-
Επωφεληθήτε Οριστικά από το «Έτος Ευδοκίας»Η Σκοπιά—1971 | 1 Φεβρουαρίου
-
-
4. (α) Γιατί οι ορθοφρονούντες άνθρωποι ενδιαφέρονται για το «έτος ευδοκίας» του Δημιουργού; (β) Η πραγματική σοφία έγκειται στην αναζήτησι τίνος πράγματος, και γιατί αυτό;
4 Αν είμεθα ορθοφρονούντες άνθρωποι, θα ενδιαφερθούμε για ένα «έτος ευδοκίας» που ανηγγέλθη στην αρχαία εποχή από μέρους αυτού του Δημιουργού. Αυτή η έκφρασις «έτος» προδήλως παριστάνει μια περιωρισμένη χρονική περίοδο, ακριβώς όπως είναι κάθε ημερολογιακό έτος. Αυτό μπορεί να δείχνη ότι η ευδοκία που χαρακτηρίζει ειδικά το έτος αυτό είναι επίσης περιωρισμένη. Αφού τελειώση το «έτος», πρέπει ν’ αναμένεται κάτι αντίθετο της ευδοκίας. Τι; Η απονομή δικαιοσύνης, χωρίς έλεος, σ’ εκείνους που κατεφρόνησαν τη θεία ευδοκία. Η γραμμένη ιστορία πραγματικά το επαλήθευσε αυτό. Μια παγκόσμια «πράξις του Θεού» επίκειται τώρα, όχι σε μορφή απλής τοπικής λαίλαπας, πλημμύρας ή σεισμού. Είναι μια προσωπικά ηθελημένη και διευθυνομένη πράξις από μέρους του Θεού του Δημιουργού, και όλοι οι κάτοικοι ολοκλήρου της γης διατρέχουν κίνδυνο απ’ αυτήν. Το να έχωμε την ευδοκία του Θεού στη διάρκεια της «πράξεώς» του θα εσήμαινε τη ζωή και την επιβίωσί μας. Το θέλομε αυτό; Η πραγματική σοφία έγκειται στο να επιζητούμε τώρα την ευδοκία Του.
5. Σε ποιο είδος χρονικής περιόδου αναφέρεται το «έτος ευδοκίας», και πόσο μακράς διαρκείας είναι η ευδοκία του;
5 Το «έτος ευδοκίας» δεν σημαίνει το έτος 1970, ούτε το 1971. Όσο για το χρονικό διάστημα του έτους 1970 που πέρασε, το «έτος ευδοκίας» έχει περιλάβει το πρώτο αυτό έτος της δεκαετίας που άρχισε το 1970. Αλλά το κρίσιμο «έτος ευδοκίας» διατρέχει ήδη χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τριακόσιες εξήντα πέντε ήμερες, και από πολλά έτη μάλιστα. Είναι ένα συμβολικό έτος και πραγματικά αντιπροσωπεύει ένα πολύ μακρότερο χρόνο από ένα ηλιακό ή σεληνιακό έτος. Ένα τέτοιο κατά γράμμα έτος κάποτε τελειώνει, κι έτσι το συμβολικό αυτό «έτος ευδοκίας» δεν πρέπει με αδιαφορία να παραμερισθή, με την ιδέα ότι θα συνεχίζεται επ’ άπειρον—ποιος ξέρει για πόσον καιρό; Όπως, ένα κατά γράμμα έτος, έτσι και το έτος ευδοκίας είναι μια σημειωμένη, και δυναμένη να μετρηθή περίοδος χρόνου, με αρχή και τέλος. Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι το «έτος ευδοκίας» πλησιάζει στο τέλος του! Όταν αυτή η ευδοκία τελειώση με το «έτος», τότε προσέξτε!
ΤΟ ΤΥΠΙΚΟΝ «ΕΤΟΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ»
6, 7. (α) Ποιος εκάλεσε την προσοχή στο «έτος ευδοκίας» μ’ εκείνες τις ειδικές λέξεις; (β) Ποια επερχόμενη παρηγοριά είχε εμπνευσθή να προείπη αυτός, και γιατί;
6 Ποιος ήταν εκείνος που επέστησε την προσοχή μας σ’ αυτό το «έτος ευδοκίας» με τις ειδικές αυτές λέξεις; Ήταν ένας έγγαμος άνδρας, πατέρας δύο ή τριών γυιων, κι έζησε στον όγδοον αιώνα προ Χριστού. Το όνομά του ήταν Ησαΐας, όνομα το οποίον, κατά το Λεπτομερές Ταμείον της Γραφής του Στρογκ, σημαίνει «Ο Γιαχ Έσωσε». Ο Ησαΐας είναι ένας ιστορικός χαρακτήρ που μνημονεύεται σε ιστορικά βιβλία εκτός του δικού του προφητικού βιβλίου. (2 Βασ. 19:2 έως 20:19· 2 Χρον. 26:22· 32:20, 32) Ήταν ο προφήτης που έλαβε όρασιν του Ιεχωβά Θεού στον ναό του στην Ιερουσαλήμ, κι ο οποίος, στην ερώτησι του Ιεχωβά, «Τίνα θέλω αποστείλει, και τις θέλει υπάγει δι’ ημάς;» απήντησε: «Ιδού εγώ, απόστειλόν με». Αυτός εστάλη να δώση ένα μήνυμα από τον Ιεχωβά Θεό για μια επικείμενη ερήμωσι της Ιερουσαλήμ και της γης του Ιούδα (Ιουδαίας). Αυτή η ερήμωσις, όταν θα επήρχετο, ασφαλώς θα επέφερε πένθος μεταξύ των αληθινών λάτρεων του Ιεχωβά Θεού, που αγαπούσαν τη γη του λαού Του και την αγία πόλι όπου ευρίσκετο ο ναός της λατρείας του. (Ησ. 6:1-13) Αλλ’ ο Ιεχωβά Θεός εχρησιμοποίησε τον Ησαΐα για να προείπη μια επερχόμενη παρηγοριά σ’ αυτούς τους πενθούντας, και τον ενέπνευσε να διακηρύξη:
7 «Παρηγορείτε, παρηγορείτε τον λαόν μου, λέγει ο Θεός σας. Λαλήσατε παρηγορητικά προς την Ιερουσαλήμ, και φωνήσατε προς αυτήν, ότι ο καιρός της ταπεινώσεως αυτής επληρώθη, ότι η ανομία αυτής συνεχωρήθη· διότι έλαβεν εκ της χειρός του Ιεχωβά διπλάσιον διά πάσας τας αμαρτίας αυτής».—Ησ. 40:1, 2.
