Ζάμπια
Η Αφρική μοιάζει με τεράστιο κεντητό ένδυμα. Από τις λευκές αμμουδιές των ακτών της Μεσογείου, τη χρυσαφένια Σαχάρα και τα σμαραγδένια δάση, μέχρι την ανεμοδαρμένη, λευκή ακτογραμμή του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, η ήπειρος αυτή φιλοξενεί το ένα δέκατο του παγκόσμιου πληθυσμού. Πολλά ποτάμια διασχίζουν το έδαφός της—ανάμεσά τους ο Νείλος, ο Νίγηρας, ο Κόνγκο και ο Ζαμβέζης. Στα βάθη της γης της, υπάρχουν τεράστια κοιτάσματα χρυσού, χαλκού και πολύτιμων λίθων.
Στο σημείο όπου το τροπικό βροχερό δάσος της Λεκάνης του Κόνγκο υψώνεται για να συναντήσει την ελαφρώς κυματιστή σαβάνα που αποτελεί το οροπέδιο της κεντρικής Αφρικής, εκεί βρίσκεται η Ζάμπια. Μερικοί έχουν πει ότι αυτή η χώρα μοιάζει με πελώρια, ασύμμετρη πεταλούδα καθισμένη πάνω σε χάρτη. Η ασυνήθιστη συνοριακή της γραμμή, κληρονομιά της αποικιακής περιόδου, οριοθετεί μια περιοχή με έκταση πάνω από 750.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα—μεγαλύτερη από αυτήν του Τέξας, στις ΗΠΑ.
Βορειοανατολικά του εδάφους της σημερινής Ζάμπιας βρίσκεται η Μεγάλη Ρηξιγενής Κοιλάδα. Δυτικά και νότια ρέει ο ορμητικός ποταμός Ζαμβέζης. Ως τα τέλη του 19ου αιώνα, αυτή η γη παρέμενε απρόσιτη στους ξένους που λεηλατούσαν την Αφρική για χρυσό, ελεφαντόδοντο και σκλάβους. Το 1855, ο εξερευνητής Ντέιβιντ Λίβινγκστον, γιος Σκωτσέζου μυλωνά, έκανε γνωστή στον κόσμο τη γη που βρισκόταν πέρα από τον «Καπνό που Βροντάει»—το μεγαλειώδες φυσικό θαύμα το οποίο ο Λίβινγκστον ονόμασε αργότερα Καταρράκτες της Βικτόριας, προς τιμήν της ομώνυμης βασίλισσας της Αγγλίας.
Σύντομα έφτασαν ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου, ανυπομονώντας να προωθήσουν «το Χριστιανισμό, το εμπόριο και τον πολιτισμό» με σκοπό την απόκτηση πρόσβασης στην καρδιά αυτής της ηπείρου. Οι μέθοδοί τους συχνά δεν τους συνιστούσαν ως διακόνους. Ωστόσο, δεν άργησαν να έρθουν κάποιοι οι οποίοι, με τη βοήθεια του Θεού, θα συνιστούσαν τους εαυτούς τους ως πραγματικούς διακόνους του.—2 Κορ. 6:3-10.
Τα Πρώτα Χρόνια
Το έτος 1890, υπήρχαν πέντε ιεραποστολικές εταιρίες στην επικράτεια της σημερινής Ζάμπιας. Στις αρχές του επόμενου αιώνα, ένας αυξανόμενος αριθμός Αφρικανών, ανησυχώντας για την επέκταση της αποικιοκρατίας και του εμπορίου, αναζητούσαν κατεύθυνση. Άγνωστα και παράξενα θρησκευτικά κινήματα έκαναν την εμφάνισή τους σε όλη την ήπειρο. Ωστόσο, πλησίαζε ο καιρός για γνήσια πνευματική βοήθεια. Από το 1911 κιόλας, αντίτυπα των Γραφικών Μελετών βρέθηκαν στα χέρια ανθρώπων με ειλικρινή καρδιά στη Ζάμπια. Οι Γραφικές αλήθειες που υπήρχαν σε αυτά τα βιβλία εξαπλώθηκαν γρήγορα προς τα βόρεια, αν και όχι πάντα μέσω ατόμων που ενδιαφέρονταν ειλικρινά να υπηρετήσουν τον Θεό.
Το 1910, ο Κάρολος Τέηζ Ρώσσελ, ο οποίος είχε τότε την επίβλεψη του έργου κηρύγματος της Βασιλείας, έστειλε τον Γουίλιαμ Γ. Τζόνστον, έναν αξιόπιστο και μετριοπαθή αδελφό από τη Γλασκώβη της Σκωτίας, για να βοηθήσει τους αδελφούς στη Νυασαλάνδη (σημερινή Μαλάουι). Δυστυχώς, μερικοί που είχαν πάει εκεί παλιότερα—ντόπιοι και ξένοι—είχαν διαστρεβλώσει τις Γραφικές αλήθειες επιδιώκοντας ιδιοτελή συμφέροντα. Μάλιστα, τα επόμενα χρόνια, αυτοαποκαλούμενοι κήρυκες και πάστορες ήρθαν στη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια), προάγοντας ένα ελκυστικό μείγμα θρησκείας, υποσχέσεων για απελευθέρωση και ακάθαρτων συνηθειών. Μολονότι ο αδελφός Τζόνστον βοήθησε κάποιους στη Νυασαλάνδη, τους οποίους περιέγραψε ως άτομα «που διακατέχονταν από ισχυρή επιθυμία να γνωρίσουν καλύτερα το Λόγο του Θεού», δεν δόθηκε άμεση προσοχή στις περιοχές που βρίσκονταν δυτικά. Αν και τα Γραφικά έντυπα έφταναν στη Βόρεια Ροδεσία τόσο ταχυδρομικά όσο και μέσω μεταναστών που είχαν έρθει για να εργαστούν, το έργο κηρύγματος της Βασιλείας εκείνα τα χρόνια γινόταν ως επί το πλείστον χωρίς επίβλεψη.
Περίοδος Αβεβαιότητας
Οι αρχές της δεκαετίας του 1920 ήταν περίοδος αβεβαιότητας. Διάφορα τοπικά «κινήματα της Σκοπιάς» έκαναν πολλά για να δυσφημίσουν την αληθινή Χριστιανική διακονία των υπηρετών του Θεού. Υπήρχαν αναφορές για ανταλλαγή συζύγων και άλλες μορφές αδικοπραγίας που λάβαιναν χώρα ανάμεσα σε μερικούς οι οποίοι, όχι μόνο δεν κατανοούσαν τη Γραφική αλήθεια, αλλά και ισχυρίζονταν ψευδώς ότι ήταν συνταυτισμένοι με τους Σπουδαστές της Γραφής, όπως ονομάζονταν τότε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ωστόσο, από ό,τι φαίνεται υπήρχαν πολλές ομάδες οι οποίες έφεραν τη σφραγίδα της αλήθειας, δείχνοντας ειλικρινή αφοσίωση στις Γραφικές αρχές και κηρύττοντας με ζήλο.
Το δύσκολο ήταν να ξεχωρίσει κάποιος εκείνους που ενδιαφέρονταν ειλικρινά να υπηρετήσουν τον Θεό. Ο Τόμας Γουάλντερ και ο Τζορτζ Φίλιπς, Βρετανοί και οι δύο, έφτασαν στη Νότια Αφρική, στο γραφείο των Σπουδαστών της Γραφής στο Κέιπ Τάουν, το 1924. Ο αδελφός Γουάλντερ, ο οποίος ήταν λίγο πάνω από τριάντα ετών, ταξίδεψε στη Βόρεια και στη Νότια Ροδεσία για να εντοπίσει εκείνους που συνδέονταν με το όνομα της Σκοπιάς. Την επόμενη χρονιά, ο Γουίλιαμ Ντάουσον, από την Ευρώπη, διορίστηκε να επισκεφτεί τους αναπτυσσόμενους ομίλους. Αυτός ανέφερε ότι κάποιοι αυτοδιορισμένοι πάστορες βάφτιζαν χωρίς ενδοιασμούς μεγάλους αριθμούς ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους ούτε κατανοούσαν ούτε εκτιμούσαν τη Γραφική αλήθεια. Ο Λεουέλεν Φίλιπς (δεν ήταν συγγενής του Τζορτζ Φίλιπς) έγραψε αργότερα: «Έγινε ολοφάνερο ότι η συντριπτική πλειονότητα ήταν σαν τους κατοίκους της Νινευή, οι οποίοι “δεν ήξεραν τη διαφορά ανάμεσα στο δεξί τους χέρι και στο αριστερό”». (Ιωνάς 4:11) Πολλοί ήταν ειλικρινείς, αλλά δυσκολεύονταν να κατανοήσουν την αλήθεια επειδή δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου έντυπα στις τοπικές γλώσσες. Εφόσον οι επανειλημμένες προσπάθειες προκειμένου να δοθεί κυβερνητική άδεια για τη μόνιμη επίβλεψη του έργου είχαν αποβεί άκαρπες, το γραφείο του Κέιπ Τάουν αποφάσισε την περιστολή του δημόσιου κηρύγματος και του βαφτίσματος. Ο αδελφός Γουάλντερ, αν και δεν συνέστησε να σταματήσει η Γραφική μελέτη και οι συναθροίσεις για λατρεία, έγραψε μια επιστολή στις ομάδες των ενδιαφερόμενων ατόμων, προτρέποντάς τους να συνεργαστούν με αυτό το προσωρινό μέτρο μέχρις ότου καταστεί δυνατόν να διοριστεί κάποιος μόνιμος εκπρόσωπος των Σπουδαστών της Γραφής.
Κατά Μήκος της Σιδηροδρομικής Γραμμής
Επί αιώνες, οι ντόπιοι λαοί χρησιμοποιούσαν τα επιφανειακά κοιτάσματα χαλκού για την κατασκευή εργαλείων καθώς και για διακοσμητικούς σκοπούς. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, η Βρετανική Εταιρία Νότιας Αφρικής, η οποία όχι μόνο διοικούσε την περιοχή αλλά και έλεγχε τα δικαιώματα εξόρυξης, άρχισε να εκμεταλλεύεται τα τεράστια υπόγεια αποθέματα. Υπήρχε ανάγκη για εργάτες, και χιλιάδες άτομα έρχονταν από τις αγροτικές περιοχές στις αναπτυσσόμενες πόλεις και κωμοπόλεις που δημιουργούνταν κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής η οποία, σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, θα ένωνε το Κέιπ Τάουν με το Κάιρο.
Ο Τζέιμς Λούκα Μουάνγκο θυμάται: «Η δομή των ομάδων, όπως αποκαλούνταν τότε οι εκκλησίες, ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή μας οργάνωση. Πριν από το 1930, οι συναθροίσεις για Γραφική μελέτη περιορίζονταν σε μικρούς ομίλους. Μερικά ενδιαφερόμενα άτομα επικοινωνούσαν με το γραφείο του Κέιπ Τάουν, ενώ άλλοι έστελναν τις αιτήσεις τους για έντυπα απευθείας στο Μπρούκλιν. Εφόσον τα έντυπα ήταν διαθέσιμα στην αγγλική γλώσσα, πολλοί δυσκολεύονταν να καταλάβουν σωστά την αλήθεια». Αν και οι όμιλοι ήταν συνήθως μικροί, σημείωναν πρόοδο, ενώ ο ζήλος και η αποφασιστικότητά τους συνέβαλλαν ολοένα και περισσότερο σε οργανωμένο κήρυγμα. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον κλήρο του Χριστιανικού κόσμου.
Εκστρατεία Καταστολής
Το Μάιο του 1935, πιέσεις από θρησκευτικές ομάδες που ασκούσαν μεγάλη επιρροή επέφεραν μια τροποποίηση στον ποινικό κώδικα της Βόρειας Ροδεσίας, καθιστώντας σοβαρό αδίκημα την εισαγωγή και διανομή ανατρεπτικών εντύπων, όπως αποκαλούνταν. Ασφαλώς, εκείνοι που κρίνουν τι είναι ανατρεπτικό ή υπονομευτικό επηρεάζονται από τις δικές τους πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις. Όπως θα έδειχναν τα γεγονότα, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι ενάντιοι αναζητούσαν αφορμή για να θέσουν υπό απαγόρευση τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Όταν η ανακοίνωση των νέων φορολογικών μέτρων προκάλεσε εξεγέρσεις στις κοινότητες των μεταλλωρύχων, οι ενάντιοι το είδαν αυτό ως ευκαιρία για να στιγματίσουν τους Μάρτυρες ως αντικυβερνητικά στοιχεία. Νωρίτερα τον ίδιο μήνα, οι Μάρτυρες είχαν διεξαγάγει μια συνέλευση στη Λουσάκα. Οι ενάντιοι προφανώς ισχυρίστηκαν ότι η μικρή εκείνη συνέλευση είχε κάποια σχέση με τις ταραχές που είχαν ξεσπάσει 300 και πλέον χιλιόμετρα πιο βόρεια. Ο Τόμσον Κανγκάλε, που ήταν τότε νεαρός, θυμάται: «Καταλαβαίναμε ότι προμηνύονταν προβλήματα. Αντί να κηρύττουμε, αποφασίσαμε να μείνουμε μέσα και να ψέλνουμε ύμνους της Βασιλείας. Γνωρίζαμε ότι δεν έπρεπε να αναμειχθούμε σε απεργίες ή βιαιότητες». Παρ’ όλα αυτά, ακολούθησαν συλλήψεις αδελφών, και σε πολλές πόλεις εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, ενώ τα Γραφικά τους έντυπα κατασχέθηκαν ή καταστράφηκαν. Ο κυβερνήτης εξέδωσε μια εγκύκλιο με την οποία 20 από τα έντυπά μας τίθονταν υπό απαγόρευση.
Μια εξεταστική επιτροπή ανέλαβε να διερευνήσει τα αίτια των ταραχών. Ο περιφερειάρχης της περιοχής που επηρεάστηκε περισσότερο παραδέχτηκε: «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και η Σκοπιά ως οργάνωση δεν έλαβαν μέρος στην απεργία». Ούτε ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά δεν συμμετείχε σε οποιαδήποτε οχλαγωγία. Ωστόσο, το βιβλίο Οι Χριστιανοί στο Κόπερμπελτ (Christians of the Copperbelt) ανέφερε: «Η Εξεταστική Επιτροπή . . . αποδέχτηκε πολλές σοβαρές κατηγορίες με βάση ελλιπέστατα στοιχεία, [και] λόγω της βαρύτητας που είχε η έκθεσή της, τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά απαγορεύτηκαν. Σε κάποιες περιφέρειες, οι [φυλετικοί] αρχηγοί εξαπέλυσαν σφοδρές εκστρατείες καταστολής, πυρπολώντας τους χώρους συναθροίσεων της Σκοπιάς».
Στο μεταξύ, το γραφείο του Κέιπ Τάουν προσέφυγε επανειλημμένα στον υπουργό αποικιών της βρετανικής κυβέρνησης προκειμένου να «επιτραπεί [στους Μάρτυρες] να ασκούν το θεόδοτο δικαίωμά τους για απόδοση λατρείας στον Ιεχωβά Θεό σύμφωνα με ό,τι τους υπαγορεύει η συνείδησή τους, χωρίς παρεμβάσεις». Επίσης, οι αδελφοί προσέφυγαν ζητώντας την ίδρυση μόνιμου γραφείου με εκπρόσωπο. Ο Ιεχωβά ευλόγησε αυτές τις προσπάθειες. Το Μάρτιο του 1936, ο υπουργός αποικιών ενέκρινε τη δημιουργία αποθήκης εντύπων στη Λουσάκα και το διορισμό του Λεουέλεν Φίλιπς ως εκπροσώπου.
Οι Τέσσερις Απαιτήσεις
Η δημιουργία αποθήκης εντύπων στη Λουσάκα αποτελούσε σημαντική νίκη. Ωστόσο, ο κυβερνήτης δεν έδινε τη συγκατάθεσή του για να παραχωρηθεί νομική αναγνώριση στους Μάρτυρες του Ιεχωβά ως θρησκευτική οργάνωση έως ότου αυτοί θα προσκόμιζαν τα απαραίτητα στοιχεία που θα πιστοποιούσαν ότι υπήρχε πιο οργανωμένη επίβλεψη των εκκλησιών. Τα επόμενα χρόνια, ο αδελφός Φίλιπς κατέβαλε σθεναρές προσπάθειες μαζί με πιστούς αδελφούς προκειμένου να βοηθηθούν και να ενισχυθούν τα ειλικρινή άτομα αλλά και να κρατηθούν μακριά όσοι προωθούσαν αντιγραφικές συνήθειες. Οι σκαπανείς έλαβαν εκπαίδευση σε δογματικά, ηθικά και οργανωτικά ζητήματα, και κατόπιν πήγαν να βοηθήσουν ομίλους και εκκλησίες.
Σχολιάζοντας εκείνη την περίοδο, ένας αδελφός είπε: «Η καλύτερη χρονιά για τους ευαγγελιζομένους στη Ζάμπια ήταν το 1940. Εκείνο ήταν το έτος οπότε επιτράπηκε πάλι το βάφτισμα, το οποίο είχε σταματήσει το 1925».
«Προτού επιτραπεί σε κάποιον σπουδαστή της Γραφής να βαφτιστεί», θυμάται ο Τζέιμς Μουάνγκο, «έπρεπε τώρα να μελετήσει τις τέσσερις απαιτήσεις, όπως τις αποκαλούσαμε. Στη συνέχεια, εκείνος που θα τον βάφτιζε ή κάποιος άλλος αδελφός, τον οποίο είχε διορίσει ο υπηρέτης ομάδας, του υπέβαλλε ερωτήσεις σχετικά με τη σημασία αυτών των απαιτήσεων. Η πρώτη απαίτηση ήταν το να ακούσει κάποιος την αλήθεια, η δεύτερη να μετανοήσει, η τρίτη να μάθει το Λόγο του Θεού και η τέταρτη να αφιερωθεί. Όταν ένας σπουδαστής κατανοούσε σωστά τις τέσσερις απαιτήσεις, μπορούσε να βαφτιστεί. Αυτή η διαδικασία καθιερώθηκε ώστε να διασφαλιστεί ότι τα άτομα που βαφτίζονταν ήξεραν τι έκαναν».
Απαγόρευση των Εντύπων
Ιδιαίτερα στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι παρεξήγησαν την ουδέτερη στάση των Μαρτύρων πιστεύοντας ότι εξέφραζε την αντίθεσή τους στην πολιτική της στρατολόγησης που ακολουθούσε η κυβέρνηση. Το Δεκέμβριο του 1940, ο κατάλογος των απαγορευμένων εντύπων διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας όλα τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Επίσης, απαγορεύτηκε η εισαγωγή των εντύπων μας. Την άνοιξη του 1941 η κυβέρνηση εξέδωσε μια ανακοίνωση που απαιτούσε από όσους κατείχαν έντυπα της Σκοπιάς να τα παραδώσουν διότι διαφορετικά θα διώκονταν ποινικά και ίσως θα φυλακίζονταν.
Ο Σόλομον Λιαμπέλα, ο οποίος υπηρέτησε ως περιοδεύων επίσκοπος και αργότερα παρακολούθησε τη Σχολή Γαλαάδ, θυμάται: «Κρύβαμε τα έντυπά μας σε κανό στον ποταμό Ζαμβέζη. Δέναμε βιβλία κάτω από τα κρεβάτια και τα κρύβαμε ακόμη και στις αποθήκες όπου είχαμε το καλαμποκάλευρο και το κεχρί».
Ένας άλλος αδελφός είπε: «Αναγκαζόμασταν να θάβουμε τα βιβλία μας. Ωστόσο, δεν υπήρχε λόγος να κρύβουμε τη Βίβλο των Βεροιέων, την οποία θεωρούσαμε ιδιαίτερα πολύτιμη και δεν ήταν απαγορευμένη. Χάσαμε πολλά βιβλία—μερικά τα έφαγαν τερμίτες και άλλα τα έκλεψαν κλέφτες. Επειδή πηγαίναμε συχνά στα σημεία που τα είχαμε θάψει, οι κλέφτες νόμιζαν ότι κρύβαμε κάτι που είχε υλική αξία. Θυμάμαι ότι μια μέρα που πήγα να μελετήσω στην ύπαιθρο, βρήκα τα βιβλία μας σκορπισμένα τριγύρω. Τα μαζέψαμε και τα κρύψαμε ξανά, σε διαφορετικό μέρος».
Ο Λεουέλεν Φίλιπς με τόλμη διαμαρτυρήθηκε γραπτώς στον κυβερνήτη για την απαγόρευση των εντύπων. Έχοντας ήδη φυλακιστεί νωρίτερα εκείνη τη χρονιά επειδή αρνήθηκε τη στρατιωτική υπηρεσία, καταδικάστηκε άλλους έξι μήνες. Κάποιος εθελοντής που υπηρετούσε προσωρινά στην αποθήκη εντύπων της Λουσάκα είπε: «Δεχόμασταν συχνά επισκέψεις από την Ασφάλεια, και ο αδελφός Φίλιπς καλούνταν αρκετές φορές στο αστυνομικό τμήμα». Ωστόσο, ο αδελφός Φίλιπς συνέχισε να προάγει την ευταξία και ένα πνεύμα ζήλου στις εκκλησίες. Καθώς γίνονταν διαθέσιμοι ικανοί αδελφοί, εκπαιδεύονταν και αποστέλλονταν ως περιοδεύοντες διάκονοι, ή αλλιώς υπηρέτες των αδελφών. Αυτοί συνέβαλαν στην επίτευξη του ανώτατου αριθμού των 3.409 ευαγγελιζομένων που σημειώθηκε το 1943.
Σταθερή Πρόοδος προς Μεγαλύτερες Ελευθερίες
Μετά τον πόλεμο, τα γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Βρετανία και στη Νότια Αφρική προσέφυγαν επανειλημμένα στο Υπουργείο Αποικιών στο Λονδίνο ζητώντας τη νομιμοποίηση των εντύπων μας. Η κυβέρνηση, όταν έλαβε μια προσφυγή την οποία είχαν υπογράψει πάνω από 40.000 άτομα εκφράζοντας την υποστήριξή τους στο εκπαιδευτικό έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αφαίρεσε από τον κατάλογο των παράνομων εντύπων μερικά από αυτά. Ωστόσο, το περιοδικό Σκοπιά παρέμεινε υπό απαγόρευση.
Τον Ιανουάριο του 1948, ο Νάθαν Νορ και ο Μίλτον Χένσελ από τα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλιν επισκέφτηκαν για πρώτη φορά τη χώρα. Αφού παρακολούθησαν μια τετραήμερη συνέλευση στη Λουσάκα, συναντήθηκαν με τον υπουργό εσωτερικών και τον υπουργό δικαιοσύνης, οι οποίοι τους είπαν ότι σύντομα θα αίρονταν και οι υπόλοιποι περιορισμοί. Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά όταν το έργο του λαού του Ιεχωβά έλαβε τελικά νομική αναγνώριση! Την 1η Σεπτεμβρίου 1948, ιδρύθηκε ένα νέο γραφείο τμήματος υπό την επωνυμία Μάρτυρες του Ιεχωβά, όχι Εταιρία Σκοπιά. Στη διάνοια των αρχών, του πληθυσμού, ακόμα και των ίδιων των αδελφών, μπορούσε πλέον να γίνει ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στους Μάρτυρες του Ιεχωβά και στους οπαδούς των τοπικών, ανεξάρτητων αιρέσεων της «Σκοπιάς».
Τα προηγούμενα 40 χρόνια, θρησκευτικοί εναντιούμενοι, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν να κάνουν μαθητές του Χριστού, προσπαθούσαν να κατεδαφίσουν την πίστη όσων έδιναν προσοχή στα καλά νέα. Παρ’ όλα αυτά, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, που είχαν κακοπαρασταθεί ως «απατεώνες», συνέχισαν να αποδεικνύονται φιλαλήθεις διάκονοι του Θεού. (2 Κορ. 6:8) Αποβλέποντας στις μεταπολεμικές ελευθερίες, έθεσαν σε ισχύ θαυμάσιες διευθετήσεις προκειμένου να φροντίσουν για τη μελλοντική αύξηση.
Ιεραποστολική Υπηρεσία
«Ανάμεσα στα ανταμειφτικά γνωρίσματα της ιεραποστολικής υπηρεσίας είναι το να βλέπεις πώς χρησιμοποιεί ο Ιεχωβά κάθε είδους άντρες και γυναίκες στην εκπλήρωση του σκοπού του. Φέρνει επίσης χαρά το να βλέπει κάποιος την εκτίμηση που δείχνουν εκείνοι οι οποίοι λαβαίνουν πνευματική βοήθεια», σχολίασε ο Ίαν (Τζον) Φέργκιουσον, ο οποίος υπηρέτησε πολλά χρόνια στη Ζάμπια. Οι ιεραπόστολοι των άλλων θρησκειών συνήθως είναι απασχολημένοι με κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, ενώ οι ιεραπόστολοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά προσηλώνονται στο έργο τους κάνοντας Χριστιανούς μαθητές. Καθώς εκτελούν αυτή τη θεϊκή αποστολή, παρέχουν αποδείξεις ότι εκδηλώνουν «αγάπη ανυπόκριτη».—2 Κορ. 6:6.
Το ιεραποστολικό πνεύμα βρίσκει τη γνήσια έκφρασή του σε άτομα όπως ο Γουίλιαμ Τζόνστον ο οποίος, λίγα χρόνια πριν από το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ήρθε στο νότιο τμήμα της Αφρικής και ταξίδεψε εκτεταμένα σε όλη την περιοχή. Στις αρχές του 1921, ο Πιτ ντε Γιάχερ, ο Πάρι Γουίλιαμς και άλλοι είχαν φτάσει στο Σόλζμπερι (σημερινή Χαράρε), την πρωτεύουσα της Νότιας Ροδεσίας (σημερινή Ζιμπάμπουε), χώρας γειτονικής με τη Ζάμπια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ο Τζορτζ Φίλιπς, ο Τόμας Γουάλντερ και ο Γουίλιαμ Ντάουσον έστρεψαν την προσοχή τους στη Βόρεια Ροδεσία. Άλλοι—μερικοί που είχαν γεννηθεί στη Βόρεια Ροδεσία αλλά είχαν έρθει σε επαφή με τους Σπουδαστές της Γραφής ενώ εργάζονταν σε άλλα μέρη—επέστρεψαν για να διαδώσουν «καλά νέα για καλά πράγματα». (Ρωμ. 10:15) Ο Μανάσι Νκόμα και ο Όλιβερ Καμπούνγκο έκαναν πολύ έργο εκείνα τα πρώτα χρόνια. Ο Τζόζεφ Μουλέμουα, που καταγόταν από τη Ζάμπια, ήρθε σε επαφή με την αλήθεια στο ορυχείο Γουάνκι, στη βόρεια Ζιμπάμπουε, και αργότερα υπηρέτησε πιστά στη δυτική Ζάμπια. Ο Φρεντ Καμπόμπο υπηρέτησε ως ο πρώτος περιοδεύων επίσκοπος σε εκείνη την περιοχή. Αυτοί οι αδελφοί ήταν αληθινοί πρωτοπόροι, φτάνοντας σε περιοχές όπου τα καλά νέα είχαν κηρυχτεί λίγο ή καθόλου και θέτοντας γερό θεμέλιο για μελλοντική αύξηση.
Καθώς το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου πλησίαζε, ο Τσαρλς Χόλιντεϊ από τη Νότια Αφρική ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Τζορτζ Φίλιπς, που υπηρετούσε στο γραφείο του Κέιπ Τάουν, να επισκεφτεί ομάδες ενδιαφερόμενων ατόμων στη Δυτική Επαρχία. Συνοδευόμενος από έναν ντόπιο αδελφό ο οποίος εκτελούσε χρέη διερμηνέα, ο αδελφός Χόλιντεϊ ταξίδευε με τρένα που μετέφεραν ξυλεία, με κανό, καθώς και με τερεζίνα—ένα μικρό χειροκίνητο βαγόνι. Φτάνοντας στη Σενάνγκα, μια κωμόπολη περίπου 250 χιλιόμετρα βόρεια των Καταρρακτών της Βικτόριας, τους υποδέχτηκε ένα μεγάλο πλήθος. Μερικοί από τους παρόντες είχαν ταξιδέψει αρκετές μέρες, έχοντας έντονο ενδιαφέρον να ακούσουν αυτόν τον επισκέπτη να εξηγεί τις Γραφικές αλήθειες.
Φτάνουν Ιεραπόστολοι της Γαλαάδ
Το 1948, δύο ιεραπόστολοι, ο Χάρι Άρνοτ και ο Ίαν Φέργκιουσον, έφτασαν στη Ζάμπια. Η προσοχή στρεφόταν τώρα στους χιλιάδες Ευρωπαίους που είχαν μετακομίσει εκεί λόγω των ορυχείων χαλκού. Η ανταπόκριση ήταν εντυπωσιακή. Εκείνη τη χρονιά σημειώθηκε αύξηση 61 τοις εκατό στον αριθμό των Μαρτύρων που ήταν ενεργοί στη διακονία αγρού.
