Ποιος Μπορεί να Φέρει Διαρκή Ειρήνη;
«Θέλουσι σφυρηλατήσει τας μαχαίρας αυτών δια υνία και τας λόγχας αυτών δια δρέπανα· δεν θέλει σηκώσει μάχαιραν έθνος εναντίον έθνους, ουδέ θέλουσι μάθει πλέον τον πόλεμον».
ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ κείμενο είναι από το Γραφικό βιβλίο του Ησαΐα, κεφάλαιο 2, εδάφιο 4. Η Έκθεση για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη το 1994 (Human Development Report 1994), που εκδόθηκε από το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη (UNDP), παρέθετε αυτά τα λόγια και κατόπιν πρόσθετε: «Φάνηκε ότι είχε έρθει ο καιρός να εκπληρωθεί αυτή η προφητεία με το τέλος του ψυχρού πολέμου [το 1990]. Αλλά ως τώρα αυτή αποδείχτηκε απραγματοποίητη ελπίδα».
Περικοπές στο Στρατό
Ένας παράγοντας που μειώνει τις ελπίδες για ειρήνη είναι ότι η αλλαγή στο διεθνές πολιτικό κλίμα δεν έχει συνοδευτεί από μεγάλες μειώσεις στις στρατιωτικές δαπάνες. Είναι αλήθεια ότι έχουν γίνει μερικές περικοπές. Σύμφωνα με στοιχεία του Ο.Η.Ε., οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες έπεσαν από 995 δισεκατομμύρια δολάρια (περ. 230 τρισ. δρχ.) το 1987, ανώτατο ποσό όλων των εποχών, στα 815 δισεκατομμύρια δολάρια (περ. 190 τρισ. δρχ.) το 1992. Εντούτοις, τα 815 δισεκατομμύρια δολάρια αποτελούν υπέρογκο ποσό. Ισούνται σχεδόν με το συνολικό εισόδημα του μισού πληθυσμού του κόσμου!
Ένας άλλος παράγοντας που εμποδίζει τον αφοπλισμό είναι η άποψη ότι η στρατιωτική ισχύς φέρνει ασφάλεια. Έτσι, μολονότι έχει περάσει η εποχή του Ψυχρού Πολέμου, πολλοί στα βιομηχανοποιημένα κράτη υποστηρίζουν ότι οι δαπάνες για την εθνική ασφάλεια πρέπει να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Ο Τζέιμς Γούλσι, όταν ήταν διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) των Η.Π.Α., είπε στο Κογκρέσο το Φεβρουάριο του 1993: «Σκοτώσαμε ένα μεγάλο δράκο [την Ε.Σ.Σ.Δ.], αλλά τώρα ζούμε σε μια ζούγκλα γεμάτη με μια τρομακτική ποικιλία από δηλητηριώδη φίδια».
Στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι υψηλές στρατιωτικές δαπάνες δικαιολογούνται επίσης ως μέσο για την αποτροπή μιας επίθεσης από χώρες που θεωρούνται πιθανοί δράκοι και δηλητηριώδη φίδια. Αλλά στην πραγματικότητα, όπως σημείωσε το UNDP, «οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν διεξαγάγει λίγους διεθνείς πολέμους, και πολλές έχουν χρησιμοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις τους για να καταπιέζουν το λαό τους». Μάλιστα, η έκθεση του UNDP εξήγησε: «Στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι πιθανότητες να πεθάνει κάποιος από κοινωνική αμέλεια (από υποσιτισμό και ασθένειες που μπορούν να προληφθούν) είναι 33 φορές περισσότερες από τις πιθανότητες να πεθάνει σε κάποιον πόλεμο που προκλήθηκε από εξωτερική επίθεση. Εντούτοις, κατά μέσο όρο, υπάρχουν περίπου 20 στρατιώτες για κάθε γιατρό. Αν μη τι άλλο, οι στρατιώτες είναι πιθανότερο να μειώσουν την προσωπική ασφάλεια παρά να την αυξήσουν».