8. Σύμφωνα με τα εδάφια Ησαΐας 61:1-4, ο προφήτης ενεπνεύσθη να μιλήση ωσάν να ήταν ποιος, και τι είπε;
8 Αργότερα, υπό περαιτέρω έμπνευσιν, ο προφήτης Ησαΐας ωμίλησε σαν να ήταν ο Κεχρισμένος του Υψίστου Θεού, λέγοντας: «Πνεύμα Κυρίου του Ιεχωβά είναι επ’ εμέ· διότι ο Ιεχωβά με έχρισε διά να ευαγγελίζωμαι εις τους πτωχούς· με απέστειλε διά να ιατρεύσω τους συντετριμμένους την καρδίαν, να κηρύξω ελευθερίαν εις τους αιχμαλώτους και άνοιξιν δεσμωτηρίου εις τους δεσμίους· διά να κηρύξω ενιαυτόν ευπρόσδεκτον [έτος ευδοκίας] του Ιεχωβά και ημέραν εκδικήσεως του Θεού ημών· διά να παρηγορήσω πάντας τους πενθούντας· διά να θέσω εις τους πενθούντας εν Σιών, να δώσω εις αυτούς ωραιότητα αντί της στάκτης, έλαιον ευφροσύνης αντί του πένθους, στολήν αινέσεως αντί του πνεύματος της ακηδίας· διά να ονομάζωνται δένδρα δικαιοσύνης φύτευμα του Ιεχωβά, εις δόξαν αυτού. Και θέλουσιν ανοικοδομήσει τας παλαιάς ερημώσεις».—Ησ. 61:1-4, ΜΝΚ.
9. (α) Ποια θέματα περιελάμβαναν εκείνα τα «αγαθά νέα»; (β) Πώς απέδωσε η Ελληνική μετάφρασις (70΄) το τμήμα σχετικά με το «έτος» και την «ημέραν»;
9 Μήπως δεν ήσαν αυτά «αγαθά νέα», που θα ελέγοντο στους πράους και στους πενθούντας; Κι αυτά τα αγαθά νέα περιελάμβαναν το «έτος ευδοκίας» ή τον «ευπρόσδεκτον ενιαυτόν του Ιεχωβά». Ακόμη και η έλευσις της «ημέρας εκδικήσεως του Θεού ημών» εναντίον των ερημωτών και καταστροφέων της Σιών ή Ιερουσαλήμ θα ήταν αγαθά νέα στους πενθούντας για ό,τι είχε γίνει από εχθρούς στο κέντρον της λατρείας του Ιεχωβά. Χρόνια προ Χριστού, όταν οι Ελληνόφωνοι Ιουδαίοι της Αλεξανδρείας της Αιγύπτου μετέφρασαν εκείνους τους λόγους για το «έτος ευδοκίας», απέδωσαν το εδάφιο αυτό στην Ελληνική ως εξής: «Καλέσαι ενιαυτόν Κυρίου [Ιεχωβά] δεκτόν και ημέραν ανταποδώσεως τω Θεώ ημών, παρακαλέσαι πάντας τους πενθούντας».—Ησ. 61:2, 70΄.
10. (α) Πώς το διετύπωσαν εκείνοι οι Ιουδαίοι μεταφρασταί για να δείξουν τι είδους έτος ήταν αυτό; (β) Εν τούτοις ποια άλλη σκέψι περιελάμβανε επίσης αυτό σε αρμονία με το Εβραϊκό κείμενο;
10 Έτσι, οι Ιουδαίοι εκείνοι κατενόησαν τα Εβραϊκά λόγια του Ησαΐα περί του τι είδους «έτος» ήταν, ότι ήταν ένα «ευπρόσδεκτον έτος», μάλλον, παρά ότι επρόκειτο περί της στάσεως του Ιεχωβά, «ευδοκίας από μέρους του Ιεχωβά». Στους Ιουδαίους εκείνους μεταφραστάς ήταν ένα έτος «ευπρόσδεκτον» του Ιεχωβά, ένα έτος που ετύγχανε ευνοίας, στα όμματά του. Αλλά κι αυτό ακόμη θα άφηνε να νοηθή ότι επρόκειτο για ένα «ευπρόσδεκτον» έτος στον Ιεχωβά για να κάμη κάτι ευνοϊκό, ιδιαίτερα εφόσον η φράσις «ευπρόσδεκτος ενιαυτός» τίθεται σε αντίθεσι με την «ημέραν εκδικήσεως». Έτσι, η φράσις ‘ευπρόσδεκτος ενιαυτός’ θα περιελάμβανε την ιδέα ότι ένας καιρός που ο Ιεχωβά δείχνει ευδοκία ή εύνοια. Είναι ο «ενιαυτός της αποδοχής» του, οπότε θα είναι διατεθειμένος να δεχθή ή να λάβη. (Ro) Όταν ιδούμε πώς λειτουργεί το συμβολικό αυτό «έτος» στην πραγματική ιστορία, μπορούμε να κατανοήσουμε την πλήρη, ορθή έννοια τούτου. Ας πάμε, λοιπόν, στην ιστορία του ζητήματος και στην εφαρμογή του στην εποχή μας!
