ΕΥΧΗ
Επίσημη υπόσχεση που δινόταν στον Θεό αναφορικά με την εκτέλεση κάποιας πράξης, την πραγματοποίηση κάποιας προσφοράς ή δωρεάς, την είσοδο σε κάποια υπηρεσία ή κατάσταση ή την αποχή από ορισμένα πράγματα τα οποία δεν ήταν αθέμιτα αυτά καθαυτά. Η ευχή ήταν οικειοθελής δήλωση που γινόταν αυτόβουλα. Εφόσον ήταν επίσημη υπόσχεση, είχε την ισχύ ενός όρκου, σε ορισμένες δε περιπτώσεις οι δύο λέξεις εμφανίζονται μαζί στην Αγία Γραφή. (Αρ 30:2· Ματ 5:33) Η «ευχή» αναφέρεται περισσότερο στη δήλωση της πρόθεσης, ενώ ο «όρκος» υπονοεί την επίκληση κάποιας ανώτερης αρχής ως πιστοποίηση της ειλικρίνειας ή της δεσμευτικής φύσης της δήλωσης. Πολλές φορές δίνονταν όρκοι κατά την πιστοποίηση μιας διαθήκης.—Γε 26:28· 31:44, 53.
Πρώτη φορά γίνεται λόγος για ευχή στα εδάφια Γένεση 28:20-22, όπου ο Ιακώβ υποσχέθηκε να δώσει στον Ιεχωβά το ένα δέκατο από όλα του τα υπάρχοντα αν ο Ιεχωβά παρέμενε μαζί του και τον οδηγούσε πίσω με ειρήνη, αποδεικνύοντας έτσι ότι ήταν ο Θεός του Ιακώβ. Ο Ιακώβ δεν έκανε διαπραγματεύσεις με τον Θεό, αλλά ήθελε να είναι βέβαιος ότι είχε την επιδοκιμασία Του. Όπως επισημαίνει το παράδειγμα αυτό, οι πατριάρχες έκαναν ευχές (βλέπε επίσης Ιωβ 22:27), και όπως συνέβη με τόσα άλλα πατριαρχικά έθιμα, ο Μωσαϊκός Νόμος δεν παρουσίασε ως καινοτομία αυτά τα ήδη υπάρχοντα λατρευτικά χαρακτηριστικά, αλλά τα οριοθέτησε και τα ρύθμισε.
Πολλές ευχές γίνονταν ως εκκλήσεις στον Θεό για την εύνοιά του και για την επιτυχία ενός εγχειρήματος, όπως στην περίπτωση του Ιακώβ. Ένα ανάλογο παράδειγμα είναι η ευχή που έκανε ο Ισραήλ να αφιερώσει στην καταστροφή τις πόλεις του Χαναναίου βασιλιά της Αράδ αν ο Ιεχωβά έδινε στον Ισραήλ τη νίκη. (Αρ 21:1-3) Ευχές γίνονταν και ως εκφράσεις αφοσίωσης στον Ιεχωβά και στην αγνή του λατρεία (Ψλ 132:1-5) ή για να δείξουν ότι ένα άτομο ξεχώριζε τον εαυτό του ή τα υπάρχοντά του για ειδική υπηρεσία. (Αρ 6:2-7) Οι γονείς μπορούσαν να κάνουν ευχές σε σχέση με τα παιδιά τους, όπως έκανε η Άννα όσον αφορά τον Σαμουήλ. (1Σα 1:11· παράβαλε Κρ 11:30, 31, 39.) Στις περιπτώσεις αυτές τα παιδιά συνεργάζονταν για την εκπλήρωση της ευχής.
Εθελοντικές μεν, Αλλά Δεσμευτικές από τη Στιγμή που Γίνονταν. Οι ευχές ήταν απολύτως εθελοντικές. Εντούτοις, από τη στιγμή που κάποιος έκανε μια ευχή, υποχρεωνόταν από το θεϊκό νόμο να την εκπληρώσει. Γι’ αυτό, λεγόταν ότι η ευχή “δέσμευε την ψυχή του” ανθρώπου, με την έννοια ότι η ζωή του η ίδια αποτελούσε εγγύηση για την πραγματοποίηση του λόγου του. (Αρ 30:2· βλέπε επίσης Ρω 1:31, 32.) Εφόσον διακυβευόταν η ίδια η ζωή, καταλαβαίνουμε γιατί η Γραφή συνιστούσε να επιδεικνύει κανείς εξαιρετική σύνεση προτού κάνει ευχή, λαβαίνοντας προσεκτικά υπόψη τις υποχρεώσεις που θα αναλάμβανε. Ο Νόμος ανέφερε: «Σε περίπτωση που ευχηθείς ευχή στον Ιεχωβά . . . ο Θεός . . . εξάπαντος θα σου τη ζητήσει και αυτό θα αποτελούσε αμαρτία από μέρους σου. Σε περίπτωση, όμως, που παραλείψεις να κάνεις ευχή, αυτό δεν θα αποτελέσει αμαρτία από μέρους σου».—Δευ 23:21, 22.