Σε πολλά μέρη, δεν ήταν ασυνήθιστο να έχουν οι ιεραπόστολοι λίστες αναμονής για εκείνους που ήθελαν να κάνουν Γραφική μελέτη. Το γραφείο τμήματος απέκτησε ένα κλειστό φορτηγάκι μάρκας Ντοτζ, ηλικίας δέκα ετών, που το χρησιμοποιούσαν δύο ιεραπόστολοι οι οποίοι έκαναν έργο περιοδεύοντα επισκόπου για να φτάνουν σε περιοχές πέρα από τα βιομηχανικά κέντρα. «Έκανε καλά τη δουλειά του», έλεγε μια έκθεση του γραφείου τμήματος, «αν και μερικές φορές επέστρεφε στη βάση του με τρεις ρόδες ή με το μισό σασί να κρέμεται».
Το 1951 υπήρχαν έξι ιεραπόστολοι στη χώρα. Το Δεκέμβριο του 1953 ήρθαν έξι ακόμη ιεραπόστολοι έτοιμοι να βοηθήσουν. Ανάμεσά τους ήταν η Βαλόρα και ο Τζον Μάιλς, οι οποίοι υπηρέτησαν στη Ζάμπια έξι χρόνια προτού μεταφερθούν στη Ζιμπάμπουε και έπειτα στο Λεσότο. Τα επόμενα χρόνια, ήρθαν περισσότεροι ιεραπόστολοι: ο Τζόζεφ Χαρίλουκ, ο Τζον και ο Ίαν Ρέντον, ο Γιουτζίν Κινάστσουκ, ο Πολ Οντένγκο, ο Πίτερ και η Βέρα Πάλισερ, η Έιβις Μόργκαν και άλλοι—όλοι αυτοί συνέβαλαν με τις γεμάτες αγάπη προσπάθειές τους. Ασφαλώς, για να είναι αποτελεσματικοί στην ειδική τους υπηρεσία απαιτούνταν θυσίες και προσαρμογές.
«Μα Είναι Ακόμη Παιδί!»
«Ήμουν βέβαιος ότι είχε γίνει λάθος», λέει ο Γουέιν Τζόνσον, αναλογιζόμενος το πώς ένιωσε όταν έλαβε το διορισμό του για τη Ζάμπια. Ο Γουέιν έφτασε εδώ στις αρχές του 1962 ως απόφοιτος της 36ης τάξης της Γαλαάδ, μαζί με τον Ερλ Άρτσιμπολντ. Τώρα, όντας περιοδεύων διάκονος στον Καναδά όπου υπηρετεί μαζί με τη σύζυγό του την Γκρέις, θυμάται: «Ήμουν μόνο 24 χρονών και φαινόμουν ακόμη νεότερος. Καθώς μάθαινα τη γλώσσα τσινιάντζα [ονομάζεται επίσης τσιτσέουα], άκουγα αδελφές να ψιθυρίζουν η μία στην άλλη όταν με πρωτοέβλεπαν: “ακάλι μουάνα”—“Μα είναι ακόμη παιδί!”»
«Καταλάβαινα ότι έπρεπε να βασίζομαι σταθερά στον Ιεχωβά και στην οργάνωσή του», λέει ο Γουέιν. «Ήθελα να γνωρίζουν όλοι ότι, στο πνεύμα του εδαφίου Πράξεις 16:4, εγώ απλώς μετέδιδα την κατεύθυνση και τις πληροφορίες που είχε ετοιμάσει ο Ιεχωβά και η οργάνωσή του. Προσπαθούσα επίσης να ενεργώ με τρόπο που θα ήταν αποδεκτός στους άλλους. Καθώς κοιτάζω στο παρελθόν, ακόμη και τώρα μου φαίνεται παράξενο που μου δόθηκε ένα τόσο μεγάλο προνόμιο».
Απέλαση!
Οι δεκαετίες του 1960 και του 1970 ήταν έτη αλλαγών. Κατά καιρούς, ξεσπούσε διωγμός σε όλη τη χώρα. Αφότου η Ζάμπια απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1964, οι αδελφοί αντιμετώπισαν αυξανόμενες δυσκολίες σε σχέση με το χαιρετισμό της σημαίας και τον εθνικό ύμνο. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, μερικοί πολιτικοί θεωρούσαν ότι η επιρροή των ιεραποστόλων ήταν εχθρική προς τους στόχους της κυβέρνησης. Μια έκθεση του γραφείου τμήματος εξηγεί τι συνέβη: «Νωρίς το πρωί στις 20 Ιανουαρίου 1968, αρχίσαμε να λαβαίνουμε τηλεφωνήματα από επισκόπους όλων σχεδόν των αγγλόφωνων εκκλησιών οι οποίοι ενημέρωναν το γραφείο τμήματος ότι τους είχαν κοινοποιηθεί εντολές απέλασης. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτές δεν είχαν επιδοθεί μόνο σε αλλοδαπούς Μάρτυρες του Ιεχωβά αλλά και σε πολίτες της Ζάμπιας, δύο από τους οποίους ήταν ο Τζορτζ Μόρτον και ο Άιζακ Τσιπούνγκου».
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν γρήγορα. Στις δέκα το πρωί την ίδια μέρα, υπάλληλοι της υπηρεσίας αλλοδαπών ήρθαν στο γραφείο τμήματος να επιδώσουν εντολές απέλασης σε πέντε αντρόγυνα ιεραποστόλων. «Πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσουμε», θυμάται ο ιεραπόστολος Φρανκ Λιούις, «είχαν έρθει. Είχαμε αποφασίσει να φύγουν οι ιεραπόστολοι που βρίσκονταν στο γραφείο από την πίσω πόρτα και να πάνε στο σπίτι ενός αδελφού για να θέσουν σε ισχύ τις διευθετήσεις που είχαμε κάνει σε περίπτωση απαγόρευσης. Ωστόσο, διστάζαμε να φύγουμε από το κτίριο επειδή στον πάνω όροφο υπήρχε μια ιεραπόστολος σοβαρά άρρωστη με ελονοσία. Αλλά οι ντόπιοι αδελφοί επέμεναν να φύγουμε και υποσχέθηκαν ότι θα τη φρόντιζαν εκείνοι. Ξέραμε ότι θα τηρούσαν το λόγο τους.
»Πόσο παράξενα νιώσαμε όταν διαβάσαμε στην εφημερίδα Τάιμς της Ζάμπιας [Times of Zambia] ότι η Σκοπιά, όπως μας αποκαλούσαν, βρισκόταν πλέον υπό απαγόρευση και ότι οι “αρχηγοί” κρύβονταν. Τα ονόματά μας εμφανίστηκαν στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, η οποία πρόσθετε ότι οι αρχές έκαναν έρευνα από πόρτα σε πόρτα στην πόλη για να μας βρουν! Οι ντόπιοι αδελφοί που είχαν μείνει στο γραφείο έκαναν καλά τη δουλειά τους. Μετέφεραν τα αρχεία και τα έντυπα σε διάφορα μέρη. Όταν ολοκληρώθηκε αυτή η εργασία, επιστρέψαμε στο γραφείο τμήματος την επόμενη μέρα για να παρουσιαστούμε στις αρχές».
Στο γραφείο τμήματος τοποθετήθηκε ένας αστυνομικός ως φρουρός, και σύντομα επιδόθηκαν εντολές απέλασης σε επιλεγμένους ιεραποστόλους και σε άλλους αλλοδαπούς αδελφούς. «Ήμασταν από τους τελευταίους που φύγαμε», εξήγησε ο αδελφός Λιούις. «Ακόμη νιώθουμε έναν κόμπο στο λαιμό μας όταν φέρνουμε στο νου μας τις αδελφές οι οποίες, αν και δεν τις ξέραμε προσωπικά, περπάτησαν 25 χιλιόμετρα από το Καλουλούσι μαζί με τα παιδιά τους μόνο και μόνο για να μας πουν αντίο από κοντά και να σφίξουν τα χέρια μας!»
Δεύτερο Κύμα Απελάσεων
Πέρασε καιρός. Ο Άλμπερτ Μουσόντα, ο οποίος τώρα υπηρετεί ως μέλος της Επιτροπής του Τμήματος στη Ζάμπια, ήταν ένας 22χρονος εθελοντής που υπηρετούσε στο Λογιστήριο του Μπέθελ όταν μια μέρα, το 1975, ήρθε ξαφνικά η αστυνομία. Όπως είπε ο ίδιος: «Έδωσαν στους ιεραποστόλους λιγότερο από δύο μέρες προθεσμία για να φύγουν από τη χώρα».
Ο Τζον Τζέισον προσθέτει: «Το Δεκέμβριο του 1975, η υπηρεσία αλλοδαπών μάς ειδοποίησε με μια σύντομη επιστολή ότι έπρεπε να φύγουμε από τη χώρα εντός 36 ωρών». Κατατέθηκε προσφυγή μέσω ενός ντόπιου δικηγόρου, και δόθηκε παράταση ώστε να μπορέσουν οι ιεραπόστολοι να πάρουν μαζί τους μερικά από τα προσωπικά τους υπάρχοντα. «Έπειτα», λέει ο αδελφός Τζέισον, «ήρθε η ώρα να αφήσουμε έναν λαό τον οποίο είχαμε αγαπήσει πάρα πολύ».
Η σύζυγος του Άλμπερτ, η Ντέιλις, θυμάται: «Συνοδεύσαμε τους αδελφούς μας στο Αεροδρόμιο Σάουθνταουν για να τους αποχαιρετήσουμε. Ο Τζον Τζέισον πήγε στην Κένυα, ενώ ο Ίαν Φέργκιουσον πήγε στην Ισπανία». Τι είχε προκαλέσει αυτό το δεύτερο κύμα απελάσεων;
Κατά την άποψη πολλών, η συνέλευση περιφερείας του 1975 ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. «Ήταν μια από τις μεγαλύτερες συνελεύσεις που έγιναν στη διάρκεια εκείνης της ταραχώδους περιόδου, με ένα σύνολο παρόντων που ξεπέρασε τους 40.000», θυμάται ο Τζον Τζέισον. Κατά σύμπτωση, σε κάποιο κοντινό μέρος λάβαινε χώρα μια πολιτική συγκέντρωση. Μερικοί εκεί ζήτησαν να ληφθούν δραστικά μέτρα κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά λόγω της ουδετερότητάς τους στις πολιτικές υποθέσεις. Ο αδελφός Τζέισον θυμάται ότι η συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά θεωρήθηκε η αιτία για το μικρό αριθμό παρόντων στην πολιτική συγκέντρωση.
Οι Ιεραπόστολοι Επιστρέφουν
Πέρασαν δέκα χρόνια μέχρις ότου μπορέσουν ξανά να έρθουν στη Ζάμπια ιεραπόστολοι. Η δεκαετία του 1980 ήταν περίοδος μεγαλύτερης πολιτικής σταθερότητας και λιγότερων περιορισμών. Το 1986 ο Έντουαρντ Φιντς και η σύζυγός του Λίντα έφτασαν από την Γκάμπια. Θα ακολουθούσαν και άλλοι, όπως ο Άλφρεντ και η Έλεν Κάι και ο Ντίτμαρ και η Σέιμπαϊν Σμιτ.
Το Σεπτέμβριο του 1987, ήρθαν ο Ντέιρελ και η Σουζάν Σαρπ από το Ζαΐρ, τη σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, μέσω της Νότιας Αφρικής. Είχαν αποφοιτήσει από τη Γαλαάδ το 1969 και είχαν υπηρετήσει σε όλο το Κονγκό στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου. Ήταν ήδη εξοικειωμένοι με τη ζωή στην κεντρική Αφρική. Ο Ντέιρελ, ένας εύρωστος άνθρωπος, βρίσκεται τώρα στην ειδική ολοχρόνια υπηρεσία πάνω από 40 χρόνια. Ο ίδιος λέει: «Ο ιεραποστολικός μας οίκος επί πολλά χρόνια ήταν λίγο πιο πέρα από τα σύνορα, στο Λουμπούμπασι, και έτσι ταξιδεύαμε συχνά στη Ζάμπια».
Η Σουζάν έχει ζωηρές αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο. «Λόγω των ελλείψεων τροφίμων στο Κονγκό τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, έπρεπε να πηγαίνουμε στη Ζάμπια κάθε λίγους μήνες για να αγοράζουμε εφόδια», λέει. «Κατόπιν, στις αρχές του 1987, το Κυβερνών Σώμα μάς ζήτησε να φύγουμε από το Κονγκό και να πάμε σε νέο διορισμό. Πού; Στη Ζάμπια!» Βλέποντας ότι το έργο τους στο Κονγκό γινόταν με ολοένα και περισσότερους περιορισμούς, το ζεύγος Σαρπ χάρηκε που θα μετακόμιζε σε μια χώρα όπου οι αδελφοί απολάμβαναν όλο και μεγαλύτερη θρησκευτική ελευθερία.
Ωστόσο, έπρεπε να γίνουν ορισμένες προσαρμογές στον αγρό και στο γραφείο τμήματος. Λόγω της μερικής απαγόρευσης που είχε επιβληθεί στη δημόσια διακονία, οι περισσότεροι αδελφοί ασχολούνταν μόνο με τη διεξαγωγή Γραφικών μελετών. Πολλοί ευαγγελιζόμενοι δεν ήταν εξοικειωμένοι—ούτε ένιωθαν άνετα—με την ιδέα τού να κηρύττουν φανερά από σπίτι σε σπίτι, τακτική που αποτελεί βασικό γνώρισμα της δημόσιας διακονίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Κατά συνέπεια, δόθηκε στους αδελφούς η παρότρυνση να είναι πιο θαρραλέοι στο έργο κηρύγματος από σπίτι σε σπίτι, ιδιαίτερα εφόσον η κατάσταση στη χώρα δεν ήταν τόσο τεταμένη και η αστυνομία δεν ασχολούνταν και πολύ με τις δραστηριότητές μας.
Κίνηση προς τα Εμπρός, Όχι προς τα Πίσω
Η Επιτροπή του Τμήματος ανησυχούσε για τη φαινομενική ανακοπή της αύξησης κατά τη δεκαετία του 1970. Οι τοπικές παραδόσεις καθιστούσαν δύσκολο για τους αδελφούς να μελετούν με τα παιδιά τους, και εφόσον η μαρτυρία από σπίτι σε σπίτι είχε απαγορευτεί, επικρατούσε η συνήθεια να αφήνουν οι πατέρες τα παιδιά τους να μελετούν με άλλους. Οι ίδιοι, με τη σειρά τους, μελετούσαν με άλλα παιδιά που δεν ήταν δικά τους. Τώρα είχε έρθει ο καιρός να ληφθούν θαρραλέες αποφάσεις. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι ευαγγελιζόμενοι παροτρύνθηκαν να αποβάλουν αντιγραφικές παραδόσεις και συνήθειες. Καθώς οι εκκλησίες ανταποκρίνονταν, ευλογούνταν, και οι αδελφοί κατέβαλλαν σκληρές προσπάθειες προκειμένου να εναρμονίσουν τη ζωή τους με τις Γραφικές αρχές και με την παγκόσμια αδελφότητα.
Την πενταετή περίοδο που ακολούθησε τις απελάσεις του 1975, σημειώθηκε σχεδόν 11 τοις εκατό μείωση στους ευαγγελιζομένους. Σε αντιδιαστολή με αυτό, τα πέντε χρόνια μετά την επάνοδο των ιεραποστόλων το 1986, ο ανώτατος αριθμός των ευαγγελιζομένων αυξήθηκε πάνω από 50 τοις εκατό. Από εκείνο το έτος και έπειτα, ο αριθμός των δραστήριων ευαγγελιζομένων έχει υπερδιπλασιαστεί.
Σε μια επιστολή του προς το γραφείο τμήματος, ο Σάιλας Τσιβουέκα, πρώην περιοδεύων επίσκοπος, ανέφερε: «Από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα, οι ιεραπόστολοι που εκπαιδεύτηκαν στη Γαλαάδ βοήθησαν και άλλους να προοδεύσουν σε ωριμότητα. Οι ιεραπόστολοι έδειχναν μεγάλη υπομονή, κατανόηση και καλοσύνη. Πλησιάζοντας τους ευαγγελιζομένους, αντιλήφθηκαν σε ποιους τομείς απαιτούνταν διόρθωση». Αυτή η ανυπόκριτη, στοργική υποβοήθηση από μέρους των ιεραποστόλων εξακολουθεί να συμβάλλει στην αύξηση σήμερα.
Ο Γραπτός Λόγος
Όπως ο Παύλος και οι σύντροφοί του, οι σύγχρονοι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποδεικνύουν ότι είναι διάκονοι καθώς χρησιμοποιούν “τα όπλα της δικαιοσύνης στο δεξί και στο αριστερό χέρι”. (2 Κορ. 6:7) Στον πνευματικό πόλεμο που διεξάγουν, συνεχίζουν να χρησιμοποιούν δίκαια “όπλα”, δηλαδή μέσα, για την προώθηση της αληθινής λατρείας.
Τον πρώτο καιρό, τα έντυπά μας ήταν διαθέσιμα μόνο στην αγγλική. Αν και μερικοί στο νότιο τμήμα της Αφρικής ήταν συνδρομητές στη Σκοπιά από το 1909, η Βιβλική αλήθεια εξαπλωνόταν κυρίως προφορικά. Ένας αδελφός εκείνης της εποχής ανέφερε: «Κάθε χωριό έχει έναν [τόπο συγκέντρωσης] όπου ακούγονται θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος. Ο περιφερόμενος αδελφός που διαβάζει αγγλικά μεταφράζει τις παραγράφους με απλό τρόπο στην καθημερινή γλώσσα των ανθρώπων. Εξετάζονται οι ερωτήσεις». Ασφαλώς, η ακρίβεια των αληθειών που μεταδίδονταν εξαρτόταν σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα και τα κίνητρα του μεταφραστή. Συνεπώς, για να προάγεται τόσο η ενότητα όσο και η ακριβής γνώση ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα άτομα, απαιτούνταν τακτική και αξιόπιστη ροή Γραφικών εντύπων στη δική τους γλώσσα.
Έντυπα Γίνονται Διαθέσιμα
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν στη γλώσσα τσινιάντζα το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού και μερικά βιβλιάρια. Το 1934 ο μικρός αριθμός των δραστήριων ευαγγελιζομένων είχε διανείμει πάνω από 11.000 έντυπα. Αυτή η δραστηριότητα ενόχλησε τους εναντιουμένους, οι οποίοι αργότερα μηχανεύτηκαν «προβλήματα μέσω διατάγματος». (Ψαλμ. 94:20) Ωστόσο, στα τέλη του 1949, όταν το περιοδικό Σκοπιά δεν ήταν πια υπό απαγόρευση, πολυγραφούνταν και αποστελλόταν στους συνδρομητές μια μηνιαία έκδοση στη γλώσσα τσιμπέμπα.
Ο Τζόνας Μαντζόνι θυμάται την εργασία που έκανε για το περιοδικό στις αρχές της δεκαετίας του 1950. «Έκανα μόνος τη μετάφραση στη γλώσσα τσιμπέμπα», λέει. «Έπαιρνα το κείμενο στην αγγλική, το μετέφραζα και έκανα διορθώσεις. Στη συνέχεια το δακτυλογραφούσα ξανά σε μεμβράνη την οποία χρησιμοποιούσα για να κάνω αντίγραφα. Ήταν πολύ χρονοβόρο. Μερικές φορές χρειάζονταν 7.000 αντίτυπα για κάθε τεύχος. Ετοίμαζα με το χέρι κάθε περιοδικό και κατόπιν έκανα τη συρραφή. Έπειτα ταχυδρομούσα τα περιοδικά στις εκκλησίες. Το να βάζω γραμματόσημα στα πακέτα των περιοδικών και να τα πηγαίνω στο ταχυδρομείο σε κούτες ήταν επίπονη εργασία».
Παρά την περιορισμένη τεχνολογία εκείνων των ημερών, όσοι περιλαμβάνονταν στη διαδικασία της μετάφρασης επιδείκνυαν αφοσίωση, αναγνωρίζοντας τα ωφέλιμα αποτελέσματα του έργου τους. Παράλληλα με το έργο περιοδεύοντα επισκόπου, ο Τζέιμς Μουάνγκο έκανε μεταφράσεις με το χέρι και τις περισσότερες φορές υπό το φως των κεριών. «Ποτέ δεν ένιωθα τόσο κουρασμένος ώστε να μην μπορώ να κάνω αυτό το έργο», είπε. «Χαιρόμουν καθώς γνώριζα ότι οι προσπάθειές μου συνέβαλλαν στο να παρέχεται πνευματική τροφή στους αδελφούς μου, πράγμα που τους βοηθούσε να προοδεύουν σε ωριμότητα».
“Αλλάζουν Χέρια”
Η κατάλληλη μετάδοση της αλήθειας απαιτεί από το μεταφραστή να έχει ορθή κατανόηση, όχι μόνο της δικής του γλώσσας, αλλά και του αγγλικού κειμένου. Ο Έρον Μαπουλάνγκα είπε: «Στη μετάφραση, υπάρχουν φράσεις που σημαίνουν κάτι άλλο πέρα από αυτό που δείχνουν οι λέξεις. Θυμάμαι μια συζήτηση που είχαμε σχετικά με την αγγλική έκφραση “αλλάζω χέρια” σε ένα έντυπο που μιλούσε για τη μετάθεση ευθυνών από τον Ηλία στον Ελισαιέ. Ένας αδελφός μετέφρασε κυριολεκτικά αυτή τη φράση. Είχα αμφιβολίες για το αν το κείμενο είχε πράγματι αυτή την έννοια του “αλλάζω χέρια”. Αφού συζήτησα με άλλους αδελφούς, καταλάβαμε τη σωστή σημασία. Θυμάμαι επίσης ότι μας είχε δοθεί η συμβουλή να μη μεταφράζουμε λέξη προς λέξη επειδή τότε η μετάφραση θα θύμιζε την αγγλική γλώσσα. Προσπαθούσαμε να αποφεύγουμε την κατά λέξη μετάφραση και να ακολουθούμε τη σύνταξη της γλώσσας στην οποία μεταφράζαμε».
Η Τεχνολογία Συνδράμει
Από το 1986, έγινε διαθέσιμο στα γραφεία τμήματος το MEPS (αρκτικόλεξο που μεταφρασμένο σημαίνει πολυγλωσσικό ηλεκτρονικό φωτοστοιχειοθετικό σύστημα). Αυτό έχει συμβάλει πολύ στην επιτάχυνση της μετάφρασης, του ελέγχου και της στοιχειοθέτησης του κειμένου. Πιο πρόσφατα, έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς το Μεταφραστικό Σύστημα της Σκοπιάς, ένα πρόγραμμα κομπιούτερ που περιλαμβάνει και συγκεκριμένα μεταφραστικά βοηθήματα. Επί του παρόντος, ομάδες που μεταφράζουν σε αρκετές κύριες τοπικές γλώσσες παράγουν Γραφικά έντυπα τα οποία κατανοούν οι περισσότεροι κάτοικοι της Ζάμπιας. Η Μετάφραση Νέου Κόσμου και άλλα “όπλα της δικαιοσύνης” θα συνεχίσουν να συμβάλλουν στην υποβοήθηση ατόμων με ειλικρινή καρδιά ώστε να γνωρίσουν τον Ιεχωβά.—2 Κορ. 6:7.
Βοήθεια στους Πρόσφυγες
Στην Αφρική, πολλοί άνθρωποι απολαμβάνουν ευτυχισμένη, ειρηνική ζωή. Δυστυχώς, όμως, ολοένα και περισσότεροι επηρεάζονται από τον πόλεμο. Μέσα σε μια νύχτα, γείτονες γίνονται εχθροί, αθώοι αναγκάζονται να αφήσουν τα σπίτια τους και ολόκληρες κοινότητες ερημώνουν. Οι πρόσφυγες, έχοντας μαζί τους λιγοστά υλικά υπάρχοντα, αναζητούν ασφάλεια όπου μπορούν. Αυτή είναι η εμπειρία εκατομμυρίων ανθρώπων σήμερα.
Το Μάρτιο του 1999, χιλιάδες άνθρωποι κατέφυγαν στη Ζάμπια, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τις συγκρούσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Όπως συμβαίνει σε πολλούς πολέμους, οι στρατιωτικές δυνάμεις προχώρησαν σε λεηλασίες, υποχρέωσαν άντρες να μεταφέρουν βαριά φορτία και κακοποίησαν γυναίκες και παιδιά. Εφόσον οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν παίρνουν όπλο, πολλοί υπέστησαν ταπείνωση και άγριους ξυλοδαρμούς. Ο Κατάτου Σόνγκα, ένας ζηλωτής τακτικός σκαπανέας γύρω στα 55, θυμάται: «Με ανάγκασαν να ξαπλώσω μπροστά σε γυναικόπαιδα και με μαστίγωσαν μέχρι που έμεινα αναίσθητος».
Για να αποφύγουν παρόμοια μεταχείριση, πολλές οικογένειες έφυγαν. Ο Μαπένγκο Κιτάμπο, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει μέσα από τη σαβάνα, χωρίστηκε από τους γιους του. Ο ίδιος εξηγεί: «Δεν είχαμε χρόνο να ψάξουμε για κανέναν. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να προχωρήσουμε, αν και ανησυχούσαμε τρομερά για τους προσφιλείς μας». Πολλοί έφυγαν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά με τα πόδια ή με ποδήλατο για να βρουν ασφαλές μέρος.
Η μικρή πόλη Καπούτα κατακλύστηκε από πρόσφυγες. Ανάμεσά τους ήταν σχεδόν 5.000 αδελφοί με τις οικογένειές τους, εξαντλημένοι από το μεγάλο και επίπονο ταξίδι. Οι 200 ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας που ζούσαν στην πόλη, αν και δεν ήταν προετοιμασμένοι να δεχτούν τους πρόσφυγες, πρόσφεραν με χαρά Χριστιανική φιλοξενία στους αδελφούς και στις αδελφές τους. Ο πρόσφυγας Μάντα Εντόμπα θυμάται: «Εντυπωσιαστήκαμε βαθιά από την αγάπη και τη φιλοξενία που μας έδειξαν. Οι ντόπιοι αδελφοί, όταν κατάλαβαν ότι ήμασταν Μάρτυρες του Ιεχωβά, άνοιξαν τα σπίτια τους. Όπως η χήρα στα Σαρεπτά, ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν τις λιγοστές τους προμήθειες μαζί μας».
Κοντά στις όχθες της λίμνης Μουέρου στα βόρεια, ένας μικρός αριθμός ντόπιων Μαρτύρων φρόντισαν για εκατοντάδες πρόσφυγες. Με οργανωμένο τρόπο, τους παρείχαν τροφή και στέγη. Οι κοντινές εκκλησίες προμήθευαν κασσάβα και ψάρια. Τελικά, έπειτα από τρεις μήνες, οι Κονγκολέζοι Μάρτυρες εγγράφηκαν σε καταλόγους και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο προσφύγων.
Εκείνοι που προσπαθούν να ξεφύγουν από βίαιες συγκρούσεις σπάνια έχουν μαζί τους βιβλία και περιοδικά. Συνήθως, καθώς αγωνίζονται απεγνωσμένα να καταφύγουν σε ασφαλές μέρος, αναγκάζονται να αφήσουν πίσω τα πιο πολύτιμα υπάρχοντά τους. Ανάμεσα στο λαό του Θεού επικρατούσε εντελώς διαφορετική κατάσταση. Παρ’ όλο που έπρεπε να φύγουν όσο το δυνατόν πιο εσπευσμένα, μερικοί κατάφεραν να πάρουν μαζί τους τα έντυπά τους. Ωστόσο, οι Γραφές και τα Γραφικά έντυπα ήταν δυσεύρετα. Συνήθως, σε μια συνάθροιση με 150 παρόντες, υπήρχαν διαθέσιμα μόνο πέντε βιβλία. Πώς συμμετείχαν οι παρευρισκόμενοι; Ένας αδελφός εξηγεί: «Όσοι είχαν Γραφή έβρισκαν τα εδάφια και όσοι δεν είχαν άκουγαν με αμέριστη προσοχή. Με αυτόν τον τρόπο, όλοι αινούσαν τον Ιεχωβά και ενθάρρυναν ο ένας τον άλλον με τα σχόλιά τους».