ΕΝΑΡΞΙΣ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ «ΕΤΟΥΣ»
11. (α) Ποιος απεσταλμένος από τον ουρανό θα μπορούσε να περιγράψη καλύτερα τη στάσι του Ιεχωβά στη διάρκεια αυτού του «έτους»; (β) Πώς του είχε δοθή ένα επίγειο όνομα, και πώς αυτό αντιστοιχεί με το όνομα εκείνου που έδωσε την προφητεία;
11 Όταν ήλθε ο ωρισμένος καιρός του Θεού, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», ο Ιεχωβά Θεός έστειλε από τον ουρανό στη γη τον αγαπητόν του Υιόν για «να κηρύξη ενιαυτόν ευπρόσδεκτον του Ιεχωβά». (Γαλ. 4:4) Ποιος άνθρωπος, εκτός από αυτόν τον εξ ουρανού Υιόν θα μπορούσε καλύτερα να περιγράψη τη στάσι του Πατρός του στη διάρκεια του συμβολικού αυτού «ενιαυτού»; Όταν ήταν στη γη αυτός ο Υιός έλαβε ένα όνομα που αντιστοιχεί πλήρως με το όνομα του προφήτου ο οποίος έδωσε την προφητεία για τον Κεχρισμένο. Κατ’ εντολήν του Θεού προς την επίγειο μητέρα του, του δόθηκε το όνομα «Ιησούς». Αυτή η συντομευμένη μορφή του ονόματος Ιεοσούα σημαίνει «ο Ιεχωβά έσωσε», ενώ το όνομα Ησαΐας σημαίνει «Έσωσε ο Γιαχ (ή, ο Ιεχωβά)». Σε αρμονία με αυτό, ο προφήτης Ησαΐας ήταν σε μερικές περιπτώσεις ένας τύπος ή μια προφητική εικών του Ιησού του Μεσσίου ή Χριστού.—Λουκ. 1:30-33· Ματθ. 1:20, 21.
12, 13. (α) Για να γίνη ο Ιησούς Μεσσίας και να κηρύξη επισήμως το «έτος», τι ήταν αναγκαίο; (β) Από τι εγνώρισε ο Ιησούς μετά το βάπτισμά του ότι είχε την ευδοκία του Ιεχωβά, σε αρμονία με ποια προφητεία;
12 Επειδή η προφητεία του Ησαΐα έλεγε «Πνεύμα Κυρίου του Ιεχωβά είναι επ’ εμέ, διότι ο Ιεχωβά με έχρισε», ο Ιησούς έπρεπε να χρισθή με το πνεύμα του Ιεχωβά προτού γίνη πραγματικά ο Μεσσίας, ο Χριστός, ή Κεχρισμένος, και προτού μπορέση επισήμως να κηρύξη «ενιαυτόν ευπρόσδεκτον του Ιεχωβά». Έτσι εχρίσθη με το πνεύμα του Ιεχωβά αφού ο Ιωάννης τον εβάπτισε στο νερό και ανεδύθη από τα νερά του βαπτίσματος στον Ιορδάνη Ποταμό. Η κάθοδος του πνεύματος του Ιεχωβά στον βαπτισμένο Ιησού συμβολίστηκε ορατώς στον Ιωάννη τον Βαπτιστή από τη θαυματουργική εμφάνισι μιας περιστεράς που κάθησε επάνω στον Ιησούν. Εκτός απ’ αυτό, ο Ιωάννης άκουσε τη φωνή του Θεού από τον ουρανό που έλεγε: «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην [Ή, Αυτός είναι ο Υιός μου, ο Αγαπητός μου, στον οποίον μένει η εύνοιά μου, Νέα Αγγλική Βίβλος]». (Ματθ. 3:11-17· Ιωάν. 1:32-34) Ο Ιησούς τότε θετικά εγνώρισε ότι είχε την ευδοκία ή εύνοια του Ιεχωβά, όπως ακριβώς είχε προλεχθή στον Ησαΐα 42:1:
13 «Ιδού ο δούλος μου, τον οποίον υπεστήριξα· ο εκλεκτός μου, εις τον οποίον η ψυχή μου ευηρεστήθη· έθεσα το πνεύμα μου επ’ αυτόν· θέλει εξαγγείλει κρίσιν εις τα έθνη».