Όπως δήλωσε αργότερα ο Συναθροιστής: «Ό,τι ευχηθείς εκπλήρωσέ το. Καλύτερα να μην ευχηθείς, παρά να ευχηθείς και να μην εκπληρώσεις. Μην επιτρέψεις στο στόμα σου να κάνει τη σάρκα σου να αμαρτήσει ούτε να πεις μπροστά στον άγγελο ότι ήταν λάθος». (Εκ 5:4-6) Μια ευχή που γινόταν απερίσκεπτα λόγω στιγμιαίου ενθουσιασμού ή απλής συγκίνησης θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει παγίδα. (Παρ 20:25) Υπό το Νόμο, όποιος έκανε τέτοια αστόχαστη ευχή ήταν ένοχος ενώπιον του Θεού και υποχρεούνταν να παρουσιάσει προσφορά για ενοχή εξαιτίας της αμαρτίας του. (Λευ 5:4-6) Σε τελική ανάλυση, η ευχή δεν έχει καμιά αξία στα μάτια του Θεού αν δεν είναι σε αρμονία με τους δίκαιους νόμους του και δεν πηγάζει από το σωστό είδος καρδιάς και πνεύματος.—Ψλ 51:16, 17.
Ευχές γυναικών, υπό το Νόμο. Οι νόμοι που ρύθμιζαν τις ευχές των γυναικών καταγράφονται στα εδάφια Αριθμοί 30:3-15: Η ευχή μιας κόρης ήταν δεσμευτική εφόσον ο πατέρας της άκουγε την ευχή και δεν έφερνε καμιά αντίρρηση. Σε αντίθετη περίπτωση, μπορούσε να της ακυρώσει την ευχή. Παρόμοια, η ευχή μιας συζύγου (ή μιας αρραβωνιασμένης κοπέλας) απαιτούσε την επικύρωση του συζύγου της (ή του αρραβωνιαστικού της). Αν ο άντρας ακύρωνε την ευχή αφού πρώτα την είχε εγκρίνει, τότε θα βάσταζε αυτός το σφάλμα της γυναίκας. (Αρ 30:14, 15) Στην περίπτωση μιας χήρας ή διαζευγμένης, «καθετί με το οποίο δέσμευσε την ψυχή της θα ισχύει εναντίον της».—Αρ 30:9.
Διαχείριση Ευχηθέντων Πραγμάτων. Ως εκπλήρωση ευχής, μπορούσε να προσφερθεί στον Ιεχωβά οποιοδήποτε άτομο ή απόκτημα, περιλαμβανομένης και γης, με εξαίρεση ό,τι είχε ήδη ξεχωριστεί για Εκείνον από το Νόμο—τα πρωτότοκα, οι πρώτοι καρποί, τα δέκατα κτλ. (Λευ 27:26, 30, 32) Ό,τι είχε ευχηθεί κάποιος να προσφέρει ως «αγιασμένο» (εβρ., κόδες, κάτι ξεχωρισμένο ως άγιο, για ιερή χρήση) μπορούσε να το απολυτρώσει με την καταβολή συγκεκριμένου αντίτιμου στο αγιαστήριο (εξαιρουμένων των καθαρών ζώων). (Λευ 27:9-27) Εντούτοις, ό,τι ήταν «αφιερωμένο» (εβρ., χέρεμ) δεν ήταν δυνατόν να απολυτρωθεί, αλλά έπρεπε να παραμείνει αποκλειστικά και μόνιμα στην κατοχή του αγιαστηρίου ή, αν είχε αφιερωθεί στην καταστροφή, έπρεπε οπωσδήποτε να καταστραφεί.—Λευ 27:28, 29.
Εσφαλμένες ή Ακάθαρτες Ευχές. Οι ευχές των ειδωλολατρικών θρησκειών περιλάμβαναν πολλές φορές ακάθαρτες, ανήθικες πράξεις. Σε όλη τη Φοινίκη, τη Συρία και τη Βαβυλώνα, τα έσοδα των ιερόδουλων στους ναούς αφιερώνονταν στα είδωλα ή στους ναούς. Τέτοιες έκφυλες ευχές θεωρούνταν παράνομες στον Ισραήλ: «Δεν πρέπει να φέρεις το μίσθωμα πόρνης ή την τιμή σκύλου [πιθανώς, παιδεραστή (σοδομίτη)] στον οίκο του Ιεχωβά του Θεού σου για κάποια ευχή».—Δευ 23:18, υποσ.
Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ο Ιερεμίας υπενθύμισε στους Ιουδαίους που βρίσκονταν στην Αίγυπτο ότι μια από τις αιτίες για τις οποίες υπέστησαν τη συμφορά ήταν ότι έκαναν ευχές στη «βασίλισσα των ουρανών» και της πρόσφεραν θυσίες. Οι γυναίκες που πρωτοστατούσαν σε αυτή τη μορφή ειδωλολατρίας έσπευσαν να επισημάνουν ότι οι ευχές και η λατρεία τους προς τη «βασίλισσα των ουρανών» είχαν την έγκριση των συζύγων τους και ότι ήταν αποφασισμένες να εκπληρώσουν τις ευχές τους προς εκείνη τη θεά. Πρόβαλαν δηλαδή τη δικαιολογία ότι ενεργούσαν σε αρμονία με το Νόμο που ρύθμιζε τις ευχές των γυναικών (Αρ 30:10-15), αλλά ο Ιερεμίας καταδίκασε τις πράξεις τους δείχνοντας ότι στην ουσία αποτελούσαν παράβαση του νόμου, εφόσον ήταν ειδωλολατρικές.—Ιερ 44:19, 23-25· 2Κο 6:16-18.
Υποκριτικές ευχές. Μετά την εξορία οι Ιουδαίοι δεν ολίσθησαν ξανά σε απροκάλυπτη ειδωλολατρία. Εντούτοις, “κατέστησαν το λόγο του Θεού άκυρο εξαιτίας της παράδοσής τους”. Το δόλιο σκεπτικό που εφάρμοζαν στην ερμηνεία του Νόμου επηρέασε τόσο το ζήτημα των ευχών όσο και άλλα χαρακτηριστικά της λατρείας, καθώς οι θρησκευτικοί τους ηγέτες δίδασκαν υποκριτικά «εντολές ανθρώπων ως δόγματα». (Ματ 15:6-9) Για παράδειγμα, η Ιουδαϊκή παράδοση δήλωνε ότι, αν κάποιος έλεγε στον πατέρα του ή στη μητέρα του: «Ό,τι έχω με το οποίο θα μπορούσες να ωφεληθείς από εμένα είναι δώρο αφιερωμένο στον Θεό» (μια διακήρυξη αφιέρωσης ή καθαγιασμού), έκανε έτσι ευχή να καθαγιάσει για τον Θεό όλα όσα είχε αναφέρει, και επομένως δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα πράγματα αυτά για να βοηθήσει τους γονείς του. Αυτό βασιζόταν στη θεωρία ότι τα εν λόγω αποκτήματά του βρίσκονταν πια στη δικαιοδοσία του ναού πρωτίστως, μολονότι ο ίδιος είχε στην ουσία όλο το ελεύθερο να τα κρατήσει για τον εαυτό του.—Ματ 15:5, 6.
Θυσίες που Σχετίζονταν με Ευχές. Υπό το Νόμο, μερικές φορές προσφερόταν μαζί με άλλες θυσίες και ένα ολοκαύτωμα, προκειμένου να υποδηλώσει πλήρη αφιέρωση καθώς και έκκληση προς τον Ιεχωβά για να δεχτεί ευνοϊκά τη θυσία. (Λευ 8:14, 18· 16:3) Κάτι ανάλογο ίσχυε και για τις ευχές. (Αρ 6:14) Ολοκαυτώματα προσφέρονταν ως θυσία για την εκπλήρωση ειδικών ευχών. (Αρ 15:3· Ψλ 66:13) Στην περίπτωση δε που κάποιος έκανε «προσφορά συμμετοχής στον Ιεχωβά προκειμένου να εκπληρώσει μια ευχή», η απαίτηση ήταν να προσφέρει ένα ζώο χωρίς κανένα ελάττωμα, μέρος του οποίου καιγόταν πάνω στο θυσιαστήριο.—Λευ 22:21, 22· 3:1-5.
Όσο για την ευχή που έκανε ο Ιεφθάε προτού πολεμήσει τους Αμμωνίτες (Κρ 11:29-31), βλέπε ΙΕΦΘΑΕ.