Το Διεθνές Εμπόριο Όπλων
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι δύο υπερδυνάμεις πουλούσαν όπλα στους συμμάχους τους για να εδραιώσουν συμμαχίες, να κερδίσουν στρατιωτικές βάσεις και να διατηρήσουν την ισχύ τους. Ο στρατός πολλών χωρών έγινε ισχυρός. Αυτή τη στιγμή, παραδείγματος χάρη, 33 χώρες έχουν στην κατοχή τους πάνω από 1.000 άρματα μάχης η καθεμιά.
Τώρα που τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, η πολιτική και η στρατηγική δικαιολογία για τις πωλήσεις όπλων έχει εξανεμιστεί. Εντούτοις, τα οικονομικά κίνητρα παραμένουν ισχυρά. Εδώ υπάρχουν χρήματα! Έτσι, καθώς μειώνεται η εγχώρια ζήτηση όπλων, οι έμποροι όπλων πείθουν τις κυβερνήσεις τους ότι ο τρόπος για να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας και να κρατήσουν ακμάζουσα την οικονομία είναι να πουλούν όπλα στο εξωτερικό.
Το περιοδικό Παγκόσμια Επιφυλακή (World Watch) σχολιάζει: «Παραδόξως, καθώς οι υπερδυνάμεις αποσύρουν τους μεγάλους πυρηνικούς πυραύλους τους, αναζητούν επειγόντως τρόπους για να πουλήσουν περισσότερες από τις συμβατικές βόμβες και τα συμβατικά όπλα τους σχεδόν σε όποιον θέλει να τα αγοράσει». Τι λένε οι αριθμοί; Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Στοκχόλμης για την Ειρήνη, η αξία των συμβατικών όπλων που πουλήθηκαν στη διεθνή αγορά τα έτη 1988 ως 1992 ήταν 151 δισεκατομμύρια δολάρια (περ. 35 τρισ. δρχ.). Ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, και ακολουθούσαν χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Η Πυρηνική Απειλή Παραμένει
Τι θα πούμε για την πυρηνική απειλή; Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση (ή τα κράτη που τη διαδέχτηκαν) υπέγραψαν τη Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Μέσου Βεληνεκούς το 1987 και τις δύο Συνθήκες για τη Μείωση των Στρατηγικών Όπλων (START) τα έτη 1991 και 1993.
Οι συνθήκες START έθεσαν υπό απαγόρευση τους πυραύλους εδάφους που έχουν πάνω από μία πυρηνική κεφαλή και απαίτησαν να εξαλειφτούν, ως το έτος 2003, σχεδόν τα τρία τέταρτα των πυρηνικών κεφαλών σε όλα τα συστήματα εκτόξευσης. Αλλά ενώ η απειλή ενός πυρηνικού Γ΄ Παγκόσμιου Πολέμου έχει ξεθωριάσει, εξακολουθούν να υπάρχουν τεράστια οπλοστάσια πυρηνικών όπλων—αρκετά για να καταστρέψουν πολλές φορές κάθε ζωή στη γη.
Η αποσυναρμολόγηση αυτών των όπλων αυξάνει τις ευκαιρίες για κλοπή πυρηνικών. Η Ρωσία, για παράδειγμα, παροπλίζει και αποθηκεύει περίπου 2.000 πυρηνικές κεφαλές κάθε χρόνο, αφαιρώντας από αυτές σφαίρες πλουτωνίου που έχουν μέγεθος γροθιάς και ονομάζονται πυρήνες. Ο πυρήνας της κεφαλής, για την κατασκευή του οποίου απαιτούνται τεράστια έξοδα και προηγμένη τεχνολογία, είναι το βασικό συστατικό σε μια πυρηνική βόμβα. Επειδή οι πυρήνες περιβάλλονται συνήθως από ένα ατσάλινο στρώμα που εμποδίζει τη διαφυγή ραδιενέργειας, κάποιος κλέφτης θα ήταν πιθανό να μεταφέρει έναν πυρήνα στην τσέπη του. Κάποιος τρομοκράτης που θα αποκτούσε έναν έτοιμο πυρήνα θα μπορούσε στη συνέχεια να τον περιβάλει με έναν πυροδοτικό μηχανισμό για να ξαναδημιουργήσει μια τρομερά ισχυρή βόμβα.