14, 15. (α) Από τι, λοιπόν, εξηρτάτο το να συνεχίζη ο Ιησούς να έχη την ευδοκία του Ιεχωβά; (β) Πώς εξήγησε ο Ιησούς στο λαό της Ναζαρέτ ότι δεν ήταν πια ένας ξυλουργός ανάμεσά των;
14 Ο Ιησούς εγνώριζε ότι για να εξακολουθήση να έχη την ευδοκία ή εύνοια του Ιεχωβά έπρεπε να εκτελέση την εντολή για την οποίαν εχρίσθη, όπως εκτίθεται στον Ησαΐα 61:1-3. Ανεγνώρισε το χρίσμα του ως Χριστού και τη θεία εντολή που συνεδέετο με το χρίσμα του. Ανεγνώρισε τούτο δημοσία στη Ναζαρέτ όπου είχε μεγαλώσει σε ηλικία τριάντα ετών, κι έτσι εξήγησε στον λαό της Ναζαρέτ γιατί δεν ήταν πια ένας ξυλουργός ανάμεσά των τους περασμένους έξη μήνες και πλέον. Σχετικά μ’ αυτό διαβάζομε:
15 «Και ήλθεν εις την Ναζαρέτ, όπου ήτο ανατεθραμμένος· και εισήλθε κατά την συνήθειαν αυτού εις την συναγωγήν εν τη ημέρα του σαββάτου, και εσηκώθη να αναγνώση. Και εδόθη εις αυτόν το βιβλίον Ησαΐου του προφήτου· και ανοίξας το βιβλίον εύρε τον τόπον, όπου ήτο γεγραμμένον, «Πνεύμα του Ιεχωβά είναι επ’ εμέ· διά τούτο με έχρισε· με απέστειλε διά να ευαγγελίζωμαι προς τους πτωχούς, διά να ιατρεύσω τους συντετριμμένους την καρδίαν, να κηρύξω προς τους αιχμαλώτους ελευθερίαν, και προς τους τυφλούς ανάβλεψιν, να αποστείλω τους συντεθλασμένους εν ελευθερία, διά να κηρύξω ευπρόσδεκτον του Ιεχωβά ενιαυτόν». Και κλείσας το βιβλίον, απέδωκεν εις τον υπηρέτην, και εκάθησε· πάντων δε οι οφθαλμοί των εν τη συναγωγή ήσαν ατενίζοντες εις αυτόν. Και ήρχισε να λέγη προς αυτούς, Ότι σήμερον εκπληρώθη η γραφή αύτη εις τα ώτα υμών».—Λουκ. 4:16-21, (ΜΝΚ)· Ματθ. 2:21-23· 4:12, 13.
16, 17. (α) Σε ποια γλώσσα είναι καταφανές ότι εδιάβασε ο Ιησούς τα εδάφια Ησαΐας 61:1, 2, αλλά σε ποια γλώσσα τα διετύπωσε ο Λουκάς; (β) Ώστε σε ποια χρονική περίοδο ζούσαν εκείνοι οι Ναζωραίοι, αλλά επωφελήθηκαν απ’ αυτήν;
16 Αναμφιβόλως ο Ιησούς ανέγνωσε τα λόγια του Ησαΐα 61:1, 2 από το πρωτότυπο Εβραϊκό των, κι έτσι ανέγνωσε για τον ‘ευπρόσδεκτον ενιαυτόν του Ιεχωβά’, δηλαδή το ‘έτος ευνοίας του Κυρίου’. (ΜΑΜ· Μο· ΑΣ· ΑΣΜ· επίσης ΝΑΒ εις Λουκάν 4:19) Αλλ’ ο ιστορικός Λουκάς, γράφοντας στην Ελληνική, παραθέτει τα λόγια ως αναγνωσμένα από τον Ιησού όπως μεταφράσθηκαν στην Ελληνική Μετάφρασι των Εβδομήκοντα (Ο΄), έτσι ώστε ο Ιησούς παρουσιάζεται ως να ανέγνωσε για τον «ευπρόσδεκτον του Ιεχωβά ενιαυτόν».
17 Όπως κι αν είναι, ο Ιησούς εκεί στη Ναζαρέτ έκαμε γνωστό τον θείο διορισμό που είχε από τον Ιεχωβά να κηρύξη ή να διακηρύξη το ειδικό εκείνο «έτος», και ως «ευπρόσδεκτον» έτος και ως έτος «ευδοκίας» ή ευνοίας από μέρους του Ιεχωβά. Αφού είπε σ’ εκείνους τους Ναζωραίους, «Σήμερον επληρώθη η γραφή αύτη εις τα ώτα υμών», αυτό εσήμαινε ότι το αξιοσημείωτο αυτό «έτος» είχε ήδη αρχίσει, ότι οι Ναζωραίοι εκείνοι ζούσαν τότε μέσα σ’ αυτό. Θα επωφελούντο απ’ αυτό; Προφανώς όχι, αν έχη σημασία το ότι σε λίγο αυτοί τον εξέβαλαν από τη συναγωγή τους και προσεπάθησαν να τον θανατώσουν. (Λουκ. 4:22-30) Εκείνοι δεν αποτελούσαν καλό παράδειγμα για μας σήμερα.
18. Με ποιο τρόπο ένα πιστό υπόλοιπο πιστών Ιουδαίων εδοκίμασε την πείρα του ‘έτους ευδοκίας του Ιεχωβά’ τότε το έτος 537 π.Χ.;
18 Με ποια έννοια, λοιπόν, είχε αρχίσει ο ‘ευπρόσδεκτος ενιαυτός’ ή το ‘έτος ευδοκίας’, και πότε θα τελείωνε; Μήπως η Ιερουσαλήμ και ο ναός της που κτίσθηκε από τον Σολομώντα, δεν κατεστράφη στο έτος 607 π.Χ., δηλαδή πάνω από εκατό χρόνια μετά την προφητεία του Ησαΐα που αναφέρεται στο Ησαΐας 61:1-3; Ναι, αυτό είναι αληθές, και η πόλις και η γη του Ιούδα έκειντο ερημωμένες και κατεστραμμένες επί εβδομήντα χρόνια, ως το έτος 537 π.Χ., οπότε οι πιστοί Ιουδαίοι που είχαν κρατηθή αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα απελευθερώθηκαν κι επέστρεψαν στη γη του Ιούδα κι άρχισαν ν’ ανοικοδομούν την Ιερουσαλήμ και τον ναό της. Και τώρα, όταν ο Ιησούς βαπτίσθηκε και χρίστηκε, είχαν περάσει εξήντα εννέα «εβδομάδες» ετών, δηλαδή 483 χρόνια, αφότου ο Ιουδαίος κυβερνήτης Νεεμίας γυιος του Αχαλία, άρχισε να επισκευάζη τα τείχη της ανοικοδομημένης Ιερουσαλήμ. (Δαν. 9:24-27) Κι έτσι, μήπως οι επαναπατρισμένοι Ιουδαίοι δεν έλαβαν πείραν του ‘ευπροσδέκτου ενιαυτού του Ιεχωβά’ εκείνη την εποχή με την ανοικοδόμησι της Ιερουσαλήμ, και δεν παρηγορήθηκαν οι πενθούντες με την ανοικοδόμησι του ναού στην αγία πόλι; Ναι, αλλά μόνο με ένα τυπικό τρόπο.