Κάλυψη Υλικών Αναγκών
Οι περισσότεροι πρόσφυγες είναι γυναίκες και παιδιά. Όταν φτάνουν, συνήθως έχουν κακή υγεία και είναι νηστικοί. Πώς τους βοηθούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Η εφημερίδα Τάιμς της Ζάμπιας ανέφερε: «Φέρνει ικανοποίηση το γεγονός ότι ο Σύλλογος των Μαρτύρων του Ιεχωβά της Ζάμπιας έστειλε εθελοντές και άλλα άτομα για να προσφέρουν βοήθεια στο πρώην Ζαΐρ ώστε να ελαφρύνουν το φορτίο των προσφύγων στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών». Το άρθρο εξηγούσε ότι Μάρτυρες από το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ελβετία «προμήθευσαν συνολικά στους πρόσφυγες 500 κιλά φάρμακα, 10 τόνους βιταμινούχα προϊόντα, 20 τόνους τρόφιμα και πάνω από 90 τόνους ρουχισμού, 18.500 ζευγάρια παπούτσια και 1.000 κουβέρτες, συνολικής αξίας περίπου ενός εκατομμυρίου δολαρίων».
Ο αδελφός Εντόμπα θυμάται: «Η μέρα κατά την οποία έφτασαν οι προμήθειες ήταν πολύ συναρπαστική και ενισχυτική για την πίστη όλων μας. Πόσο στοργική είναι η οργάνωση στην οποία ανήκουμε! Αυτή η μεγαλειώδης εκδήλωση αγάπης αποτέλεσε σημείο στροφής για πολλά μη ομόπιστα μέλη οικογενειών στις οποίες ανήκαν αδελφοί μας. Από τότε, μερικοί από αυτούς έχουν συνταυτιστεί μαζί μας και κάνουν θαυμάσια πρόοδο ως λάτρεις του Θεού». Υλική βοήθεια προσφέρθηκε σε όλους τους πρόσφυγες, χωρίς διακρίσεις.
Στα τέλη του 1999, ο αριθμός των εκτοπισμένων που ζούσαν στη χώρα είχε ξεπεράσει τους 200.000. Μια τοπική εφημερίδα ανέφερε: «Η Ζάμπια έχει γίνει ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα όπου μπορούν να βρουν άσυλο οι Αφρικανοί πρόσφυγες που προσπαθούν να ξεφύγουν από συγκρούσεις». Παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβάλει οι αρχές για να καλύψουν τις ανάγκες τους, η απογοήτευση και η έλλειψη ικανοποίησης από μέρους των προσφύγων έχουν οδηγήσει σε βίαιες διαμαρτυρίες. Έπειτα από μια εξέγερση, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου πλησίασαν τον επίσκοπο περιοχής, κατηγορώντας τον ότι δεν είχε κάνει πολλά για να τους βοηθήσει να διατηρήσουν την τάξη, αν και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είχαν καμία συμμετοχή στις ταραχές. Ο επίσκοπος περιοχής, ευγενικά αλλά σταθερά, απάντησε: «Μα σας έχω βοηθήσει! Φαντάζεστε πόσο χειρότερα θα ήταν τα πράγματα αν είχαν προστεθεί στον όχλο άλλα 5.000 άτομα; Σας παρακαλώ να εκτιμήσετε το γεγονός ότι τουλάχιστον 5.000 πρόσφυγες δεν συμμετείχαν στην εξέγερση επειδή είναι Μάρτυρες. Είναι αδελφοί μου!»
Είναι γνωστό ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ασκούν σταθεροποιητική επίδραση στην κοινωνία των προσφύγων. Ένας κρατικός αξιωματούχος σχολίασε: «Ακούσαμε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι εξαιρετικά θρησκευόμενοι, και διορίσαμε πολλούς από αυτούς ως υπευθύνους τμημάτων. Έκτοτε, υπάρχει ηρεμία στο στρατόπεδο χάρη στη βοήθεια που προσφέρουν, και όλοι είναι αφοσιωμένοι στην ανάγνωση της Γραφής. Ευχαριστώ τον Θεό που έχουμε μαζί μας τέτοιους ανθρώπους και επικρατεί ειρήνη στο στρατόπεδο».
Υπακοή στη Θεϊκή Απαγόρευση για το Αίμα
Αν και η πρακτική σοφία που περιέχεται στη Γραφική εντολή «να απέχετε . . . από αίμα» είναι καταφανής εδώ και πολύ καιρό, στην υποσαχάρια Αφρική υπάρχουν αρκετές προκαταλήψεις και παρανοήσεις σχετικά με την αναίμακτη ιατρική περίθαλψη. (Πράξ. 15:28, 29) Δυστυχώς, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν υποστεί σκληρή και ταπεινωτική μεταχείριση. Δεν ήταν ασυνήθιστο να παίρνουν τη νύχτα κάποιο παιδί που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, χωρίς να το ξέρουν οι γονείς του, και να του κάνουν μετάγγιση.
Ο εξάχρονος εγγονός της Τζενάλα Μουκουσάο, ο Μάικλ, του οποίου τη φροντίδα είχε εκείνη, μπήκε στο νοσοκομείο με σοβαρή αναιμία. Οι γιατροί έδωσαν εντολή να γίνει μετάγγιση. Όταν η αδελφή Μουκουσάο αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή της, δεχόταν επί τέσσερις μέρες απειλές και προσβολές. Η ίδια είπε: «Τους παρακαλούσα και τους έδειχνα την Υπεύθυνη Δήλωση Ιατρικών Οδηγιών μου, αλλά δεν ήταν διατεθειμένοι να ακούσουν. Οι νοσοκόμες με κατηγορούσαν ότι είμαι μάγισσα και ότι ήθελα να σκοτώσω το εγγόνι μου».
Λόγω αυτής της εχθρότητας, μερικοί δίσταζαν να πάνε στο νοσοκομείο. Πολλοί γιατροί αψηφούσαν το δικαίωμα του ασθενούς για συναίνεση κατόπιν διαφώτισης. Οι λίγοι γιατροί που ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο σκληρών επικρίσεων, ακόμη και απομόνωσης από τους συναδέλφους τους, επειδή ασκούσαν, κατά τη γνώμη πολλών, μη συμβατική ιατρική. Υπήρχαν επίσης και δυσκολίες εξαιτίας της ανεπαρκούς υποδομής καθώς και της περιορισμένης διαθεσιμότητας εναλλακτικών λύσεων αντί του αίματος. Ωστόσο, το 1989, ο επικεφαλής της υγειονομικής υπηρεσίας της βιομηχανίας εξόρυξης χαλκού είπε: «Δεν πρέπει να γίνονται μεταγγίσεις αίματος ενάντια στη θέληση των ανθρώπων». Ήταν φανερό ότι οι απόψεις μερικών στο χώρο της ιατρικής γίνονταν πιο διαλλακτικές.
Επιτροπές που Ασκούν Επίδραση
Το 1995, δημιουργήθηκε στη Ζάμπια το τμήμα Υπηρεσίες Πληροφοριών για Νοσοκομεία, καθώς και οι συνεργαζόμενες με αυτό Επιτροπές Προσέγγισης Νοσοκομείων. Λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν τη βαθιά επίδραση που θα ασκούσαν αυτές οι επιτροπές στη στάση της ιατρικής κοινότητας απέναντι στις αναίμακτες μεθόδους θεραπείας και στα δικαιώματα των ασθενών. Μέρος του έργου των Επιτροπών Προσέγγισης Νοσοκομείων είναι να επισκέπτονται νοσοκομεία, να συζητούν με τους γιατρούς και να κάνουν ενημερωτικές παρουσιάσεις σε άτομα που εργάζονται στο χώρο της υγείας, και όλα αυτά με σκοπό την ανάπτυξη συνεργασίας και την αποτροπή των αντιπαραθέσεων. Το επίπεδο επαγγελματισμού που αναδείχτηκε σε αυτές τις παρουσιάσεις εντυπωσίασε το ιατρικό προσωπικό. Σε ένα νοσοκομείο στο νότιο τμήμα της χώρας, κάποιος γιατρός υποκινήθηκε να πει στους αδελφούς: «Εσείς είστε γιατροί—απλώς δεν θέλετε να το παραδεχτείτε».
Ένας Ολλανδός γιατρός που εργάζεται σε περιφερειακό νοσοκομείο στη δυτική Ζάμπια είπε: «Πριν από δύο εβδομάδες, συζητούσαμε τρόπους με τους οποίους μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε τη χρήση του αίματος λόγω των κινδύνων που περιλαμβάνονται. Σήμερα μιλήσαμε με ανθρώπους που είναι ειδικοί πάνω στο θέμα». Μέσα σε λίγο καιρό, το ιατρικό προσωπικό που παρακολούθησε τις παρουσιάσεις των Επιτροπών Προσέγγισης Νοσοκομείων άρχισαν να συστήνουν στους συνεργάτες τους να τις παρακολουθήσουν και αυτοί. Το πρόγραμμα κέρδισε την αναγνώριση της ιατρικής κοινότητας, και η αντιπαράθεση έδινε ολοένα και περισσότερο τη θέση της στη συνεργασία.
Μερικοί που υπηρετούν σε αυτές τις επιτροπές έπρεπε να υπερνικήσουν τα αισθήματα ανεπάρκειας που ένιωθαν καθώς πλησίαζαν τους γιατρούς, οι οποίοι επί χρόνια θεωρούνταν σχεδόν σαν θεοί. Ο αδελφός Σμαρτ Φίρι, ο οποίος υπηρέτησε ως εισηγητής της επιτροπής στη Λουσάκα, θυμάται: «Δεν είχα καμία σχέση με την ιατρική και ένιωθα πολύ αβέβαιος για τον εαυτό μου».
Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου η εγκαρτέρηση και η εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά ανταμείφθηκαν. Κάποιο άλλο μέλος επιτροπής θυμάται τον πρώτο καιρό: «Τρεις από εμάς πήγαμε να συναντήσουμε έναν γιατρό, έναν πολύ επιφανή άνθρωπο, ο οποίος είχε διατελέσει στο παρελθόν υπουργός υγείας. Είχαμε μεγάλη νευρικότητα. Στο διάδρομο, μπροστά στο ιατρείο του, προσευχηθήκαμε στον Ιεχωβά, ζητώντας τη βοήθειά Του ώστε να μιλήσουμε με τόλμη. Όταν μπήκαμε στο ιατρείο, κάναμε μια καλή συζήτηση και αποδείχτηκε πολύ συνεργατικός. Κατάλαβα ότι είχαμε την υποστήριξη του Ιεχωβά και ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να φοβόμαστε».
Κάτι που πιστοποιεί την αυξανόμενη συνεργασία ανάμεσα σε αυτές τις επιτροπές και στην ιατρική κοινότητα είναι η προθυμία των γιατρών να αναλάβουν δύσκολες περιπτώσεις τις οποίες πριν από μερικά χρόνια δεν θα δέχονταν χωρίς να έχουν την επιλογή της μετάγγισης. Τον Οκτώβριο του 2000, δύο χειρουργοί πήραν τη γενναία απόφαση να εγχειρήσουν την Μπεατρίς, ένα μωρό έξι μηνών από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Αν και η επέμβαση έγινε με επιτυχία χωρίς αίμα—το παιδί έπασχε από ατρησία χοληφόρων—η υπόθεση προκάλεσε έναν χείμαρρο αρνητικής δημοσιότητας.
Ωστόσο, ένα δελτίο τύπου του καθηγητή Λουπάντο Μουνκόνγκε, του επικεφαλής της ομάδας που έκανε την εγχείρηση, αντέστρεψε το κλίμα. Ο καθηγητής δήλωσε καθαρά ότι σέβεται τη στάση των γονέων της Μπεατρίς. Αυτό συνέβαλε πολύ στη μείωση των επικρίσεων από τα μέσα ενημέρωσης. Δύο μήνες αργότερα, ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ ασχολήθηκε με αυτή την υπόθεση, παρουσιάζοντας με θετικό τρόπο τη στάση μας στο ζήτημα της αναίμακτης ιατρικής και χειρουργικής.
«Κάντε την Γρήγορα»
Λίγοι γιατροί εξακολουθούν να είναι δύσπιστοι όσον αφορά τη στάση που για λόγους συνείδησης διακρατούν οι Μάρτυρες σχετικά με το αίμα. Οι περισσότεροι αναγνωρίζουν τώρα ότι οι εναλλακτικές μέθοδοι είναι ασφαλείς, απλές και αποτελεσματικές—ακόμη και στις αγροτικές περιοχές της Αφρικής. Πολλοί ασθενείς έχουν μάθει να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους με θάρρος. Αυτό προϋποθέτει ότι ενημερώνονται γύρω από σημαντικά ζητήματα και ότι μαθαίνουν πώς να εκφράζουν αυτά που τους υπαγορεύει η συνείδησή τους.
Ακόμη και σε παιδιά έχει δοθεί “η γλώσσα των διδαγμένων”. (Ησ. 50:4) Ο Νέιθαν, ένα οχτάχρονο αγόρι που έπασχε από οστεομυελίτιδα του αριστερού μηριαίου οστού, προτού υποβληθεί σε εγχείρηση είπε σε μια ομάδα γιατρών: «Σας παρακαλώ, όταν κάνετε την εγχείρηση, κάντε την γρήγορα ώστε να μη χάσω πολύ αίμα. Μη μου κάνετε μετάγγιση, γιατί οι γονείς μου και ο Ιεχωβά δεν θα σας συγχωρήσουν». Μετά την επέμβαση, ένα μέλος της χειρουργικής ομάδας επαίνεσε τους γονείς του Νέιθαν για τον τρόπο με τον οποίο είχαν εκπαιδεύσει το γιο τους. Ο γιατρός είπε ταπεινά: «Είναι η πρώτη φορά που κάποιος μικρός ασθενής μού θύμισε πόσο σημαντικός είναι ο σεβασμός για τον Θεό».
«Συνιστούμε τους εαυτούς μας ως διακόνους του Θεού: . . . με νύχτες αγρύπνιας», δήλωσε ο απόστολος Παύλος. Η αγρύπνια για τους υπηρέτες του Θεού είναι πολλές φορές αποτέλεσμα του ενδιαφέροντός τους για τους ομοπίστους τους και για την πρόοδο της αληθινής λατρείας. (2 Κορ. 6:3-5) Αυτό συμβαίνει συχνά με εκείνους που υπηρετούν στις Επιτροπές Προσέγγισης Νοσοκομείων. Η αυτοθυσία τους δεν περνάει απαρατήρητη. Μια αδελφή είπε: «Δεν βρίσκω τα κατάλληλα λόγια να εκφράσω την εκτίμησή μου. Είναι ενθαρρυντικό και παρηγορητικό να βλέπω το αυτοθυσιαστικό πνεύμα των αδελφών που υπηρετούν στην Επιτροπή Προσέγγισης Νοσοκομείων οι οποίοι έσπευσαν αμέσως να με βοηθήσουν και ήταν πάντα δίπλα μου ακόμη και στις πιο παράξενες ώρες. Όταν μπήκα στο χειρουργείο για δεύτερη φορά μέσα σε 24 ώρες, δεν ένιωθα πανικό. Με είχαν ενισχύσει πολύ τα ενθαρρυντικά λόγια των αδελφών». Ναι, παρά τις περιπτώσεις «δυσφήμησης», οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνεχίζουν να συνιστούν τους εαυτούς τους ως διακόνους του Θεού συνεργαζόμενοι πρόθυμα με την ιατρική κοινότητα. (2 Κορ. 6:8) Παίρνοντας δύναμη από “επαίνους”, είναι αποφασισμένοι να παραμείνουν υπάκουοι στη θεϊκή εντολή “να απέχουν . . . από αίμα”.
Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης
«Σε πολλές χώρες, μια ομάδα αποτελούμενη από 25 περίπου νεαρούς μπορεί να αντιμετωπιζόταν με καχυποψία ως πιθανή πηγή προβλημάτων», σχολιάζει ο Σάιρους Νιάνγκου, μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Ζάμπιας. «Ωστόσο, οι 31 τάξεις της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης έχουν εκπαιδεύσει με συνέπεια ομάδες δραστήριων, αφιερωμένων Χριστιανών αντρών οι οποίοι αποδεικνύονται ευλογία για τις περιοχές στις οποίες υπηρετούν». Πάνω από 600 απόφοιτοι αυτής της διεθνούς σχολής υπηρετούν σε διάφορες μορφές της ολοχρόνιας υπηρεσίας στις έξι χώρες που απαρτίζουν το νότιο τμήμα της Αφρικής. Στη Ζάμπια, οι μισοί και πλέον περιοδεύοντες επίσκοποι είναι απόφοιτοί της. Γιατί είναι απαραίτητη αυτή η σχολή, και τι επιτελεί;
Από την αποφοίτηση της πρώτης τάξης το 1993 και έπειτα, έχει παρατηρηθεί αύξηση σχεδόν 60 τοις εκατό στον αριθμό των ενεργών ευαγγελιζομένων στη Ζάμπια. Ωστόσο, υπάρχει ανάγκη για άντρες με κατάλληλα προσόντα που να φροντίζουν για τις εκκλησίες, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η έντονη πίεση που ασκεί το περιβάλλον για συμμόρφωση με παραδόσεις και έθιμα τα οποία συγκρούονται με τις Γραφικές αρχές. Τονίζοντας αυτή την ανάγκη για ικανούς άντρες που να ποιμαίνουν και να διδάσκουν, κάποιος απόφοιτος είπε: «Ένα πρόβλημα στον αγρό μας είναι ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να ανέχονται την αδικοπραγία. Έχω μάθει ότι χρειάζεται να υπερασπιζόμαστε σταθερά το ορθό και να μην προχωρούμε πέρα από όσα είναι γραμμένα».
Στην αρχή, οι σπουδαστές δεν είναι εξοικειωμένοι με το ευρύ φάσμα των πληροφοριών που εξετάζονται και το βάθος της μελέτης. Ωστόσο, οι εκπαιδευτές είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν. Ένας από αυτούς, ο Σάρελ Χαρτ, είπε: «Η διδασκαλία κάθε τάξης ήταν για εμένα σαν να ήμουν οδηγός σε ένα ορεινό μονοπάτι. Στην αρχή, όλοι νιώθουν ξένοι, προσπαθώντας να εξοικειωθούν με το άγνωστο περιβάλλον που τους γεμίζει δέος. Μερικές φορές, υπάρχουν ογκόλιθοι που εμποδίζουν τη διέλευση. Καθώς οι σπουδαστές ξεπερνούν τα εμπόδια και συνεχίζουν την ανάβαση, κοιτούν πίσω και βλέπουν φραγμούς που ήταν φαινομενικά ανυπέρβλητοι να έχουν ξεπεραστεί και να φαίνονται ασήμαντοι».
Πολλοί χαρακτηρίζουν την πνευματική πρόοδο που έκαναν χάρη στην παρακολούθηση της σχολής ως μεταμόρφωση. Ο Ίλαντ, που τώρα υπηρετεί ως ειδικός σκαπανέας, είπε: «Πίστευα ότι δεν είχα τα κατάλληλα προσόντα για να διδάξω και ότι ήμουν πολύ νέος για να επωμιστώ επιπρόσθετες εκκλησιαστικές ευθύνες. Η σχολή με βοήθησε να αντιληφθώ ότι μπορώ να είμαι χρήσιμος. Στην εκκλησία όπου διορίστηκα αρχικά, οι 16 ευαγγελιζόμενοι δυσκολεύονταν όσον αφορά τη διεξαγωγή προοδευτικών Γραφικών μελετών. Εξετάζαμε τακτικά διάφορες εισηγήσεις και κάναμε πρόβες των παρουσιάσεων προτού πάμε στη διακονία. Το 2001 οι ευαγγελιζόμενοι της εκκλησίας είχαν φτάσει τους 60, συμπεριλαμβανομένου ενός απομονωμένου ομίλου 20 ατόμων».
Αξιολόγηση της Επιτυχίας
Ποια είναι μερικά στοιχεία που συμβάλλουν στην επιτυχία της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης; «Δίνουμε μεγάλη έμφαση στο πόσο σημαντικό είναι να παραμένουμε πάντα ταπεινοί, τονίζοντας ότι δεν πρέπει κάποιος να σκέφτεται για τον εαυτό του κάτι παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο να σκέφτεται», εξηγεί ο Ρίτσαρντ Φραντ, ένας από τους εκπαιδευτές. «Μας ενδιαφέρει η ωριμότητα, η συμπόνια και η ικανότητα να χειρίζεται κάποιος δύσκολα προβλήματα με χαμόγελο. Αν οι αδελφοί μπορούν να μεταχειρίζονται τους άλλους με καλοσύνη, δείχνοντας ότι θέλουν να υπηρετούν και όχι να υπηρετούνται, τότε πιστεύουμε ότι η σχολή έχει εκπληρώσει το σκοπό της».
Οι σπουδαστές αναγνωρίζουν πόσο αληθινά είναι αυτά τα λόγια. Ο Ιμάνιουελ, απόφοιτος της 14ης τάξης, είπε: «Το ότι είμαστε διορισμένοι σε μια εκκλησία δεν σημαίνει ότι πρέπει να σπεύδουμε να διορθώνουμε κάθε μικρό ζήτημα. Αντίθετα, στόχος μας πρέπει να είναι το να συμμετέχουμε μαζί με την εκκλησία στο πιο σημαντικό έργο, το κήρυγμα των καλών νέων».
Ο Μόουζις, ένας σκαπανέας, είπε: «Έχω καταλάβει ότι ο Ιεχωβά μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε ταπεινό άτομο και ότι μερικές φορές η γνώση και η πείρα δεν έχουν σημασία. Αυτό που έχει σημασία για Εκείνον είναι η αγάπη για τα μέλη της εκκλησίας και για τους ανθρώπους στον αγρό καθώς και η συνεργασία με άλλους».
Μεγάλες Συνάξεις
Οι γιορτές του έθνους του Ισραήλ και οι “άγιες συνελεύσεις” τους τα προχριστιανικά χρόνια ήταν χαρωπές περιστάσεις, οι οποίες βοηθούσαν τους παρευρισκομένους να εστιάζουν την προσοχή τους σε πνευματικά ζητήματα. (Λευιτ. 23:21· Δευτ. 16:13-15) Το ίδιο αληθεύει και για τις σύγχρονες συνάξεις του λαού του Θεού. Στη Ζάμπια οι συνελεύσεις δεν διεξάγονται σε κάποιο απαστράπτον σύγχρονο αθλητικό κέντρο. Οι αδελφοί στήνουν ένα χωριό συνέλευσης, όπως το αποκαλούν, το οποίο περιλαμβάνει μικρές σκηνές όπου κοιμούνται τη νύχτα.
Με το πέρασμα των ετών, έχουν φτιαχτεί πιο μόνιμες κατασκευές σε αυτές τις τοποθεσίες. Ωστόσο, τα πρώτα χρόνια οι καιροί ήταν δύσκολοι και απαιτούσαν μεγάλη ευρηματικότητα. «Στο χώρο της συνέλευσης περιοχής», θυμάται κάποιος επίσκοπος περιφερείας, «οι αδελφοί έφτιαχναν για εμένα μια καλύβα, συνήθως από άχυρα. Έπειτα έστηναν έναν φράχτη γύρω από το χώρο των καθισμάτων. Τα καθίσματα ήταν λοφίσκοι από χώμα, και πάνω τους έβαζαν χόρτα για “μαξιλαράκια”. Μερικές φορές οι αδελφοί ισοπέδωναν κάποια ερημωμένη τερμιτοφωλιά για να φτιάξουν το βήμα. Πάνω της έστηναν ένα μικρό στέγαστρο από το οποίο παρουσιαζόταν το πρόγραμμα».
Ένας ιεραπόστολος, ο Πίτερ Πάλισερ, είπε αναφερόμενος σε εκείνες τις εποχές: «Σε μια συνέλευση περιφερείας, οι αδελφοί αποφάσισαν να φτιάξουν υπερυψωμένο βήμα. Ένας από τους αδελφούς ήταν έμπειρος στη χρήση εκρηκτικών. Προετοίμασε την περιοχή και ανατίναξε την κορυφή μιας εγκαταλειμμένης μυρμηγκοφωλιάς η οποία είχε ύψος περίπου 6 μέτρα. Έτσι δημιουργήθηκε ένας υπερυψωμένος χώρος όπου φτιάξαμε την εξέδρα».
Προσπάθειες για την Παρακολούθηση
Οι περισσότερες τοποθεσίες συνελεύσεων περιφερείας βρίσκονταν μακριά από κεντρικούς δρόμους και ήταν δυσπρόσιτες. Ο Ρόμπινσον Σαμουλούμα θυμάται κάποια συνέλευση που παρακολούθησε το 1959. «Μια ομάδα περίπου 15 ατόμων ταξιδέψαμε με ποδήλατο ως το Κάμπουε, στην Κεντρική Επαρχία», είπε. «Είχαμε μαζί μας καλαμποκάλευρο και αποξηραμένα ψάρια για τροφή. Κάθε νύχτα κοιμόμασταν στο ύπαιθρο. Στο Κάμπουε πήραμε το τρένο, και τελικά φτάσαμε στον τόπο της συνέλευσης έπειτα από σχεδόν τέσσερις μέρες ταξίδι».
Ο Λαμπ Τσισένγκα, ενθυμούμενος έναν αδελφό ο οποίος ταξίδεψε περίπου 130 χιλιόμετρα με τα πόδια και με ποδήλατο μαζί με τα έξι παιδιά του για να παρευρεθούν σε κάποια συνέλευση, είπε: «Για το ταξίδι τους, ετοίμασαν τροφή—ψημένη κασσάβα, φιστίκια και φιστικοβούτυρο. Συχνά έπρεπε να κατασκηνώνουν απροστάτευτοι στο ύπαιθρο».
Ο Γουέιν Τζόνσον, ενώ υπηρετούσε ως επίσκοπος περιφερείας, παρατηρούσε τις προσπάθειες που κατέβαλλαν πολλοί για να παρευρεθούν. Έγραψε: «Ένας ειδικός σκαπανέας ταξίδευε με το ποδήλατό του σχεδόν μία εβδομάδα για να πάει στη συνέλευση. Άλλοι ταξίδευαν πάνω σε καρότσες. Πολλοί έφταναν νωρίς, στην αρχή της εβδομάδας της συνέλευσης. Τα βράδια έψαλλαν καθισμένοι γύρω από τη φωτιά. Μερικές φορές ήμασταν τόσο πολλά τα άτομα που βγαίναμε στην υπηρεσία αγρού ώστε εκείνη την εβδομάδα καλλιεργούσαμε τον τομέα τρεις φορές».
Παρευρίσκονταν Παρά την Εναντίωση
Οι μεγάλες συνάξεις εξακολουθούν να ενδυναμώνουν και να ενθαρρύνουν τους αδελφούς. Σήμερα οι συνελεύσεις περιφερείας λαβαίνουν πολύ ευνοϊκή δημοσιότητα. Ωστόσο, σε περιόδους πολιτικών αλλαγών και ιδιαίτερα τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, αυτές οι περιστάσεις αντιμετωπίζονταν με καχυποψία. Στοιχεία εντός της κυβέρνησης έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περιορίσουν τη λατρεία μας. Εφόσον οι αδελφοί αρνούνταν να ψάλλουν τον εθνικό ύμνο, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις απαιτούμενες άδειες από την αστυνομία για να διεξάγουν δημόσιες συνάξεις. Αργότερα, οι περιορισμοί οδήγησαν στη μείωση του αριθμού των ατόμων που μπορούσαν να παρευρεθούν. «Το έτος 1974 ήταν η τελευταία χρονιά που συγκεντρώθηκαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε υπαίθριο χώρο», θυμάται ο Ντάρλινγκτον Σεφούκα. «Ο υπουργός εσωτερικών ανακοίνωσε ότι δημόσιες συγκεντρώσεις μπορούσαν να διεξαχθούν μόνο αν ψαλλόταν ο εθνικός ύμνος και κυμάτιζε η σημαία». Ωστόσο, επιτράπηκε στους αδελφούς να συγκεντρώνονται στις τοπικές Αίθουσες Βασιλείας εντός του περιφραγμένου με χόρτα χώρου τους. Το γραφείο τμήματος προσαρμόστηκε σε αυτό κάνοντας διευθετήσεις ώστε το πρόγραμμα των συνελεύσεων περιοχής να διεξάγεται στις Αίθουσες Βασιλείας, συνήθως με ακροατήριο τα μέλη μόνο μίας ή δύο εκκλησιών.
Και οι συνελεύσεις περιφερείας επίσης διεξάγονταν σε μικρή κλίμακα. «Αντί να έχουμε μία μεγάλη συνέλευση περιφερείας, κάναμε 20 μικρές», θυμάται ένας αδελφός που συμμετείχε στη διοργάνωση των συνελεύσεων. «Πολλοί αδελφοί εκπαιδεύονταν και χρησιμοποιούνταν στα προγράμματα και στα διάφορα τμήματα, και έτσι όταν άρθηκε η απαγόρευση είχαμε πολλούς έμπειρους άντρες οι οποίοι μπορούσαν να ασχοληθούν με τη διοργάνωση συνελεύσεων».