Μια άλλη ανησυχία είναι η απειλή της διάδοσης των πυρηνικών όπλων σε όλο και περισσότερες χώρες. Πέντε κράτη θεωρούνται πυρηνικές δυνάμεις—η Γαλλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Κίνα και η Ρωσία—και πιστεύεται ότι αρκετές άλλες χώρες έχουν επίσης την ικανότητα να κατασκευάσουν πυρηνικά όπλα γρήγορα.
Καθώς ολοένα και περισσότερα κράτη αποκτούν πυρηνικά όπλα, αυξάνεται η πιθανότητα να τα χρησιμοποιήσει κάποιος. Δικαιολογημένα οι άνθρωποι φοβούνται τη χρήση αυτών των τρομακτικών όπλων. Όπως το τοποθετεί το βιβλίο Η Μεταμόρφωση του Πολέμου (The Transformation of War), «η δύναμή τους είναι τόσο μεγάλη ώστε κάνουν τα συμβατικά όπλα να μοιάζουν με παιχνιδάκι».
Αφοπλισμός και Ειρήνη
Αλλά τι θα συνέβαινε αν τα κράτη απαλλάσσονταν από τα εξελιγμένα όπλα καταστροφής που διαθέτουν; Θα εγγυόταν αυτό έναν ειρηνικό κόσμο; Σε καμία περίπτωση. Ο στρατιωτικός ιστορικός Τζον Κίγκαν παρατηρεί: «Μετά τις 9 Αυγούστου 1945, τα πυρηνικά όπλα δεν έχουν σκοτώσει κανέναν. Οι 50.000.000 άνθρωποι οι οποίοι πέθαναν στον πόλεμο έπειτα από εκείνη την ημερομηνία σκοτώθηκαν, κατά κύριο λόγο, από φτηνά όπλα μαζικής παραγωγής και σφαίρες μικρού διαμετρήματος, τα οποία κόστιζαν λίγο ακριβότερα από τα ραδιόφωνα και τις μπαταρίες που κατέκλυσαν τον κόσμο την ίδια περίοδο».
Ένα πρόσφατο παράδειγμα της χρήσης όπλων απλής τεχνολογίας είναι η σφαγή στη Ρουάντα, μια χώρα για την οποία Η Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια του Βιβλίου (The World Book Encyclopedia [1994]) αναφέρει: «Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι Ρωμαιοκαθολικοί. . . . Οι Ρωμαιοκαθολικές και άλλες Χριστιανικές εκκλησίες επιβλέπουν τα περισσότερα από τα δημοτικά σχολεία και τα γυμνάσια». Εντούτοις, στη Ρουάντα ως και μισό εκατομμύριο άτομα σκοτώθηκαν από ανθρώπους οπλισμένους με μαχαίρια. Σαφώς, για να έρθει παγκόσμια ειρήνη, χρειάζεται κάτι παραπάνω από τη μείωση των συμβατικών και των πυρηνικών όπλων. Επίσης, χρειάζεται κάτι άλλο εκτός από τις διδασκαλίες που παρέχουν οι θρησκείες του κόσμου.
