ΔΙΑΖΥΓΙΟ
Η νομική διάλυση της γαμήλιας ένωσης, και ως εκ τούτου, η διάσπαση του γαμήλιου δεσμού ανάμεσα σε έναν σύζυγο και στη σύζυγό του. Διάφορες λέξεις των πρωτότυπων γλωσσών που αποδίδονται «διαζεύγομαι» σημαίνουν κατά κυριολεξία «αποπέμπω» (Δευ 22:19, υποσ.), «απελευθερώνω» (Ματ 1:19· 19:3 [ἀπολύω, Κείμενο]), «αποβάλλω· διώχνω» (Λευ 22:13, υποσ.) και «εκκόπτω».—Παράβαλε Δευ 24:1, 3, όπου η έκφραση «πιστοποιητικό διαζυγίου» σημαίνει κατά κυριολεξία «βιβλίο εκκοπής».
Όταν ο Ιεχωβά ένωσε τον Αδάμ και την Εύα με τα δεσμά του γάμου, δεν έκανε καμιά πρόβλεψη για διαζύγιο. Ο Ιησούς Χριστός το διασαφήνισε αυτό όταν απάντησε στο ερώτημα των Φαρισαίων: «Είναι νόμιμο να διαζευχθεί ένας άνθρωπος τη σύζυγό του για οποιαδήποτε αιτία;» Ο Χριστός έδειξε ότι ο σκοπός του Θεού για τον άνθρωπο ήταν να αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του και να προσκολληθεί στη σύζυγό του, ώστε να γίνουν οι δύο μία σάρκα. Κατόπιν ο Ιησούς πρόσθεσε: «Ώστε δεν είναι πια δύο, αλλά μία σάρκα. Άρα λοιπόν, αυτό που ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος να μην το χωρίζει». (Ματ 19:3-6· παράβαλε Γε 2:22-24.) Στη συνέχεια οι Φαρισαίοι ρώτησαν: «Γιατί, λοιπόν, όρισε ο Μωυσής να της δώσει κανείς πιστοποιητικό αποπομπής και να τη διαζευχθεί;» Απαντώντας, ο Χριστός είπε: «Ο Μωυσής λαβαίνοντας υπόψη τη σκληροκαρδία σας σάς έκανε την παραχώρηση να διαζεύγεστε τις συζύγους σας, αλλά δεν ήταν έτσι τα πράγματα από την αρχή».—Ματ 19:7, 8.
Μολονότι κατά παραχώρηση επιτρεπόταν το διαζύγιο στους Ισραηλίτες για διάφορες αιτίες, ο Ιεχωβά Θεός περιέλαβε σχετικές ρυθμίσεις στο Νόμο του τον οποίο έδωσε στον Ισραήλ μέσω του Μωυσή. Το εδάφιο Δευτερονόμιο 24:1 λέει: «Σε περίπτωση που κάποιος άντρας πάρει μια γυναίκα και την κάνει ιδιοκτησία του ως σύζυγο, αν αυτή δεν βρει εύνοια στα μάτια του επειδή εκείνος βρήκε κάτι απρεπές από μέρους της, τότε θα της γράψει πιστοποιητικό διαζυγίου και θα το βάλει στο χέρι της και θα την αποπέμψει από το σπίτι του». Τι ακριβώς εννοούνταν με τη φράση «κάτι απρεπές» (κατά κυριολεξία, «τη γυμνότητα ενός πράγματος») δεν διευκρινίζεται. Το ότι δεν εννοούνταν μοιχεία υποδηλώνεται από το γεγονός ότι ο νόμος του Θεού προς τον Ισραήλ προέβλεπε τη θανάτωση όσων ήταν ένοχοι μοιχείας, όχι απλώς την αποπομπή τους με διαζύγιο. (Δευ 22:22-24) Είναι σαφές ότι αρχικά η “απρέπεια” που θα παρείχε στον Εβραίο σύζυγο κάποια βάση για να διαζευχθεί τη σύζυγό του αφορούσε σοβαρά ζητήματα, όπως το να εκδήλωνε η σύζυγος χονδροειδή έλλειψη σεβασμού προς το σύζυγό της ή το να ντρόπιαζε το σπιτικό. Εφόσον ο Νόμος όριζε ότι «πρέπει να αγαπάς το συνάνθρωπό σου όπως τον εαυτό σου», δεν είναι λογικό να υποθέσουμε ότι κάποιος μπορούσε να χρησιμοποιήσει ατιμωρητί διάφορα μικροσφάλματα ως δικαιολογίες για να διαζευχθεί τη σύζυγό του.—Λευ 19:18.