Βάφτισμα
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1940, γίνονταν προσπάθειες για να διασφαλιστεί ότι οι υποψήφιοι για βάφτισμα κατανοούσαν πλήρως τη σημασία αυτού του βήματος. Μερικοί δυσκολεύονταν να εγκαταλείψουν εντελώς τη “Βαβυλώνα τη Μεγάλη” και τις ψεύτικες θρησκευτικές συνήθειες. (Αποκ. 18:2, 4) Κάτι που συντέλεσε σε αυτό το πρόβλημα ήταν το γεγονός ότι σχετικά λίγοι μπορούσαν να διαβάσουν καλά, και πολλές εκκλησίες δεν λάβαιναν επαρκείς ποσότητες βοηθημάτων Γραφικής μελέτης. Γι’ αυτόν το λόγο, οι επίσκοποι περιοχής και περιφερείας έπαιρναν συνέντευξη από κάθε υποψήφιο για βάφτισμα ώστε να δουν αν είχε τα προσόντα. Ο Τζέφρι Γουίλερ, απόφοιτος της 33ης τάξης της Γαλαάδ, θυμάται: «Κοιτούσαμε προσεκτικά τα μωρά που κρατούσαν στην αγκαλιά τους οι μητέρες που ήθελαν να βαφτιστούν για να δούμε αν είχαν πάνω τους χάντρες και φυλαχτά. Πολλές φορές μέναμε ως τα μεσάνυχτα κάθε βράδυ την εβδομάδα της συνέλευσης—τόσο πολλοί ήταν οι υποψήφιοι». Η καλοσυνάτη βοήθεια που πρόσφεραν οι περιοδεύοντες επίσκοποι στους πρεσβυτέρους των εκκλησιών, τα έντυπα που εκδόθηκαν αργότερα, όπως «Ο Λόγος σου Είναι Λύχνος εις τους Πόδας Μου», καθώς και άλλες οργανωτικές εκλεπτύνσεις συνέβαλαν σημαντικά στη μείωση της ανάγκης για τέτοιες συνεντεύξεις.
Το Άγχος της Σκηνής!
Η παρουσίαση αρχαίων Βιβλικών δραμάτων παραμένει ένα από τα πιο απολαυστικά χαρακτηριστικά των συνελεύσεων περιφερείας. Κάθε ηθοποιός παίρνει στα σοβαρά την ευθύνη που έχει να μεταδώσει τα συναισθήματα που περιλαμβάνονται στο ρόλο του, και οι άνθρωποι εδώ στη Ζάμπια είναι πασίγνωστοι για την εκφραστικότητά τους. Ο Φρανκ Λιούις, πρώην ιεραπόστολος και τώρα μέλος της οικογένειας Μπέθελ των Ηνωμένων Πολιτειών, θυμάται: «Τα πρώτα δράματα δεν τα είχαμε ηχογραφημένα. Οι αδελφοί που υποδύονταν τους διάφορους ρόλους έπρεπε να απομνημονεύουν τα λόγια τους. Θυμάμαι τότε που πήγα σε μια συνέλευση στη Βόρεια Επαρχία όπου παρουσιάστηκε το πρώτο μας δράμα—για τον Ιωσήφ. Επειδή το ταχυδρομείο καθυστερούσε λίγο και το κείμενο δεν είχε φτάσει στους αδελφούς, έπρεπε να εργαζόμαστε ως αργά τη νύχτα για να βοηθήσουμε τους αδελφούς να απομνημονεύσουν τα λόγια τους. Ενώ παρουσιαζόταν το δράμα, φτάσαμε στη σκηνή στην οποία η σύζυγος του Πετεφρή φώναζε στο σύζυγό της ότι ο Ιωσήφ είχε προσπαθήσει να τη βιάσει. Εκείνη τη στιγμή, ο αδελφός που υποδυόταν τον Πετεφρή κυριεύτηκε από το άγχος της σκηνής και έφυγε από την εξέδρα. Ήμουν στα παρασκήνια κάνοντας τον υποβολέα και τον είδα να βγαίνει από τη σκηνή. Του θύμισα αμέσως τα πρώτα λίγα λόγια και τον έσπρωξα να ξαναμπεί. Τότε εκείνος, με μεγάλη φυσικότητα, άρχισε να ξεστομίζει τα περιφρονητικά του λόγια προς τον άντρα που στεκόταν εκεί κατηγορούμενος για απόπειρα βιασμού! Αν και αυτό το γεγονός παραλίγο να σκιάσει τη συνέλευσή μας, κάθε φορά που διαβάζω τη Βιβλική αφήγηση, σκέφτομαι: “Ίσως έτσι να έγινε με τον Πετεφρή. Ίσως έφυγε οργισμένος από το δωμάτιο, επανέκτησε την ψυχραιμία του και έπειτα επέστρεψε για να κατακρίνει τον Ιωσήφ!”»
Το 1978, όταν η τετραετής κυβερνητική απαγόρευση που περιόριζε το μέγεθος των συνελεύσεών μας χαλάρωσε, η Συνέλευση Περιφερείας «Νικηφόρος Πίστις» περιλάμβανε μια δυσκολία. Κάποιος πρώην περιοδεύων επίσκοπος θυμάται: «Σε εκείνη τη συνέλευση, παρουσιάσαμε όλα τα δράματα που δεν μπορούσαν να παιχτούν τα προηγούμενα χρόνια όταν ήμασταν αναγκασμένοι να συγκεντρωνόμαστε στις Αίθουσες Βασιλείας. Η συνέλευση διήρκεσε πέντε μέρες, και είχαμε πέντε δράματα, ένα κάθε μέρα. Παρακολουθήσαμε όλα τα δράματα που είχαμε χάσει! Ήταν πολύ ωραία, αλλά απαιτούνταν επίπονη προσπάθεια από τον εκπρόσωπο του Μπέθελ που έπρεπε να επιβλέψει την προετοιμασία όλων αυτών των δραμάτων. Περιλαμβανόταν πολλή εργασία!»
«Μπορώ ειλικρινά να πω ότι ποτέ δεν έχω παρακολουθήσει πιο ευχάριστες συνελεύσεις», είπε ένα μέλος της Επιτροπής του Τμήματος. «Το πρωί οι οικογένειες βγαίνουν από τις μικρές σκηνές τους περιποιημένες και καθαρές. Έρχονται ενώπιον του Ιεχωβά, ντυμένοι με τα καλύτερά τους. Τις περισσότερες φορές κάθονται, όχι στη σκιά, αλλά στον ήλιο. Ωστόσο, μένουν εκεί όλη την ημέρα και ακούν με μεγάλη προσοχή. Είναι όμορφο θέαμα». Αυτή η συναναστροφή αποτελεί ουσιώδες μέρος της λατρείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. (Εβρ. 10:24, 25) Είτε «λυπούνται» λόγω προσωπικών δυσκολιών ή θρησκευτικής εναντίωσης είτε όχι, εκείνοι που ανήκουν στο λαό του Ιεχωβά γνωρίζουν ότι η παρακολούθηση μεγάλων συνάξεων τους παρέχει λόγο για να “χαίρονται πάντοτε”.—2 Κορ. 6:10.
Οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας
«Με αυτή την επιστολή δίνω το δικαίωμα στην εκκλησία με το ανωτέρω όνομα να έχει τη δική της γη. Αυτός είναι μόνιμος χώρος, και έχω δώσει τη συγκατάθεσή μου ώστε να χρησιμοποιείται από τα μέλη της επί 150 χρόνια. Κανένας δεν πρέπει να τους ενοχλήσει μέχρι να έρθει ο Παράδεισος».—Αρχηγός Καλιλέλι.
Από τις αρχές του περασμένου αιώνα, οι εκζητητές της αλήθειας στο νότιο τμήμα της Αφρικής αναγνώριζαν ότι ήταν αναγκαίο να συναθροίζονται για λατρεία. Το 1910 περίπου, ο Γουίλιαμ Τζόνστον ανέφερε ότι γοργά αναπτυσσόμενες ομάδες οικοδομούσαν χώρους συναθροίσεων από παραδοσιακά υλικά, μερικοί εκ των οποίων ήταν αρκετά μεγάλοι ώστε να χωρούν 600 άτομα. Μολονότι πολλοί επιθυμούσαν να έχουν χώρους λατρείας, δεν ένιωθαν όλοι το ίδιο. Ο Χόλαντ Μουσίμπα, ο οποίος άκουσε πρώτη φορά την αλήθεια στις αρχές της δεκαετίας του 1930, θυμάται: «Αν και προτρεπόμασταν να συναθροιζόμαστε για λατρεία, οι τοπικοί αδελφοί δεν έδιναν έμφαση στην ανάγκη για έναν μόνιμο χώρο λατρείας. Συνήθως συγκεντρωνόμασταν σε οποιοδήποτε κατάλληλο σημείο στη σκιά ενός μεγάλου δέντρου ή στην αυλή κάποιου αδελφού. Μερικοί είχαν την άποψη, την οποία βάσιζαν στο εδάφιο Λουκάς 9:58, πως εφόσον ο ίδιος ο Ιησούς δεν είχε μόνιμο χώρο συναθροίσεων, γιατί θα έπρεπε να ενδιαφερόμαστε εμείς να χτίσουμε έναν τέτοιον χώρο;»
Πριν από το 1950, οι περισσότεροι χώροι συναθροίσεων ήταν απλές, πρόχειρες κατασκευές φτιαγμένες από ακατέργαστη ξυλεία και λάσπη. Στην πολυσύχναστη περιοχή του Κόπερμπελτ, ο Ίαν Φέργκιουσον έπεισε κάποιον διευθυντή ορυχείου να παραχωρήσει μια έκταση γης για Αίθουσα Βασιλείας. Το 1950, οικοδομήθηκε η πρώτη Αίθουσα Βασιλείας στο Γουσικίλι. Έπειτα από μια δεκαετία, οι αδελφοί ετοίμασαν σχέδια για τυποποιημένη οικοδόμηση. Η πρώτη Αίθουσα Βασιλείας που οικοδομήθηκε με βάση εκείνα τα σχέδια ήταν ένα θαυμάσιο κτίριο με επίπεδη οροφή το οποίο κόστισε περίπου 12.000 κουάτσα Ζάμπιας. Αν και τότε το ποσό αυτό ήταν σεβαστό, για τη σημερινή οικονομία που πλήττεται από πληθωρισμό, αντιστοιχεί σε λιγότερα από τρία ευρώ!
Εξαιτίας της άρνησής τους να αγοράσουν κάρτες του κόμματος, οι Μάρτυρες συνέχισαν να αντιμετωπίζουν θύελλες βιαιοτήτων από εθνικιστές μαχητές. Χώροι λατρείας πυρπολήθηκαν. Μερικοί αδελφοί, ανησυχώντας για το ενδεχόμενο μελλοντικών επιθέσεων, πίστευαν ότι ήταν προτιμότερο να μη χτίζουν, αλλά να συναθροίζονται στο ύπαιθρο. Όταν επιβλήθηκαν περαιτέρω περιορισμοί στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η αγορά οικοπέδων έγινε όλο και πιο δύσκολη. Αν και ήταν ευρέως γνωστό ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν υποστήριζαν κανένα πολιτικό κόμμα, οι αρχές σε μερικές περιοχές απαιτούσαν να επισυνάπτονται και οι κάρτες του κόμματος σε οποιαδήποτε αίτηση αγοράς.
Ο Γουίστον Σινκάλα θυμάται: «Δεν μπορούσαμε να βρούμε εύκολα οικόπεδο, πολύ περισσότερο να πάρουμε άδεια οικοδόμησης. Όταν είπαμε στις δημοτικές αρχές ότι θα τους πηγαίναμε στα δικαστήρια, εκείνοι νόμιζαν ότι αστειευόμαστε. Ωστόσο, βρήκαμε έναν ικανό δικηγόρο και, έπειτα από δύο χρόνια, το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ μας και διέταξε το δήμο να μας δώσει οικόπεδα. Αυτή η υπόθεση άνοιξε το δρόμο για μελλοντικές ελευθερίες».
Το Μαύρο Άλογο
Σπάνια μπορούσαν οι εκκλησίες να αποκτήσουν οικόπεδα με νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας. Συνήθως οι αδελφοί έβρισκαν ανεκμετάλλευτες εκτάσεις γης, αλλά εφόσον δεν είχαν τα απαιτούμενα έγγραφα, δεν μπορούσαν να οικοδομήσουν ένα μόνιμο κτίριο. Τα υλικά ήταν ακριβά και πολλοί χρησιμοποιούσαν λαμαρίνες ή άδεια βαρέλια καυσίμων που τα άνοιγαν, τα ίσιωναν και κατόπιν τα κάρφωναν πάνω σε ξύλινο σκελετό. Σχετικά με μια τέτοια κατασκευή, κάποιος πρεσβύτερος σχολίασε: «Είχαμε καλύψει τις λαμαρίνες με πίσσα, και από μακριά η αίθουσα έμοιαζε με μεγάλο μαύρο άλογο. Στο εσωτερικό, η ζέστη ήταν ανυπόφορη».
Ένας πρώην επίσκοπος περιοχής είπε: «Όταν σκέφτομαι εκείνα τα χρόνια, δεν νιώθω άνετα να αναφέρομαι σε αυτές τις κατασκευές ως Αίθουσες Βασιλείας. Πραγματικά, δεν ήταν κατάλληλοι χώροι για να εκπροσωπείται ο Ύψιστος Θεός Ιεχωβά».
Μερικές εκκλησίες αποφάσισαν να νοικιάσουν αίθουσες. Αν και αυτή η λύση φαινόταν σχετικά ανέξοδη, συνεπαγόταν προβλήματα. Η Έντρις Μούντι, η οποία ήταν συνταυτισμένη με τη μοναδική αγγλόφωνη εκκλησία που υπήρχε στη Λουσάκα τη δεκαετία του 1970, θυμάται: «Νοικιάσαμε κάποια αίθουσα η οποία χρησιμοποιούνταν και ως ντισκοτέκ. Κάθε Σάββατο, οι θαμώνες έπιναν και χόρευαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, και έπρεπε να πηγαίνουμε νωρίς το πρωί της Κυριακής για να καθαρίζουμε. Η αίθουσα μύριζε μπίρα και τσιγάρα. Δεν νιώθαμε καλά να λατρεύουμε τον Ιεχωβά σε ένα τέτοιο μέρος».
Ο σύζυγος της Έντρις, ο Τζάκσον, θυμάται: «Μια Κυριακή στο μέσο του προγράμματος, κάποιος νεαρός μπήκε μέσα, προχώρησε μέχρι μπροστά, πήρε ένα κιβώτιο μπίρες το οποίο είχε αφήσει την προηγούμενη νύχτα και βγήκε έξω αδιαφορώντας εντελώς για όσους βρίσκονταν εκεί». Δεν προξενεί καθόλου έκπληξη το γεγονός ότι οι αδελφοί λαχταρούσαν να έχουν τις δικές τους Αίθουσες Βασιλείας!
Ένα Πρόγραμμα που Άφησε Εποχή
Καθώς ανταποκρίνονταν περισσότερα άτομα στο άγγελμα της Βασιλείας, η ανάγκη για αξιοπρεπείς αίθουσες γινόταν πιο επιτακτική. Ωστόσο, μερικοί αδελφοί, αν και γεμάτοι ενθουσιασμό και ζήλο, με μεγάλη δυσκολία κατάφερναν να εξασφαλίζουν φαγητό στις οικογένειές τους, πόσο μάλλον να συμβάλλουν στα έξοδα μιας Αίθουσας Βασιλείας. Ο Ιεχωβά, του οποίου το χέρι ποτέ δεν σμικρύνεται, επιφύλασσε μια ευχάριστη έκπληξη.
Όταν μια έρευνα έδειξε ότι υπήρχε ανάγκη για πάνω από 8.000 Αίθουσες Βασιλείας σε 40 αναπτυσσόμενες χώρες σε όλο τον κόσμο, το Κυβερνών Σώμα αποφάσισε να επιταχύνει την οικοδόμηση. Λήφθηκε υπόψη ότι σε μερικές περιοχές ίσως υπήρχαν λίγοι τεχνίτες που μπορούσαν να διαθέσουν τον εαυτό τους για τέτοια οικοδομικά έργα. Επίσης, μπορεί να μην υπήρχαν πολλά εργαλεία. Επιπλέον, στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, πολλές εκκλησίες δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν μεγάλα δάνεια. Εκτός από τα παραπάνω, η ραγδαία αύξηση των ευαγγελιζομένων καθιστούσε δύσκολο για τα γραφεία τμήματος σε ορισμένες περιοχές να καταστρώσουν ένα καλά οργανωμένο πρόγραμμα. Έχοντας υπόψη όλους αυτούς τους παράγοντες, το Κυβερνών Σώμα συγκρότησε στις Ηνωμένες Πολιτείες μια επιτροπή σχεδίασης/οικοδόμησης προκειμένου να επιβλέπει την εξέλιξη των προγραμμάτων οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας σε όλο τον κόσμο. Ετοιμάστηκαν οδηγίες για την κατασκευή Αιθουσών Βασιλείας σε χώρες με περιορισμένους πόρους, και έμπειροι εθελοντές διορίστηκαν σε οικοδομικά προγράμματα στο εξωτερικό.
Μερικές φορές, έπρεπε να γίνουν προσαρμογές σε παραδοσιακές μεθόδους και απόψεις όσον αφορά την οικοδόμηση. Στη Ζάμπια, λόγου χάρη, οι γυναίκες βοηθούσαν στα οικοδομικά προγράμματα με το να φέρνουν νερό, να μεταφέρουν άμμο και να μαγειρεύουν. Ωστόσο, οι ομάδες οικοδόμησης ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τις αδελφές σε αυτή καθαυτή την οικοδόμηση και να αξιοποιήσουν πλήρως το εργατικό δυναμικό.
Ένας αρχηγός στην Ανατολική Επαρχία παρατηρούσε, μη μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του, κάποια αδελφή η οποία έχτιζε έναν τοίχο για μια Αίθουσα Βασιλείας. Γεμάτος θαυμασμό είπε: «Από τότε που γεννήθηκα, δεν έχω δει ποτέ γυναίκα να τοποθετεί τούβλα και να το κάνει αυτό τόσο καλά! Νιώθω πολύ τυχερός που είδα κάτι τέτοιο».
«Το Πνευματικό μας Θεραπευτήριο»
Το πρόγραμμα οικοδόμησης έχει ασκήσει βαθιά επίδραση στις τοπικές κοινωνίες. Πολλοί οι οποίοι κάποτε είτε αδιαφορούσαν είτε εναντιώνονταν στους Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν τώρα πιο ευρεία άποψη. Λόγου χάρη, κάποιος αρχηγός στην Ανατολική Επαρχία ο οποίος αρχικά αντιδρούσε στην οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας στην περιοχή του είπε: «Οι αντιρρήσεις που είχα στην αρχή όσον αφορά το οικοδομικό σας έργο δεν οφείλονταν στις δικές μου απόψεις, αλλά στην επιρροή που ασκούσαν πάνω μου κληρικοί άλλων θρησκευμάτων. Τώρα καταλαβαίνω ότι είστε εδώ για καλό σκοπό. Αυτό το όμορφο κτίριο είναι τώρα το πνευματικό μας θεραπευτήριο».
Το κύριο Χριστιανικό έργο που λαβαίνει χώρα είναι το κήρυγμα των “καλών νέων της βασιλείας”. (2 Κορ. 6:5· Ματθ. 24:14) Ωστόσο, όπως ακριβώς το άγιο πνεύμα υποκινεί το λαό του Θεού να κηρύττει, τους ωθεί επίσης να καταβάλλουν φιλόπονες προσπάθειες για την προώθηση των συμφερόντων της Βασιλείας μέσω της οικοδόμησης αξιοπρεπών χώρων συνάθροισης. Οι εκκλησίες αποκτούν σαφέστερη άποψη ως προς το πού στοχεύουν. Κάποιος αδελφός είπε: «Τώρα νιώθουμε πεποίθηση όταν βγαίνουμε στη διακονία και προσκαλούμε ανθρώπους στις συναθροίσεις μας επειδή γνωρίζουμε ότι θα έρθουν, όχι σε μια καλύβα, αλλά σε μια Αίθουσα Βασιλείας η οποία δίνει δόξα στον Ιεχωβά».
Ένας άλλος αδελφός είπε: «Εμείς ίσως να μην αξίζουμε μια τόσο όμορφη Αίθουσα Βασιλείας μέσα στη σαβάνα, αλλά ο Ιεχωβά την αξίζει. Νιώθω ευτυχισμένος για το γεγονός ότι έχει δοθεί δόξα στον Ιεχωβά μέσω καλύτερων χώρων λατρείας».
Το Έργο Περιοδεύοντα Επισκόπου
Η υπομονή είναι αναγκαία για τους διακόνους του Θεού. (Κολ. 1:24, 25) Οι περιοδεύοντες επίσκοποι αποτελούν παράδειγμα ατόμων που δίνουν από τον εαυτό τους καθώς προωθούν τα συμφέροντα της Βασιλείας. Ο γεμάτος αγάπη κόπος που καταβάλλουν ως ποιμένες που ενισχύουν τις εκκλησίες τούς καθιστά «δώρα σε μορφή ανθρώπων».—Εφεσ. 4:8· 1 Θεσ. 1:3.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ικανοί άντρες εκπαιδεύονταν για να υπηρετούν ως υπηρέτες ζώνης και περιφερειακοί υπηρέτες, οι αποκαλούμενοι σήμερα επίσκοποι περιοχής και περιφερείας. «Οι μετακινήσεις ανάμεσα στις εκκλησίες δεν ήταν εύκολη υπόθεση», θυμάται ο Τζέιμς Μουάνγκο. «Ήμασταν εφοδιασμένοι με ποδήλατα, αλλά έπρεπε να μας συνοδεύουν κάποιοι αδελφοί για να μας βοηθούν μεταφέροντας τις αποσκευές μας πεζοί. Χρειαζόμασταν μέρες για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Συνήθως, δαπανούσαμε δύο εβδομάδες στην κάθε εκκλησία».
«Έπεσε Κάτω Λιπόθυμος»
Εκείνον τον καιρό, όπως και σήμερα, τα ταξίδια σε αγροτικές περιοχές ήταν δύσκολα. Ο Ρόμπινσον Σαμουλούμα, ο οποίος τώρα είναι πάνω από 80 χρονών, υπηρέτησε στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου μαζί με τη σύζυγό του, την Τζουλιάνα. Ο Ρόμπινσον θυμάται ότι, στη διάρκεια κάποιας περιόδου βροχών, βρέθηκαν στη μέση μιας ιδιαίτερα σφοδρής καταιγίδας. Καθώς η καταιγίδα κόπαζε, ο δρόμος μπροστά ήταν καθαρός, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι έπρεπε να περάσουν μέσα από λάσπη που έφτανε ως τη σέλα των ποδηλάτων τους! Όταν πήγαν στην επόμενη εκκλησία, η Τζουλιάνα ήταν τόσο εξαντλημένη ώστε δεν είχε τη δύναμη ούτε να πιει λίγο νερό.
Ο Ίνοκ Τσίρουα, ο οποίος υπηρέτησε τόσο στο έργο περιοχής όσο και στο έργο περιφερείας τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, εξηγεί: «Η Δευτέρα ήταν πολύ δύσκολη μέρα. Ήταν μέρα ταξιδιού. Αλλά όταν φτάναμε στις εκκλησίες, ξεχνούσαμε το ταξίδι. Ήμασταν μαζί με τους αδελφούς, και αυτό μας έκανε χαρούμενους».
Οι αποστάσεις και οι δυσκολίες δεν ήταν τα μόνα εμπόδια. Ο Λαμπ Τσισένγκα, σε ένα ταξίδι που έκανε για να επισκεφτεί μια εκκλησία στα βόρεια της χώρας, συνοδευόταν από δύο αδελφούς. Σε κάποιον χωματόδρομο, είδαν ένα ζώο από μακριά. «Οι αδελφοί δεν μπορούσαν να το διακρίνουν καθαρά», είπε ο αδελφός Τσισένγκα. «Καθόταν στο δρόμο σαν να ήταν σκύλος. “Μπορείτε να δείτε τι είναι;” ρώτησα. “Μπορείτε να δείτε τι είναι;” Ο ένας από τους δύο αδελφούς κατάλαβε από τη μορφή του ότι ήταν λιοντάρι. Έβγαλε μια κραυγή και έπεσε κάτω λιπόθυμος. Αποφασίσαμε να ξεκουραστούμε εκεί λίγη ώρα μέχρι να εξαφανιστεί το λιοντάρι στη σαβάνα».
Ο Τζον Τζέισον και η σύζυγός του Κέι, οι οποίοι στο διάστημα των 26 ετών που έμειναν στη Ζάμπια υπηρέτησαν κάποια περίοδο στο έργο περιφερείας, έμαθαν πόσο αναγκαίο ήταν να κάνουν υπομονή όταν έρχονταν αντιμέτωποι με «μηχανοδουλειές». Ο Τζον είπε: «Θυμάμαι ότι οδηγούσα επί 150 χιλιόμετρα και πλέον με σπασμένες αναρτήσεις, εφόσον δεν είχαμε ούτε ανταλλακτικά ούτε κάποιο μέρος από όπου να τηλεφωνήσουμε για βοήθεια. Κάποια στιγμή το αυτοκίνητο σταμάτησε. Έχοντας μείνει αβοήθητοι και με το αυτοκίνητό μας να έχει “ανάψει”, μπορούσαμε να κάνουμε μόνο ένα πράγμα: Να χρησιμοποιήσουμε όσο νερό είχαμε για να κρυώσουμε τη μηχανή και να φτιάξουμε ένα τελευταίο φλιτζάνι τσάι. Απομονωμένοι, αναμμένοι από τη ζέστη και κουρασμένοι, καθόμασταν στο αυτοκίνητο και προσευχόμασταν στον Ιεχωβά να μας βοηθήσει. Στις τρεις το απόγευμα, πέρασε ένα όχημα που έκανε επισκευές στο δρόμο, το πρώτο που είδαμε εκείνη την ημέρα. Αντιλαμβανόμενοι τη δυσχερή μας θέση, οι άνθρωποι προσφέρθηκαν να μας ρυμουλκήσουν. Φτάσαμε στους αδελφούς μας λίγο πριν βραδιάσει».
Μαθαίνουν την Εμπιστοσύνη
Κάτω από τέτοιες περιστάσεις οι περιοδεύοντες επίσκοποι μαθαίνουν γρήγορα να θέτουν την εμπιστοσύνη τους, όχι στις προσωπικές ικανότητες ή στα υλικά πράγματα, αλλά σε πιο αξιόπιστες πηγές υποστήριξης—στον Ιεχωβά Θεό και στη Χριστιανική αδελφότητα. (Εβρ. 13:5, 6) «Αντιμετωπίσαμε μια δύσκολη κατάσταση μόλις τρεις εβδομάδες αφότου αρχίσαμε το έργο περιφερείας», θυμάται ο Τζέφρι Γουίλερ. «Βρισκόμασταν στον τόπο της συνέλευσης, έτοιμοι για το πρόγραμμα του σαββατοκύριακου. Μας είχαν δώσει μια ελαττωματική γκαζιέρα. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή με δυνατό αέρα, και καθώς άναψα την γκαζιέρα, πετάχτηκε μια φλόγα. Μέσα σε λίγα λεπτά, η φωτιά είχε γίνει ανεξέλεγκτη. Μεταδόθηκε στην μπροστινή ρόδα του Λαντ Ρόβερ μας, και ολόκληρο το αυτοκίνητο τυλίχτηκε γρήγορα στις φλόγες».
Η απώλεια του αυτοκινήτου τους ήταν αρκετά δυσάρεστο γεγονός, αλλά έπρεπε να παλέψουν και με άλλες αντιξοότητες. Ο Τζέφρι λέει: «Είχαμε τα ρούχα μας σε ένα μαύρο ατσάλινο μπαούλο μέσα στο Λαντ Ρόβερ. Αυτά δεν κάηκαν—ζάρωσαν! Οι αδελφοί πήγαν από την πίσω πλευρά του φλεγόμενου αυτοκινήτου, και περιέσωσαν το κρεβάτι μας, ένα πουκάμισο και τη γραφομηχανή μου. Πόσο ευγνώμονες ήμασταν για την ευστροφία που επέδειξαν!» Τα προσωπικά τους αντικείμενα χάθηκαν μέσα στο κατεστραμμένο αυτοκίνητο και το πρόγραμμά τους δεν τους επέτρεπε να επιστρέψουν στην πόλη παρά μόνο έπειτα από δύο μήνες. Πώς τα έβγαλαν πέρα λοιπόν; Ο Τζέφρι λέει: «Ένας αδελφός μού δάνεισε μια γραβάτα, και εκφώνησα τη δημόσια ομιλία φορώντας λαστιχένιες γαλότσες. Τελικά τα καταφέραμε, και οι αδελφοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να παρηγορήσουν τον άπειρο επίσκοπο περιφερείας τους».
