ΒΗΛ
[ακκαδικής προέλευσης· σημαίνει «Ιδιοκτήτης· Κύριος»].
Βαβυλωνιακός θεός, η επαίσχυντη πτώση του οποίου προειπώθηκε ότι θα συνέπιπτε με την καταστροφή της Βαβυλώνας.—Ησ 46:1· Ιερ 50:2· 51:44.
Ο τίτλος Βηλ εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στον θεό Ενλίλ. Ο Βηλ συναποτελούσε μαζί με τον Ανού και τον Ενκί (Έα) την αρχική σουμεριακή τριάδα θεών. Όταν ο Μαρντούκ (Μερωδάχ) έγινε ο κυριότερος θεός της Βαβυλώνας, προσέλαβε επίσης το όνομα Βηλ.—Βλέπε ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΘΕΕΣ (Βαβυλωνιακές Θεότητες).
Αν λάβουμε υπόψη τη μεγάλη υπόληψη του Βηλ, αντιλαμβανόμαστε γιατί οι προφήτες του Ιεχωβά, υπό θεϊκή έμπνευση, τον κατονόμασαν ως έναν από τους θεούς που επρόκειτο να ταπεινωθούν κατά την πτώση της Βαβυλώνας. Περίπου 200 χρόνια προτού πέσει η Βαβυλώνα στα χέρια των Μήδων και των Περσών, ο Ησαΐας προείπε ότι ο Βηλ επρόκειτο να καμφθεί και ο Νεβώ επρόκειτο να σκύψει λόγω της επαίσχυντης ήττας που θα υφίσταντο. Τα είδωλά τους θα τα μετέφεραν τα θηρία. Καθώς θα ήταν ανίκανα να βοηθήσουν τον εαυτό τους, θα μεταφέρονταν σαν αποσκευές πάνω σε υποζύγια. Ο Βηλ και ο Νεβώ δεν επρόκειτο να διαφύγουν. «Η ψυχή τους», δηλαδή αυτοί οι ίδιοι, θα πήγαινε σε αιχμαλωσία. (Ησ 46:1, 2· βλέπε επίσης Ιερ 50:2.) Ο Ιεχωβά θα ανάγκαζε τον Βηλ να δώσει πίσω ό,τι είχε καταπιεί μέσω των λάτρεών του οι οποίοι απέδιδαν τις νίκες τους σε αυτόν. Ιδιαίτερα ο Βηλ έπρεπε να δώσει πίσω τον εξόριστο λαό του Ιεχωβά και τα ιερά σκεύη του ναού Του. Οι λαοί των εθνών τα οποία είχε υποτάξει η Βαβυλώνα δεν θα συνέρρεαν πια στη λατρεία του Βηλ ούτε θα παραδίδονταν στους λάτρεις του σαν να παραδίδονταν στο μεγαλύτερο θεό του κόσμου.—Ιερ 51:44· βλέπε ΜΕΡΩΔΑΧ.