Στις ημέρες του Μαλαχία πολλοί Ιουδαίοι σύζυγοι φέρονταν δόλια στις συζύγους τους, καθώς τις διαζεύγονταν για κάθε είδους αιτία, απαλλασσόμενοι από τις συζύγους της νεότητάς τους, ίσως για να παντρευτούν νεότερες, ειδωλολάτρισσες γυναίκες. Αντί να υποστηρίζουν το νόμο του Θεού, οι ιερείς το επέτρεπαν αυτό, και ο Ιεχωβά ήταν πολύ δυσαρεστημένος. (Μαλ 2:10-16) Το ότι οι Ιουδαίοι άντρες χρησιμοποιούσαν πολλές αιτίες διαζυγίου όταν ο Ιησούς Χριστός ήταν στη γη υποδηλώνεται από το ερώτημα που του έθεσαν οι Φαρισαίοι: «Είναι νόμιμο να διαζευχθεί ένας άνθρωπος τη σύζυγό του για οποιαδήποτε αιτία;»—Ματ 19:3.
Μεταξύ των Ισραηλιτών, ο άντρας πλήρωνε συνήθως νυφικό τίμημα για τη γυναίκα που γινόταν σύζυγός του, και αυτή θεωρούνταν ιδιοκτησία του. Αν και η σύζυγος απολάμβανε πολλές ευλογίες και προνόμια, ο ρόλος της στη γαμήλια ένωση ήταν υποδεέστερος. Η θέση της καταδεικνύεται περαιτέρω στα εδάφια Δευτερονόμιο 24:1-4, τα οποία επισήμαιναν ότι ο σύζυγος θα μπορούσε να διαζευχθεί τη σύζυγό του, αλλά δεν ανέφεραν πουθενά ότι η σύζυγος μπορούσε να διαζευχθεί το σύζυγό της. Εφόσον θεωρούνταν ιδιοκτησία του, δεν μπορούσε να τον διαζευχθεί. Από ιστορικής πλευράς, η πρώτη καταγραμμένη περίπτωση γυναίκας στον Ισραήλ που προσπάθησε να διαζευχθεί το σύζυγό της ήταν η περίπτωση της αδελφής του Βασιλιά Ηρώδη, της Σαλώμης, η οποία έστειλε στο σύζυγό της, τον κυβερνήτη της Ιδουμαίας, διαζευκτήριο με το οποίο διέλυε το γάμο τους. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 259 [vii, 10]) Το ότι είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τέτοιες περιπτώσεις διαζυγίου με την πρωτοβουλία της γυναίκας όταν ο Ιησούς ήταν στη γη ή το ότι εκείνος πρόβλεψε αυτή την εξέλιξη μπορεί να υπονοείται από τα λόγια του Χριστού: «Αν μια γυναίκα, αφού διαζευχθεί το σύζυγό της, παντρευτεί άλλον, μοιχεύει».—Μαρ 10:12.
