ΘΑΝΑΤΟΣ
Η διακοπή όλων των ζωτικών λειτουργιών, επομένως το αντίθετο της ζωής. (Δευ 30:15, 19) Στην Αγία Γραφή οι ίδιες λέξεις των πρωτότυπων γλωσσών που σημαίνουν «θάνατος» ή «πεθαίνω» εφαρμόζονται τόσο σε ανθρώπους όσο και σε ζώα και φυτά. (Εκ 3:19· 9:5· Ιωα 12:24· Ιου 12· Απ 16:3) Ωστόσο, αναφορικά με τους ανθρώπους και τα ζώα η Αγία Γραφή καταδεικνύει τη ζωτική λειτουργία του αίματος για τη διατήρηση της ζωής, δηλώνοντας ότι «η ψυχή της σάρκας είναι στο αίμα». (Λευ 17:11, 14· Γε 4:8-11· 9:3, 4) Τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα ζώα λέγεται ότι “εκπνέουν”, δηλαδή αποβάλλουν την πνοή της ζωής (εβρ., νισμάθ χαϊγίμ). (Γε 7:21, 22· παράβαλε Γε 2:7.) Επίσης, οι Γραφές δείχνουν ότι ο θάνατος των ανθρώπων και των ζώων επέρχεται μετά την απώλεια του πνεύματος (της ενεργού δύναμης) της ζωής (εβρ., ρούαχ χαϊγίμ).—Γε 6:17, υποσ.· 7:15, 22· Εκ 3:19· βλέπε ΠΝΕΥΜΑ.
Τι είναι ο θάνατος από την άποψη της Αγίας Γραφής;
Αξίζει να παρατηρήσει κανείς την αντιστοιχία που παρουσιάζουν αυτά τα Γραφικά σημεία με την υπάρχουσα επιστημονική γνώση για τη διαδικασία του θανάτου. Στους ανθρώπους, για παράδειγμα, όταν η καρδιά σταματάει να χτυπάει, το αίμα παύει να μεταφέρει τις θρεπτικές ουσίες και το οξυγόνο (που προσλαμβάνεται μέσω της αναπνοής) στα δισεκατομμύρια κύτταρα του σώματος. Ωστόσο, Η Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια του Βιβλίου ([The World Book Encyclopedia] 1987, Τόμ. 5, σ. 52β) επισημαίνει: «Όταν η καρδιά και οι πνεύμονες κάποιου σταματούν να λειτουργούν μπορεί να θεωρηθεί κλινικά νεκρός, αλλά ο σωματικός θάνατος ίσως δεν έχει επέλθει ακόμη. Τα μεμονωμένα κύτταρα του σώματος συνεχίζουν να ζουν επί αρκετά λεπτά. Το άτομο μπορεί να ανανήψει αν η καρδιά και οι πνεύμονες ξαναρχίσουν να λειτουργούν και δώσουν στα κύτταρα το οξυγόνο που χρειάζονται. Έπειτα από τρία περίπου λεπτά, τα κύτταρα του εγκεφάλου, που είναι τα πιο ευαίσθητα στην έλλειψη οξυγόνου, αρχίζουν να πεθαίνουν. Το άτομο σύντομα πεθαίνει χωρίς καμιά πιθανότητα ανάνηψης. Σταδιακά πεθαίνουν και άλλα κύτταρα του σώματος. Τα τελευταία κύτταρα που πεθαίνουν είναι των οστών, των μαλλιών και του δέρματος, τα οποία μπορεί να συνεχίσουν να αναπτύσσονται επί αρκετές ώρες». Επομένως, ενώ είναι προφανής η ζωτική σημασία της αναπνοής και του αίματος για τη διατήρηση της ενεργού δύναμης της ζωής (ρούαχ χαϊγίμ) στα κύτταρα του σώματος, παράλληλα είναι επίσης σαφές ότι αυτό που προκαλεί το θάνατο, όπως αναφέρεται στις Γραφές, δεν είναι μόνο η διακοπή της αναπνοής ή του καρδιακού παλμού αλλά και η απώλεια της δύναμης της ζωής, δηλαδή του πνεύματος, από τα κύτταρα του σώματος.—Ψλ 104:29· 146:4· Εκ 8:8.