Κρεβάτι που Παρείχε Προστασία από τα Φίδια
Η αγάπη και το ενδιαφέρον που εκδηλώνουν οι εκκλησίες οι οποίες “ακολουθούν την πορεία της φιλοξενίας” ενισχύουν τους περιοδεύοντες επισκόπους και τις συζύγους τους ώστε να συνεχίζουν το αυτοθυσιαστικό τους έργο. Υπάρχουν αναρίθμητες αφηγήσεις που δείχνουν πώς οι εκκλησίες, παρά τις δικές τους υλικές ανάγκες, κάνουν στοργικές προμήθειες οι οποίες εκτιμώνται βαθιά.—Ρωμ. 12:13· Παρ. 15:17.
Συνήθως τα καταλύματα που παρέχονται στους περιοδεύοντες επισκόπους είναι στοιχειώδη, αλλά προσφέρονται πάντα με πνεύμα αγάπης. Ο Φρεντ Κασιμότο, ο οποίος υπηρέτησε ως επίσκοπος περιοχής στις αρχές της δεκαετίας του 1980, θυμάται ότι έφτασε σε κάποιο χωριό στη Βόρεια Επαρχία της Ζάμπιας τη νύχτα. Οι αδελφοί τον καλωσόρισαν θερμά. Αφού μπήκαν όλοι σε ένα μικρό σπίτι, έβαλαν τις βαλίτσες του πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι στηριγμένο σε πασσάλους ύψους περίπου ενάμισι μέτρου. Όταν πέρασε η ώρα, ο αδελφός Κασιμότο ρώτησε: «Πού θα κοιμηθώ;»
Δείχνοντας το τραπέζι, οι αδελφοί απάντησαν: «Αυτό εκεί είναι το κρεβάτι». Προφανώς λόγω του ότι υπήρχαν πολλά φίδια, οι αδελφοί είχαν κάνει διευθετήσεις για ασφαλέστερο κρεβάτι. Ο αδελφός Κασιμότο ξεκουράστηκε εκεί τη νύχτα, πάνω σε ένα αχυρόστρωμα.
Στις αγροτικές περιοχές, τα δώρα που προσφέρονται είναι συνήθως αγροτικά προϊόντα. «Σε κάποια περίπτωση», θυμάται χαμογελώντας ο Τζέφρι Γουίλερ, «οι αδελφοί μάς έδωσαν ένα κοτόπουλο. Το σούρουπο το βάλαμε να κουρνιάσει σε μια βέργα πάνω από το λάκκο που χρησιμοποιούσαμε ως τουαλέτα. Αυτό το χαζοπούλι, όμως, έπεσε από τη βέργα του μέσα στην τρύπα. Καταφέραμε να το βγάλουμε έξω ζωντανό με ένα φτυάρι. Κατόπιν η σύζυγός μου το έπλυνε με καυτό νερό και σαπούνι και με άφθονο απολυμαντικό. Το μαγειρέψαμε στο τέλος της εβδομάδας, και ήταν πεντανόστιμο!»
Το ζεύγος Τζέισον ωφελήθηκε και αυτό από τέτοιου είδους γενναιοδωρία. «Αρκετές φορές, οι αδελφοί μάς έδιναν ζωντανά κοτόπουλα», είπε ο Τζον. «Είχαμε ένα μικρό καλάθι, και παίρναμε μαζί μας μια κότα καθώς ταξιδεύαμε στην περιφέρειά μας. Κάθε πρωί η κότα γεννούσε αβγό, και έτσι δεν σκοπεύαμε να τη φάμε. Όταν μαζεύαμε τα πράγματά μας για να πάμε σε καινούριο μέρος, έδειχνε καθαρά ότι ήθελε να έρθει μαζί μας».
Κινηματογραφικές Ταινίες
Αρχής γενομένης από το 1954, η ταινία Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει μαζί με αρκετές άλλες ταινίες συνέβαλαν στην πραγματοποίηση μιας αποτελεσματικής εκπαιδευτικής εκστρατείας. «Υποκίνησε πολλούς να καταβάλλουν σθεναρές προσπάθειες τόσο στη διακονία όσο και στην εκκλησία», σχολίαζε μια έκθεση του γραφείου τμήματος εκείνη την εποχή. Μερικοί χρησιμοποιούσαν ένα σύνθημα καθώς αποσυναρμολογούσαν τις εγκαταστάσεις όπου είχε προβληθεί η ταινία: «Ας δουλέψουμε όπως “Η Κοινωνία του Νέου Κόσμου εν Δράσει”»—εννοώντας «εντατικά!» Τον πρώτο χρόνο της προβολής της, την ταινία είδαν πάνω από 42.000 άτομα, μεταξύ των οποίων κυβερνητικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες, οι οποίοι και εντυπωσιάστηκαν από αυτήν. Τελικά, ένα εκατομμύριο και πλέον άνθρωποι στη Ζάμπια έμαθαν για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και τη Χριστιανική τους οργάνωση.
Ο Γουέιν Τζόνσον θυμάται την επίδραση που άσκησε αυτή η ταινία. Όπως λέει ο ίδιος: «Οι ταινίες προσέλκυαν ανθρώπους από χιλιόμετρα μακριά και τους δίδασκαν πολλά σχετικά με την οργάνωση του Ιεχωβά. Συχνά στη διάρκεια του προγράμματος, εκείνοι ξεσπούσαν σε ενθουσιώδη και παρατεταμένα χειροκροτήματα».
Για ένα διάστημα, το απογευματινό πρόγραμμα της συνέλευσης περιοχής το Σάββατο περιλάμβανε την προβολή μιας από αυτές τις ταινίες. Στις περιοχές της σαβάνας, αυτό αποτελούσε συναρπαστική εμπειρία. Η εκστρατεία άσκησε μεγάλη επίδραση, αν και άνθρωποι που δεν γνώριζαν πώς ήταν η ζωή σε άλλα μέρη παρανοούσαν ορισμένες σκηνές. Μια ταινία έδειχνε αρκετούς ανθρώπους να βγαίνουν από την έξοδο ενός σταθμού υπόγειου σιδηρόδρομου στην Πόλη της Νέας Υόρκης. Πολλοί νόμιζαν ότι αυτό απεικόνιζε την ανάσταση! Ωστόσο, οι ταινίες βοήθησαν τους ανθρώπους να αυξήσουν την εκτίμησή τους για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά οι καιροί άλλαζαν, και η αυξανόμενη επιθυμία για εθνική ανεξαρτησία θα έστρεφε πολλούς ανθρώπους στη Ζάμπια ενάντια στους αδελφούς. Οι εκκλησίες και οι περιοδεύοντες επίσκοποι θα αντιμετώπιζαν καταστάσεις που απαιτούσαν ακόμη μεγαλύτερη υπομονή.
Πολιτική Παρέμβαση
Στις 24 Οκτωβρίου 1964, η Βόρεια Ροδεσία κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία και έγινε η Δημοκρατία της Ζάμπιας. Εκείνη την περίοδο, υπήρχε μεγάλη πολιτική ένταση. Η ουδέτερη στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά παρερμηνεύτηκε από πολλούς ως σιωπηλή υποστήριξη της συνέχισης της αποικιοκρατίας.
Ο Λαμπ Τσισένγκα θυμάται το ταξίδι που έκανε στην περιοχή της λίμνης Μπανγκουεούλου εκείνον τον καιρό. Σκόπευε να πάρει το πλοίο και να επισκεφτεί κάποιους ψαράδες Μάρτυρες που ζούσαν σε νησιωτικές περιοχές. Το αρχικό τμήμα του ταξιδιού περιλάμβανε διαδρομή με λεωφορείο ως την όχθη της λίμνης. Όταν κατέβηκε, του ζήτησαν να δείξει την κάρτα του κόμματος. Φυσικά, εκείνος δεν είχε. Οι άνθρωποι του κόμματος του πήραν το χαρτοφύλακα. Έπειτα, ένας από αυτούς είδε κάποιο κουτί με την ένδειξη «Σκοπιά». Σφύριξε δυνατά με τη σφυρίχτρα του και άρχισε να φωνάζει: «Σκοπιά! Σκοπιά!»
Φοβούμενος μήπως ξεσπάσει φασαρία, κάποιος αξιωματούχος έσπρωξε τον Λαμπ πίσω στο λεωφορείο μαζί με τις τσάντες του. Τριγύρω είχε μαζευτεί ένα μεγάλο πλήθος το οποίο άρχισε να πετάει πέτρες στο λεωφορείο, χτυπώντας την πόρτα, τα λάστιχα και τα παράθυρα. Ο οδηγός έφυγε γρήγορα, ταξιδεύοντας χωρίς διακοπή ως τη Σάμφια, περίπου 90 χιλιόμετρα μακριά. Τη νύχτα, τα πράγματα ηρέμησαν. Το επόμενο πρωί, ο Λαμπ πήρε απτόητος το πλοιάριο για να πάει να υπηρετήσει τις μικρές εκκλησίες γύρω από τη λίμνη.
“Με το να υπομένουν πολλά”, οι περιοδεύοντες επίσκοποι εξακολουθούν να συνιστούν τους εαυτούς τους ως διακόνους του Θεού. (2 Κορ. 6:4) Ο Φάνουελ Τσισένγκα, του οποίου η περιοχή κάλυπτε μια έκταση κατά μήκος του ποταμού Ζαμβέζη, παρατηρεί: «Η υπηρεσία του επισκόπου περιοχής απαιτεί ολόψυχη αφοσίωση και αυτοθυσία». Οι μετακινήσεις μεταξύ των εκκλησιών σε αυτή την περιοχή περιλάμβαναν πολύωρα ταξίδια με παλιά κανό που έμπαζαν νερά, σε ποτάμια με θυμωμένους ιπποπόταμους οι οποίοι μπορούν να αρπάξουν κάποιο κανό σαν να είναι ξερό κλαδί. Τι βοήθησε τον Φάνουελ να υπομείνει στο έργο περιοχής; Καθώς κοιτάζει χαμογελαστός μια φωτογραφία με τα μέλη κάποιας εκκλησίας που τον συνόδευσαν ως την όχθη ενός ποταμού, αναγνωρίζει μία από τις πηγές υποκίνησης—οι αδελφοί και οι αδελφές του. Με σκεπτικό ύφος, ρωτάει: «Πού αλλού μπορείς να βρεις τέτοια ευτυχισμένα πρόσωπα σε αυτόν τον οργισμένο κόσμο;»
Ουδετερότητα
«Κανένας ο οποίος υπηρετεί ως στρατιώτης δεν εμπλέκεται στις υποθέσεις του κόσμου—προκειμένου να ευχαριστήσει εκείνον που τον στρατολόγησε», έγραψε ο απόστολος Παύλος. (2 Τιμ. 2:4, Γουέιμάουθ [Weymouth]) Για να παραμένουν οι Χριστιανοί στην αποκλειστική διάθεση του Ηγέτη τους, του Ιησού Χριστού, απαιτείται να αποφεύγουν την ανάμειξη με τα πολιτικά και τα θρησκευτικά συστήματα του κόσμου. Αυτή η στάση συνεπάγεται δυσκολίες και «θλίψεις» για τους αληθινούς Χριστιανούς, οι οποίοι επιθυμούν να παραμένουν ουδέτεροι στις κοσμικές υποθέσεις.—Ιωάν. 15:19.
Στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί υπέστησαν βάναυση μεταχείριση επειδή δεν επέδειξαν «πατριωτισμό». «Είδαμε να πετούν ηλικιωμένους μέσα σε φορτηγά σαν να ήταν σακιά με καλαμπόκι επειδή αρνήθηκαν τη στρατιωτική υπηρεσία», θυμάται ο Μπένσον Τζατζ, ο οποίος αργότερα έγινε ζηλωτής περιοδεύων επίσκοπος. «Ακούσαμε αυτούς τους άντρες να λένε: “Τιντζαφέρα ζα Μουλούνγκου” (Θα πεθάνουμε για χάρη του Θεού)».
Ο Μουκοσίκου Σιναάλι, αν και δεν ήταν βαφτισμένος εκείνη την εποχή, θυμάται καλά ότι στη διάρκεια του πολέμου το ζήτημα της ουδετερότητας ερχόταν συχνά στο προσκήνιο. «Όλοι έπρεπε να σκάβουν και να μαζεύουν τις ρίζες του αναρριχητικού φυτού μαμπόνγκο, το οποίο παράγει πολύτιμο κόμμι. Ξεφλούδιζαν τις ρίζες και κατόπιν τις χτυπούσαν και έφτιαχναν δεσμίδες, οι οποίες αργότερα υφίσταντο κατεργασία και μετατρέπονταν σε ένα προϊόν που υποκαθιστούσε το λάστιχο και χρησιμοποιούνταν για να φτιάχνονται στρατιωτικές μπότες. Οι Μάρτυρες αρνούνταν να μαζέψουν τέτοιες ρίζες λόγω της σχέσης που είχε αυτή η εργασία με τον πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, οι αδελφοί αντιμετώπιζαν τιμωρία επειδή αρνούνταν να συνεργαστούν. Έγιναν “ανεπιθύμητα στοιχεία”».
Ο Τζόζεφ Μουλέμουα ήταν ένας τέτοιος «ανεπιθύμητος». Καταγόμενος από τη Νότια Ροδεσία, είχε έρθει στη Δυτική Επαρχία της Βόρειας Ροδεσίας το 1932. Μερικοί ισχυρίζονταν ότι παρακινούσε τους ανθρώπους να σταματήσουν να καλλιεργούν τα χωράφια τους επειδή “η Βασιλεία ήταν κοντά”. Κάποιος ιερέας της ιεραποστολικής εταιρίας Μαβούμπο ο οποίος απεχθανόταν τον Τζόζεφ διέδωσε αυτή την ψεύτικη κατηγορία. Ο Τζόζεφ συνελήφθη και τον έδεσαν με χειροπέδες μαζί με κάποιον άνθρωπο που έπασχε από ψυχική διαταραχή. Μερικοί έλπιζαν ότι αυτός θα επιτιθόταν στον Τζόζεφ. Εκείνος, όμως, ηρέμησε τον ταραγμένο άντρα. Όταν ο Τζόζεφ αφέθηκε ελεύθερος, συνέχισε να κηρύττει και να επισκέπτεται εκκλησίες. Πέθανε πιστός στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Ενισχύθηκαν για τις Δοκιμασίες
Το πνεύμα του εθνικισμού και η ένταση που επικρατούσε στις τοπικές κοινωνίες οδήγησαν σε πράξεις εκφοβισμού εκείνων που η συνείδησή τους δεν τους επέτρεπε να συμμετέχουν σε πολιτικές διαδικασίες. Μολονότι η ατμόσφαιρα στη χώρα ήταν τεταμένη, η πανεθνική συνέλευση του 1963 με θέμα «Θαρραλέοι Διάκονοι» στο Κίτουε πιστοποίησε την ειρήνη και την ενότητα που υπάρχει ανάμεσα στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Σχεδόν 25.000 εκπρόσωποι, μερικοί από τους οποίους ήρθαν με σκηνές και τροχόσπιτα για την πενθήμερη συνέλευση, απόλαυσαν το πρόγραμμα σε μία από τις τέσσερις γλώσσες στις οποίες παρουσιάστηκε. Σημαντική ήταν η ομιλία του Μίλτον Χένσελ η οποία περιστρεφόταν γύρω από τη σχέση του Χριστιανού με το Κράτος. Ο Φρανκ Λιούις αναπολεί: «Θυμόμαστε ότι μας είπε να βοηθήσουμε τους αδελφούς μας να καταλάβουν το ζήτημα της ουδετερότητας. Πόσο χαρήκαμε για τις επίκαιρες συμβουλές που λάβαμε εφόσον οι περισσότεροι από τους αδελφούς στη Ζάμπια αντιμετώπισαν τις σοβαρές δοκιμασίες που τους περίμεναν και παρέμειναν πιστοί στον Ιεχωβά!»
Σε όλη τη δεκαετία του 1960, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υπέστησαν εκτεταμένο, σφοδρό διωγμό καθώς και καταστροφή της περιουσίας τους. Σπίτια και Αίθουσες Βασιλείας ισοπεδώθηκαν. Προς έπαινό της, η κυβέρνηση αντέδρασε φυλακίζοντας πολλούς από αυτούς που επιδίδονταν στις πράξεις εκφοβισμού. Όταν η Βόρεια Ροδεσία έγινε η Δημοκρατία της Ζάμπιας, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για μια πρόβλεψη που υπήρχε στο νέο σύνταγμα όσον αφορά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Ωστόσο, ένα κύμα πατριωτισμού επρόκειτο σύντομα να πλήξει κάποιον ανύποπτο στόχο.
Εθνικά Σύμβολα
Στις μέρες της αποικιοκρατίας, τα παιδιά των Μαρτύρων του Ιεχωβά τιμωρούνταν όταν για θρησκευτικούς λόγους δεν απέδιδαν τιμή στη σημαία, που τότε ήταν η βρετανική. Επίσης, τιμωρούνταν επειδή αρνούνταν να ψάλουν τον εθνικό ύμνο. Έπειτα από διάβημα των αδελφών στις αρχές, το υπουργείο παιδείας μαλάκωσε τη στάση του, γράφοντας: «Οι απόψεις [της ομάδας] σας σχετικά με το χαιρετισμό της σημαίας είναι ευρέως γνωστές και σεβαστές, και κανένα παιδί δεν πρέπει να τιμωρείται με οποιονδήποτε τρόπο επειδή αρνείται το χαιρετισμό». Το νέο δημοκρατικό σύνταγμα γέννησε ελπίδες για την ενίσχυση των θεμελιωδών ελευθεριών, όπως η ελευθερία συνείδησης, σκέψης και θρησκείας. Ωστόσο, η θέσπιση νέας σημαίας και νέου εθνικού ύμνου οδήγησε σε έξαρση του πατριωτισμού. Στα σχολεία οι καθημερινές τελετές χαιρετισμού της σημαίας και απαγγελίας του εθνικού ύμνου άρχισαν ξανά, με μεγάλο ζήλο. Αν και μερικοί νεαροί Μάρτυρες απαλλάχτηκαν, πολλοί άλλοι ξυλοκοπήθηκαν, ακόμη και εκδιώχθηκαν από το σχολείο.
Ένας νέος εκπαιδευτικός νόμος, ο οποίος ψηφίστηκε το 1966, παρείχε βάση για ελπίδα. Σε αυτόν περιλαμβανόταν ένας όρος ο οποίος επέτρεπε στο γονέα ή στον κηδεμόνα να ζητήσει την απαλλαγή του παιδιού από θρησκευτικές τελετές. Ως αποτέλεσμα, πολλά παιδιά που είχαν αποβληθεί ή εκδιωχθεί από το σχολείο επέστρεψαν. Ωστόσο, λίγο αργότερα και με κάποια μυστικότητα, προστέθηκαν στο νόμο ορισμένες διατάξεις οι οποίες προσδιόριζαν τη σημαία και τον εθνικό ύμνο ως κοσμικά σύμβολα που προάγουν την εθνική συνείδηση. Παρά τις συζητήσεις που είχαν αδελφοί με κυβερνητικούς παράγοντες, ως το τέλος του 1966, πάνω από 3.000 παιδιά είχαν εκδιωχθεί από το σχολείο λόγω της ουδέτερης στάσης τους.
Κανένα Σχολείο για τη Φελίγια
Είχε φτάσει η στιγμή για να κριθεί η νομιμότητα αυτών των ενεργειών. Οι αδελφοί επέλεξαν αντιπροσωπευτικά μια από τις περιπτώσεις. Η Φελίγια Κατσάσου παρακολουθούσε τακτικά τα μαθήματα στο Σχολείο Μπουγιαντάνσι της περιοχής Κόπερμπελτ. Αν και ήταν γνωστή ως υποδειγματική μαθήτρια, είχε εκδιωχθεί. Ο Φρανκ Λιούις θυμάται πώς φέρθηκε η υπόθεση στο δικαστήριο: «Ο κ. Ρίτσμοντ Σμιθ παρουσίασε την υπόθεσή μας, η οποία δεν ήταν εύκολη εφόσον στρεφόταν κατά της κυβέρνησης. Ακούγοντας τη Φελίγια να εξηγεί για ποιο λόγο δεν χαιρετούσε τη σημαία, πείστηκε ότι έπρεπε να αναλάβει την υπόθεση».
Η Ντέιλις Μουσόντα, που τότε ήταν και η ίδια μαθήτρια σε κάποιο σχολείο στη Λουσάκα, λέει: «Όταν η υπόθεση της Φελίγια ήρθε στο δικαστήριο, είχαμε πολλές προσδοκίες για μια καλή έκβαση. Αδελφοί ταξίδεψαν από τη Μουφουλίρα για να παρακολουθήσουν τη δίκη. Προσκληθήκαμε και εγώ με την αδελφή μου. Θυμάμαι τη Φελίγια στο δικαστήριο—φορούσε λευκό καπέλο και ανοιχτόχρωμο φουστάνι. Η ακροαματική διαδικασία κράτησε τρεις μέρες. Υπήρχαν ακόμη κάποιοι ιεραπόστολοι στη χώρα. Ο αδελφός Φίλιπς και ο αδελφός Φέργκιουσον είχαν έρθει για να ακούσουν. Πιστεύαμε ότι η παρουσία τους θα βοηθούσε».
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου κατέληξε ως εξής: «Δεν υπάρχει καμία ένδειξη σε αυτή την υπόθεση ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά προτίθονταν με τις ενέργειές τους να δείξουν έλλειψη σεβασμού για τον εθνικό ύμνο ή τη σημαία του έθνους». Ωστόσο, έκρινε ότι οι τελετές ήταν κοσμικές και ότι, παρά τις ειλικρινείς πεποιθήσεις της Φελίγια, εκείνη δεν μπορούσε να ζητήσει απαλλαγή με βάση τους όρους του εκπαιδευτικού νόμου. Οι τελετές, κατά την άποψη του δικαστή, εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας. Το πώς η επιβολή μιας τέτοιας απαίτησης σε ένα ανήλικο άτομο θα εξυπηρετούσε το κοινό συμφέρον δεν καταδείχτηκε ποτέ. Κανένα σχολείο δεν θα δεχόταν τη Φελίγια ενόσω αυτή εξακολουθούσε να εμμένει στις Χριστιανικές της πεποιθήσεις!
Η Ντέιλις θυμάται: «Απογοητευτήκαμε πολύ. Ωστόσο, αφήσαμε τα πάντα στα χέρια του Ιεχωβά». Όταν οι πιέσεις εντάθηκαν, η Ντέιλις και η αδελφή της έφυγαν από το σχολείο το 1967. Στα τέλη του 1968, σχεδόν 6.000 παιδιά Μαρτύρων του Ιεχωβά είχαν εκδιωχθεί από τα σχολεία.
Απαγορεύονται οι Δημόσιες Συγκεντρώσεις
Ο Νόμος περί Δημόσιας Τάξης του 1966 απαιτούσε να αρχίζουν όλες οι δημόσιες συγκεντρώσεις με τον εθνικό ύμνο. Εξαιτίας αυτού, δεν ήταν εφικτό να διεξάγονται συνελεύσεις στις οποίες θα προσκαλούνταν το κοινό. Οι αδελφοί συμμορφώνονταν με τις απαιτήσεις της κυβέρνησης διεξάγοντας μεγαλύτερες συγκεντρώσεις σε ιδιωτικούς χώρους, συχνά γύρω από Αίθουσες Βασιλείας, περιφραγμένους με άχυρο. Πολλοί ενδιαφερόμενοι έρχονταν γεμάτοι περιέργεια να δουν τι συνέβαινε και, ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των παρευρισκομένων αυξανόταν σταθερά. Το 1967 οι παρόντες στην Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού ήταν περίπου 120.025 άτομα.
«Εκείνη την περίοδο υπήρχαν εξάρσεις βίαιης εναντίωσης», θυμάται ο Λαμπ Τσισένγκα. «Στην περιοχή Σάμφια, ένας όχλος επιτέθηκε στον αδελφό Μάμπο από την Εκκλησία Κατάνσα και τον θανάτωσαν. Οι αδελφοί μερικές φορές δέχονταν επιθέσεις στις συναθροίσεις, και πολλές Αίθουσες Βασιλείας πυρπολήθηκαν. Εντούτοις, οι αρχές εξακολούθησαν να σέβονται τους Μάρτυρες, και μερικοί ενάντιοι συνελήφθησαν και τιμωρήθηκαν».
Δική τους Αεροπορία!
Οι εναντιούμενοι συνέχισαν να εκτοξεύουν ψεύτικες κατηγορίες κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ισχυριζόμενοι ότι ήταν ασυνήθιστα πλούσιοι και ότι θα σχημάτιζαν την επόμενη κυβέρνηση. Μια μέρα ο γραμματέας του κυβερνώντος κόμματος έφτασε απρόσμενα στο γραφείο τμήματος στο Κίτουε. Το πρώτο πράγμα που γνωστοποίησε την επίσκεψή του στους αδελφούς ήταν τα πλήθη των αστυνομικών που έφτασαν στην πύλη. Στη συνάντηση που είχε με τους εκπροσώπους του γραφείου τμήματος, εξοργίστηκε. «Εμείς σας δώσαμε την άδεια να χτίσετε αυτά τα κτίρια», είπε, υψώνοντας τον τόνο της φωνής του. «Τι κάνετε με αυτά; Είναι το κυβερνητικό σας κέντρο;»
Μερικοί από τους ιθύνοντες εξακολουθούσαν να πιστεύουν σε διαστρεβλωμένες φήμες. Στη Βορειοδυτική Επαρχία της Ζάμπιας, η αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα σε μια προσπάθεια να διαλύσει κάποια συνέλευση περιφερείας. Οι αδελφοί κατάφεραν να στείλουν επείγον τηλεγράφημα στο γραφείο τμήματος. Κάποιος απόδημος αγρότης είχε ένα μικρό αεροπλάνο, και μετέφερε με αυτό επιπλέον εκπροσώπους από το γραφείο τμήματος στο Καμπόμπο για να βοηθήσουν στην εξομάλυνση της κατάστασης και στη διαλεύκανση κάθε παρεξήγησης. Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβαλε πολύ στο να διαλυθούν οι υποψίες κάποιων, οι οποίοι τώρα διέδιδαν ότι οι Μάρτυρες είχαν τη δική τους αεροπορία!
Στο χώρο της συνέλευσης, οι αδελφοί συνέλεξαν με προσοχή χρησιμοποιημένα φυσίγγια δακρυγόνων. Αργότερα, όταν εκπρόσωποι του γραφείου τμήματος επισκέφτηκαν κυβερνητικούς παράγοντες για να εκφράσουν τις ανησυχίες τους, τα παρουσίασαν ως αποδείξεις για άσκοπη χρήση βίας. Το περιστατικό έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και η ειρηνική αντίδραση των Μαρτύρων δεν πέρασε απαρατήρητη.
Εξηγούμε τη Στάση Μας
Η προσπάθεια να κηρυχτεί παράνομη η δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά συνεχίστηκε αμείωτη. Το γραφείο τμήματος ήθελε να εξηγήσει την ουδέτερη στάση μας στην κυβέρνηση. Ο Σμαρτ Φίρι και ο Τζόνας Μαντζόνι επιλέχθηκαν για να παρουσιάσουν το ζήτημα ενώπιον πολλών υπουργών της κυβέρνησης. Στη διάρκεια αυτής της παρουσίασης, κάποιος υπουργός επιτέθηκε φραστικά εναντίον των αδελφών. «Θα ήθελα πολύ να σας βγάλω έξω και να σας χτυπήσω!» είπε αυτός. «Αντιλαμβάνεστε τι έχετε κάνει; Έχετε πάρει τους καλύτερους πολίτες μας, την αφρόκρεμα, και τι μας έχετε αφήσει; Τους φονιάδες, τους μοιχούς και τους κλέφτες!»
Οι αδελφοί απάντησαν αμέσως: «Μα, τέτοιοι ήταν και μερικοί από αυτούς! Κλέφτες, μοιχοί, φονιάδες, αλλά χάρη στη δύναμη της Αγίας Γραφής, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι έκαναν αλλαγές στη ζωή τους και έγιναν οι καλύτεροι πολίτες της Ζάμπιας. Να γιατί σας ζητούμε να μας αφήσετε να κηρύττουμε ελεύθερα».—1 Κορ. 6:9-11.
Απελάσεις και Μερική Απαγόρευση
Όπως μάθαμε νωρίτερα, οι ιεραπόστολοι διατάχθηκαν να φύγουν από τη χώρα. «Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Ιανουάριο του 1968», είπε ο Φρανκ Λιούις. «Ένας αδελφός τηλεφώνησε για να μας πει ότι μόλις είχε φύγει από το σπίτι του κάποιος υπάλληλος της υπηρεσίας αλλοδαπών. Του είχε επιδώσει έγγραφα απέλασης δίνοντάς του εφτά μέρες διορία για να κλείσει την επιχείρησή του στη Ζάμπια και να φύγει. Σε λίγο τηλεφώνησε ένας άλλος και έπειτα άλλος. Τελικά, κάποιος από τους αδελφούς τηλεφώνησε για να πει ότι είχε ακούσει πως το επόμενο μέρος που θα επισκέπτονταν ήταν ένα μεγάλο συγκρότημα στο Κίτουε». Όπως φαίνεται, αυτά τα δραστικά μέτρα είχαν σκοπό να αποσταθεροποιήσουν την ενότητα των Μαρτύρων και να τους αποτρέψουν από το γεμάτο ζήλο έργο τους.