19. (α) Ποιο ήταν το ζωτικό πράγμα που έλειπε τότε το έτος 537 π.Χ.; (β) Τίνος η ιδία η παρουσία στη γη ήταν μεγάλη απόδειξις της ευδοκίας του Ιεχωβά, και για ποιο πράγμα πενθούσαν οι αιχμάλωτοι λάτρεις;
19 Τότε ήταν πράγματι μία περίοδος ευδοκίας ή ευνοίας, του Ιεχωβά και απεριορίστου παρηγορίας για τους πενθούντας λάτρεις. Αλλά το ζωτικό πράγμα που έλειπε ήταν η ‘παρουσία του προειπωμένου Κεχρισμένου δημοσίου Κήρυκος, Εκείνου που ήταν εξουσιοδοτημένος να υποδείξη τα εδάφια Ησαΐας 61:1-3 και να πη ότι αυτά εξεπληρώνοντο σ’ αυτόν! Ο βαπτισμένος Ιησούς, που δεν χρίστηκε απλώς μ’ ένα φυτικό έλαιο αλλά με το πνεύμα του Ιεχωβά, ήταν ο πρώτος που ανταποκρίθηκε πλήρως στις απαιτήσεις της προφητείας κι επομένως ο πρώτος που μπορούσε να ‘κηρύξη ενιαυτόν ευπρόσδεκτον του Ιεχωβά’. Τι μεγαλύτερη ένδειξις ευδοκίας ή ευνοίας του Ιεχωβά θα μπορούσε τότε να είναι από την ίδια την παρουσία στη γη του κεχρισμένου Υιού του Θεού για τους Ιουδαίους εκείνους που θα τον υπεδέχοντο ως τον παρά Θεού υποσχεμένο Μεσσία; Υπήρχε τότε ανάγκη επίσης να κηρυχθούν τ’ αγαθά νέα στους πράους, και ο Ιησούς Χριστός είχε αυτά τ’ αγαθά νέα και εκήρυξε τ’ αγαθά νέα της Βασιλείας του Θεού. Ήταν ανάγκη να παρηγορηθούν οι πενθούντες λάτρεις, οι πενθούντες όχι για την ερήμωσι της Ιερουσαλήμ και του ναού, αλλά για την κατάπτωσι της αγνής λατρείας του Ιεχωβά. Υπήρχαν αιχμάλωτοι που έπρεπε ν’ απελευθερωθούν, όχι από την αρχαία Βαβυλώνα, αλλ’ από ένα διεφθαρμένο θρησκευτικό σύστημα.
20. (α) Αντί της υλικής ευημερίας των, τι έπρεπε να τύχη φροντίδας στην εκπλήρωσι του Ησαΐας 61:1-3 στον λαό του Ιεχωβά; (β) Ποιος ήταν ο αντικειμενικός σκοπός τούτου όσον αφορά αυτούς και τον Θεό;
20 Η υλική ευημερία του λαού του Ιησού δεν ήταν το ουσιώδες πράγμα που απαιτούσε εκπλήρωσι των εδαφίων Ησαΐας 61:1-3. Τα όσα εξετίθεντο εκεί στην εντολή προς τον κεχρισμένο του Ιεχωβά επρόκειτο να εκπληρωθούν κατά ένα πνευματικό τρόπο. Η ευδοκία ή εύνοια του Ιεχωβά έπρεπε να εκδηλωθή με το να προμηθεύση πράγματα που ήσαν πιο ουσιώδη από τα υλικά πράγματα. Όχι απελευθέρωσις από την αρχαία Βαβυλώνα όπως στο έτος 537 π.Χ., αλλ’ απελευθέρωσις των αιχμαλώτων από την καταθλιπτική θρησκευτική δουλεία ήταν εκείνο που προσέφερε ο Ιεχωβά στον εκλεκτό του λαό διά του κεχρισμένου του Υιού Ιησού. Όχι απελευθέρωσις από υποτέλεια στην ειδωλολατρική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλ’ απελευθέρωσις από υποτέλεια στην αμαρτία και στην ποινή της, τον θάνατο, ήταν εκείνο που ο Ιεχωβά δείχνοντας την εύνοιά του επεφύλασσε διά της θυσίας του Υιού του Ιησού Χριστού. Αυτά ήσαν τα αληθινά πράγματα με τα οποία θα έπαυαν να πενθούν, θα ήσαν χαρούμενοι και θα αινούσαν τον Ιεχωβά ως Θεό. Τότε θα μπορούσαν να φέρουν καρπό δικαιοσύνης, σαν μεγάλα δένδρα φυτευμένα από τον Ιεχωβά, για να δοξασθή με την καρποφόρο ζωή αυτών των απελευθερωθέντων, θεοσεβών ανθρώπων.