Η Αιτία του Θανάτου των Ανθρώπων. Η πρώτη αναφορά των Γραφών στο θάνατο συναντάται στα εδάφια Γένεση 2:16, 17, στην εντολή την οποία έδωσε ο Θεός προς τον πρώτο άνθρωπο σχετικά με τη βρώση από τον καρπό του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού, μια εντολή που η παραβίασή της θα οδηγούσε στο θάνατο. (Βλέπε ΜΝΚ, υποσ.) Ωστόσο, ο θάνατος ως φυσική διαδικασία ίσχυε ήδη για τα ζώα, δεδομένου ότι αυτά δεν αναφέρονται πουθενά στην εξήγηση που δίνει η Αγία Γραφή για το πώς επήλθε ο θάνατος στην ανθρώπινη οικογένεια. (Παράβαλε 2Πε 2:12.) Επομένως, ο ανθρώπινος γιος του Θεού, ο Αδάμ, μπορούσε να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της προειδοποίησης του Θεού σχετικά με την ποινή του θανάτου για την ανυπακοή. Η ανυπακοή του Αδάμ στον Δημιουργό του επέφερε το θάνατό του. (Γε 3:19· Ιακ 1:14, 15) Κατόπιν, η αμαρτία του Αδάμ και το επακόλουθό της, ο θάνατος, απλώθηκαν σε όλους τους ανθρώπους.—Ρω 5:12· 6:23.
Μερικές φορές παρατίθενται ορισμένα εδάφια ως υποτιθέμενη απόδειξη του ότι ο σωματικός θάνατος προοριζόταν να είναι η φυσική κατάληξη των ανθρώπων, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα ζώα—για παράδειγμα, η αναφορά στην “εβδομηντάχρονη ή ογδοντάχρονη” διάρκεια ζωής του ανθρώπου (Ψλ 90:10) και η δήλωση του αποστόλου Παύλου ότι «επιφυλάσσεται στους ανθρώπους να πεθάνουν μία φορά για πάντα, αλλά ύστερα από αυτό κρίση». (Εβρ 9:27) Εντούτοις, όλα τα εδάφια αυτού του είδους γράφτηκαν μετά την εισαγωγή του θανάτου στην ανθρωπότητα και εφαρμόζονται στους ατελείς, αμαρτωλούς ανθρώπους. Η εκπληκτική μακροζωία των ανθρώπων που έζησαν πριν από τον Κατακλυσμό πρέπει να θεωρηθεί τουλάχιστον ως αντανάκλαση των αξιοθαύμαστων δυνατοτήτων του ανθρώπινου σώματος, οι οποίες ξεπερνούν τις δυνατότητες οποιουδήποτε ζώου ακόμη και υπό τις πιο ιδανικές συνθήκες. (Γε 5:1-31) Όπως ήδη καταδείχτηκε, η Αγία Γραφή συνδέει σαφέστατα την εισαγωγή του θανάτου στην ανθρώπινη οικογένεια με την αμαρτία του Αδάμ.
Δεδομένης της αποξένωσής της από τον Θεό εξαιτίας της αμαρτίας, η ανθρωπότητα γενικά λέγεται ότι βρίσκεται σε «υποδούλωση στη φθορά». (Ρω 8:21) Αυτή η υποδούλωση οφείλεται στην επίδραση που ασκεί η αμαρτία στα σώματα των ανθρώπων, η οποία παράγει τους φθοροποιούς καρπούς της, και όλοι όσοι δεν υπακούν στον Θεό υπόκεινται στην εξουσία της αμαρτίας ως δούλοι της «με προοπτική το θάνατο». (Ρω 6:12, 16, 19-21) Ο Σατανάς αναφέρεται ότι έχει «τα μέσα να προξενεί το θάνατο». (Εβρ 2:14, 15) Αυτός αποκαλείται «ανθρωποκτόνος» (Ιωα 8:44), όχι απαραίτητα επειδή σκοτώνει άμεσα, αλλά γιατί το κάνει αυτό εξαπατώντας και δελεάζοντας τους ανθρώπους για να αμαρτήσουν, προάγοντας ή ενθαρρύνοντας την αδικοπραγία που οδηγεί στη φθορά και στο θάνατο (2Κο 11:3), και επίσης εμφυτεύοντας δολοφονικές διαθέσεις στη διάνοια και στην καρδιά των ανθρώπων. (Ιωα 8:40-44, 59· 13:2· παράβαλε Ιακ 3:14-16· 4:1, 2.) Ο θάνατος παρουσιάζεται επομένως, όχι ως φίλος, αλλά ως «εχθρός» του ανθρώπου. (1Κο 15:26) Γενικά, μόνο εκείνοι που αντιμετωπίζουν οξύτατο ή αβάσταχτο πόνο εμφανίζονται να επιθυμούν το θάνατο.—Ιωβ 3:21, 22· 7:15· Απ 9:6.