Πιστοποιητικό Διαζυγίου. Δεν πρέπει να συμπεράνουμε, κρίνοντας από την κατάχρηση που γινόταν μετέπειτα, ότι η αρχική παραχώρηση που έκανε ο Μωσαϊκός Νόμος όσον αφορά το διαζύγιο καθιστούσε εύκολο για τον Ισραηλίτη σύζυγο να διαζευχθεί τη σύζυγό του. Προκειμένου να κάνει κάτι τέτοιο, αυτός έπρεπε να προβεί σε επίσημες ενέργειες. Ήταν απαραίτητο να συντάξει ένα έγγραφο, να «της γράψει πιστοποιητικό διαζυγίου». Ο σύζυγος που κινούσε τις σχετικές διαδικασίες έπρεπε να “το βάλει στο χέρι της και να την αποπέμψει από το σπίτι του”. (Δευ 24:1) Παρότι οι Γραφές δεν αναφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες γύρω από αυτή τη διαδικασία, προφανώς αυτή η νομική ενέργεια περιλάμβανε συνεννόηση με αρμόδιους άντρες, οι οποίοι μπορεί να προσπαθούσαν στην αρχή να επιτύχουν τη συμφιλίωση. Ο χρόνος που απαιτούνταν για να ετοιμαστεί το πιστοποιητικό και να ισχύσει νομικά το διαζύγιο θα έδινε στο σύζυγο που κινούσε τις σχετικές διαδικασίες την ευκαιρία να επανεξετάσει την απόφασή του. Θα έπρεπε να υπάρχει βάση για το διαζύγιο, η δε σωστή εφαρμογή του κανονισμού λογικά θα απέτρεπε τις βεβιασμένες ενέργειες για την έκδοση διαζυγίων. Με αυτόν τον τρόπο προστατεύονταν επίσης τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της συζύγου. Οι Γραφές δεν αποκαλύπτουν τι αναγραφόταν στο «πιστοποιητικό διαζυγίου».
Νέος Γάμος των Διαζευγμένων Συντρόφων. Τα εδάφια Δευτερονόμιο 24:1-4 όριζαν επίσης ότι η διαζευγμένη γυναίκα «θα φύγει από το σπίτι του και θα πάει να γίνει γυναίκα άλλου άντρα», πράγμα που σημαίνει ότι είχε το δικαίωμα να ξαναπαντρευτεί. Επίσης έλεγαν: «Αν ο δεύτερος άντρας τη μισήσει και της γράψει πιστοποιητικό διαζυγίου και το βάλει στο χέρι της και την αποπέμψει από το σπίτι του ή σε περίπτωση που ο δεύτερος άντρας, ο οποίος την πήρε σύζυγό του, πεθάνει, δεν θα επιτραπεί στον πρώτο ιδιοκτήτη της, ο οποίος την απέπεμψε, να την ξαναπάρει πίσω, ώστε να γίνει σύζυγός του αφού αυτή θα έχει μολυνθεί· διότι αυτό είναι απεχθές ενώπιον του Ιεχωβά, και δεν πρέπει να οδηγήσεις στην αμαρτία τη γη που σου δίνει ως κληρονομιά ο Ιεχωβά ο Θεός σου». Ο πρώην σύζυγος απαγορευόταν να ξαναπάρει τη διαζευγμένη σύζυγό του πίσω, ίσως για να αποκλειστεί η πιθανότητα οποιασδήποτε ραδιουργίας ανάμεσα στον ίδιο και σε αυτή την ξαναπαντρεμένη σύζυγό του που θα αποσκοπούσε στο να εξωθήσει αυτή το δεύτερο σύζυγό της να τη διαζευχθεί ή να προκαλέσει το θάνατό του, πράγμα το οποίο θα της επέτρεπε να ξαναπαντρευτεί τον προηγούμενο σύζυγό της. Αν ο πρώην γαμήλιος σύντροφός της την έπαιρνε πίσω, αυτό θα ήταν κάτι ακάθαρτο στα μάτια του Θεού. Ο πρώτος σύζυγος θα φαινόταν ανόητος επειδή την είχε αποπέμψει ως γυναίκα στην οποία είχε βρει «κάτι απρεπές» και ύστερα, αφού αυτή είχε ενωθεί νόμιμα με κάποιον άλλον άντρα και είχε χρησιμοποιηθεί ως σύζυγός του, την πήρε και πάλι πίσω.
Αναμφίβολα, το ίδιο το γεγονός ότι ο πρώτος σύζυγος δεν μπορούσε να ξαναπαντρευτεί τη διαζευγμένη του σύζυγο αφότου εκείνη γινόταν γυναίκα άλλου άντρα—ακόμη και αν αυτός ο άντρας τής έδινε διαζύγιο ή πέθαινε—έκανε το σύζυγο που σκόπευε να κινήσει διαδικασίες διαζυγίου να το σκεφτεί σοβαρά προτού προβεί σε τερματισμό του γάμου. (Ιερ 3:1) Ωστόσο, δεν αναφέρεται ότι υπήρχε κάτι που θα τον εμπόδιζε να ξαναπαντρευτεί τη διαζευγμένη του σύζυγο αν αυτή δεν είχε ξαναπαντρευτεί μετά τη νομική διάσπαση του γαμήλιου δεσμού τους.