21. (α) Ποιοι ωφελήθηκαν από εκείνη την ‘ευδοκία του Ιεχωβά’ μέσω του Μεσσίου; (β) Σε ποιο έργο έλαβαν εντολή να συμμετάσχουν από την Πεντηκοστή του 33 μ.Χ. κι έπειτα;
21 Ποιοι ωφελήθηκαν από εκείνη την ‘ευδοκίαν του Ιεχωβά’; Όχι το Ιουδαϊκό έθνος, μολονότι η ευκαιρία ήταν ολάνοιχτη για να επωφεληθούν από αυτήν· αλλ’ οι πραγματικά «πράοι», οι θρησκευτικώς πενθούντες, εκείνοι που αισθάνοντο την αιχμαλωσία των σ’ ένα ψευδές θρησκευτικό σύστημα, εκείνοι που έγιναν βαπτισμένοι ακόλουθοι του Κεχρισμένου του Ιεχωβά, του Ιησού. Αυτοί ήσαν εκείνοι που έλαβαν επίσης το χρίσμα με το πνεύμα του Θεού, ακριβώς όπως το είχε λάβει και ο πνευματικός Αρχηγός των Ιησούς. Έτσι αυτοί έλαβαν εντολή, όπως εκείνος, να συμμετάσχουν στο να πουν τα αγαθά νέα σε άλλους πράους και ν’ ανακουφίσουν τους τυφλωμένους αιχμαλώτους της ψευδούς θρησκείας και να παρηγορήσουν τους πενθούντας λόγω ελλείψεως θείας ευλογίας. Η μέρα της Πεντηκοστής του έτους 33 μ.Χ., με την έκχυσι του Αγίου πνεύματος στους ακολούθους του Ιησού, που είχαν συγκεντρωθή πάλι στην Ιερουσαλήμ, παρέσχε θαυματουργική απόδειξι ότι η ευδοκία ή εύνοια του Ιεχωβά ήταν σ’ αυτούς, όχι στο αυτοδικαιωμένο, άπιστο έθνος.—Πράξ. 1:12 έως 2:47.
‘Η ΗΜΕΡΑ ΕΚΔΙΚΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΗΜΩΝ’
22. (α) Γιατί οι κεχρισμένοι ακόλουθοι του Ιησού ήσαν πρόθυμοι να κηρύξουν το «έτος ευδοκίας»; (β) Ως ποιο μήκος χρόνου μπορούσε να είναι, περιωρισμένη εκείνη η ευδοκία, κι επομένως τι ήταν ανάγκη να κάμη ο λαός που βρισκόταν σε κίνδυνο;
22 Εκείνοι οι πιστοί κεχρισμένοι ακόλουθοι του Ιησού του Μεσσίου ήσαν πολύ πρόθυμοι να διακηρύξουν τον ‘ευπρόσδεκτον ενιαυτόν του Ιεχωβά’. Εγνώριζαν ότι ήρχετο επίσης μια ‘ημέρα εκδικήσεως του Θεού ημών’, και ότι αυτό εσήμαινε ότι το «έτος ευδοκίας» ήταν επομένως περιωρισμένο κι επρόκειτο να τελειώση, και μέσα στη γενεά των μάλιστα! Υπήρχε πραγματική διάκρισις της περιωρισμένης χρονικής περιόδου όταν ο Ιησούς περιέγραψε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ στο έτος 70 μ.Χ. και πρόσθεσε: «Δεν θέλει παρέλθει η γενεά αύτη, εωσού γείνωσι πάντα ταύτα». (Ματθ. 24:34) Παρόμοια κατανόησις του περιορισμένου διαθεσίμου χρόνου είχε τονισθή όταν ο απόστολος Πέτρος είπε σε υπερτρισχιλίους Ιουδαίους παρατηρητάς της εκχύσεως του αγίου πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής: «Σώθητε από της διεστραμμένης ταύτης γενεάς». (Πράξ. 2:37-40) Η διάρκεια του ‘ευπροσδέκτου ενιαυτού’ θα μπορούσε λοιπόν να είναι περιωρισμένη στο μήκος μιας ανθρωπίνης γενεάς, και το γεγονός αυτό θα καθιστούσε το έτος όχι πολύ μακρόν. Αυτό το γεγονός παρείχε ακόμη περισσοτέρους λόγους για τον κινδυνεύοντα λαό να επωφεληθή από τον «ευπρόσδεκτο ενιαυτόν» χωρίς αναβολή. Η καθυστέρησις μπορούσε ν’ αποβή μοιραία!