Η Κατάσταση των Νεκρών Ανθρώπων. Η Γραφή δείχνει ότι οι νεκροί «δεν γνωρίζουν τίποτα απολύτως» και ότι η κατάσταση του θανάτου είναι μια κατάσταση παντελούς αδράνειας. (Εκ 9:5, 10· Ψλ 146:4) Αυτοί που πεθαίνουν αναφέρεται ότι πηγαίνουν «στο χώμα του θανάτου» (Ψλ 22:15) και γίνονται «ανίσχυροι στο θάνατο». (Παρ 2:18· Ησ 26:14) Στην κατάσταση του θανάτου δεν γίνεται μνεία για τον Θεό ούτε του αποδίδεται αίνος. (Ψλ 6:5· Ησ 38:18, 19) Τόσο στις Εβραϊκές όσο και στις Ελληνικές Γραφές, ο θάνατος παρομοιάζεται με ύπνο, μια εύστοχη σύγκριση όχι μόνο εξαιτίας της μη συνειδητής κατάστασης των νεκρών αλλά και λόγω της ελπίδας για αφύπνιση μέσω της ανάστασης. (Ψλ 13:3· Ιωα 11:11-14) Ο αναστημένος Ιησούς χαρακτηρίζεται ως «οι πρώτοι καρποί από εκείνους που έχουν κοιμηθεί τον ύπνο του θανάτου».—1Κο 15:20, 21· βλέπε ΑΔΗΣ· ΣΙΕΟΛ.
Ενώ οι αρχαίοι Αιγύπτιοι και άλλοι ειδωλολατρικοί λαοί, ιδιαίτερα δε οι Έλληνες φιλόσοφοι, πίστευαν ακράδαντα στην αθανασία της ανθρώπινης ψυχής, τόσο οι Εβραϊκές όσο και οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές δείχνουν ότι η ψυχή (εβρ., νέφες) πεθαίνει (Κρ 16:30· Ιεζ 18:4, 20· Απ 16:3), ότι χρειάζεται να ελευθερωθεί από το θάνατο (Ιη 2:13· Ψλ 33:19· 56:13· 116:8· Ιακ 5:20) ή, όπως αναφέρεται στη Μεσσιανική προφητεία που αφορούσε τον Ιησού Χριστό, ότι “χύνεται στο θάνατο” (Ησ 53:12· παράβαλε Ματ 26:38). Ο προφήτης Ιεζεκιήλ καταδικάζει τα άτομα που συνωμοτούσαν για “να θανατώνουν τις ψυχές που δεν έπρεπε να πεθάνουν” και “να διατηρούν ζωντανές τις ψυχές που δεν έπρεπε να ζουν”.—Ιεζ 13:19· βλέπε ΨΥΧΗ.
Ως εκ τούτου, Η Βίβλος του Ερμηνευτή ([The Interpreter’s Bible] Τόμ. 2, σ. 1015), σχολιάζοντας το εδάφιο 1 Σαμουήλ 25:29, παρατηρεί πως «η αντίληψη ότι ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή που χωρίζονται στο θάνατο δεν είναι εβραϊκή αλλά ελληνική». (Επιμέλεια Τζ. Μπάτρικ, 1953) Παρόμοια, ο Έντμοντ Τζέικομπ, καθηγητής Παλαιάς Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, τονίζει ότι, εφόσον στις Εβραϊκές Γραφές η ζωή του ατόμου συνδέεται άμεσα με την ψυχή (εβρ., νέφες), «είναι φυσικό να παρουσιάζεται κάποιες φορές ο θάνατος ως η εξαφάνιση αυτού του νέφες (Γεν. 35:18· 1 Βασ. 17:21· Ιερ. 15:9· Ιωνάς 4:3). Η “αποχώρηση” του νέφες πρέπει να θεωρηθεί σχήμα λόγου, διότι αυτό δεν συνεχίζει να υπάρχει ανεξάρτητα από το σώμα, αλλά πεθαίνει μαζί του (Αριθ. 31:19· Κριτ. 16:30· Ιεζ. 13:19). Καμιά βιβλική περικοπή δεν επικυρώνει τη δήλωση ότι η “ψυχή” χωρίζεται από το σώμα τη στιγμή του θανάτου».—Το Βιβλικό Λεξικό του Ερμηνευτή (The Interpreter’s Dictionary of the Bible), επιμέλεια Τζ. Μπάτρικ, 1962, Τόμ. 1, σ. 802.