Τήρηση του Νόμου Περί Ευχών από τον Παύλο. Ο απόστολος Παύλος είχε κάνει μια ευχή—δεν είναι βέβαιο αν επρόκειτο για ευχή Ναζηραίου ούτε αναφέρεται αν είχε κάνει την ευχή προτού γίνει Χριστιανός. Ίσως να ολοκλήρωσε την περίοδο της ευχής του στις Κεγχρεές, κοντά στην Κόρινθο, όταν έκοψε τα μαλλιά του (Πρ 18:18) ή, όπως πιστεύουν κάποιοι, όταν πήγε στο ναό της Ιερουσαλήμ με τέσσερις άλλους οι οποίοι εκπλήρωναν τις ευχές τους. Εντούτοις, αυτή η τελευταία ενέργεια έγινε από τον Παύλο καθ’ υπόδειξη του Χριστιανικού κυβερνώντος σώματος για να καταδειχτεί ότι ο Παύλος βάδιζε εύτακτα και δεν δίδασκε την ανυπακοή στο Νόμο, όπως έλεγαν οι φήμες που είχαν φτάσει στα αφτιά μερικών Ιουδαίων Χριστιανών. Ήταν συνηθισμένο να πληρώνει κάποιος για άλλους τα έξοδα που περιλαμβάνονταν στον τελετουργικό καθαρισμό κατά τη λήξη της περιόδου μιας ευχής, όπως έκανε στην περίπτωση αυτή ο Παύλος.—Πρ 21:20-24.
Όσο για το λόγο για τον οποίο ο απόστολος Παύλος και οι συνεργάτες του στο Χριστιανικό κυβερνών σώμα ενέκριναν την εκτέλεση ορισμένων χαρακτηριστικών του Νόμου, παρότι ο Νόμος είχε παραμεριστεί μέσω της θυσίας του Ιησού Χριστού, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα: Ο Νόμος είχε δοθεί από τον Ιεχωβά Θεό στο λαό του τον Ισραήλ. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος είπε: «Ο Νόμος είναι πνευματικός», και όσον αφορά τις διατάξεις του είπε: «Ο Νόμος . . . είναι άγιος, και η εντολή είναι άγια και δίκαιη και καλή». (Ρω 7:12, 14) Επομένως, οι Χριστιανοί δεν καταφρονούσαν το ναό και τις υπηρεσίες που εκτελούνταν εκεί ούτε τα υποτιμούσαν ως εσφαλμένα. Αυτά δεν συνδέονταν με την ειδωλολατρία. Επιπρόσθετα, πολλές από τις διαδικασίες του Νόμου είχαν ριζωθεί βαθιά εν είδει εθίμου ανάμεσα στους Ιουδαίους. Επιπλέον, εφόσον ο Νόμος δεν ήταν απλώς θρησκευτικός αλλά ήταν και ο νόμος της χώρας, κάποια πράγματα, όπως οι περιορισμοί για την εργασία τα Σάββατα, ήταν υποχρεωτικό να τηρούνται από όλους όσους ζούσαν στη χώρα.
Καθώς όμως εξετάζουμε αυτό το ζήτημα, το κύριο σημείο που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι οι Χριστιανοί δεν απέβλεπαν στα πράγματα αυτά για σωτηρία. Ο απόστολος Παύλος εξήγησε ότι ορισμένα πράγματα, όπως η βρώση κρέατος ή λαχανικών, η τήρηση ορισμένων ημερών ως σπουδαιότερων από κάποιες άλλες, ακόμη και η βρώση κρέατος που είχε προσφερθεί σε είδωλα προτού δοθεί για κανονική πώληση στις αγορές, ήταν ζήτημα συνείδησης. Σύμφωνα με όσα έγραψε ο ίδιος, «ένας κρίνει ότι μια ημέρα είναι ανώτερη από μια άλλη· άλλος κρίνει ότι μια ημέρα είναι όπως όλες οι άλλες· ο καθένας ας είναι πλήρως πεπεισμένος στο δικό του νου. Αυτός που τηρεί την ημέρα την τηρεί για τον Ιεχωβά. Επίσης, αυτός που τρώει τρώει για τον Ιεχωβά, γιατί λέει ευχαριστήρια προσευχή στον Θεό· και αυτός που δεν τρώει δεν τρώει για τον Ιεχωβά και εντούτοις λέει ευχαριστήρια προσευχή στον Θεό». Κατόπιν συνόψισε το επιχείρημά του διατυπώνοντας την εξής αρχή: «Διότι η βασιλεία του Θεού δεν σημαίνει φαγητό και ποτό, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά με άγιο πνεύμα», και κατέληξε: «Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που δεν θέτει τον εαυτό του σε κρίση με αυτό που επιδοκιμάζει. Αλλά αν έχει αμφιβολίες, είναι ήδη καταδικασμένος αν φάει, επειδή δεν τρώει από πίστη. Πράγματι, ό,τι δεν είναι από πίστη είναι αμαρτία».—Ρω 14:5, 6, 17, 22, 23· 1Κο 10:25-30.