23. (α) Η παύσις της ευδοκίας του Θεού εσήμαινε την έναρξι ποιου πράγματος, σύμφωνα με την προφητεία του Ιησού στα εδάφια Λουκάς 21:22, 23; (β) Σύμφωνα μ’ αυτό τι είπε ο Παύλος για τους Ιουδαίους διώκτας;
23 Η παύσις της ευδοκίας του Θεού θα μπορούσε να σημαίνη μόνο την έναρξι της οργής του. Όταν ο Ιησούς μίλησε προφητικά για την πολιορκία της Ιερουσαλήμ και την καταστροφή της από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες το 70 μ.Χ., είπε: «Ημέραι εκδικήσεως είναι αύται, διά να εκπληρωθώσι πάντα τα γεγραμμένα. . . Διότι θέλει είσθαι μεγάλη στενοχωρία επί της γης, και οργή κατά του λαού τούτου». (Λουκ. 21:22, 23) Έτσι, ο Ιησούς εξεπλήρωνε την εντολή του ως Κεχρισμένου του Ιεχωβά να ‘κηρύξη . . . ημέραν εκδικήσεως του Θεού ημών’. Επρόκειτο για την εκδίκησι του Θεού εναντίον εκείνων που ηρνούντο να επωφεληθούν απ’ αυτόν τον «ευπρόσδεκτον ενιαυτόν». Μη προτιμώντας ν’ αποκτήσουν την ευδοκία του Θεού και την εύνοιά του με τον στοργικό του τρόπο, έκαμαν πράγματα για ν’ αυξήσουν ακόμη περισσότερο την εχθρότητά του προς αυτούς. Ο απόστολος Παύλος είπε τα εξής σχετικά με τους Ιουδαίους διώκτας: «Εμποδίζοντες ημάς να λαλήσωμεν προς τα έθνη διά να σωθώσι, διά να αναπληρώσωσι τας αμαρτίας εαυτών πάντοτε· έφθασε δε επ’ αυτούς η οργή μέχρι τέλους». (1 Θεσ. 2:16) Έτσι, εκείνοι που ισχυρίζοντο υποκριτικά ότι ήσαν ο εκλεκτός του λαός ήσαν εκείνοι που θα κατεστρέφοντο την ‘ημέρα της εκδικήσεως’ του Θεού.
24. Στη διάρκεια του ‘έτους ευδοκίας’ πώς η στάσις του Θεού αντηνακλάτο απ’ αυτά που έγραψε ο Παύλος στα εδάφια Ρωμαίους 10:1-4;
24 Στη διάρκεια του ‘έτους ευδοκίας’ η στάσις του Θεού απέναντι του έθνους Ισραήλ αντηνακλάτο από τη στάσι του Ιουδαίου Χριστιανού αποστόλου Παύλου, όταν έγραψε: «Αδελφοί, η επιθυμία της καρδίας μου και η δέησις η προς τον Θεόν υπέρ του Ισραήλ, είναι διά την σωτηρίαν αυτών. Διότι μαρτυρώ περί αυτών, ότι έχουσι ζήλον Θεού, αλλ’ ουχί κατ’ επίγνωσιν. Επειδή μη γνωρίζοντες την δικαιοσύνην του Θεού, και ζητούντες να συστήσωσι την ιδίαν αυτών δικαιοσύνην, δεν υπετάχθησαν εις την δικαιοσύνην του Θεού. Επειδή το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός προς δικαιοσύνην εις πάντα τον πιστεύοντα».—Ρωμ. 10:1-4.
25. Ποια ήταν η αντίδρασις των Ιουδαίων στην Αντιόχεια της Πισιδίας για την εκδήλωσι της εγκαρδίου καλής θελήσεως του Παύλου;
25 Αλλ’ αν και ο απόστολος Παύλος επέδειξε την εγκάρδια καλή του θέλησι προς το δικό του έθνος, δεν τους βρήκε διατεθειμένους να δεχθούν το μήνυμα της σωτηρίας, όπως συνέβη στην πείρα του στην Αντιόχεια της Πισιδίας, για την οποίαν αναγινώσκομε: «Ιδόντες δε οι Ιουδαίοι τα πλήθη επλήσθησαν φόνου και ηναντιούντο εις τα υπό του Παύλου λεγόμενα, αντιλέγοντες και βλασφημούντες. Ο Παύλος δε και ο Βαρνάβας λαλούντες μετά παρρησίας, είπον, Εις εσάς πρώτον ήτο αναγκαίον να λαληθή ο λόγος του Θεού· αλλ’ επειδή απορρίπτετε αυτόν, και δεν κρίνετε εαυτούς αξίους της αιωνίου ζωής, ιδού στρεφόμεθα εις τα έθνη». (Πράξ. 13:45, 46) Πιθανώς μερικοί από εκείνους τους εναντιουμένους Ιουδαίους πήγαν στον εορτασμό του Πάσχα στην Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., αλλά μόνον για ν’ απολεσθούν εκεί.
26. Όπως μια ημερολογιακή ημέρα εν συγκρίσει μ’ ένα έτος, πώς η ‘ημέρα εκδικήσεως’ παραβάλλεται σε μήκος με το ‘έτος ευδοκίας’; ή ‘ευπρόσδεκτον ενιαυτόν’;
26 Όπως μια μέρα εν συγκρίσει μ’ ένα έτος, η ‘ημέρα της εκδικήσεως’ την άνοιξι και το θέρος του έτους 70 μ.Χ. ήταν βραχεία εν συγκρίσει με τα σαράντα έτη της περιόδου ευδοκίας από τότε που εμφανίσθηκε ο Μεσσίας το έτος 29 μ.Χ. έως τον καιρό της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ που άρχισε στο έτος 70 μ.Χ. Και όμως η μακρότερη εκείνη περίοδος της θείας ευδοκίας έληξε, όχι τυχαία, αλλά στον καθωρισμένο καιρό του Θεού. Το ‘έτος ευδοκίας’ Του [ή ‘ευπρόσδεκτος ενιαυτός’] ήταν μακρότερο από τον καιρό της εκτελέσεως της εκδικήσεώς του, πράγμα που διασαφηνίζει πόσο υπομονητικός και μακρόθυμος είναι ο Θεός.