Εξαποστέλλονται οι Ειδωλολάτρισσες Σύζυγοι. Προτού οι Ισραηλίτες μπουν στην Υποσχεμένη Γη, τους ειπώθηκε να μη συμπεθερέψουν με τους ειδωλολάτρες κατοίκους της. (Δευ 7:3, 4) Εντούτοις, στις ημέρες του Έσδρα, οι Ιουδαίοι είχαν πάρει αλλοεθνείς συζύγους, και προσευχόμενος στον Θεό, ο Έσδρας αναγνώρισε την ενοχή τους σε αυτό το ζήτημα. Ανταποκρινόμενοι στην προτροπή του και αναγνωρίζοντας το λάθος τους, οι άντρες του Ισραήλ που είχαν πάρει αλλοεθνείς συζύγους εξαπέστειλαν «συζύγους και γιους».—Εσδ 9:10–10:44.
Ωστόσο, οι Χριστιανοί, οι οποίοι προέρχονται από όλα τα έθνη (Ματ 28:19), δεν έπρεπε να διαζεύγονται συντρόφους που δεν ήταν λάτρεις του Ιεχωβά, και μάλιστα δεν ήταν καλό να χωρίζουν καν από τέτοιους γαμήλιους συντρόφους, όπως δείχνει η θεόπνευστη συμβουλή του Παύλου. (1Κο 7:10-28) Όσον αφορά, όμως, τη σύναψη νέου γάμου, δόθηκε στους Χριστιανούς η συμβουλή να παντρεύονται «μόνο εν Κυρίω».—1Κο 7:39.
Το Διαζύγιο που Σκόπευε να Πάρει ο Ιωσήφ. Ενόσω η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ, αλλά προτού ενωθούν, βρέθηκε να είναι έγκυος μέσω αγίου πνεύματος, και η αφήγηση λέει: «Ωστόσο, ο Ιωσήφ ο σύζυγός της, επειδή ήταν δίκαιος και δεν ήθελε να την κάνει δημόσιο θέαμα, σκόπευε να τη διαζευχθεί κρυφά». (Ματ 1:18, 19) Εφόσον ο αρραβώνας ήταν δεσμευτική διευθέτηση μεταξύ των Ιουδαίων εκείνη την εποχή, ορθά χρησιμοποιείται εδώ η λέξη “διαζεύγομαι”.
Αν ένα αρραβωνιασμένο κορίτσι ενέδιδε στο να έχει σχέσεις με άλλον άντρα, λιθοβολούνταν μέχρι θανάτου όπως η μοιχαλίδα. (Δευ 22:22-29) Σε περιπτώσεις που θα μπορούσαν να καταλήξουν στο λιθοβολισμό κάποιου ατόμου, απαιτούνταν να υπάρχουν δύο μάρτυρες για να εδραιωθεί η ενοχή του. (Δευ 17:6, 7) Είναι προφανές ότι ο Ιωσήφ δεν είχε μάρτυρες εναντίον της Μαρίας. Η Μαρία ήταν έγκυος, αλλά ο Ιωσήφ δεν καταλάβαινε το ζήτημα πλήρως ώσπου του το εξήγησε ο άγγελος του Ιεχωβά. (Ματ 1:20, 21) Αν το “κρυφό διαζύγιο” που σκόπευε να πάρει περιλάμβανε την επίδοση πιστοποιητικού διαζυγίου ή όχι δεν διευκρινίζεται. Αλλά είναι πιθανό ότι ο Ιωσήφ σκόπευε να ενεργήσει σύμφωνα με τις αρχές που εκτίθενται στα εδάφια Δευτερονόμιο 24:1-4, δίνοντάς της ίσως το διαζύγιο μπροστά σε δύο μόνο μάρτυρες ώστε το ζήτημα να τακτοποιηθεί νομικά χωρίς να της φέρει περιττή ντροπή. Μολονότι ο Ματθαίος δεν αναφέρει κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τη διαδικασία που σκόπευε να ακολουθήσει ο Ιωσήφ, υποδεικνύει ωστόσο ότι αυτός ήθελε να φερθεί με ελεήμονα τρόπο στη Μαρία. Ο Ιωσήφ δεν θεωρείται άδικος για αυτό, αλλά απεναντίας «επειδή ήταν δίκαιος και δεν ήθελε να την κάνει δημόσιο θέαμα, σκόπευε να τη διαζευχθεί κρυφά».—Ματ 1:19.
