεδέκ”.—Εβρ 6:20· 5:10· βλέπε ΔΙΑΘΗΚΗ.
Απευθείας διορισμός. Είναι προφανές ότι ο Μελχισεδέκ διορίστηκε ιερέας από τον Ιεχωβά. Αναλύοντας την ιδιότητα του Ιησού ως του μεγάλου Αρχιερέα, ο Παύλος δείχνει ότι αυτή την τιμή δεν την παίρνει κάποιος «από μόνος του, αλλά μόνο όταν καλείται από τον Θεό, όπως κλήθηκε και ο Ααρών». Εξηγεί επίσης ότι «ο Χριστός δεν δόξασε τον εαυτό του με το να γίνει αρχιερέας, αλλά δοξάστηκε από εκείνον που είπε αναφορικά με αυτόν: “Γιος μου είσαι εσύ· εγώ σήμερα έγινα πατέρας σου”», και στη συνέχεια ο απόστολος εφαρμόζει τα προφητικά λόγια του εδαφίου Ψαλμός 110:4 στον Ιησού Χριστό.—Εβρ 5:1, 4-6.
“Έλαβε δέκατα από τον Λευί”. Η ιεροσύνη του Μελχισεδέκ δεν σχετιζόταν με το ιερατείο του Ισραήλ, και όπως τονίζουν οι Γραφές, ήταν ανώτερη από την Ααρωνική ιεροσύνη. Ένας παράγοντας που το υποδεικνύει αυτό είναι ο σεβασμός τον οποίο εκδήλωσε προς τον Μελχισεδέκ ο Αβραάμ, ο προπάτορας ολόκληρου του έθνους του Ισραήλ, περιλαμβανομένης και της ιερατικής φυλής του Λευί. Ο Αβραάμ, ο «φίλος του Ιεχωβά», αυτός που έγινε «ο πατέρας όλων εκείνων που έχουν πίστη» (Ιακ 2:23· Ρω 4:11), έδωσε το «ένα δέκατο» σε αυτόν τον ιερέα του Υψίστου Θεού. Ο Παύλος δείχνει ότι οι Λευίτες συνέλεγαν δέκατα από τους αδελφούς τους, οι οποίοι επίσης είχαν βγει από την οσφύ του Αβραάμ. Ωστόσο, τονίζει ότι ο Μελχισεδέκ «ο οποίος γενεαλογικά δεν προερχόταν από αυτούς πήρε δέκατα από τον Αβραάμ» και «μέσω του Αβραάμ ακόμη και ο Λευί που λαβαίνει δέκατα έχει πληρώσει δέκατα, γιατί ήταν ακόμη στην οσφύ του προπάτορά του όταν τον συνάντησε ο Μελχισεδέκ». Άρα, μολονότι οι Λευίτες ιερείς λάβαιναν δέκατα από το λαό του Ισραήλ, οι ίδιοι, εκπροσωπούμενοι από τον πρόγονό τους τον Αβραάμ, πλήρωσαν δέκατα στον Μελχισεδέκ. Επιπλέον, η ανωτερότητα της ιεροσύνης του Μελχισεδέκ καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι αυτός ευλόγησε τον Αβραάμ, εφόσον, όπως τονίζει ο Παύλος, «το μικρότερο ευλογείται από το μεγαλύτερο». Αυτοί είναι μερικοί παράγοντες που καθιστούν τον Μελχισεδέκ κατάλληλο εξεικονιστικό τύπο του μεγάλου Αρχιερέα, του Ιησού Χριστού.—Εβρ 7:4-10.