Την επόμενη χρονιά, ο πρόεδρος έθεσε σε ισχύ το Νόμο περί Προστασίας της Δημόσιας Ασφάλειας, ο οποίος καθιστούσε παράνομο το έργο κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα. Ενόψει αυτής της ουσιαστικής απαγόρευσης, οι αδελφοί έπρεπε να αναδιοργανώσουν τη διακονία, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στην ανεπίσημη μαρτυρία. Η Διακονία Μας της Βασιλείας έγινε Η Μηνιαία μας Επιστολή και το τμήμα «Παρουσίαση των Καλών Νέων» τιτλοφορούνταν στο εξής «Η Εσωτερική μας Διακονία». Αυτό μας βοήθησε να μην τραβήξουμε την προσοχή των λογοκριτών της κυβέρνησης. Τον Απρίλιο του 1971 σημειώθηκε ένας ανώτατος αριθμός σχεδόν 48.000 οικιακών Γραφικών μελετών, πράγμα που έδειχνε καθαρά ότι οι προσπάθειες για την απαγόρευση του έργου δεν αποθάρρυναν τους αδελφούς.
Ο Κλάιβ Μάουντφορντ, ο οποίος τώρα ζει στην Αγγλία, συναναστράφηκε με πολλούς ιεραποστόλους. Ο ίδιος θυμάται: «Ένας τρόπος με τον οποίο δίναμε μαρτυρία ήταν με το να μεταφέρουμε ανθρώπους με το αυτοκίνητό μας και να συζητάμε μαζί τους για την αλήθεια. Είχαμε πάντα περιοδικά στο αυτοκίνητο, έτσι ώστε να μπορούν να τα βλέπουν καθαρά αυτοί που έμπαιναν μέσα».
Οι απαγορεύσεις, αν και δεν καθιστούσαν παράνομες τις Γραφικές συζητήσεις, ωστόσο απαιτούσαν από τους αδελφούς να έχουν εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του ατόμου προτού κάνουν κάποια επίσκεψη. Μερικές φορές επρόκειτο απλώς για επισκέψεις στα σπίτια συγγενών, πρώην συμμαθητών, συναδέλφων και άλλων. Στη διάρκεια μιας κοινωνικής επίσκεψης, οι συζητήσεις μπορούσαν να στραφούν διακριτικά σε Γραφικά ζητήματα. Εφόσον οι διευρυμένες οικογένειες ήταν μεγάλες, οι αδελφοί μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με μια ολόκληρη σειρά από μη ομόπιστους συγγενείς και μέλη της τοπικής κοινωνίας.
Το 1975 το γραφείο τμήματος ανέφερε: «Αρκετές χιλιάδες ευαγγελιζόμενοι στον αγρό μας δεν έχουν συμμετάσχει ποτέ στο έργο από σπίτι σε σπίτι. Ωστόσο, υπάρχουν καινούριοι μαθητές, και έχει δοθεί τεράστια μαρτυρία». Λόγω των περιορισμών που είχαν τεθεί στο έργο από πόρτα σε πόρτα, οι αδελφοί χρησιμοποιούσαν άλλους τρόπους για να δίνουν μαρτυρία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός αδελφού που ήταν αρχειοφύλακας σε κάποιο υπουργείο. Η εργασία του περιλάμβανε την καταγραφή ονομάτων και άλλων στοιχείων που αφορούσαν το κοινό. Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για όσους είχαν Βιβλικά ονόματα και τους ρωτούσε τι γνώριζαν για το Βιβλικό πρόσωπο που είχε το όνομά τους. Αυτό του έδινε πολλές ευκαιρίες για μαρτυρία. Όταν μια μητέρα και η κόρη της ήρθαν στο τμήμα όπου εργαζόταν, ο αδελφός πρόσεξε ότι το όνομα του κοριτσιού ήταν Εδέμ. Ρώτησε τη μητέρα αν γνώριζε τι σημαίνει «Εδέμ», και εκείνη είπε πως δεν γνώριζε. Ο αδελφός τής εξήγησε σύντομα, δείχνοντας ότι στο κοντινό μέλλον η γη θα γινόταν σαν εκείνον τον αρχικό Παράδεισο στην Εδέμ. Εντυπωσιασμένη, η γυναίκα τού έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού της. Ο σύζυγός της ενδιαφέρθηκε και αυτός, η οικογένεια άρχισε να παρακολουθεί συναθροίσεις, και τελικά κάποια μέλη της βαφτίστηκαν.
Και άλλοι ευαγγελιζόμενοι επωφελούνταν από την εργασία τους για να δίνουν μαρτυρία. Ο Ρόιντ, ο οποίος εργαζόταν σε ορυχείο, χρησιμοποιούσε το μεσημεριανό του διάλειμμα για να ρωτάει συναδέλφους του την άποψή τους γύρω από διάφορα εδάφια. «Ποιος πιστεύεις ότι είναι ο “βράχος” που αναφέρεται στο εδάφιο Ματθαίος 16:18;» Ή «Ποιος είναι η “πέτρα του προσκόμματος” του εδαφίου Ρωμαίους 9:32;» Πολλές φορές, μεγάλες ομάδες μεταλλωρύχων συγκεντρώνονταν για να ακούσουν τις Γραφικές εξηγήσεις. Χάρη σε αυτές τις ανεπίσημες συζητήσεις, αρκετοί από τους συναδέλφους του Ρόιντ προόδευσαν ως το σημείο της αφιέρωσης και του βαφτίσματος.
Η αποφασιστική στάση των νεαρών μας στο σχολείο έδινε επίσης ευκαιρίες σε άλλους να ακούσουν την αλήθεια. Όταν μια ομάδα παιδιών αρνήθηκαν να πουν πατριωτικά τραγούδια, ο δάσκαλός τους θύμωσε και είπε στην τάξη να βγουν όλοι έξω. Ένα από τα παιδιά εκείνης της ομάδας θυμάται: «Ο δάσκαλος θα πρέπει να νόμιζε ότι δεν μπορούσαμε να ψάλλουμε ούτε τους δικούς μας θρησκευτικούς ύμνους. Φαίνεται ότι το θεώρησε καλή ευκαιρία για να μας γελοιοποιήσει. Είπε στους μαθητές να χωριστούν σε ομάδες ανάλογα με το θρήσκευμά τους. Σε κάθε ομάδα ανέθεσε να ψάλλει έναν ή δύο από τους εκκλησιαστικούς ύμνους της. Δύο από τις ομάδες δεν μπόρεσαν να θυμηθούν κανέναν ύμνο, και τότε ο δάσκαλος στράφηκε σε εμάς. Αρχίσαμε με τον ύμνο “Αυτή Είναι η Μέρα του Ιεχωβά!” Φαίνεται ότι τον ψάλαμε καλά—οι ντόπιοι που περνούσαν από το σχολείο κοντοστέκονταν για να ακούσουν. Κατόπιν συνεχίσαμε με τον ύμνο “Ο Ιεχωβά Βασιλεύει!” Όλοι, περιλαμβανομένου και του δασκάλου, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Επιστρέψαμε στην τάξη. Πολλοί συμμαθητές μας ρώτησαν πού μάθαμε τόσο όμορφους ύμνους, και μερικοί ήρθαν μαζί μας στις συναθροίσεις και αργότερα έγιναν και αυτοί δραστήριοι Μάρτυρες».
«Εκείνοι που Δίνουν Βιβλία»
Όλη αυτή την περίοδο οι αδελφοί αποδείχτηκαν «προσεκτικοί σαν τα φίδια και εντούτοις αθώοι σαν τα περιστέρια». (Ματθ. 10:16) Λόγω της ιδιαίτερης φύσης των εντύπων τους και του ζήλου με τον οποίο χρησιμοποιούσαν τα βοηθήματα μελέτης, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν το παρωνύμιο Αμπαπόνγια Ιφιτάμπο, που σημαίνει «Εκείνοι που Δίνουν Βιβλία». Παρά τις αποφασιστικές προσπάθειες που κατέβαλλαν οι εναντιούμενοι για να κάνουν τους αδελφούς να σιωπήσουν, το έργο κηρύγματος της Βασιλείας συνεχίστηκε αμείωτο. Μολονότι επί χρόνια υπήρχε σποραδική και βίαιη εναντίωση, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αυτή είχε κοπάσει.
Την 25ετή περίοδο μετά την εθνική ανεξαρτησία, βαφτίστηκαν σχεδόν 90.000 άτομα. Ωστόσο, ο αριθμός των ενεργών ευαγγελιζομένων αυξήθηκε μόνο κατά 42.000 περίπου. Ποιος ήταν ο λόγος; Βέβαια, μερικοί πέθαναν και κάποιοι ίσως μετακόμισαν σε άλλα μέρη. «Ωστόσο, ένας ακόμη παράγοντας ήταν ο φόβος του ανθρώπου», θυμάται ο Νέλντι, ο οποίος υπηρετούσε στο γραφείο τμήματος εκείνη την περίοδο. Πολλοί έγιναν μη τακτικοί ή αδρανείς στη διακονία. Επιπλέον, η ανεξαρτησία έφερε αλλαγές. Θέσεις ευθύνης στο διοικητικό και επιχειρηματικό κλάδο, τις οποίες παλιότερα κατείχαν μόνο αλλοδαποί που είχαν εγκατασταθεί στη χώρα, έπρεπε τώρα να καλυφτούν. Με νέες ευκαιρίες για στέγαση, εργασία και εκπαίδευση, πολλές οικογένειες άρχισαν να επικεντρώνονται σε υλικές αντί σε πνευματικές επιδιώξεις.
Ωστόσο, το έργο προόδευσε. Ο σοφός Βασιλιάς Σολομών έγραψε: «Το πρωί σπείρε το σπόρο σου και ως το βράδυ ας μην αναπαυτεί το χέρι σου· γιατί δεν ξέρεις πού θα πετύχει αυτό, εδώ ή εκεί, ή αν και τα δύο θα είναι εξίσου καλά». (Εκκλ. 11:6) Οι αδελφοί προσπαθούσαν να φυτεύουν σπόρους της αλήθειας οι οποίοι θα ευδοκιμούσαν καθώς οι συνθήκες γίνονταν πιο ευνοϊκές. Οι σταθερές αυξήσεις κατέστησαν αναγκαία την αγορά ενός καινούριου φορτηγού, το έτος 1976, για την αυξανόμενη διακίνηση των εντύπων. Το 1982 άρχισαν οι εργασίες για την οικοδόμηση νέων εκτυπωτικών εγκαταστάσεων λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Μπέθελ. Τέτοιες πρακτικές εξελίξεις έθεσαν το θεμέλιο για τη μελλοντική αύξηση.
Λίγες χώρες στην κεντρική Αφρική έχουν απολαύσει την ειρήνη και την απουσία εμφύλιων συγκρούσεων που έχει απολαύσει η Ζάμπια. Μολονότι οι περιστάσεις είναι τώρα εξαιρετικά ευνοϊκές για τη “διακήρυξη καλών νέων για καλά πράγματα”, οι αναμνήσεις των “θλίψεων” υποκινούν τους πιστούς να παραμένουν πολυάσχολοι “μαζεύοντας καρπό για αιώνια ζωή”.—Ρωμ. 10:15· 2 Κορ. 6:4· Ιωάν. 4:36.
Επέκταση του Τμήματος
Τη δεκαετία του 1930, ο Λεουέλεν Φίλιπς και οι συνεργάτες του φρόντιζαν για τους διορισμούς τους από ένα νοικιασμένο κτίριο δύο δωματίων στη Λουσάκα. Λίγοι θα μπορούσαν να φανταστούν το σημερινό συγκρότημα του Μπέθελ, έκτασης 1.100 στρεμμάτων, στο οποίο στεγάζονται πάνω από 250 εθελοντές. Αυτοί οι αδελφοί και οι αδελφές υπηρετούν τις πνευματικές ανάγκες 125.000 και πλέον ευαγγελιζομένων και σκαπανέων. Ας εξετάσουμε σύντομα πώς έλαβε χώρα αυτή η αύξηση.
Όπως μάθαμε νωρίτερα, το 1936 η στάση των αρχών είχε μαλακώσει τόσο ώστε επιτράπηκε η λειτουργία μιας αποθήκης εντύπων στη Λουσάκα. Η επέκταση κατέστησε σύντομα απαραίτητη τη μετακόμιση σε μεγαλύτερο κτίριο. Οι αδελφοί αγόρασαν κάποιο σπίτι κοντά στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό. «Είχε δύο κρεβατοκάμαρες», θυμάται ο Τζόνας Μαντζόνι. «Η τραπεζαρία χρησιμοποιούνταν ως Τμήμα Υπηρεσίας και η βεράντα ως Τμήμα Αποστολής». Το 1951 ο Τζόνας πήρε δύο εβδομάδες άδεια από την εργασία του για να υπηρετήσει στο Μπέθελ, και αργότερα ήρθε μόνιμα. «Υπήρχε καλή οργάνωση και χαρούμενο πνεύμα», λέει ο ίδιος. «Εργαζόμουν στο Τμήμα Αποστολής μαζί με τον αδελφό Φίλιπς, όπου ασχολούμουν με τις συνδρομές και έβαζα γραμματόσημα στα πακέτα των περιοδικών. Χαιρόμασταν με τη σκέψη ότι υπηρετούσαμε τους αδελφούς». Μαζί με τον Λεουέλεν Φίλιπς άρχισε αργότερα να υπηρετεί και ο Χάρι Άρνοτ, και αυτοί οι δύο συνεργάστηκαν με τοπικούς αδελφούς, όπως ο Τζομπ Σιτσέλα, ο Άντριου Τζον Μουλαμπάκα, ο Τζον Μουτάλε, ο Πότιφερ Κατσέπα και ο Μόρτον Σισούλο.
Καθώς η μεταλλοβιομηχανία ανθούσε στη Ζάμπια και η υποδομή της χώρας αναπτυσσόταν γοργά, και καθώς άνθρωποι από κάθε γωνιά της προσελκύονταν στην περιοχή των ορυχείων, η προσοχή στρεφόταν ολοένα και περισσότερο από τη Λουσάκα στο Κόπερμπελτ. Ο Ίαν Φέργκιουσον πρότεινε να αγοραστεί έκταση γης σε κάποια πόλη όπου υπήρχε ορυχείο, και το 1954 το γραφείο τμήματος μεταφέρθηκε στη Λεωφόρο Κινγκ Τζορτζ στη Λουάνσα. Ωστόσο, σύντομα αυτές οι εγκαταστάσεις αποδείχτηκαν πολύ μικρές για να καλύψουν τις ανάγκες του γοργά επεκτεινόμενου αγρού, ο οποίος περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Αφρικής. Ο Νάθαν Νορ, από τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία, στη διάρκεια της επίσκεψής του στη Συνέλευση Περιφερείας «Άγρυπνοι Διάκονοι» το 1959, είδε διάφορες πιθανές τοποθεσίες για την οικοδόμηση νέου γραφείου τμήματος και έδωσε τη συγκατάθεσή του προκειμένου να προχωρήσει η οικοδόμηση. Ο Τζέφρι Γουίλερ θυμάται: «Ο Φρανκ Λιούις, ο Γιουτζίν Κινάστσουκ και εγώ πήγαμε μαζί με κάποιον αρχιτέκτονα στη νέα τοποθεσία στο Κίτουε για να βάλουμε πασσάλους γύρω από τα όρια του νέου Μπέθελ». Στις 3 Φεβρουαρίου 1962, έγινε η αφιέρωση στον Ιεχωβά ενός νέου γραφείου τμήματος το οποίο διέθετε οίκο Μπέθελ, τυπογραφείο και Αίθουσα Βασιλείας. Ολοκληρώνοντας το πρόγραμμα αφιέρωσης για τις εγκαταστάσεις, ο Χάρι Άρνοτ, ο οποίος ήταν τότε ο υπηρέτης τμήματος, έστρεψε την προσοχή στο πιο σημαντικό πνευματικό οικοδόμημα για το οποίο ο καθένας πρέπει να κοπιάσει σκληρά χρησιμοποιώντας τα δομικά υλικά της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης.
Σύντομα, αυτές οι εγκαταστάσεις ήταν πλέον ανεπαρκείς λόγω της αύξησης του αριθμού των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας από 30.129 σε σχεδόν 57.000 μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. «Ο αδελφός Νορ μάς πρότρεψε να επεκτείνουμε τις τυπογραφικές μας εργασίες», θυμήθηκε ο Ίαν Φέργκιουσον. «Επισκέφτηκα το γραφείο τμήματος στο Ιλαντσφοντέιν της Νότιας Αφρικής για να συζητήσω με τους αδελφούς. Σύντομα ένα πιεστήριο στάλθηκε αεροπορικώς από εκεί στο Κίτουε».
Εκτός από τα έντυπα και τα περιοδικά, το Κίτουε παρήγε τη μηνιαία Διακονία Μας της Βασιλείας για διανομή στην Κένυα και σε άλλες περιοχές της Ανατολικής Αφρικής. Πολύ γρήγορα, στο μικρό τυπογραφείο επικρατούσε συνωστισμός, και το πιεστήριο έπρεπε να μεταφερθεί αλλού. Όταν το δημοτικό συμβούλιο πρόβαλε αντιρρήσεις για τη χρήση μιας διαθέσιμης τοποθεσίας, παρουσιάστηκε ένας αδελφός και πρόσφερε κάποια έκταση γης. Το κτίριο ολοκληρώθηκε το 1984. Επί τρεις δεκαετίες το Κίτουε αποτελούσε το πνευματικό κέντρο του έργου κηρύγματος στη Ζάμπια.
Τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν μετά την απέλαση των ιεραποστόλων, ο αριθμός των εθελοντών στο γραφείο τμήματος αυξήθηκε τόσο πολύ ώστε 14 από τα μέλη της οικογένειας Μπέθελ ζούσαν εκτός του Μπέθελ μαζί με τις οικογένειές τους. Χρειαζόταν να γίνουν προσαρμογές προκειμένου να ληφθεί κατάλληλη μέριμνα για το έργο που βρισκόταν μπροστά. Αργότερα, όταν οι αδελφοί αγόρασαν δύο σπίτια και νοίκιασαν ένα άλλο, το μέγεθος της οικογένειας μπόρεσε να αυξηθεί. Ήταν, όμως, προφανές ότι χρειάζονταν νέες εγκαταστάσεις. Ευτυχώς, οι περιστάσεις επρόκειτο σύντομα να βελτιωθούν ριζικά. Το 1986 ανατέθηκε σε αδελφούς που βρίσκονταν σε κατάλληλες τοποθεσίες να ψάξουν για οικόπεδο προκειμένου να οικοδομηθεί νέο γραφείο τμήματος. Βρέθηκε ένα αγρόκτημα 1.100 στρεμμάτων περίπου 15 χιλιόμετρα δυτικά της πρωτεύουσας. Η επιλογή αυτή αποδείχτηκε πολύ σοφή εφόσον στην περιοχή υπάρχουν μεγάλα αποθέματα υπόγειου νερού. Ο Ντέιρελ Σαρπ σχολίασε: «Πιστεύω ότι ο Ιεχωβά μάς οδήγησε σε αυτόν τον όμορφο τόπο».
Αφιέρωση και Αύξηση
Το Σάββατο 24 Απριλίου 1993, εκατοντάδες παλαίμαχοι υπηρέτες του Ιεχωβά συγκεντρώθηκαν για την αφιέρωση των νέων εγκαταστάσεων. Ανάμεσα στους 4.000 τοπικούς αδελφούς και αδελφές υπήρχαν πάνω από 160 διεθνείς επισκέπτες, περιλαμβανομένων και ιεραποστόλων που είχαν αναγκαστεί να φύγουν πριν από 20 περίπου χρόνια. Ο Θεοντόρ Τζάρας, ο ένας από τα δύο μέλη του Κυβερνώντος Σώματος που παρευρέθηκαν, μίλησε γύρω από το θέμα «Συνιστούμε τους Εαυτούς μας ως Διακόνους του Θεού». Υπενθύμισε σε όσους είχαν υπηρετήσει πιστά επί πολλά χρόνια ότι, αν δεν είχαν υπομείνει, δεν θα είχε δημιουργηθεί η ανάγκη για οικοδόμηση. Αναφερόμενος στα λόγια του Παύλου προς τους Κορινθίους, τόνισε ότι ο αληθινός διάκονος καλλιεργεί τους καρπούς του πνεύματος, οι οποίοι τον καθιστούν ικανό να υπομένει δυσκολίες, δοκιμασίες και θλίψεις. «Εσείς έχετε συστήσει τους εαυτούς σας ως διακόνους του Θεού», ανέφερε. «Έπρεπε να οικοδομήσουμε αυτό το νέο γραφείο τμήματος λόγω της επέκτασης του έργου».
Το 2004 ολοκληρώθηκε ένα τετραώροφο νέο κτίριο κατοικιών με 32 δωμάτια. Μια έκταση σχεδόν 1.000 τετραγωνικών μέτρων στο τυπογραφείο αναδιαρθρώθηκε έτσι ώστε να στεγάσει 47 μεταφραστικά γραφεία με επιπρόσθετους χώρους για αρχειοθέτηση, αίθουσες συναντήσεων και βιβλιοθήκη.
Παρά τις οικονομικές αντιξοότητες και άλλες δυσκολίες, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Ζάμπια έχουν πλουτίσει όσον αφορά την υπηρεσία τους στον Θεό, και το θεωρούν προνόμιο να μοιράζονται τα πνευματικά τους πλούτη με άλλους.—2 Κορ. 6:10.
Συνιστούμε την Αλήθεια σε Όλους
Η κοινωνία της Ζάμπιας, που έχει ως κέντρο της την οικογένεια, έχει προσφέρει σε πολλούς στο πέρασμα των ετών την ευκαιρία να ανατραφούν στην οδό της αλήθειας. Ένα παραδοσιακό ρητό στη Δυτική Επαρχία της Ζάμπιας λέει: Την αγελάδα δεν τη βαραίνουν τα κέρατα. Με άλλα λόγια, το καθήκον της φροντίδας για την οικογένεια δεν πρέπει να θεωρείται βάρος. Οι Χριστιανοί γονείς αναγνωρίζουν το γεγονός ότι είναι υπόλογοι ενώπιον του Θεού και αποδεικνύονται θετική επιρροή για τα παιδιά τους, συνιστώντας τη Χριστιανική διακονία με λόγια και με έργα. Σήμερα, πολλοί ζηλωτές Μάρτυρες είναι απόγονοι τέτοιων όσιων ατόμων.—Ψαλμ. 128:1-4.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Ζάμπια χαίρονται για όσα έχουν επιτελεστεί με την υπομονή και την υποστήριξη του Ιεχωβά. (2 Πέτρ. 3:14, 15) Τα παλιά χρόνια, οι “αληθινές” Βιβλικές πεποιθήσεις τους τούς βοήθησαν να υπομείνουν στη διάρκεια μιας περιόδου αβεβαιότητας. Η έμπρακτη “ανυπόκριτη αγάπη” εξακολουθεί να είναι ο δεσμός που συνδέει ανθρώπους από ποικίλες φυλές και φέρνει σταθερά πνευματική αύξηση χωρίς περιττό πόνο. Χρησιμοποιώντας τα “όπλα της δικαιοσύνης” για να αμυνθούν και να πληροφορήσουν άλλους με «καλοσύνη», έχουν ανοίξει τη διάνοια πολλών, περιλαμβανομένων και ανθρώπων που κατέχουν θέσεις εξουσίας, με αποτέλεσμα να λάβουν πολλές φορές “επαίνους”. Τώρα, πάνω από 2.100 εκκλησίες εδραιώνονται σταθερά «με γνώση», καθώς ικανοί απόφοιτοι της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης παρέχουν την αναγκαία επίβλεψη. Μολονότι ίσως να επίκεινται μεγαλύτερες «θλίψεις», οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μπορούν να είναι βέβαιοι ότι “πάντοτε θα χαίρονται” καθώς συγκεντρώνονται μαζί.—2 Κορ. 6:4-10.
Στη διάρκεια του υπηρεσιακού έτους 1940, περίπου 5.000 άτομα υπάκουσαν στην εντολή του Ιησού να τηρήσουν την ανάμνηση του θανάτου του. Αυτό σημαίνει 1 στους 200 περίπου κατοίκους. Τα πρόσφατα χρόνια, πάνω από μισό εκατομμύριο—569.891 άτομα το 2005—δηλαδή κατά μέσο όρο 1 στους 20 κατοίκους, τίμησαν τον Ιεχωβά εκείνο το ξεχωριστό βράδυ. (Λουκ. 22:19) Γιατί έχουν σημειώσει τόση επιτυχία αυτές οι συναθροίσεις του λαού του Ιεχωβά; Η τιμή ανήκει στον Ιεχωβά Θεό, εκείνον στον οποίο οφείλεται αυτή η πνευματική αύξηση.—1 Κορ. 3:7.
Εντούτοις, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Ζάμπια έχουν κάνει το μέρος τους. «Δεν ντρεπόμαστε να μιλάμε για τα καλά νέα. Για εμάς είναι προνόμιο», σχολιάζει ένα μέλος της Επιτροπής του Τμήματος. Οι παρατηρητές μπορούν να διακρίνουν ολοκάθαρα ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά επιτελούν τη διακονία τους με σεβασμό και αποφασιστικότητα. Γι’ αυτό και η αναλογία των ευαγγελιζομένων σε σχέση με τον πληθυσμό είναι περίπου 1 στους 90! Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα που πρέπει να γίνουν.
«Το όνομα του Ιεχωβά είναι ισχυρός πύργος. Μέσα σε αυτόν σπεύδει ο δίκαιος και λαβαίνει προστασία». (Παρ. 18:10) Για όσους έχουν τη σωστή διάθεση, η ανάγκη να σπεύσουν να ταχθούν με το μέρος του Ιεχωβά τώρα εξακολουθεί να είναι επιτακτική. Οι περίπου 200.000 Γραφικές μελέτες που διεξάγονται επί του παρόντος στη Ζάμπια κάθε μήνα θα βοηθήσουν πολύ περισσότερα άτομα να αφιερωθούν στον Ιεχωβά και να γίνουν ζηλωτές διάκονοί του. Πάνω από 125.000 ενεργοί Μάρτυρες στη Ζάμπια έχουν κάθε λόγο να συνιστούν αυτή την πορεία.
[Πλαίσιο στη σελίδα 168]
Συνοπτική Εικόνα της Ζάμπιας
Η χώρα: Η Ζάμπια, μια επίπεδη, ηπειρωτική χώρα με άφθονα δέντρα, βρίσκεται σε ένα οροπέδιο περίπου 1.200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ο ποταμός Ζαμβέζης οριοθετεί σε μεγάλη έκταση το νότιο σύνορό της.
Οι κάτοικοι: Οι περισσότεροι κάτοικοι της Ζάμπιας είναι εγγράμματοι και δηλώνουν Χριστιανοί. Στις αγροτικές περιοχές, οι άνθρωποι ζουν σε σπίτια με αχυροσκεπές και καλλιεργούν εδώδιμα προϊόντα στη γύρω περιοχή.
Η γλώσσα: Επίσημη γλώσσα είναι η αγγλική, αλλά μιλιούνται επίσης πάνω από 70 τοπικές γλώσσες.
Οι πόροι διαβίωσης: Οι μεγάλες βιομηχανίες ασχολούνται με την εξόρυξη και την κατεργασία χαλκού. Στα αγροτικά προϊόντα περιλαμβάνονται το καλαμπόκι, το σόργο, το ρύζι και τα φιστίκια.
Η τροφή: Το καλαμπόκι είναι δημοφιλές. Ανάμεσα στα αγαπημένα φαγητά είναι το ενσίμα, ένας παχύρρευστος χυλός από καλαμπόκι.
Το κλίμα: Λόγω του υψόμετρου της χώρας, το κλίμα είναι ηπιότερο από ό,τι θα περίμενε κάποιος για χώρα της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Κατά περιόδους, υπάρχει ξηρασία.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 173-175]
17 Μήνες Φυλάκιση και 24 Μαστιγώματα
Κοσάμου Μουάνζα
Έτος γέννησης: 1886
Έτος βαφτίσματος: 1918
Ιστορικό: Υπέμεινε διωγμό και ψευδαδέλφους. Υπηρέτησε πιστά ως σκαπανέας και πρεσβύτερος μέχρις ότου τελείωσε την επίγεια πορεία του το 1989.