Απολύτρωση από τη Θανατική Καταδίκη. Το εδάφιο Ψαλμός 68:20 λέει: «Στον Ιεχωβά, τον Υπέρτατο Κύριο, ανήκουν οι έξοδοι από το θάνατο». Διαμέσου της θυσίας της ανθρώπινης ζωής του ο Χριστός Ιησούς κατέστη από τον Θεό «Πρώτιστος Παράγοντας» της ζωής και της σωτηρίας (Πρ 3:15· Εβρ 2:10), και μέσω αυτού εξασφαλίζεται η κατάργηση του θανάτου. (2Τι 1:10) Με το θάνατό του, ο Ιησούς “γεύτηκε θάνατο για κάθε άνθρωπο” και προμήθευσε «αντίστοιχο λύτρο για όλους». (Εβρ 2:9· 1Τι 2:6) Μέσω αυτής της «μιας πράξης δικαίωσης» που έκανε ο Ιησούς κατέστη πλέον δυνατή η ακύρωση της θανατικής καταδίκης την οποία επιφέρει η αμαρτία, ώστε κάθε είδους άνθρωποι να μπορέσουν να “ανακηρυχτούν δίκαιοι για ζωή”. (Ρω 5:15, 16, 18, 19· Εβρ 9:27, 28· βλέπε ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΔΙΚΑΙΟ· ΛΥΤΡΟ.) Επομένως, δικαιολογημένα ειπώθηκε ότι οι αληθινοί ακόλουθοι του Ιησού είχαν στην ουσία «μεταβεί από το θάνατο στη ζωή». (Ιωα 5:24) Ωστόσο, όσοι παρακούν τον Γιο και δεν εκδηλώνουν αγάπη “παραμένουν στο θάνατο” και είναι καταδικασμένοι από τον Θεό. (1Ιω 3:14· Ιωα 3:36) Αυτοί που θέλουν να ελευθερωθούν από την καταδίκη και από το «νόμο της αμαρτίας και του θανάτου» πρέπει να καθοδηγούνται από το πνεύμα του Θεού και να παράγουν τους καρπούς του, διότι «το φρόνημα της [αμαρτωλής] σάρκας σημαίνει θάνατο».—Ρω 8:1-6· Κολ 1:21-23.
Ο Ιησούς παρομοίασε με βάφτισμα τη θυσιαστική του πορεία, που τελείωσε με το θάνατο και την ανάστασή του. (Μαρ 10:38, 39· Λου 12:50· παράβαλε Εφ 4:9, 10.) Ο απόστολος Παύλος έδειξε ότι οι χρισμένοι ακόλουθοι του Ιησού επρόκειτο να υποστούν και αυτοί ένα παρόμοιο βάφτισμα στο θάνατο, το οποίο θα ακολουθούνταν από την ανάστασή τους σε ουράνια δόξα. (Ρω 6:3-5· Φλπ 3:10, 11) Ο Παύλος, εκφράζοντας τη διακαή επιθυμία που είχε να αρχίσει να ζει στον ουρανό, έδειξε ότι οι χρισμένοι με το πνεύμα Χριστιανοί δεν ήθελαν αυτόν καθαυτόν το θάνατο, ούτε το να κείτονται «γυμνοί» στο θάνατο, αλλά το να “ντυθούν” το ουράνιο σώμα ώστε να “κατοικήσουν μαζί με τον Κύριο”. (2Κο 5:1-8· παράβαλε 2Πε 1:13-15.) Στο μεταξύ, ο θάνατος “βρίσκεται σε δράση σε αυτούς”, ενώ φέρνουν με τη διακονία τους άγγελμα ζωής σε εκείνους τους οποίους διακονούν.—2Κο 4:10-14· Παρ 18:21· βλέπε ΒΑΦΤΙΣΜΑ (Βάφτισμα στον Χριστό Ιησού, στο Θάνατό Του).