27. Στο τέλος ποιας χρονικής περιόδου πλησιάζομε και πώς δεν πρέπει να ενεργήσωμε έναντι στην υπομονή και τη μακροθυμία του Θεού;
27 Εφ’ όσον ο Θεός εμμένει στον ωρισμένο του καιρό για την εκδήλωσι της εκδικήσεώς του, δεν μπορούμε εμείς να υποτιμούμε την υπομονή και τη μακροθυμία του. Πρέπει να επωφελούμεθα απ’ αυτή σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίον επιδεικνύεται, δηλαδή, για τη σωτηρία μας. Έχομε καθήκον να εξετάσωμε το ερώτημα που τίθεται από τον απόστολο Παύλο στους καθ’ ομολογίαν Χριστιανούς της Ρώμης: «Ή καταφρονείς τον πλούτον της χρηστότητος αυτού και της υπομονής και της μακροθυμίας, αγνοών ότι η χρηστότης του Θεού σε φέρει εις μετάνοιαν;» (Ρωμ. 2:4) Τώρα επείγει ν’ αποφασίσωμε και να ενεργήσωμε πάνω σ’ αυτό το ερώτημα, διότι σήμερα πλησιάζομε στο τέλος του ‘ευπρόσδεκτου ενιαυτού’ του Ιεχωβά.
-
-
Ας Αποδείξωμε ότι Είμεθα «Άνθρωποι Ευδοκίας»Η Σκοπιά—1971 | 1 Φεβρουαρίου
-
-
3. (α) Όπως οι Ιουδαίοι των αποστολικών ημερών, σε ποιον καιρό ζούμε; (β) Ποιο μέρος του ‘σημείου . . . της συντελείας του συστήματος πραγμάτων’ λαμβάνει χώρα παγκοσμίως, από πότε και από ποιους;
3 Όπως οι Ιουδαίοι στους αποστολικούς καιρούς του πρώτου αιώνος μ.Χ., έτσι κι εμείς ζούμε στον καιρό της θείας ευδοκίας ή ευνοίας, στον «ευπρόσδεκτον ενιαυτόν του Ιεχωβά». (Ησ. 61:1, 2, ΜΝΚ) Όπως εκείνοι, έτσι κι εμείς ζούμε στο τέλος ενός συστήματος πραγμάτων. Ο Ιησούς Χριστός, όταν έλεγε την προφητεία του για το «σημείον . . . της συντέλειας του αιώνος», είπε στους αποστόλους: «Και θέλει κηρυχθή τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας εν όλη τη οικουμένη, προς μαρτυρίαν εις πάντα τα έθνη· και τότε θέλει ελθεί το τέλος». (Ματθ. 24:3, 14) Μήπως δεν κηρύττεται «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας» σε όλον τον κόσμο σήμερα; Κηρύττεται, όπως πιστοποιούν τα πράγματα. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα από το έτος 1914 μ.Χ., οπότε, όπως ακριβώς υπολογίσθηκε από τον Διεθνή Σύλλογο των Σπουδαστών της Γραφής, οι Καιροί των Εθνών, οι «προσδιωρισμένοι καιροί των εθνών», ετελείωσαν και ήλθε ο ωρισμένος καιρός του Θεού για να ιδρύση τη Μεσσιανική βασιλεία του στους ουρανούς για την απελευθέρωσι του ανθρωπίνου γένους. Από τότε, όχι η πλησιάζουσα βασιλεία του Θεού, αλλ’ η ιδρυμένη βασιλεία του Θεού, θα έπρεπε να κηρυχθή ως αγαθά νέα σε όλον τον κόσμο. Και έχει κηρυχθή έτσι! Από ποιους; Από τους μάρτυρας του Ιεχωβά.
4. (α) Όπως τον πρώτο αιώνα μ.Χ., αυτό το κήρυγμα του ευαγγελίου είναι απόδειξις ποιας στάσεως του Θεού; (β) Γιατί πρέπει να επωφεληθούμε απ’ αυτό;
4 Στον πρώτον αιώνα το κήρυγμα του Θείου αγγέλματος, «Μετανοείτε, διότι επλησίασεν η βασιλεία των ουρανών», αποτελούσε απόδειξι της θείας ευδοκίας προς το Ιουδαϊκό έθνος. (Ματθ. 3:1, 2· 4:12-17· Ησ. 9:1, 2) Ομοίως, σήμερα, το κήρυγμα της εγκαθιδρυμένης βασιλείας του Θεού από το έτος 1914 μ.Χ. υπήρξε απόδειξις της θείας ευδοκίας. Αυτό είναι ολοφάνερο αν ληφθή υπ’ όψιν ότι όταν τελειώση αυτό το κήρυγμα της Βασιλείας, «τότε θέλει ελθεί το τέλος», και αυτό το τέλος του παρόντος συστήματος πραγμάτων σημαίνει την «ημέραν εκδικήσεως του Θεού ημών». Διότι ενόσω κηρύττεται ακόμη «τούτο το ευαγγέλιον της βασιλείας», και μάλιστα σε μεγαλύτερη κλίμακα από μέρους των μαρτύρων του Ιεχωβά, αυτό αποτελεί απόδειξιν ότι εμείς αυτής της γενεάς ζούμε ακόμη στον ‘ευπρόσδεκτον ενιαυτόν του Ιεχωβά’. Ύστερ’ απ’ όλον αυτόν τον καιρό του κηρύγματος της Βασιλείας, αυτός ο «ενιαυτός» πρέπει να τελειώση, κι εμείς θα πρέπει να επωφεληθούμε από τον ‘ευπρόσδεκτον ενιαυτόν’ προτού ξεσπάση σε όλο αυτό το σύστημα πραγμάτων η ‘ημέρα της εκδικήσεως’. Το κάναμε αυτό ή θα το κάνωμε;
-