ΚΟΡΑΚΙ
[εβρ. κείμενο, ‛ορέβ· ελλ. κείμενο, κόραξ].
Το πρώτο πουλί που κατονομάζεται στην Αγία Γραφή. (Γε 8:7) Το κοράκι, το μεγαλύτερο από τα κορακοειδή πουλιά, έχει μήκος περίπου 60 εκ. και το άνοιγμα των φτερών του μπορεί να ξεπεράσει το 1 μ. Το στιλπνό φτέρωμά του φημίζεται για το κατάμαυρο χρώμα του (Ασμ 5:11) με τις ιριδίζουσες γκριζογάλανες και πορφυρές ανταύγειες, ενώ το κάτω μέρος του ενίοτε έχει λίγο πράσινο. Το διαιτολόγιό του είναι εξαιρετικά ποικίλο εφόσον τρώει τα πάντα, από κάθε είδους καρπούς, φρούτα και σιτηρά μέχρι τρωκτικά, ερπετά, ψάρια και νεοσσούς πουλιών. Αν και επιτίθεται σε νεαρά και αδύναμα μικρά ζώα, είναι κυρίως νεκροφάγο πουλί. Όταν τρώει θνησιμαία, συνηθίζει να τρώει τα μάτια και άλλα μαλακά μέρη του θύματος προτού ξεσκίσει την κοιλιά με το ισχυρό του ράμφος. (Παρ 30:17) Χαρακτηρίζεται από μεγάλη αντοχή στην πτήση—χτυπάει τις φτερούγες του με δυνατό, σταθερό ρυθμό ή αερολισθαίνει αβίαστα διαγράφοντας μεγάλους κύκλους ενόσω επιθεωρεί την περιοχή για να βρει τροφή. Λόγω της συνεχούς αναζήτησης τροφής, ταξιδεύει σε ασυνήθιστα μακρινές αποστάσεις.
Σύμφωνα με τους φυσιοδίφες, το πανέξυπνο κοράκι θεωρείται ένα από τα πιο ευπροσάρμοστα και εφευρετικά πουλιά. Λόγω όλων αυτών, καθώς και λόγω της πτητικής του ικανότητας και της δυνατότητας που έχει να τρέφεται με μεγάλη ποικιλία τροφών, ακόμη και με θνησιμαία, το κοράκι ήταν κατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί ως το πρώτο πλάσμα που θα έστελνε ο Νώε έξω από την κιβωτό όταν τα νερά του Κατακλυσμού άρχισαν να υποχωρούν. Η περικοπή δείχνει ότι έκτοτε το κοράκι έμεινε έξω από την κιβωτό, χρησιμοποιώντας την μόνο ως μέρος ανάπαυσης.—Γε 8:5-7.
Το κοράκι είχε χαρακτηριστεί ακάθαρτο σύμφωνα με τη διαθήκη του Νόμου (Λευ 11:13, 15· Δευ 14:12, 14), και η φράση «κατά το είδος του» θεωρείται ότι περιλαμβάνει την κουρούνα και άλλα προφανώς συγγενή κορακοειδή πουλιά όπως είναι το χαβαρόνι, η κάργια και η καλιακούδα, πουλιά που υπάρχουν όλα στην Παλαιστίνη.
Το κοράκι, ανόμοια με την κουρούνα, είναι συνήθως πουλί των απομονωμένων περιοχών και συχνά ζει στα βουνά, ακόμη δε και σε ερήμους. Ήταν ένα από τα πλάσματα που είδε σε όραμα ο Ησαΐας ότι κατοικούσαν στην κενή και έρημη περιοχή του κατεστραμμένου Εδώμ. (Ησ 34:11) Επίσης, το κοράκι έχει τη συνήθεια να συσσωρεύει περισσεύματα τροφής σε σχισμές βράχων ή να τα θάβει κάτω από φύλλα. Πολύ κατάλληλα, λοιπόν, ο Θεός επέλεξε αυτά τα πουλιά και τα χρησιμοποίησε θαυματουργικά για να μεταφέρουν ψωμί και κρέας στον Ηλία δύο φορές την ημέρα, ενόσω ο προφήτης κρυβόταν στην κοιλάδα του χειμάρρου Χερίθ.—1Βα 17:2-6.
Τα κοράκια φωλιάζουν σε γκρεμούς ή σε βραχώδη ακρωτήρια, καθώς και σε ψηλά δέντρα. Ζευγαρώνουν με το ίδιο ταίρι ισόβια και είναι αφοσιωμένοι γονείς. Ο Ιεχωβά Θεός, ο πραγματικός Προμηθευτής για όλα τα πλάσματά Του, έστρεψε την προσοχή του Ιώβ στον Εαυτό του θέτοντας το ερώτημα: «Ποιος ετοιμάζει για το κοράκι την τροφή του, όταν τα μικρά του κραυγάζουν προς τον Θεό για βοήθεια, όταν περιπλανιούνται επειδή δεν έχουν τίποτα να φάνε;» (Ιωβ 38:41) Ο ψαλμωδός έδειξε, επίσης, ότι η τροφή που φέρνουν από μακριά οι γονείς κόρακες στα πεινασμένα μικρά τους προκειμένου να κατευνάσουν τις βραχνές κραυγές τους υπάρχει χάρη στις στοργικές προμήθειες του Δημιουργού (Ψλ 147:7-9), ενώ ο Ιησούς αναφέρθηκε με παρόμοιο τρόπο στα κοράκια για να διαβεβαιώσει τους ακολούθους του ότι Εκείνος που φροντίζει για αυτά τα πουλιά του ουρανού αναμφίβολα θα καλύψει τις ανάγκες των ανθρώπινων υπηρετών Του.—Λου 12:24· παράβαλε Ψλ 104:27, 28· Ματ 6:26.
Προφανώς επειδή το κοράκι έχει εντυπωσιακό μέγεθος, σκούρα χρώματα και πένθιμο κρώξιμο, οι ειδωλολατρικοί λαοί της αρχαιότητας θεωρούσαν ότι αποτελούσε κακό οιωνό και προμήνυμα θανάτου. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι το θαρραλέο, συχνά παράτολμο, κοράκι ήταν προφητικό πουλί, ίσως επειδή φημιζόταν για την πανουργία και την εξυπνάδα του. Θεωρούνταν ιερό πουλί του θεού Απόλλωνα και ενός χρησμοδοτικού τάγματος ιερέων, μερικοί από τους οποίους ντύνονταν στα μαύρα.
Ένας άρχοντας του Μαδιάμ στην εποχή του Κριτή Γεδεών ονομαζόταν Ωρήβ, που σημαίνει «Κοράκι».—Κρ 7:25.