ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ
Γυναίκα που προφητεύει ή επιτελεί έργο προφήτη. Όπως δείχνουν τα λήμματα ΠΡΟΦΗΤΗΣ και ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ, το να προφητεύει κανείς σημαίνει βασικά να διακηρύττει υπό θεϊκή έμπνευση αγγέλματα από τον Θεό, να αποκαλύπτει το θεϊκό θέλημα. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων. Όπως ακριβώς υπήρχαν αληθινοί προφήτες και ψευδοπροφήτες, έτσι και ορισμένες προφήτισσες χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιεχωβά και υποκινήθηκαν από το πνεύμα του, ενώ άλλες ήταν ψευδοπροφήτισσες και αποδοκιμάστηκαν από Αυτόν.
Η Μαριάμ είναι η πρώτη γυναίκα που προσδιορίζεται ως προφήτισσα στην Αγία Γραφή. Προφανώς ο Θεός μετέδωσε κάποιο άγγελμα ή αγγέλματα μέσω αυτής, ίσως σε θεόπνευστη υμνωδία. (Εξ 15:20, 21) Γι’ αυτό, αναφέρεται ότι εκείνη και ο Ααρών είπαν στον Μωυσή: «Δεν χρησιμοποίησε και εμάς [ο Ιεχωβά] για να μιλήσει;» (Αρ 12:2) Ο ίδιος ο Ιεχωβά είπε, μέσω του προφήτη Μιχαία, ότι είχε στείλει «τον Μωυσή, τον Ααρών και τη Μαριάμ» μπροστά από τους Ισραηλίτες, όταν τους ανέβασε από την Αίγυπτο. (Μιχ 6:4) Παρότι η Μαριάμ είχε το προνόμιο να χρησιμοποιηθεί ως όργανο θεϊκής επικοινωνίας, η σχέση της με τον Θεό υπό αυτή την ιδιότητα ήταν κατώτερη σε σύγκριση με του αδελφού της, του Μωυσή. Όταν δεν κράτησε τη θέση που της άρμοζε, ο Θεός την τιμώρησε με αυστηρότητα.—Αρ 12:1-15.
Την περίοδο των Κριτών, η Δεββώρα αποτέλεσε πηγή πληροφοριών από τον Ιεχωβά, γνωστοποιώντας τις κρίσεις του σε συγκεκριμένα ζητήματα και μεταδίδοντας τις οδηγίες του, όπως τις εντολές του προς τον Βαράκ. (Κρ 4:4-7, 14-16) Συνεπώς, σε μια περίοδο εθνικής παρακμής και αποστασίας, υπηρέτησε μεταφορικά ως «μητέρα στον Ισραήλ». (Κρ 5:6-8) Η προφήτισσα Όλδα υπηρέτησε με παρόμοιο τρόπο, στις ημέρες του Βασιλιά Ιωσία, γνωστοποιώντας την κρίση του Θεού προς το έθνος και το βασιλιά του.—2Βα 22:14-20· 2Χρ 34:22-28.
Ο Ησαΐας αναφέρεται στη σύζυγό του ως “την προφήτισσα”. (Ησ 8:3) Αν και μερικοί σχολιαστές πιθανολογούν ότι αυτή χαρακτηρίζεται έτσι επειδή απλώς ήταν παντρεμένη με προφήτη, η εικασία τους δεν έχει Βιβλική υποστήριξη. Το πιθανότερο είναι ότι η σύζυγος του Ησαΐα είχε λάβει κάποιου είδους προφητικό διορισμό από τον Ιεχωβά, όπως είχε συμβεί και με προγενέστερες προφήτισσες.
Ο Νεεμίας μνημονεύει δυσμενώς την προφήτισσα Νωαδία, η οποία, μαζί με «τους υπόλοιπους προφήτες», προσπάθησε να εκφοβίσει τον Νεεμία και έτσι να παρεμποδίσει την ανοικοδόμηση των τειχών της Ιερουσαλήμ. (Νε 6:14) Μολονότι ενήργησε ενάντια στο θέλημα του Θεού, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι η υπόστασή της ως προφήτισσας δεν ήταν έγκυρη πριν από αυτό το γεγονός.
Ο Ιεχωβά μίλησε στον Ιεζεκιήλ σχετικά με ορισμένες Ισραηλίτισσες οι οποίες “ενεργούσαν ως προφήτισσες από τη δική τους καρδιά”. Αυτό υπονοεί ότι οι εν λόγω προφήτισσες δεν είχαν θεϊκό διορισμό, αλλά αποτελούσαν απλώς απομιμήσεις, ήταν αυτόκλητες προφήτισσες. (Ιεζ 13:17-19) Με τις παγιδευτικές και απατηλές μεθόδους και την προπαγάνδα τους “κυνηγούσαν ψυχές”, καταδικάζοντας τους δικαίους και ανεχόμενες τους πονηρούς, αλλά ο Ιεχωβά θα ελευθέρωνε το λαό του από το χέρι τους.—Ιεζ 13:20-23.
Όταν γεννήθηκε ο Ιησούς, και ενόσω οι Ιουδαίοι ήταν ακόμη ο λαός της διαθήκης του Ιεχωβά, η ηλικιωμένη Άννα υπηρετούσε ως προφήτισσα. Η Άννα «δεν έλειπε ποτέ από το ναό, αποδίδοντας ιερή υπηρεσία νύχτα και ημέρα με νηστείες και δεήσεις». Μιλώντας «για το παιδί [τον Ιησού] σε όλους εκείνους που περίμεναν την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ», ενήργησε ως προφήτισσα με τη βασική έννοια του ότι “διακήρυξε” μια αποκάλυψη του θεϊκού σκοπού.—Λου 2:36-38.
Η προφητεία συγκαταλεγόταν στα θαυματουργικά χαρίσματα του πνεύματος τα οποία χορηγήθηκαν στη νεοσύστατη Χριστιανική εκκλησία. Ορισμένες Χριστιανές, όπως οι τέσσερις παρθένες κόρες του Φιλίππου, προφήτευαν με την ώθηση του αγίου πνεύματος του Θεού. (Πρ 21:9· 1Κο 12:4, 10) Αυτό συνέβη σε εκπλήρωση των εδαφίων Ιωήλ 2:28, 29, τα οποία προέλεγαν ότι «οι γιοι σας και οι κόρες σας θα προφητεύσουν». (Πρ 2:14-18) Ένα τέτοιο χάρισμα, όμως, δεν απάλλασσε μια γυναίκα από την υποταγή στην ηγεσία είτε του συζύγου της είτε των αντρών μέσα στη Χριστιανική εκκλησία. Ως σύμβολο της υποταγής της έπρεπε να φοράει κάλυμμα στο κεφάλι όταν προφήτευε (1Κο 11:3-6) και δεν έπρεπε να διδάσκει μέσα στην εκκλησία.—1Τι 2:11-15· 1Κο 14:31-35.
Μια γυναίκα όμοια με την Ιεζάβελ στην εκκλησία των Θυατείρων ισχυριζόταν ότι κατείχε προφητικές δυνάμεις, αλλά ακολουθούσε την ίδια πορεία που είχαν ακολουθήσει οι αρχαίες ψευδοπροφήτισσες και καταδικάστηκε από τον Χριστό Ιησού στο άγγελμά του προς τον Ιωάννη, στα εδάφια Αποκάλυψη 2:20-23. Δίδασκε, πράγμα ανάρμοστο, και παροδηγούσε τα μέλη της εκκλησίας ώστε να κάνουν εσφαλμένα πράγματα.