ΑΛΕΠΟΥ
[εβρ. κείμενο, σου‛άλ· ελλ. κείμενο, ἀλώπηξ].
Κυνοειδές ζώο που ξεχωρίζει από το μυτερό ρύγχος του, τα μεγάλα, όρθια, τριγωνικά αφτιά του και τη φουντωτή ουρά του. Η αλεπού φημίζεται για την πανουργία της, και ο Ιησούς Χριστός ίσως αναφερόταν σε αυτό το χαρακτηριστικό όταν αποκάλεσε τον Βασιλιά Ηρώδη “αυτή η αλεπού”. (Λου 13:32) Για να ξεφεύγει από τους εχθρούς της, η αλεπού βασίζεται στην πονηριά της μάλλον παρά στην ταχύτητά της, αν και έχει αναφερθεί ότι για μικρή απόσταση επιτυγχάνει ταχύτητες που ξεπερνούν τα 70 χλμ./ώ.
Οι σημερινοί αυτόχθονες κάτοικοι της Συρίας και της Παλαιστίνης δεν κάνουν πάντοτε διάκριση ανάμεσα στο τσακάλι και στην αλεπού, και πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι η εβραϊκή ονομασία σου‛άλ πιθανότατα περιλαμβάνει και την αλεπού (αλώπηξ η κοινή [Vulpes vulpes]) και το τσακάλι (θως ο χρυσός [Canis aureus]). Αρκετοί μεταφραστές της Αγίας Γραφής απέδωσαν ως «τσακάλι» τη λέξη σου‛άλ σε μερικές από τις περιπτώσεις στις οποίες εμφανίζεται.
Προειδοποιώντας κάποιον άνθρωπο που επιθυμούσε να τον ακολουθήσει, ο Ιησούς Χριστός τόνισε ότι οι αλεπούδες είχαν φωλιές, ενώ ο Γιος του ανθρώπου δεν είχε πουθενά να γείρει το κεφάλι του. (Ματ 8:20· Λου 9:58) Οι αλεπούδες, αν δεν χρησιμοποιήσουν μια φυσική σχισμή ή τη φωλιά κάποιου άλλου ζώου, την οποία βρίσκουν εγκαταλειμμένη ή ιδιοποιούνται, συνήθως σκάβουν τρύπες στο έδαφος και φτιάχνουν τις φωλιές τους.
Σύμφωνα με τους φυσιοδίφες, στην πραγματικότητα η αλεπού δεν είναι τόσο μεγάλος κλέφτης πουλερικών όσο λέγεται συνήθως. Το διαιτολόγιό της περιλαμβάνει έντομα, τρωκτικά και άλλα μικρά ζώα, πουλιά, θνησιμαία, χορτάρι και καρπούς. (Ασμ 2:15) Ο φυσιοδίφης του 18ου αιώνα Φ. Χάσελκβιστ ανέφερε ότι στα περίχωρα της Βηθλεέμ και σε άλλα μέρη χρειαζόταν να λαμβάνονται μέτρα για να αντιμετωπιστούν οι επιδρομές αλεπούδων στα αμπέλια όταν τα σταφύλια ήταν ώριμα. (Ταξίδια και Περιοδείες στο Λεβάντε [Voyages and Travels in the Levant], Λονδίνο, 1766, σ. 184) Πολλοί πιστεύουν ότι στο εδάφιο Ψαλμός 63:10, όπου αναφέρεται ότι οι σκοτωμένοι θα γίνουν μερίδα για τις αλεπούδες, υπονοείται το τσακάλι. Η απόδοση «αλεπούδες», ωστόσο, δεν είναι ακατάλληλη αν λάβουμε υπόψη ότι οι αλεπούδες τρέφονται και με θνησιμαία.
Οι Γραφές αφήνουν να εννοηθεί ότι οι αλεπούδες κατοικούν σε ερημωμένες περιοχές, ακόμη και σε ερείπια, μακριά από τα μέρη όπου διαμένουν άνθρωποι. (Θρ 5:18· Ιεζ 13:4) Αναφέρουν, επίσης, ότι ο Σαμψών χρησιμοποίησε 300 αλεπούδες για να κάψει τα σιτηρά, τα αμπέλια και τους ελαιώνες των Φιλισταίων (Κρ 15:4, 5) και ότι ο Τωβίας ο Αμμωνίτης κορόιδευε λέγοντας πως “ακόμη και μια αλεπού θα μπορούσε να γκρεμίσει το τείχος της Ιερουσαλήμ” που ανοικοδομούσαν οι επαναπατρισμένοι Ιουδαίοι.—Νε 4:3.