Κατατάχθηκα στο στρατό και υπηρέτησα ως νοσοκόμος στο Σύνταγμα Βόρειας Ροδεσίας στο αρχικό μέρος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Το Δεκέμβριο του 1917, ενώ βρισκόμουν σε άδεια, συνάντησα δύο άντρες από τη Νότια Ροδεσία οι οποίοι ήταν συνταυτισμένοι με τους Σπουδαστές της Γραφής. Μου έδωσαν έξι τόμους των Γραφικών Μελετών. Επί τρεις μέρες, διάβαζα αχόρταγα το περιεχόμενο αυτών των βιβλίων. Δεν επέστρεψα στον πόλεμο.
Η αλληλογραφία με το γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν δύσκολη, και τόσο εγώ όσο και οι αδελφοί που ήταν μαζί μου ενεργούσαμε χωρίς κατεύθυνση. Πηγαίναμε από χωριό σε χωριό, συγκεντρώναμε ανθρώπους γύρω μας, εκφωνούσαμε μια ομιλία και ακούγαμε τις ερωτήσεις των ακροατών. Αργότερα, διαλέξαμε ένα κεντρικό σημείο για συναθροίσεις το οποίο ονομάσαμε Γαλιλαία, στα βόρεια της χώρας. Από εκεί προσκαλούσαμε ενδιαφερόμενα άτομα να έρθουν και να ακούσουν τις εξηγήσεις που δίνονταν γύρω από την Αγία Γραφή. Διορίστηκα να επιβλέπω αυτό το έργο. Δυστυχώς, εμφανίστηκαν πολλοί ψευδάδελφοι οι οποίοι προκάλεσαν σύγχυση.
Θέλαμε πολύ να κηρύττουμε, αλλά οι προσπάθειές μας διατάραξαν τα «βοσκοτόπια» των Καθολικών και Προτεσταντών ιεραποστόλων της περιοχής. Συνεχίσαμε να διεξάγουμε μεγάλες συναθροίσεις και θυμάμαι ότι, τον Ιανουάριο του 1919, συγκεντρωθήκαμε περίπου 600 άτομα στους λόφους κοντά στην Ισόκα. Μη γνωρίζοντας τις προθέσεις μας, κατέφθασαν εκεί αστυνομικοί και στρατιώτες, οι οποίοι κατέστρεψαν τις Γραφές και τα βιβλία μας και συνέλαβαν πολλούς από εμάς. Μερικοί φυλακίστηκαν κοντά στην Κασάμα, άλλοι στην Εμπάλα και άλλοι στο μακρινό νότο, στο Λίβινγκστον. Μερικοί καταδικάστηκαν σε τρία χρόνια φυλάκιση. Εγώ καταδικάστηκα σε 17 μήνες φυλάκιση και 24 μαστιγώματα στους γλουτούς.
Όταν αποφυλακίστηκα, γύρισα στο χωριό μου και συνέχισα να κηρύττω. Αργότερα με συνέλαβαν ξανά και, αφού με μαστίγωσαν πάλι, με φυλάκισαν. Η εναντίωση συνεχίστηκε. Ο τοπικός αρχηγός αποφάσισε να διώξει τους αδελφούς από το χωριό. Μετακομίσαμε όλοι μας σε ένα άλλο χωριό, όπου ο αρχηγός μάς καλοδέχτηκε. Εγκατασταθήκαμε εκεί και με την άδειά του φτιάξαμε το δικό μας χωριό, που το ονομάσαμε Ναζαρέτ. Μας επιτράπηκε να μείνουμε υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητές μας δεν θα διατάρασσαν την ειρήνη. Ο αρχηγός ήταν ευχαριστημένος με τη διαγωγή μας.
Προς το τέλος του 1924, επέστρεψα βόρεια στην Ισόκα, όπου ένας φιλικός περιφερειάρχης με βοήθησε να βελτιώσω τις γνώσεις μου στην αγγλική. Εκείνο το διάστημα εμφανίστηκαν κάποιοι που είχαν αυτοδιοριστεί σε ηγετικές θέσεις και οι οποίοι δίδασκαν διεστραμμένα πράγματα και παροδήγησαν πολλούς. Ωστόσο, συνεχίσαμε να συναθροιζόμαστε διακριτικά σε ιδιωτικά σπίτια. Αρκετά χρόνια αργότερα, μου ζητήθηκε να συναντηθώ στη Λουσάκα με τον Λεουέλεν Φίλιπς, ο οποίος μου ανέθεσε να επισκέπτομαι εκκλησίες στην περιοχή των συνόρων της Ζάμπιας με την Τανζανία. Έφτασα μέχρι την Μπέια, στην Τανζανία, ενισχύοντας τους αδελφούς. Έπειτα από κάθε κύκλο επισκέψεων, επέστρεφα στην τοπική μου εκκλησία. Το έκανα αυτό μέχρι τη δεκαετία του 1940, οπότε διορίστηκαν επίσκοποι περιοχής.
[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 184-186]
Βοήθεια στους Βόρειους Γείτονες
Το 1948 το νεοσύστατο γραφείο τμήματος της Βόρειας Ροδεσίας ανέλαβε την επίβλεψη του έργου κηρύγματος της Βασιλείας στο μεγαλύτερο μέρος της Βρετανικής Ανατολικής Αφρικής, όπως αποκαλούνταν. Εκείνον τον καιρό, οι ευαγγελιζόμενοι στα υψίπεδα των βόρειων γειτόνων της Ζάμπιας ήταν λιγοστοί. Εφόσον οι τότε αρχές εναντιώνονταν έντονα στην είσοδο ξένων ιεραποστόλων, ποιος θα βοηθούσε τους ταπεινούς ανθρώπους να μάθουν την αλήθεια;
Όταν ο Χέπι Τσισένγκα προσφέρθηκε να υπηρετήσει ως τακτικός σκαπανέας στην Κεντρική Επαρχία της Ζάμπιας, έλαβε έκπληκτος την πρόσκληση να υπηρετήσει σε απομονωμένο τομέα κοντά στην πόλη Εντζόμπε της Τανζανίας. «Όταν η σύζυγός μου και εγώ είδαμε τη λέξη “απομονωμένος”, σκεφτήκαμε ότι θα συνεργαζόμασταν με ευαγγελιζομένους σε κάποια απομακρυσμένη περιοχή. Σύντομα μάθαμε ότι ήμασταν οι πρώτοι που κηρύτταμε σε εκείνο το μέρος. Καθώς στρέφαμε την προσοχή των ανθρώπων στο όνομα Ιεχωβά και σε εκφράσεις όπως Αρμαγεδδών που υπήρχαν στη Γραφή τους, εκείνοι άρχισαν να δίνουν προσοχή. Σύντομα φώναζαν τη σύζυγό μου Αρμαγεδδώνα και εμένα Ιεχωβά. Όταν τελικά μεταφερθήκαμε στην Αρούσα, αφήσαμε εκεί έναν όμιλο σταθερών ευαγγελιζομένων».
Το 1957, ο Γουίλιαμ Λαμπ Τσισένγκα έλαβε το διορισμό να υπηρετήσει ως ειδικός σκαπανέας στα βουνά γύρω από την Μπέια της Τανζανίας. «Φτάσαμε με τη σύζυγό μου, τη Μαίρη, και τα δυο μας παιδιά το Νοέμβριο και περάσαμε όλη τη νύχτα στο σταθμό των λεωφορείων εφόσον τα ξενοδοχεία της περιοχής ήταν γεμάτα. Αν και τη νύχτα εκείνη έκανε κρύο και έβρεχε, περιμέναμε να δούμε πώς θα κατηύθυνε ο Ιεχωβά τα ζητήματα. Το επόμενο πρωί, άφησα την οικογένειά μου στο σταθμό για να βρω μέρος να μείνουμε. Δεν ήξερα πού να πάω, αλλά πήρα μαζί μου αντίτυπα της Σκοπιάς. Έδωσα αρκετά περιοδικά, και καθώς έφτανα στο ταχυδρομείο συνάντησα κάποιον άντρα ονόματι Τζόνσον. “Από πού έρχεσαι, και πού πηγαίνεις;” με ρώτησε εκείνος. Του είπα ότι είχα έρθει για να κηρύξω τα καλά νέα. Αφού άκουσε ότι ήμουν Μάρτυρας του Ιεχωβά, είπε ότι καταγόταν από το Λουντάζι, στην Ανατολική Επαρχία της Ζάμπιας, και ότι ήταν βαφτισμένος Μάρτυρας αλλά είχε γίνει αδρανής. Συμφωνήσαμε να μεταφέρουμε την οικογένειά μου και τα πράγματά μας στο σπίτι του. Με τον καιρό, ο Τζόνσον και η σύζυγός του ανέκτησαν την πνευματική τους δύναμη και μας βοήθησαν να μάθουμε σουαχίλι. Τελικά επέστρεψε στη Ζάμπια και έγινε δραστήριος κήρυκας των καλών νέων. Αυτή η εμπειρία με δίδαξε να μην παραβλέπω ποτέ την ικανότητα που έχει ο Ιεχωβά να μας βοηθάει και να μην υποτιμώ ποτέ τις ευκαιρίες που μου δίνονται για να βοηθάω άλλους».
Ο Μπέρναρντ Μουσίνγκα ήταν ένας άλλος ολοχρόνιος υπηρέτης ο οποίος, μαζί με τη σύζυγό του Πολίν και τα μικρά τους παιδιά, υπηρέτησε σε διάφορα μέρη, όπως στην Ουγκάντα, στην Κένυα και στην Αιθιοπία. Σχετικά με μια επίσκεψη που έκανε στις Σεϋχέλλες, ο Μπέρναρντ αφηγείται: «Το 1976, διορίστηκα να επισκεφτώ έναν όμιλο στο όμορφο νησί Πρασλίν. Οι άνθρωποι ήταν αφοσιωμένοι Καθολικοί και είχαν δημιουργηθεί κάποιες παρανοήσεις. Λόγου χάρη, ο μικρός γιος ενός καινούριου ευαγγελιζομένου είχε αρνηθεί να χρησιμοποιήσει το σημείο της πρόσθεσης στα μαθηματικά, λέγοντας: “Είναι σταυρός, και εγώ δεν πιστεύω στο σταυρό”. Τότε, οι θρησκευτικοί ηγέτες εξαπέλυσαν εναντίον μας την αβάσιμη κατηγορία ότι “οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν αφήνουν τα παιδιά τους να μάθουν μαθηματικά”. Σε μια συνάντηση που είχαμε με τον υπουργό παιδείας, του εξηγήσαμε με σεβασμό τις πεποιθήσεις μας και λύσαμε την παρεξήγηση. Η καλή σχέση που αναπτύξαμε με τον υπουργό άνοιξε το δρόμο για να έρθουν ιεραπόστολοι».
[Εικόνα]
Χέπι Μουάμπα Τσισένγκα
[Εικόνα]
Γουίλιαμ Λαμπ Τσισένγκα
[Εικόνα]
Μπέρναρντ και Πολίν Μουσίνγκα
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 191, 192]
«Χάνεις το Μέλλον Σου!»
Μουκοσίκου Σιναάλι
Έτος γέννησης: 1928
Έτος βαφτίσματος: 1951
Ιστορικό: Απόφοιτος της Γαλαάδ και πρώην μεταφραστής, τώρα υπηρετεί ως πρεσβύτερος.
Την ημέρα που βαφτίστηκα, μου μίλησε ο ιεραπόστολος Χάρι Άρνοτ. Υπήρχε ανάγκη για μεταφραστές στη γλώσσα σιλόζι. «Μπορείς να βοηθήσεις;» ρώτησε. Σύντομα έλαβα μια επιστολή διορισμού και ένα αντίτυπο του περιοδικού Σκοπιά. Άρχισα γεμάτος ζήλο την εργασία το ίδιο απόγευμα. Το μεταφραστικό έργο ήταν δύσκολο, καθώς έπρεπε να γράφω ώρες ολόκληρες με μια παλιά πένα. Δεν υπήρχε διαθέσιμο λεξικό στη γλώσσα σιλόζι. Εργαζόμουν την ημέρα στο ταχυδρομείο και το βράδυ ως μεταφραστής. Μερικές φορές το γραφείο τμήματος μου υπενθύμιζε: «Στείλε αμέσως σε παρακαλούμε τη μετάφραση». Συχνά σκεφτόμουν: “Γιατί δεν αρχίζω την ολοχρόνια υπηρεσία;” Τελικά, παραιτήθηκα από το ταχυδρομείο. Αν και οι αρχές με εμπιστεύονταν, η παραίτησή μου ήγειρε υποψίες. Μήπως είχα καταχραστεί χρήματα; Το ταχυδρομείο έστειλε δύο Ευρωπαίους επιθεωρητές για να το διαπιστώσουν. Η εξονυχιστική τους έρευνα έδειξε ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί παραιτήθηκα. Οι εργοδότες μου μού πρόσφεραν προαγωγή για να μείνω και, όταν αρνήθηκα, προειδοποίησαν: «Χάνεις το μέλλον σου!»
Δεν ήταν, όμως, έτσι τα πράγματα. Το 1960, με κάλεσαν στο Μπέθελ. Λίγο αργότερα έλαβα πρόσκληση για τη Σχολή Γαλαάδ. Ήμουν γεμάτος ανησυχία. Καθώς πετούσα για πρώτη φορά—για το Παρίσι, έπειτα για το Άμστερνταμ και κατόπιν για τη Νέα Υόρκη—θυμάμαι ότι σκεφτόμουν: “Άραγε έτσι νιώθουν οι χρισμένοι όταν πηγαίνουν στον ουρανό;” Η γεμάτη αγάπη υποδοχή που μου επιφυλάχθηκε στα παγκόσμια κεντρικά γραφεία με άγγιξε βαθιά—οι αδελφοί έδειξαν μεγάλη ταπεινοφροσύνη και κανένα ίχνος προκατάληψης. Διορίστηκα να επιστρέψω στη Ζάμπια, όπου και συνέχισα να βοηθάω στη μετάφραση.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 194]
Γρηγορότερος από τους Αετούς
Ο Κατούκου Νκομπόνγκο είναι ανάπηρος. Δεν μπορεί να περπατήσει. Μια Κυριακή στη διάρκεια της επίσκεψης του επισκόπου περιοχής, μαθεύτηκε ότι δυνάμεις ανταρτών κατευθύνονταν στο χωριό όπου ζούσε. Όλοι τράπηκαν σε φυγή. Από τους τελευταίους που έφυγαν ήταν ο επίσκοπος περιοχής, ο Μιάνγκα Μαμπόσο. Ενώ ανέβαινε στο ποδήλατό του για να πάει σε ασφαλές μέρος, άκουσε μια φωνή από κάποια κοντινή καλύβα: «Αδελφέ μου, εδώ θα με αφήσεις;» Ήταν ο Κατούκου. Ο επίσκοπος περιοχής τον βοήθησε γρήγορα να ανεβεί στο ποδήλατό του και έφυγαν από το χωριό.
Η διαδρομή που ακολούθησαν προς τα νότια, στη Ζάμπια, ήταν μέσα από δύσβατο έδαφος. Ο αδελφός Νκομπόνγκο έπρεπε να συρθεί καθώς ανέβαιναν σε απότομους λόφους. Ο επίσκοπος περιοχής θυμάται: «Αν και σκαρφάλωνα και με τα δυο μου πόδια, εκείνος έφτανε στην κορυφή των λόφων πριν από εμένα! Είπα: “Αυτός ο άνθρωπος είναι κουτσός, αλλά νομίζεις πως έχει φτερά!” Όταν τελικά φτάσαμε σε ασφαλέστερο μέρος και ετοιμαζόμασταν να φάμε, ζήτησα από τον αδελφό να κάνει προσευχή. Τα εγκάρδια λόγια του μου έφεραν δάκρυα στα μάτια. Αναφερόμενος στο 40ό κεφάλαιο του Ησαΐα, προσευχήθηκε: “Τα λόγια σου είναι αληθινά, Ιεχωβά. Τα αγόρια και θα εξαντληθούν και θα αποκάμουν, και οι νεαροί εξάπαντος θα σκοντάψουν, αλλά όσοι ελπίζουν σε εσένα θα ανακτήσουν τη δύναμή τους. Θα ανεβούν με φτερούγες σαν αετοί. Θα τρέξουν και δεν θα αποκάμουν· θα περπατήσουν και δεν θα εξαντληθούν”. Και πρόσθεσε: “Σε ευχαριστώ, Ιεχωβά, που με έκανες να κινηθώ γρηγορότερα από τους αετούς των ουρανών”».
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 204, 205]
Χακί Σορτς και Καφέ Παπούτσια του Τένις
Φιλήμων Κασίπο
Έτος γέννησης: 1948
Έτος βαφτίσματος: 1966
Ιστορικό: Υπηρετεί ως περιοδεύων επίσκοπος καθώς και εκπαιδευτής και συντονιστής της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης στη Ζάμπια.
Ο παππούς μου με εκπαίδευσε στη διακονία. Πολλές φορές με πήγαινε στους συμμαθητές μου και μου ζητούσε να τους δώσω μαρτυρία. Ο παππούς διεξήγε την τακτική οικογενειακή μελέτη, και κανένας δεν επιτρεπόταν να αποκοιμηθεί! Πάντοτε περίμενα με λαχτάρα την οικογενειακή μελέτη.
Βαφτίστηκα σε ένα ποτάμι κοντά στο σπίτι μας. Έναν μήνα αργότερα, έκανα την πρώτη μου ομιλία στην εκκλησία. Θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα φορούσα καινούριο χακί σορτς και καφέ παπούτσια του τένις. Δυστυχώς, είχα δέσει τα κορδόνια στα παπούτσια μου πολύ σφιχτά και ένιωθα δυσφορία. Ο υπηρέτης εκκλησίας το παρατήρησε αυτό. Ήρθε ευγενικά στην εξέδρα και τα χαλάρωσε, ενώ εγώ έμεινα σιωπηλός. Η ομιλία πήγε καλά, και εγώ έμαθα πολλά από εκείνη την πράξη καλοσύνης. Διακρίνω ότι ο Ιεχωβά μού έχει δώσει πολλή εκπαίδευση.
Έχω δει την εκπλήρωση του εδαφίου Ησαΐας 60:22 με τα ίδια μου τα μάτια. Η αύξηση του αριθμού των εκκλησιών απαιτεί περισσότερους πρεσβυτέρους και διακονικούς υπηρέτες κατάλληλα εκπαιδευμένους να αναλαμβάνουν ευθύνες. Η Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης καλύπτει αυτή την ανάγκη. Πράγματι, είναι πηγή χαράς το να διδάσκει κανείς αυτούς τους νέους. Έχω μάθει πως όταν ο Ιεχωβά σού αναθέτει μια εργασία, είναι βέβαιο ότι θα σου δώσει το άγιο πνεύμα του.
[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 207-209]
«Αυτό Δεν Είναι Τίποτα»
Έντουαρντ και Λίντα Φιντς
Έτος γέννησης: 1951
Έτος βαφτίσματος: 1969 και 1966 αντίστοιχα
Ιστορικό: Απόφοιτοι της 69ης τάξης της Γαλαάδ. Ο Έντουαρντ υπηρετεί ως συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος της Ζάμπιας.
Στη διάρκεια ενός κύκλου συνελεύσεων, διασχίσαμε οδικώς το βόρειο τμήμα της χώρας. Οι δρόμοι είναι λίγοι, υπάρχουν κυρίως μονοπάτια. Μερικά χιλιόμετρα έξω από ένα χωριό, είδαμε ανθρώπους να περπατούν προς το μέρος μας. Ανάμεσά τους υπήρχε ένας ηλικιωμένος, κυρτωμένος στα δύο, που περπατούσε με μπαστούνι. Στην πλάτη του κουβαλούσε τις μπότες του, που ήταν δεμένες μεταξύ τους, καθώς και ένα μικρό σακίδιο που περιείχε τα πράγματά του. Καθώς πλησιάσαμε, είδαμε ότι τόσο αυτός όσο και οι υπόλοιποι φορούσαν κονκάρδες συνέλευσης. Σταματήσαμε να τους ρωτήσουμε από πού ήταν. Ο ηλικιωμένος αδελφός ίσιωσε λίγο το σώμα του και είπε: «Ξεχάσατε κιόλας. Ήμασταν μαζί στην Τσάνσα για τη συνέλευση. Κοντεύουμε να φτάσουμε στο σπίτι μας τώρα».
«Δηλαδή πότε φύγατε από τη συνέλευση;» ρωτήσαμε.
«Όταν τελείωσε το πρόγραμμα την Κυριακή».
«Μα τώρα είναι Τετάρτη απόγευμα. Περπατάτε τρεις μέρες;»
«Ναι, και χθες το βράδυ ακούσαμε λιοντάρια».
«Είστε όλοι αξιέπαινοι για το θαυμάσιο πνεύμα που δείχνετε και για τη θυσία που κάνετε ώστε να παρευρίσκεστε στις συνελεύσεις».
Ο ηλικιωμένος αδελφός μάζεψε απλώς τα πράγματά του και άρχισε να περπατάει. «Αυτό δεν είναι τίποτα», είπε. «Πηγαίνετε να ευχαριστήσετε το γραφείο τμήματος για τη νέα τοποθεσία της συνέλευσης. Πέρσι έπρεπε να περπατήσουμε πέντε μέρες, αλλά φέτος μόνο τρεις».
Οι περισσότεροι θυμούνται το 1992 ως έτος ξηρασίας στη Ζάμπια. Βρισκόμασταν σε μια συνέλευση περιφερείας στις όχθες του ποταμού Ζαμβέζη, περίπου 200 χιλιόμετρα πιο πάνω από τους Καταρράκτες της Βικτόριας. Το απόγευμα επισκεφτήκαμε κάποιες οικογένειες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν συγκεντρωμένες γύρω από τη φωτιά που είχαν ανάψει μπροστά στη μικρή σκηνή τους. Μια ομάδα 20 περίπου ατόμων έψαλλαν ύμνους της Βασιλείας. Μάθαμε ότι είχαν περπατήσει οχτώ μέρες για να φτάσουν στη συνέλευση. Δεν αισθάνονταν ότι είχαν κάνει κάτι σπουδαίο. Ταξίδευαν φορτώνοντας στα ζώα τους μικρά παιδιά, τρόφιμα, σκεύη μαγειρικής και άλλα αναγκαία είδη και κοιμούνταν οπουδήποτε τους έβρισκε η νύχτα.
Την επομένη ανακοινώθηκε ότι η ξηρασία είχε επηρεάσει πολλούς και ότι παρεχόταν βοήθεια σε όσους είχαν ανάγκη. Εκείνο το βράδυ ήρθαν τρεις αδελφοί στην καλύβα μας. Κανένας τους δεν φορούσε παπούτσια, και τα ρούχα τους ήταν παλιά. Περιμέναμε να μας πουν πώς τους είχε επηρεάσει η ξηρασία. Απεναντίας, εκείνοι άρχισαν να μας λένε πόσο λυπήθηκαν που έμαθαν για τα παθήματα μερικών αδελφών. Κάποιος έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του έναν φάκελο γεμάτο χρήματα και είπε: «Σας παρακαλούμε μην τους αφήσετε να πεινούν. Ορίστε, αγοράστε τους λίγα τρόφιμα». Νιώθοντας έναν κόμπο στο λαιμό από τη συγκίνηση, δεν μπορούσαμε ούτε να πούμε ευχαριστώ, και εκείνοι έφυγαν προτού συνέλθουμε. Δεν είχαν έρθει στη συνέλευση προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο, και έτσι η συνεισφορά τους αποτελούσε μεγάλη θυσία από μέρους τους. Εμπειρίες όπως αυτή μας φέρνουν όλο και πιο κοντά στους αδελφούς.
[Εικόνες]
Παρά τις κακουχίες, πολλοί διανύουν μεγάλες αποστάσεις για να παρακολουθήσουν συνελεύσεις περιοχής και περιφερείας
Επάνω: Ετοιμάζοντας το δείπνο στον τόπο της συνέλευσης
Αριστερά: Ψήνοντας ψωμάκια σε υπαίθριο φούρνο
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 211-213]
Αποφασισμένοι να Διεξάγουν Συνελεύσεις
Έρον Μαπουλάνγκα
Έτος γέννησης: 1938
Έτος βαφτίσματος: 1955
Ιστορικό: Υπηρέτησε ως εθελοντής στο Μπέθελ, μεταφραστής και μέλος της Επιτροπής του Τμήματος. Τώρα είναι οικογενειάρχης και υπηρετεί ως πρεσβύτερος.
Ήταν το 1974, και η συνέλευσή μας διεξαγόταν δέκα χιλιόμετρα ανατολικά της Κασάμα. Αν και ο τοπικός αρχηγός είχε δώσει άδεια για τη συνέλευση, η αστυνομία επέμενε να διαλυθούμε. Σύντομα έφτασε ο διοικητής, ένας μεγαλόσωμος άντρας, μαζί με εκατό περίπου παραστρατιωτικούς, οι οποίοι περικύκλωσαν το χώρο μας. Το πρόγραμμα συνεχιζόταν ενώ, σε ένα οίκημα φτιαγμένο από χόρτα το οποίο χρησιμοποιούσαμε ως γραφείο, λάβαινε χώρα μια έντονη συζήτηση σχετικά με τις άδειες και με το αν θα ακουγόταν ο εθνικός ύμνος.
Όταν έφτασε η ώρα για το δικό μου μέρος στο πρόγραμμα, ο διοικητής με ακολούθησε στο βήμα προσπαθώντας να με εμποδίσει να εκφωνήσω τη βασική ομιλία. Το ακροατήριο αναρωτιόταν τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Εκείνος στάθηκε για λίγο κοιτώντας το ακροατήριο των 12.000 περίπου ατόμων και κατόπιν έφυγε απότομα. Όταν τελείωσα την ομιλία μου, τον βρήκα να περιμένει πολύ ενοχλημένος πίσω από το βήμα. Διέταξε τους άντρες του να διαλύσουν τη συνέλευση, αλλά υπήρξε διαφωνία ανάμεσα στους αξιωματικούς, με αποτέλεσμα να αποχωρήσουν. Λίγο αργότερα, επέστρεψαν, αυτή τη φορά έχοντας μαζί τους ένα μεγάλο βιβλίο. Ο διοικητής το έβαλε στο τραπέζι μπροστά μου και μου ζήτησε να διαβάσω ένα σημειωμένο κομμάτι. Διάβασα την παράγραφο από μέσα μου.
«Αυτό το βιβλίο τα λέει σωστά», είπα. «Λέει: “Ο αξιωματικός έχει το δικαίωμα να διαλύσει οποιαδήποτε συγκέντρωση αν αυτή απειλεί την ειρήνη”». Κοιτώντας τη ζώνη και τα περίστροφά του, συνέχισα: «Η μόνη απειλή που υπάρχει εδώ είναι η παρουσία η δική σας και των οπλισμένων αντρών σας. Εμείς έχουμε Άγιες Γραφές».
Αμέσως εκείνος, απευθυνόμενος σε έναν αξιωματικό της αντικατασκοπείας, είπε: «Δεν σου το είπα; Πάμε να φύγουμε!» Με πήραν μαζί τους στο αστυνομικό τμήμα.
Φτάνοντας στο γραφείο του, σήκωσε το τηλέφωνο και άρχισε να μιλάει σε έναν άλλον αξιωματικό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, συζητούσαμε στα αγγλικά. Τώρα μιλούσε στη γλώσσα σιλόζι. Πού να ξέρει ότι αυτή ήταν και η δική μου γλώσσα! Μιλούσαν για εμένα. Εγώ καθόμουν ήσυχα και απέφευγα να δώσω την εντύπωση ότι καταλάβαινα. Μόλις κατέβασε το ακουστικό, είπε: «Τώρα άκου!»
Εγώ απάντησα στη σιλόζι: «Ένι σα να τελέζα!» που σημαίνει «Μάλιστα κύριε, ακούω!» Εμφανώς έκπληκτος, καθόταν και με κοίταζε για αρκετή ώρα. Κατόπιν σηκώθηκε, πήγε σε ένα μεγάλο ψυγείο στη γωνία του γραφείου του, και μου έφερε κάτι δροσερό να πιω. Η ατμόσφαιρα έγινε πιο χαλαρή.
Αργότερα ήρθε και ένας αδελφός που ήταν ευυπόληπτος επιχειρηματίας στην περιοχή. Αναφέραμε κάποιες πρακτικές εισηγήσεις που καθησύχασαν τους φόβους του διοικητή και η ένταση τερματίστηκε. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά, οι διευθετήσεις για τη συνέλευση ήταν πια κάτι πιο εύκολο για εμάς.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 221]
Λεπτός σαν Σπιρτόξυλο
Μάικλ Μουκάνου
Έτος γέννησης: 1928
Έτος βαφτίσματος: 1954
Ιστορικό: Υπηρέτησε ως περιοδεύων επίσκοπος και τώρα υπηρετεί στο Μπέθελ της Ζάμπιας.