Αυξάνονται οι Ανταγωνισμοί Μεταξύ Εθνοτήτων
Η Σάντακο Ογκάτα, ύπατη αρμοστής του Ο.Η.Ε. για θέματα προσφύγων, δήλωσε πρόσφατα: «Αμέσως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, νομίζαμε ότι θα λύνονταν όλα τα προβλήματα. Δεν συνειδητοποιούσαμε ότι ο Ψυχρός Πόλεμος είχε άλλη μια όψη—ότι οι υπερδυνάμεις εξασφάλιζαν την τάξη ή επέβαλλαν την τάξη στις αντίστοιχες ζώνες επιρροής τους. . . . Έτσι τώρα, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, βλέπουμε να ξεσπάνε πολύ πιο παραδοσιακές, υποβόσκουσες συγκρούσεις μεταξύ εθνοτήτων, οι οποίες ίσως υπήρχαν πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Ο Άρθουρ Σλέσινγκερ, ιστορικός και συγγραφέας που έχει τιμηθεί με το βραβείο Πούλιτζερ, τονίζει κάτι παρόμοιο: «Το ένα σύμπλεγμα μίσους αντικαθιστά το άλλο. Η απαλλαγή από τη σιδηρά λαβή της ιδεολογικής καταπίεσης στην Ανατολική Ευρώπη και στην πρώην Σοβιετική Ένωση απελευθερώνει καταπνιγμένους ανταγωνισμούς, εθνικιστικούς, θρησκευτικούς, γλωσσικούς καθώς και μεταξύ εθνοτήτων, οι οποίοι είναι βαθιά ριζωμένοι στην ιστορία και στη μνήμη. . . . Αν ο 20ός αιώνας ήταν ο αιώνας του πολέμου των ιδεολογιών, ο 21ος αιώνας αρχίζει ως ο αιώνας του πολέμου των εθνοτήτων».
Από το 1989 ως το 1992, σύμφωνα με έναν υπολογισμό των Ηνωμένων Εθνών, υπήρξαν 82 ένοπλες συγκρούσεις, οι περισσότερες από τις οποίες διεξάγονταν μέσα σε αναπτυσσόμενες χώρες. Το 1993, 42 χώρες είχαν σοβαρές συγκρούσεις και σε άλλες 37 χώρες υπήρχε πολιτική βία. Στο μεταξύ, τα Ηνωμένα Έθνη—των οποίων τα κονδύλια είναι πολύ περιορισμένα—πάλευαν χωρίς μεγάλη επιτυχία να φέρουν ειρήνη μόνο σε 17 αποστολές. Σαφώς, η ανθρωπότητα πρέπει να ψάξει να βρει αλλού έναν ειρηνικό κόσμο.
Τα Προβλήματα Κορυφώνονται
Όλο και περισσότερο, αντί να αποβλέπουν στο μέλλον με αισιοδοξία, πολλοί εκφράζουν δυσοίωνες προβλέψεις. Το εξώφυλλο του περιοδικού Δι Ατλάντικ Μάνθλι (The Atlantic Monthly), του Φεβρουαρίου 1994, συνοψίζει μια πρόβλεψη για τις ερχόμενες δεκαετίες: «Έθνη διαλύονται υπό το βάρος της συρροής των προσφύγων εξαιτίας περιβαλλοντικών και κοινωνικών καταστροφών. . . . Πόλεμοι διεξάγονται για σπάνιους πόρους, ιδιαίτερα για το νερό, και ο πόλεμος γίνεται συνώνυμο του εγκλήματος, καθώς οπλισμένες συμμορίες λεηλατητών χωρίς πατρίδα συγκρούονται με τις ιδιωτικές δυνάμεις ασφαλείας της ολιγαρχίας».
Μήπως αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατον να επιτευχθεί διαρκής ειρήνη; Σε καμία περίπτωση! Το άρθρο που ακολουθεί δείχνει τους λόγους για τους οποίους μπορούμε να αποβλέπουμε στο μέλλον με εμπιστοσύνη.
[Πλαίσιο στη σελίδα 5]
Θρησκεία—Δύναμη Προς την Ειρήνη;
Όταν τα έθνη πολεμούν, οι θρησκείες του κόσμου εγκαταλείπουν τις διδασκαλίες περί ειρήνης και αδελφοσύνης. Σχετικά με την κατάσταση κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Βρετανός γενικός ταξίαρχος Φρανκ Π. Κρόουζιερ είπε: «Οι Χριστιανικές Εκκλησίες είναι οι καλύτεροι προπαγανδιστές της αιματοχυσίας και τις χρησιμοποιούμε ανεπιφύλακτα».