Σε εκείνους που ωφελούνται από αυτή τη διακονία περιλαμβάνεται το μεγάλο πλήθος το οποίο έχει την προοπτική να επιβιώσει από τη μεγάλη θλίψη και να απολαύσει αιώνια ζωή στον παράδεισο στη γη. Λόγω της πίστης που ασκούν στην εξιλεωτική αξία της θυσίας του Ιησού, και αυτοί επίσης αποκτούν καθαρή υπόσταση ενώπιον του Θεού.—1Ιω 2:2· Απ 7:9, 14.
Ο Ιησούς λέει ότι ο ίδιος έχει «τα κλειδιά του θανάτου και του Άδη» (Απ 1:18) και τα χρησιμοποιεί για να απελευθερώσει αυτούς που κρατάει ο θάνατος. (Ιωα 5:28, 29· Απ 20:13) Το γεγονός ότι ο Ιεχωβά Θεός απελευθέρωσε τον Ιησού από τον Άδη αποτελεί «εγγύηση σε όλους τους ανθρώπους» για τη μελλοντική ημέρα κρίσης, ή αλλιώς απόδοσης λογαριασμών, που έχει προσδιορίσει ο Θεός, ενώ παρέχει και διαβεβαίωση ότι θα γίνει ανάσταση όσων βρίσκονται στον Άδη. (Πρ 17:31· 1Κο 15:20, 21) Αυτοί που κληρονομούν τη Βασιλεία του Θεού με αθανασία περιγράφονται ως θριαμβευτές επί του θανάτου μέσω της ανάστασής τους, και έτσι «το κεντρί» του θανάτου νικιέται.—1Κο 15:50, 54-56· παράβαλε Ωσ 13:14· Απ 20:6.
Η Καταστροφή του Θανάτου. Στο εδάφιο Ησαΐας 25:8 δίνεται η προφητική υπόσχεση ότι ο Θεός «θα καταπιεί το θάνατο για πάντα, και ο Υπέρτατος Κύριος Ιεχωβά θα εξαλείψει οπωσδήποτε τα δάκρυα από όλα τα πρόσωπα». Το κεντρί που προκαλεί θάνατο είναι η αμαρτία (1Κο 15:56), άρα όλοι όσοι έχουν την αμαρτία και τη συνακόλουθη ατέλεια έχουν την επενέργεια του θανάτου στο σώμα τους. (Ρω 7:13, 23, 24) Συνεπώς, για να καταργηθεί ο θάνατος, απαιτείται η κατάργηση της αιτίας που προκαλεί το θάνατο: της αμαρτίας. Με την απομάκρυνση του τελευταίου ίχνους της αμαρτίας από την υπάκουη ανθρωπότητα, η εξουσία του θανάτου θα καταργηθεί και ο ίδιος ο θάνατος θα καταστραφεί. Αυτό θα επιτελεστεί κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Χριστού. (1Κο 15:24-26) Ως εκ τούτου, ο θάνατος που επήλθε στην ανθρώπινη φυλή εξαιτίας της παράβασης του Αδάμ «δεν θα υπάρχει πια». (Ρω 5:12· Απ 21:3, 4) Η καταστροφή του θανάτου παρομοιάζεται συμβολικά με το ρίξιμό του «στη λίμνη της φωτιάς».—Απ 20:14· βλέπε ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ.