Ο Βιβλικός λόγιος Άλμπερτ Μπαρνς κάνει ένα διαφωτιστικό σχόλιο σχετικά με αυτό το σημείο στο έργο του Σημειώσεις, Επεξηγηματικές και Χρήσιμες, στις Πράξεις των Αποστόλων ([Notes, Explanatory and Practical, on the Acts of the Apostles] 1858). Αναφερόμενος στο εδάφιο Πράξεις 21:20—το οποίο λέει: «Αφού το άκουσαν αυτό [μια αφήγηση για το πώς ευλογούσε ο Θεός τη διακονία του Παύλου στα έθνη], άρχισαν να δοξάζουν τον Θεό και του είπαν: “Βλέπεις, αδελφέ, πόσες χιλιάδες είναι ανάμεσα στους Ιουδαίους αυτοί που πίστεψαν· και είναι όλοι ζηλωτές για το Νόμο”»—ο Μπαρνς παρατηρεί: «Εδώ γίνεται μνεία για το νόμο που αφορά την περιτομή, τις θυσίες, τις διακρίσεις μεταξύ κρεάτων και μεταξύ ημερών, τις γιορτές, κτλ. Μπορεί να προκαλεί εντύπωση το ότι αυτοί εξακολουθούσαν να τηρούν εκείνο το τελετουργικό, καθόσον ο έκδηλος σκοπός της Χριστιανοσύνης ήταν να το καταργήσει. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι: (1.) Το τελετουργικό εκείνο είχε καθοριστεί από τον Θεό και αυτοί είχαν εκπαιδευτεί να το τηρούν. (2.) Οι απόστολοι συμμορφώνονταν με αυτό ενόσω παρέμεναν στην Ιερουσαλήμ και δεν θεωρούσαν ότι η καλύτερη τακτική ήταν η σφοδρή εναντίωσή τους προς αυτό. [Πρ 3:1· Λου 24:53] (3.) Δεν είχε τεθεί ποτέ θέμα για την τήρησή του στην Ιερουσαλήμ. Το ζήτημα είχε εγερθεί μόνο μεταξύ Εθνικών που είχαν μεταστραφεί στη Χριστιανοσύνη, και δικαίως, διότι, αν το τελετουργικό αυτό έπρεπε να τηρείται, θα έπρεπε να επιβληθεί σε αυτούς από ανώτερη αρχή. (4.) Η απόφαση του συμβουλίου (κεφ. 15) αφορούσε μόνο τους Εθνικούς που είχαν μεταστραφεί στη Χριστιανοσύνη. [Πρ 15:23] . . . (5.) Έπρεπε να εξυπακούεται πως, καθώς η Χριστιανική θρησκεία γινόταν καλύτερα κατανοητή—καθώς δηλαδή η ευρεία, ελεύθερη και [οικουμενική] φύση της αναπτυσσόταν όλο και πιο πολύ—οι ιδιαίτεροι θεσμοί του Μωυσή οπωσδήποτε θα παραμερίζονταν, χωρίς αναστάτωση και χωρίς σάλο. Αν το ζήτημα αυτό είχε εγερθεί [δημόσια] στην Ιερουσαλήμ, θα είχε ξεσηκώσει τη δεκαπλάσια εναντίωση στη Χριστιανοσύνη, θα είχε διαχωρίσει τη Χριστιανική εκκλησία σε φατρίες και θα είχε επιβραδύνει κατά πολύ την πρόοδο του Χριστιανικού δόγματος. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι: (6.) Σύμφωνα με τις διευθετήσεις της Θείας Πρόνοιας, πλησίαζε ο καιρός κατά τον οποίο θα καταστρεφόταν ο ναός, η πόλη και το έθνος, θα έπαυαν οι θυσίες και θα τερματιζόταν αποτελεσματικά και διαπαντός η τήρηση του Μωσαϊκού τελετουργικού. Εφόσον η καταστροφή αυτή ήταν τόσο κοντά, και εφόσον θα ήταν ένα τόσο αποτελεσματικό επιχείρημα κατά της τήρησης του Μωσαϊκού τελετουργικού, η Μεγάλη Κεφαλή της εκκλησίας δεν επέτρεψε να εγερθεί άσκοπα μεταξύ των μαθητών στην Ιερουσαλήμ το ζήτημα σχετικά με αυτή την υποχρέωση».