Ο ρόλος της θρησκείας στον πόλεμο είναι ο ίδιος στο πέρασμα των αιώνων. Ο Καθολικός ιστορικός Ε. Ι. Γουότκιν παραδέχτηκε: «Ίσως είναι οδυνηρό να το αναγνωρίσουμε, αλλά δεν μπορούμε, για χάρη μιας απατηλής διδασκαλίας και μιας ανέντιμης οσιότητας, να αρνηθούμε ή να αγνοήσουμε το ιστορικό γεγονός ότι οι Επίσκοποι έχουν κατ’ εξακολούθηση υποστηρίξει όλους τους πολέμους που διεξάχθηκαν από την κυβέρνηση της χώρας τους». Και ένα άρθρο του εκδότη στην εφημερίδα Σαν (Sun), του Βανκούβερ στον Καναδά, σημείωνε το εξής: «Είναι αδυναμία πιθανόν όλων των οργανωμένων θρησκειών το γεγονός ότι η εκκλησία ακολουθεί τη σημαία . . . Ποιος πόλεμος έγινε ποτέ χωρίς να διεκδικούν και τα δυο αντιμαχόμενα μέρη την υποστήριξη του Θεού;»
Σαφώς, αντί να αποτελούν δύναμη προς την ειρήνη, οι θρησκείες του κόσμου έχουν προωθήσει πολέμους και σκοτωμούς—όπως κατέδειξε τόσο έντονα η σφαγή στη Ρουάντα.
[Πλαίσιο στη σελίδα 6]
Η Ματαιότητα του Πολέμου
Στο βιβλίο Δεν Βρήκα Ειρήνη (I Found No Peace), το οποίο εκδόθηκε το 1936, ο ξένος ανταποκριτής Γουέμπ Μίλερ έγραψε: «Κατά παράξενο τρόπο, ο συγκλονιστικός τρόμος του [Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου] δεν με άγγιξε παρ’ όλη τη συντριπτική του αισχρότητα και ματαιότητα παρά μόνο ακριβώς οχτώ χρόνια μετά το τέλος του». Τότε επισκέφτηκε ξανά το πεδίο μάχης στο Βερντέν, στο οποίο ανέφερε ότι είχαν πεθάνει 1.050.000 άντρες.
«Στη διάρκεια του πολέμου είχα εξαπατηθεί, μαζί με εκατομμύρια άλλους», έγραψε ο Μίλερ. «Το μόνο που πέτυχε ο Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν να γεννήσει νέους πολέμους. Οχτώμισι εκατομμύρια άντρες είχαν πεθάνει μάταια, δεκάδες εκατομμύρια είχαν υποφέρει ανείπωτη φρίκη και εκατοντάδες εκατομμύρια είχαν υποστεί θλίψη, την απώλεια κάποιου αγαπημένου τους προσώπου και δυστυχία. Και όλα αυτά είχαν συμβεί μέσα σε μια τρομερή αυταπάτη».
Τρία χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του, άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η εφημερίδα Δε Ουάσινγκτον Ποστ (The Washington Post) παρατήρησε: «Οι πόλεμοι του 20ού αιώνα μας ήταν ‘ολοκληρωτικοί πόλεμοι’ εναντίον και μάχιμων και αμάχων. . . . Συγκριτικά, οι πόλεμοι των βαρβάρων τους περασμένους αιώνες ήταν μικροκαβγάδες». Σύμφωνα με έναν υπολογισμό κάποιου ειδικού, 197 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν πεθάνει από το 1914 και έπειτα σε πολέμους και εμφύλιες επαναστάσεις.
Εντούτοις, όλοι οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις των ανθρώπων δεν έφεραν ούτε ειρήνη ούτε ευτυχία. Όπως ανέφερε η εφημερίδα Δε Ουάσινγκτον Ποστ, «κανένα πολιτικό ή οικονομικό σύστημα δεν έχει καταφέρει ως τώρα σε αυτόν τον αιώνα να ειρηνέψει ή να ικανοποιήσει τα ανήσυχα εκατομμύρια».
[Εικόνα στη σελίδα 7]
Αυτή η μητέρα είναι ένα από τα εκατοντάδες χιλιάδες άτομα που σφάχτηκαν στη Ρουάντα—πολλά από ομοθρήσκους τους
[Ευχαριστίες]
Albert Facelly/Sipa Press