Ο Δεύτερος Θάνατος. Η «λίμνη της φωτιάς», μέσα στην οποία ρίχνονται ο θάνατος, ο Άδης, το συμβολικό «θηρίο» και ο «ψευδοπροφήτης», ο Σατανάς, οι δαίμονές του και οι άνθρωποι που πράττουν αμετανόητα την πονηρία πάνω στη γη, καταδεικνύεται ότι σημαίνει το “δεύτερο θάνατο”. (Απ 20:10, 14, 15· 21:8· Ματ 25:41) Αρχικά ο θάνατος προέκυψε και μεταβιβάστηκε στην ανθρωπότητα ως αποτέλεσμα της παράβασης του Αδάμ. Επομένως, «ο δεύτερος θάνατος» πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από αυτόν τον κληρονομημένο θάνατο. Είναι προφανές από τα αναφερόμενα εδάφια ότι δεν υπάρχει δυνατότητα απελευθέρωσης από το “δεύτερο θάνατο”. Η κατάσταση εκείνων που βρίσκονται στο “δεύτερο θάνατο” αντιστοιχεί με την κατάληξη για την οποία προειδοποιούν διάφορα εδάφια, παραδείγματος χάρη Εβραίους 6:4-8· 10:26, 27· και Ματθαίος 12:32. Από την άλλη μεριά, όσοι εμφανίζονται να κερδίζουν «το στεφάνι της ζωής» και να μετέχουν «στην πρώτη ανάσταση» δεν κινδυνεύουν να υποστούν καμιά βλάβη από το δεύτερο θάνατο. (Απ 2:10, 11) Αυτά τα άτομα, τα οποία πρόκειται να συμβασιλέψουν με τον Χριστό, λαβαίνουν αθανασία και αφθαρσία, και επομένως δεν υπόκεινται στην «εξουσία» του δεύτερου θανάτου.—1Κο 15:50-54· Απ 20:6· παράβαλε Ιωα 8:51.
Αλληγορική Χρήση. Ο θάνατος προσωποποιείται σαν βασιλιάς που “βασιλεύει” στην ανθρωπότητα από τον καιρό του Αδάμ (Ρω 5:14), παράλληλα με την αμαρτία που επίσης βασιλεύει. (Ρω 6:12) Συνεπώς, αυτοί οι βασιλιάδες λέγεται ότι επιβάλλουν το «νόμο» τους στους υπηκόους της επικράτειάς τους. (Ρω 8:2) Με τον ερχομό του Χριστού και την προμήθεια του λύτρου, η παρ’ αξία καλοσύνη άρχισε να ασκεί μια ανώτερη βασιλεία πάνω σε όσους δέχονται τη δωρεά του Θεού, «με προοπτική την αιώνια ζωή».—Ρω 5:15-17, 21.
Αν και οι άνθρωποι, αψηφώντας τους σκοπούς του Θεού, μπορεί να προσπαθήσουν να κάνουν τη δική τους συνθήκη ή διαθήκη με τον Βασιλιά Θάνατο, αυτή θα αποτύχει. (Ησ 28:15, 18) Σαν ιππέας που ακολουθεί τον πόλεμο και την πείνα, ο θάνατος απεικονίζεται ως πρόξενος μαζικού αφανισμού στους κατοίκους της γης.—Απ 6:8· παράβαλε Ιερ 9:21, 22.
Αυτοί που ασθενούν πνευματικά ή είναι καταθλιμμένοι περιγράφονται σαν να “φτάνουν στις πύλες του θανάτου” (Ψλ 107:17-20· παράβαλε Ιωβ 38:17· Ψλ 9:13), και όσοι περνούν μέσα από τέτοιες «πύλες» εισέρχονται στο συμβολικό «σπίτι της σύναξης για όλους τους ζωντανούς» (Ιωβ 30:23· παράβαλε 2Σα 12:21-23), τα «εσωτερικά δωμάτια» (Παρ 7:27) του οποίου έχουν πάντοτε χώρο και για άλλα θύματα. (Αββ 2:5) Αυτοί που πηγαίνουν στον Σιεόλ είναι σαν πρόβατα που ποιμαίνονται από το θάνατο.—Ψλ 49:14.