Χωρίς προκατόχους ή διαδόχους. Ο Παύλος δείχνει καθαρά ότι η τελειότητα ήταν ανέφικτη μέσω της Λευιτικής ιεροσύνης, πράγμα που έκανε απαραίτητη την εμφάνιση ενός ιερέα «σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν ο Μελχισεδέκ». Τονίζει ότι ο Χριστός προήλθε από τον Ιούδα, μια μη ιερατική φυλή, αλλά, επισημαίνοντας την ομοιότητα του Ιησού προς τον Μελχισεδέκ, καταδεικνύει ότι αυτός έγινε ιερέας, «όχι σύμφωνα με το νόμο μιας εντολής που βασίζεται στη σάρκα, αλλά σύμφωνα με τη δύναμη μιας ακατάστρεπτης ζωής». Ο Ααρών και οι γιοι του έγιναν ιερείς χωρίς όρκο, αλλά η ιεροσύνη που αποδόθηκε στον Χριστό επικυρώθηκε με όρκο του Ιεχωβά. Επίσης, ενώ οι Λευίτες ιερείς πέθαιναν και χρειάζονταν διαδόχους, ο αναστημένος Ιησούς Χριστός, «επειδή παραμένει ζωντανός για πάντα, έχει την ιεροσύνη του χωρίς κανέναν διάδοχο» και, ως εκ τούτου, μπορεί «να σώζει πλήρως εκείνους που πλησιάζουν τον Θεό μέσω αυτού, επειδή είναι πάντοτε ζωντανός για να συνηγορεί υπέρ εκείνων».—Εβρ 7:11-25.
Με ποια έννοια ο Μελχισεδέκ δεν είχε «ούτε αρχή ημερών ούτε τέλος ζωής»;
Ο Παύλος υπογράμμισε ένα μοναδικό γεγονός σχετικά με τον Μελχισεδέκ, όταν είπε για αυτόν: «Καθώς είναι χωρίς πατέρα, χωρίς μητέρα, χωρίς γενεαλογία, μη έχοντας ούτε αρχή ημερών ούτε τέλος ζωής, αλλά έχοντας γίνει σαν τον Γιο του Θεού, παραμένει ιερέας παντοτινά». (Εβρ 7:3) Όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και ο Μελχισεδέκ γεννήθηκε και πέθανε. Εντούτοις, τα ονόματα του πατέρα του και της μητέρας του δεν γίνονται γνωστά, οι πρόγονοί του και οι απόγονοί του δεν προσδιορίζονται και οι Γραφές δεν παρέχουν καμιά πληροφορία για την αρχή των ημερών του ή το τέλος της ζωής του. Επομένως, ο Μελχισεδέκ προσκίαζε κατάλληλα τον Ιησού Χριστό, του οποίου η ιεροσύνη δεν έχει τέλος. Όπως ο Μελχισεδέκ δεν είχε κανέναν καταγραμμένο προκάτοχο ή διάδοχο της ιεροσύνης του, έτσι και ο Χριστός δεν είχε ως προκάτοχο κανέναν αρχιερέα όμοιό του, και η Αγία Γραφή δείχνει ότι δεν θα έχει ποτέ διάδοχο. Επιπρόσθετα, μολονότι ο Ιησούς γεννήθηκε στη φυλή του Ιούδα και στη βασιλική γραμμή του Δαβίδ, η κατά σάρκα γενεαλογία του δεν είχε καμιά σχέση με την ιεροσύνη του, ούτε οφειλόταν σε ανθρώπινη γενεαλογία το γεγονός ότι στο πρόσωπό του συνδυάστηκαν τα αξιώματα τόσο του ιερέα όσο και του βασιλιά. Αυτά τα πράγματα ήταν αποτέλεσμα του όρκου που είχε κάνει ο ίδιος ο Ιεχωβά προς αυτόν.
Μια άποψη που εμφανίζεται στα Ιεροσολυμιτικά Ταργκούμ και έχει τύχει ευρείας αποδοχής μεταξύ των Εβραίων και άλλων είναι ότι ο Μελχισεδέκ ήταν ο Σημ, ο γιος του Νώε. Ο Σημ ζούσε τότε, και μάλιστα εξακολούθησε να ζει και μετά το θάνατο της Σάρρας, της συζύγου του Αβραάμ. Επίσης, ο Νώε ευλόγησε ειδικά τον Σημ. (Γε 9:26, 27) Αλλά η ταύτιση των δύο αυτών προσώπων δεν έχει επιβεβαιωθεί. Εξακολουθεί να ισχύει το γεγονός ότι η εθνικότητα, η γενεαλογία και οι απόγονοι του Μελχισεδέκ δεν αποκαλύπτονται στις Γραφές, και αυτό για βάσιμους λόγους, εφόσον έτσι ο Μελχισεδέκ μπορούσε να αποτελεί εξεικονιστικό τύπο του Ιησού Χριστού, ο οποίος με όρκο του Ιεχωβά «έχει γίνει αρχιερέας για πάντα σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο ήταν ο Μελχισεδέκ».—Εβρ 6:20.