Η περιοχή μου εκτεινόταν σε μια κοιλάδα πίσω από μια απόκρημνη πλαγιά. Συχνά είχα προβλήματα με τις μύγες τσε τσε. Για να αποφεύγω τα έντομα και τη ζέστη της ημέρας, ξυπνούσα στη 1:00 π.μ. και ξεκινούσα, ανεβαίνοντας λόφους και βουνά για να φτάσω στην επόμενη εκκλησία. Επειδή περπατούσα πάρα πολύ, είχα μαζί μου ελάχιστα πράγματα. Δεν είχα πολλή τροφή για να φάω, και γι’ αυτόν το λόγο ήμουν λεπτός σαν σπιρτόξυλο. Οι αδελφοί σκέφτονταν να γράψουν στο γραφείο τμήματος για να ζητήσουν να μου αλλάξουν διορισμό επειδή πίστευαν ότι, αργά ή γρήγορα, θα πέθαινα. Όταν μου το είπαν αυτό, εγώ απάντησα: «Πολύ ευγενική σκέψη, αλλά πρέπει να θυμάστε ότι ο διορισμός μου ήρθε από τον Ιεχωβά, και εκείνος μπορεί να τον αλλάξει. Αν πεθάνω, μήπως θα είμαι ο πρώτος που θα θαφτεί εδώ; Αφήστε με να συνεχίσω. Αν πεθάνω, ειδοποιήστε απλώς το γραφείο τμήματος».
Τρεις εβδομάδες αργότερα, έλαβα αλλαγή διορισμού. Το να υπηρετούμε τον Ιεχωβά μπορεί πράγματι να σημαίνει δυσκολίες, αλλά πρέπει να συνεχίζουμε. Ο Ιεχωβά είναι ο ευτυχισμένος Θεός. Αν οι υπηρέτες του δεν είναι ευτυχισμένοι, εκείνος μπορεί να κάνει κάτι ώστε να συνεχίζουν να τον υπηρετούν χαρούμενα.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 223, 224]
Δεν Πιστεύουμε σε Δεισιδαιμονίες
Χάρκινς Μουκίνγκα
Έτος γέννησης: 1954
Έτος βαφτίσματος: 1970
Ιστορικό: Μαζί με τη σύζυγό του, υπηρέτησε στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου και τώρα βρίσκεται στο Μπέθελ της Ζάμπιας.
Στα ταξίδια μας, η σύζυγός μου η Άιντα και εγώ παίρναμε μαζί μας το μοναχογιό μας, ένα αγοράκι δύο χρονών. Φτάνοντας σε μια εκκλησία, οι αδελφοί μάς καλωσόρισαν θερμά. Την Πέμπτη το πρωί ο γιος μας άρχισε να κλαίει ασταμάτητα. Στις 8:00 π.μ., τον άφησα στην τρυφερή φροντίδα της Άιντα και πήγα στη συνάθροιση για υπηρεσία αγρού. Μία ώρα αργότερα, ενώ διεξήγα κάποια Γραφική μελέτη, με ειδοποίησαν ότι ο γιος μας πέθανε. Κάτι που πρόσθεσε στη λύπη μας ήταν το γεγονός ότι μερικοί αδελφοί πίστευαν πως κάποιος του είχε κάνει μάγια. Προσπαθήσαμε να τους βοηθήσουμε να καταλάβουν ότι αυτός ο κοινός φόβος δεν είχε βάση, αλλά τα νέα εξαπλώθηκαν σαν τη φωτιά σε όλη τη γύρω περιοχή. Εξήγησα ότι ο Σατανάς είναι δυνατός αλλά δεν μπορεί να νικήσει τον Ιεχωβά και τους όσιους υπηρέτες Του. «Καιρός και απρόβλεπτη περίσταση» μας βρίσκουν όλους, αλλά δεν θα πρέπει να σπεύδουμε να βγάζουμε συμπεράσματα με βάση το φόβο.—Εκκλ. 9:11.
Η ταφή του γιου μας έγινε την επομένη και μετά την κηδεία διεξάχθηκε η συνάθροιση. Οι αδελφοί άντλησαν μερικά μαθήματα από αυτό: Εμείς δεν φοβόμαστε τα πονηρά πνεύματα ούτε πιστεύουμε σε δεισιδαιμονίες. Αν και θλιβόμασταν βαθιά για την απώλεια του γιου μας, συνεχίσαμε την ειδική εβδομάδα δραστηριότητας και φύγαμε για την επόμενη εκκλησία. Αντί να μας παρηγορήσουν οι εκκλησίες για ό,τι μας είχε συμβεί, τους παρηγορήσαμε και τους ενθαρρύναμε εμείς, λέγοντάς τους ότι στο εγγύς μέλλον ο θάνατος θα ανήκει στο παρελθόν.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 228, 229]
Πήραμε Θάρρος
Λέναρντ Μουσόντα
Έτος γέννησης: 1955
Έτος βαφτίσματος: 1974
Ιστορικό: Είναι στην ολοχρόνια υπηρεσία από το 1976. Δαπάνησε έξι χρόνια στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου και τώρα υπηρετεί στο Μπέθελ της Ζάμπιας.
Θυμάμαι ότι γύρω στο έτος 1985 επισκεπτόμουν εκκλησίες στα πιο βόρεια σημεία της χώρας. Τα προηγούμενα χρόνια, η εναντίωση από πολιτικά στοιχεία ήταν έντονη εκεί. Ήμουν νεοδιορισμένος επίσκοπος περιοχής, και παρουσιάστηκε μια περίπτωση κατά την οποία χρειάστηκε να δείξω πίστη και θάρρος. Κάποια μέρα αμέσως μετά τη συνάθροισή μας για υπηρεσία αγρού, ετοιμαζόμασταν να πάμε σε ένα κοντινό χωριό. Τότε ένας αδελφός είπε ότι είχε ακούσει πως αν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά επιχειρούσαν να κηρύξουν εκεί, θα τους ξυλοκοπούσε ολόκληρο το χωριό. Μολονότι στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 είχαν υπάρξει οχλοκρατικές επιθέσεις, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι εκείνον τον καιρό θα αντιμετωπίζαμε βιαιότητες από μια ολόκληρη κοινότητα.
Ωστόσο, όταν μερικοί ευαγγελιζόμενοι το άκουσαν αυτό λιγοψύχησαν και δεν ήρθαν. Άλλοι—αρκετοί από εμάς—πήραμε θάρρος και ξεκινήσαμε για το χωριό. Αυτό που βρήκαμε μας εξέπληξε. Δώσαμε πολλά περιοδικά και κάναμε φιλικές συζητήσεις με τους ανθρώπους που συναντήσαμε. Μερικοί, όμως, που μας είδαν να μπαίνουμε στο χωριό το έβαλαν στα πόδια. Είδαμε κατσαρόλες να βράζουν εγκαταλειμμένες και άδεια σπίτια που είχαν μείνει ανοιχτά. Αντί, λοιπόν, να βρούμε αντιπαράθεση, αυτό που είδαμε ήταν υποχώρηση.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 232, 233]
Το Έβαλα στα Πόδια για να Γλιτώσω
Ντάρλινγκτον Σεφούκα
Έτος γέννησης: 1945
Έτος βαφτίσματος: 1963
Ιστορικό: Υπηρέτησε ως ειδικός σκαπανέας, περιοδεύων επίσκοπος και εθελοντής στο Μπέθελ της Ζάμπιας.
Ήταν το 1963, και ζούσαμε σε ταραχώδεις καιρούς. Συχνά, καθώς πηγαίναμε στη διακονία αγρού, συμμορίες νέων με πολιτικά κίνητρα πήγαιναν μπροστά από εμάς, προειδοποιώντας τους ανθρώπους να μη δίνουν προσοχή και απειλώντας τους ότι, αν το έκαναν αυτό, κάποιος θα πήγαινε και θα έσπαγε τα παράθυρα και τις πόρτες τους.
Κάποιο απόγευμα μόλις δύο μέρες μετά το βάφτισμά μου, μια ομάδα 15 νεαρών με ξυλοκόπησε άσχημα. Αίμα έτρεχε από το στόμα και τη μύτη μου. Ένα άλλο απόγευμα, μια ομάδα 40 περίπου ατόμων επιτέθηκαν σε κάποιον αδελφό και σε εμένα αφού μας παρακολούθησαν για να δουν πού μένω. Αυτό που μου έδινε δύναμη ήταν το ότι θυμόμουν τις εμπειρίες του Κυρίου Ιησού. Η ομιλία που είχε εκφωνήσει ο Τζον Τζέισον όταν βαφτίστηκα είχε καταστήσει σαφές ότι η ζωή ενός Χριστιανού δεν θα ήταν χωρίς προβλήματα. Όταν συνέβησαν αυτά τα πράγματα δεν με εξέπληξαν αλλά με ενθάρρυναν.
Εκείνη την εποχή, οι πολιτικοί ζητούσαν υποστήριξη στον αγώνα τους για ανεξαρτησία, και η ουδέτερη στάση μας ερμηνευόταν ως συμπαράταξη με τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς. Οι θρησκευτικοί ηγέτες που υποστήριζαν πολιτικές ομάδες φρόντιζαν να εκμεταλλεύονται καθετί το αρνητικό που λεγόταν για εμάς. Η κατάσταση ήταν δύσκολη πριν από την ανεξαρτητοποίηση, ενώ παρέμεινε δύσκολη και μετά. Πολλοί αδελφοί έχασαν τις επιχειρήσεις τους επειδή δεν αγόραζαν τις κάρτες του κόμματος. Μερικοί επέστρεψαν από τις αστικές περιοχές στα χωριά τους και βρήκαν εργασίες με χαμηλό εισόδημα ώστε να αποφύγουν τις αιτήσεις για συνεισφορές με σκοπό την υποστήριξη πολιτικών στόχων.
Όταν ήμουν έφηβος, με φρόντιζε ο ξάδελφός μου, που δεν ήταν Μάρτυρας. Η ουδέτερη στάση μου είχε ως αποτέλεσμα να δέχεται η οικογένειά του εκφοβισμό και απειλές. Φοβούνταν. Μια μέρα, προτού φύγει για τη δουλειά, ο ξάδελφός μου είπε: «Όταν επιστρέψω το απόγευμα, θέλω να έχεις φύγει». Στην αρχή πίστευα ότι αστειευόταν, αφού δεν είχα κανέναν άλλον συγγενή στην πόλη. Δεν είχα πουθενά να πάω. Σύντομα κατάλαβα ότι σοβαρολογούσε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι και με βρήκε εκεί, έγινε έξω φρενών. Πήρε πέτρες και άρχισε να με κυνηγάει. «Πήγαινε σε εκείνα τα σκυλιά, στους φίλους σου!» ούρλιαζε. Το έβαλα στα πόδια για να γλιτώσω.
Ο πατέρας μου έμαθε τα νέα και μου έστειλε μήνυμα: «Αν εξακολουθήσεις να έχεις αυτή την ουδέτερη στάση, μην ξαναπατήσεις ποτέ το πόδι σου στο σπίτι μου». Αυτό ήταν δύσκολο. Ήμουν 18 χρονών. Ποιος θα φρόντιζε για εμένα; Η εκκλησία με φρόντισε. Συχνά στοχάζομαι τα λόγια του Βασιλιά Δαβίδ: «Ακόμη και αν ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκαταλείψουν, ο Ιεχωβά θα με δεχτεί». (Ψαλμ. 27:10) Σας το λέω με κάθε βεβαιότητα: Ο Ιεχωβά τηρεί την υπόσχεσή του.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 236, 237]
Η Διαγωγή μου Κέρδισε το Σεβασμό Πολλών Δασκάλων
Τζάκσον Καπόμπε
Έτος γέννησης: 1957
Έτος βαφτίσματος: 1971
Ιστορικό: Υπηρετεί ως πρεσβύτερος.
Το 1964 άρχισαν οι πρώτες αποβολές από σχολεία. Το γραφείο τμήματος βοήθησε τους γονείς να καταλάβουν ότι έπρεπε να προετοιμάσουν τα παιδιά τους. Θυμάμαι τον πατέρα μου που καθόταν μαζί μου μετά το σχολείο και συζητούσαμε τα εδάφια Έξοδος 20:4, 5.
Στις σχολικές συγκεντρώσεις, καθόμουν προς το τέλος για να αποφύγω τις αντιπαραθέσεις. Αν έβλεπαν κάποιον που δεν έψελνε τον εθνικό ύμνο τον καλούσαν μπροστά. Όταν ο διευθυντής ρώτησε γιατί δεν έψελνα, απάντησα χρησιμοποιώντας τη Γραφή. «Διαβάζεις, αλλά δεν ψέλνεις!» φώναξε ο δάσκαλος. Μου έφερε το επιχείρημα ότι όφειλα οσιότητα στην κυβέρνηση επειδή εκείνη έλαβε πρόνοια ώστε να υπάρχει το σχολείο που με δίδαξε να διαβάζω.
Τελικά, το Φεβρουάριο του 1967, με απέβαλαν. Απογοητεύτηκα επειδή μου άρεσε να μαθαίνω και ήμουν καλός μαθητής. Παρά την πίεση από συναδέλφους και από μη ομόπιστα μέλη της οικογένειας, ο πατέρας μου με διαβεβαίωσε ότι έκανα το σωστό. Και η μητέρα μου, επίσης, δεχόταν πίεση. Καθώς πήγαινα μαζί της στα χωράφια για να δουλέψουμε, οι άλλες γυναίκες μάς κορόιδευαν λέγοντας: «Γιατί δεν πάει αυτός στο σχολείο;»
Ωστόσο, δεν σταμάτησα να λαβαίνω εκπαίδευση. Το 1972 άρχισε να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στα μαθήματα ανάγνωσης και γραφής εντός της εκκλησίας. Καθώς περνούσε ο καιρός, η κατάσταση στα σχολεία εξομαλυνόταν. Το σπίτι μας βρισκόταν απέναντι από το σχολείο. Ο διευθυντής ερχόταν συχνά για να ζητήσει κρύο νερό ή να δανειστεί σκούπες για την καθαριότητα των τάξεων. Κάποια φορά μάλιστα ήρθε να δανειστεί χρήματα! Οι πράξεις καλοσύνης της οικογένειάς μου θα πρέπει να τον άγγιξαν, επειδή μια μέρα ρώτησε: «Θέλει να συνεχίσει ο γιος σας το σχολείο;» Ο μπαμπάς μου του θύμισε ότι δεν είχα πάψει να είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά. «Κανένα πρόβλημα», είπε ο διευθυντής. «Από ποια τάξη θέλεις να αρχίσεις;» με ρώτησε. Διάλεξα την έκτη. Ίδιο σχολείο, ίδιος διευθυντής, ίδιοι συμμαθητές—το μόνο διαφορετικό ήταν ότι ήξερα να διαβάζω καλύτερα από τους περισσότερους συμμαθητές μου, χάρη στα μαθήματα που γίνονταν στην Αίθουσα Βασιλείας.
Η σκληρή μου προσπάθεια και η καλή μου διαγωγή κέρδισαν το σεβασμό πολλών δασκάλων, και αυτό έκανε ευκολότερη τη ζωή στο σχολείο. Διάβαζα πολύ και έδωσα κάποιες εξετάσεις, πράγμα που μου επέτρεψε να εργαστώ σε υπεύθυνη θέση στα ορυχεία και αργότερα να μπορώ να συντηρώ οικογένεια. Χαίρομαι που δεν συμβιβάστηκα ποτέ ψέλνοντας τον εθνικό ύμνο.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 241, 242]
«Πώς Μπορούμε να Σταματήσουμε να Κηρύττουμε;»
Τζόνας Μαντζόνι
Έτος γέννησης: 1922
Έτος βαφτίσματος: 1950
Ιστορικό: Υπηρέτησε στο Μπέθελ της Ζάμπιας πάνω από 20 χρόνια. Τώρα είναι πρεσβύτερος και τακτικός σκαπανέας.
Στα μέσα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο αδελφός μου επέστρεψε από την Τανζανία με μια Αγία Γραφή και αρκετά βιβλία, περιλαμβανομένων των βιβλίων Κυβέρνησις και Καταλλαγή. Καθώς τα έντυπα των Μαρτύρων του Ιεχωβά βρίσκονταν ακόμη υπό απαγόρευση, ήμουν περίεργος να μάθω προς τι όλη αυτή η φασαρία. Διάβασα το βιβλίο Καταλλαγή αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω. Λίγα χρόνια αργότερα, επισκέφτηκα τον αδελφό μου και πήγα μαζί του σε κάποια συνάθροιση. Δεν υπήρχε Αίθουσα Βασιλείας. Ο τόπος συνάθροισης ήταν μια περιοχή καθαρισμένη από βλάστηση και περιφραγμένη με μπαμπού. Δεν χρησιμοποιήθηκε τυπωμένο σχέδιο ομιλίας, αλλά πόσο με ευχαρίστησε το γεγονός ότι άκουσα μια διάλεξη βασισμένη απευθείας στις Γραφές! Η εξήγηση των Γραφών ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν που άκουγα στην εκκλησία στην οποία πήγαινα, όπου οι παρευρισκόμενοι ήταν πρόθυμοι να χαιρετούν τη σημαία και να χτυπούν τύμπανα. Στην εκκλησία, δημιουργούνταν λογομαχίες γύρω από φυλετικές διαφορές καθώς και γύρω από τη γλώσσα στην οποία έπρεπε να ψάλλουν! Σε αυτή τη συνάθροιση, όμως, άκουγα όμορφους ύμνους που αινούσαν τον Ιεχωβά και έβλεπα ολόκληρες οικογένειες να κάθονται και να λαβαίνουν πνευματική τροφή.
Βαφτίστηκα και συνέχισα την εργασία μου ως νοσοκόμος, πράγμα που απαιτούσε από εμένα να πηγαίνω από πόλη σε πόλη στις περιοχές των ορυχείων. Το 1951, πήρα δύο εβδομάδες άδεια τις οποίες δαπάνησα βοηθώντας στο γραφείο τμήματος στη Λουσάκα. Λίγο αργότερα, προσκλήθηκα να υπηρετήσω στο Μπέθελ. Στην αρχή εργάστηκα στην αποστολή, και αργότερα, όταν το γραφείο μεταφέρθηκε στη Λουάνσα, βοήθησα στην αλληλογραφία και στη μετάφραση. Αν και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 διαφαίνονταν στον ορίζοντα πολιτικές αλλαγές, οι αδελφοί συνέχισαν να παράγουν καλή καρποφορία και να διατηρούν την ουδετερότητά τους παρά την πολιτική αναταραχή.
Το Μάρτιο του 1963 είχα μία από τις πολλές συναντήσεις μου με τον Δρ Κένεθ Κάουντα, ο οποίος επρόκειτο σύντομα να γίνει πρόεδρος της Ζάμπιας. Του εξήγησα τους λόγους για τους οποίους αρνούμασταν να ενταχθούμε σε πολιτικά κόμματα ή να αγοράσουμε κάρτες κομμάτων. Ζητήσαμε τη συμβολή του ώστε να σταματήσει ο εκφοβισμός από πολιτικούς εναντίους, και εκείνος ζήτησε να μάθει περισσότερες πληροφορίες. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Δρ Κάουντα μας προσκάλεσε στο Προεδρικό Μέγαρο όπου είχαμε την τιμή να μιλήσουμε με τον πρόεδρο και τους βασικούς υπουργούς του. Η συνάντηση κράτησε ως αργά το βράδυ. Μολονότι ο πρόεδρος δεν είχε αντιρρήσεις για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ως θρησκευτική ομάδα, ρώτησε αν θα μπορούσαμε, όπως οι υπόλοιπες θρησκείες, απλώς να συγκεντρωνόμαστε, χωρίς να κηρύττουμε. «Πώς μπορούμε να σταματήσουμε να κηρύττουμε;» απαντήσαμε εμείς. «Ο Ιησούς κήρυττε. Δεν έχτισε απλώς έναν ναό δίπλα στους Φαρισαίους».
Παρά τις προσφυγές μας, επιβλήθηκε απαγόρευση σε μερικές πτυχές της διακονίας μας. Ωστόσο, όπως πάντα, βρίσκαμε τρόπους για να δίνουμε δόξα και τιμή στον Ιεχωβά, ο οποίος χρησιμοποιεί τους υπηρέτες του για να επιτελέσει το σκοπό του.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 245, 246]
Είχα Ισχυρή Επιθυμία να Μαθαίνω
Ντάνιελ Σακάλα
Έτος γέννησης: 1964
Έτος βαφτίσματος: 1996
Ιστορικό: Υπηρετεί ως πρεσβύτερος.
Ήμουν μέλος της Εκκλησίας του Πνεύματος της Σιών όταν έλαβα ένα αντίτυπο του βιβλιαρίου Μάθετε να Διαβάζετε και να Γράφετε (Learn to Read and Write). Αν και αναλφάβητος, είχα ισχυρή επιθυμία να μαθαίνω. Όταν, λοιπόν, βρέθηκε στα χέρια μου το έντυπο, αφιέρωσα πολύ χρόνο σε αυτό. Ζητούσα από διάφορους ανθρώπους να με βοηθήσουν να καταλάβω τις άγνωστες λέξεις. Με αυτόν τον τρόπο, αν και δεν είχα κάποιον δάσκαλο, προόδευσα και μέσα σε λίγο καιρό απέκτησα στοιχειώδεις γνώσεις ανάγνωσης και γραφής.
Τώρα μπορούσα να διαβάζω την Αγία Γραφή! Ωστόσο, ανακάλυψα αρκετά πράγματα που συγκρούονταν με συνήθειες της εκκλησίας μου. Ο γαμπρός μου, ο οποίος ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά, μου έστειλε το ειδικό βιβλιάριο Πνεύματα των Νεκρών—Μπορούν να σας Βοηθήσουν ή να σας Βλάψουν; Υπάρχουν Πράγματι; Αυτά που διάβασα με ώθησαν να υποβάλω στον πάστορά μου μερικές ερωτήσεις. Ενώ βρισκόμουν στην εκκλησία μια μέρα, διάβασα τα εδάφια Δευτερονόμιο 18:10, 11 και ρώτησα: «Γιατί κάνουμε πράγματα τα οποία καταδικάζει η Αγία Γραφή;»
«Πρέπει να κάνουμε και εμείς το μέρος μας», απάντησε ο πάστορας. Δεν κατάλαβα τι ήθελε να πει.
Κατόπιν διάβασα το εδάφιο Εκκλησιαστής 9:5 και ρώτησα: «Γιατί παροτρύνουμε τους ανθρώπους να τιμούν τους νεκρούς εφόσον η Γραφή λέει ότι οι νεκροί “δεν γνωρίζουν τίποτα”;» Τόσο ο πάστορας όσο και το ακροατήριο δεν απάντησαν.
Αργότερα, με πλησίασαν κάποια μέλη της εκκλησίας και μου είπαν: «Εμείς δεν είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Γιατί λοιπόν θα πρέπει να σταματήσουμε να τιμούμε τους νεκρούς και να ακολουθούμε τα έθιμά μας;» Αυτό με προβλημάτισε. Αν και είχα χρησιμοποιήσει μόνο τη Γραφή στη συζήτηση, το εκκλησίασμα συμπέρανε ότι ήμουν συνταυτισμένος με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά! Έκτοτε, άρχισα να πηγαίνω στην Αίθουσα Βασιλείας, μαζί με άλλα δύο άτομα από την εκκλησία στην οποία ανήκα προηγουμένως. Μέσα στους πρώτους τρεις μήνες, παρότρυνα αρκετούς στενούς συγγενείς μου να παρευρίσκονται στις Χριστιανικές συναθροίσεις. Τρεις από αυτούς, μεταξύ των οποίων και η σύζυγός μου, είναι τώρα βαφτισμένοι.
[Πίνακας/Γράφημα στη σελίδα 176, 177]
ΖΑΜΠΙΑ—ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
1910
1911: Οι Γραφικές Μελέτες φτάνουν στη Ζάμπια.
1919: Ο Κοσάμου Μουάνζα και περίπου 150 άλλοι μαστιγώνονται και φυλακίζονται.
1925: Το γραφείο των Σπουδαστών της Γραφής στο Κέιπ Τάουν περιστέλλει το κήρυγμα και το βάφτισμα.
1935: Η κυβέρνηση επιβάλλει περιορισμούς στις εισαγωγές εντύπων. Είκοσι έντυπα απαγορεύονται.
1936: Δημιουργείται αποθήκη εντύπων στη Λουσάκα υπό την επίβλεψη του Λεουέλεν Φίλιπς.
1940
1940: Η κυβέρνηση απαγορεύει την εισαγωγή και τη διανομή των εντύπων μας. Αρχίζει πάλι το βάφτισμα.
1948: Φτάνουν οι πρώτοι απόφοιτοι της Γαλαάδ.
1949: Η κυβέρνηση αίρει την απαγόρευση στη Σκοπιά.
1954: Το γραφείο τμήματος μεταφέρεται στη Λουάνσα.
1962: Το γραφείο τμήματος μεταφέρεται στο Κίτουε.
1969: Η κυβέρνηση απαγορεύει το δημόσιο κήρυγμά μας.
1970
1975: Απελαύνονται οι ιεραπόστολοι.
1986: Επιτρέπεται πάλι σε ιεραποστόλους να έρθουν στη χώρα.
1993: Αφιέρωση των σημερινών εγκαταστάσεων του γραφείου τμήματος στη Λουσάκα.
2000
2004: Αφιέρωση της επέκτασης του γραφείου τμήματος στη Λουσάκα.
2005: 127.151 ευαγγελιζόμενοι είναι δραστήριοι στη Ζάμπια.
[Γράφημα]
(Βλέπε έντυπο)
Σύνολο Ευαγγελιζομένων
Σύνολο Σκαπανέων
130.000
65.000
1910 1940 1970 2000
[Χάρτες στη σελίδα 169]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΛΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΝΓΚΟ
ΖΑΜΠΙΑ
Καπούτα
Εμπάλα
Ισόκα
Κασάμα
Σάμφια
Λουντάζι
Μουφουλίρα
Καλουλούσι
Κίτουε
Λουάνσα
Κάμπουε
ΛΟΥΣΑΚΑ
Σενάνγκα
Ποταμός Ζαμβέζης
Λίβινγκστον
ΜΠΟΤΣΟΥΑΝΑ
ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ
ΜΟΖΑΜΒΙΚΗ
ΜΑΛΑΟΥΙ
[Ολοσέλιδη εικόνα στη σελίδα 162]
[Εικόνα στη σελίδα 167]
Τόμσον Κανγκάλε
[Εικόνα στη σελίδα 170]
Λεουέλεν Φίλιπς
[Εικόνα στη σελίδα 178]
Χάρι Άρνοτ, Νάθαν Νορ, Κέι και Τζον Τζέισον, Ίαν Φέργκιουσον, 1952
[Εικόνα στη σελίδα 193]
Δεξιά: Ο Μάντα Εντόμπα και η οικογένειά του στο στρατόπεδο προσφύγων Μουάνγκε, 2001
[Εικόνα στη σελίδα 193]
Κάτω: Τυπικό στρατόπεδο προσφύγων
[Εικόνα στη σελίδα 201]
Η πρώτη τάξη της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης στη Ζάμπια, 1993
[Εικόνα στη σελίδα 202]
Οι εκπαιδευτές της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης Ρίτσαρντ Φραντ και Φιλήμων Κασίπο συναντιούνται με σπουδαστή
[Εικόνα στη σελίδα 206]
Οι εγκαταστάσεις της συνέλευσης φτιάχνονταν με λάσπη, άχυρα ή άλλα τοπικά υλικά
[Εικόνα στη σελίδα 215]
Αριστερά: Αρχαίο Βιβλικό δράμα, 1991
[Εικόνα στη σελίδα 215]
Κάτω: Υποψήφιοι για βάφτισμα στη Συνέλευση Περιφερείας «Αγγελιοφόροι Θεϊκής Ειρήνης», 1996
[Εικόνα στη σελίδα 235]
Ο κ. Ρίτσμοντ Σμιθ με τη Φελίγια Κατσάσου και τον πατέρα της, τον Πολ
[Εικόνες στη σελίδα 251]
Χαρούμενοι εργάτες συμμετέχουν στην οικοδόμηση του τωρινού γραφείου τμήματος στη Λουσάκα
[Εικόνες στη σελίδα 252, 253]
(1, 2) Αίθουσες Βασιλείας που οικοδομήθηκαν πρόσφατα
(3, 4) Γραφείο τμήματος της Ζάμπιας, Λουσάκα
(5) Ο Στίβεν Λετ στην αφιέρωση της επέκτασης του γραφείου τμήματος, Δεκέμβριος 2004
[Εικόνα στη σελίδα 254]
Η Επιτροπή του Τμήματος, από αριστερά προς τα δεξιά: Άλμπερτ Μουσόντα, Άλφρεντ Κάι, Έντουαρντ Φιντς, Σάιρους Νιάνγκου και Ντέιρελ Σαρπ