Οι «οδύνες του θανάτου». Στο εδάφιο Πράξεις 2:24 ο απόστολος Πέτρος είπε ότι ο Ιησούς “λύθηκε από τις οδύνες του θανάτου, επειδή δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει να κρατείται από το θάνατο”. Η λέξη ὠδίν του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που εδώ αποδίδεται «οδύνες», χρησιμοποιείται αλλού με τη σημασία των πόνων του τοκετού (1Θε 5:3) αλλά μπορεί επίσης να σημαίνει άλγος, πόνο, συμφορά ή βάσανα γενικά. (Ματ 24:8) Επιπρόσθετα, χρησιμοποιήθηκε από τους μεταφραστές της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα για να αποδώσει την εβραϊκή λέξη χέβελ σε εδάφια όπου η προφανής σημασία είναι «σχοινί». (2Σα 22:6· Ψλ 18:4, 5) Μια συγγενική εβραϊκή λέξη σημαίνει «πόνοι γέννας», πράγμα που οδηγεί κάποιους σχολιαστές και λεξικογράφους στο συμπέρασμα ότι η ελληνική λέξη ὠδίν που χρησιμοποίησε ο Λουκάς στο εδάφιο Πράξεις 2:24 είχε επίσης αυτή τη διπλή σημασία, τουλάχιστον στην ελληνιστική γλώσσα των αποστολικών χρόνων. Επομένως, κάποιες μεταφράσεις αποδίδουν τη φράση αυτού του εδαφίου ως «δεσμά του θανάτου». (NC [ισπανική]· ΔΕΛ· ΜΠΚ) Σε αρκετά εδάφια, ο κίνδυνος του θανάτου παρουσιάζεται σαν να απλώνεται για να παγιδέψει το απειλούμενο άτομο (Παρ 13:14· 14:27) με σχοινιά που το περικυκλώνουν και το ρίχνουν στις «στενοχώριες που προκαλεί ο Σιεόλ». (Ψλ 116:3) Μολονότι άλλα εδάφια, που ήδη εξετάστηκαν, δείχνουν ότι δεν υπάρχει συνειδητότητα στο θάνατο και είναι φανερό ότι ο Ιησούς δεν ένιωθε κατά γράμμα πόνο όσο ήταν νεκρός, παρ’ όλα αυτά ο θάνατος παρουσιάζεται ως πικρή και βασανιστική εμπειρία (1Σα 15:32· Ψλ 55:4· Εκ 7:26), όχι μόνο λόγω του πόνου που συνήθως προηγείται (Ψλ 73:4, 5), αλλά και λόγω της απώλειας κάθε δραστηριότητας και ελευθερίας που φέρνει η παραλυτική λαβή του. Επομένως, ίσως με αυτή την έννοια “έλυσε” τον Ιησού από «τις οδύνες του θανάτου» η ανάστασή του, ελευθερώνοντάς τον από τη βασανιστική λαβή του θανάτου.
Αλλαγή στην πνευματική κατάσταση. Η κατάσταση του θανάτου χρησιμοποιείται αλληγορικά για να περιγράψει την πνευματικά νεκρή κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κόσμος γενικά, γι’ αυτό και ο Ιησούς μπορούσε να πει ότι “οι νεκροί θα θάψουν τους νεκρούς” και ο απόστολος Παύλος μπορούσε να χαρακτηρίσει τη γυναίκα που ζει για την αισθησιακή ικανοποίηση ως «νεκρή μολονότι ζει». (Λου 9:60· 1Τι 5:6· Εφ 2:1) Εφόσον δε ο σωματικός θάνατος απαλλάσσει κάποιον από οποιαδήποτε χρέη ή υποχρεώσεις είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή (Ρω 6:7), η απελευθέρωση του Χριστιανού από την αμαρτία (Ρω 6:2, 11) και από την καταδίκη του Μωσαϊκού Νόμου (Ρω 7:2-6) παρομοιάζεται επίσης με το θάνατο, καθώς λέγεται ότι το άτομο αυτό έχει «πεθάνει» ως προς την πρότερη κατάσταση και τις υποχρεώσεις του. Όποιος πεθαίνει μεταφορικά με αυτόν τον τρόπο εξακολουθεί βέβαια να είναι ζωντανός σωματικά και είναι πλέον ελεύθερος να ακολουθήσει τον Χριστό ως δούλος της δικαιοσύνης.—Ρω 6:18-20· Γα 5:1.
Αυτή η χρήση του θανάτου που εξεικονίζει μια αλλαγή στην κατάσταση ενός ατόμου ρίχνει φως σε προφητικά οράματα, όπως το όραμα στο βιβλίο του Ιεζεκιήλ στο οποίο ο λαός του Θεού που ήταν εξόριστος στη Βαβυλώνα παρομοιάζεται με ξεραμένα κόκαλα και με άτομα που έχουν πεθάνει και ταφεί. (Ιεζ 37:1-12) Αυτοί επρόκειτο να “έρθουν στη ζωή” ξανά και να εγκατασταθούν εκ νέου στη γη τους. (Ιεζ 37:13, 14) Παρόμοιες αλληγορικές χρήσεις βρίσκουμε στα εδάφια Αποκάλυψη 11:3, 7-12 και Λουκάς 16:19-31.