Περιστάσεις που Απέκλειαν το Διαζύγιο στον Ισραήλ. Σύμφωνα με το νόμο του Θεού προς τον Ισραήλ, υπήρχαν καταστάσεις στις οποίες το διαζύγιο ήταν ανέφικτο. Πιθανόν ένας άντρας να έπαιρνε κάποια σύζυγο, να είχε σχέσεις μαζί της και να κατέληγε να τη μισήσει. Μπορεί να δήλωνε ψευδώς ότι δεν ήταν παρθένα όταν την παντρεύτηκε, κατηγορώντας την αναληθώς για ανυπόληπτες πράξεις και βγάζοντάς της κακό όνομα. Όταν οι γονείς του κοριτσιού προσκόμιζαν την απόδειξη ότι η κόρη τους ήταν παρθένα τον καιρό του γάμου της, οι άντρες της πόλης έπρεπε να διαπαιδαγωγήσουν τον ψευδόμενο κατήγορο. Έπρεπε να του επιβάλουν πρόστιμο εκατό σίκλους ασήμι ($220), τους οποίους θα έδιναν στον πατέρα του κοριτσιού, και αυτή θα συνέχιζε να είναι σύζυγος εκείνου του άντρα, καθώς λέγεται: «Δεν θα του επιτραπεί να τη διαζευχθεί όλες τις ημέρες του». (Δευ 22:13-19) Επίσης, αν αποκαλυπτόταν ότι ένας άντρας άρπαξε μια παρθένα που δεν ήταν αρραβωνιασμένη και είχε σχέσεις μαζί της, ίσχυε η εξής διάταξη: «Ο άντρας που πλάγιασε μαζί της θα δώσει στον πατέρα του κοριτσιού πενήντα σίκλους ασήμι [$110], και αυτή θα γίνει σύζυγός του λόγω του ότι την ταπείνωσε. Δεν θα του επιτραπεί να τη διαζευχθεί όλες τις ημέρες του».—Δευ 22:28, 29.
Ποια είναι η μόνη Γραφική βάση για διαζύγιο ανάμεσα στους Χριστιανούς;
Στην Επί του Όρους Ομιλία του, ο Ιησούς Χριστός δήλωσε: «Επιπλέον, ειπώθηκε: “Όποιος διαζευχθεί τη σύζυγό του, ας της δώσει πιστοποιητικό διαζυγίου”. Ωστόσο, εγώ σας λέω ότι όποιος διαζεύγεται τη σύζυγό του, εκτός λόγω πορνείας, την κάνει υποψήφια για μοιχεία, και όποιος παντρευτεί διαζευγμένη γυναίκα μοιχεύει». (Ματ 5:31, 32) Επίσης, αφού είπε στους Φαρισαίους ότι η παραχώρηση του Μωσαϊκού Νόμου με βάση την οποία μπορούσαν να διαζεύγονται τις συζύγους τους δεν ήταν η διευθέτηση που ίσχυε «από την αρχή», ο Ιησούς δήλωσε: «Σας λέω ότι όποιος διαζευχθεί τη σύζυγό του, εκτός εξαιτίας πορνείας, και παντρευτεί άλλη μοιχεύει». (Ματ 19:8, 9) Μοιχοί είναι τα παντρεμένα άτομα που έχουν εκούσια σεξουαλικές σχέσεις με ένα μέλος του αντίθετου φύλου το οποίο δεν είναι ο νόμιμος γαμήλιος σύντροφός τους. Ωστόσο, όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΠΟΡΝΕΙΑ, ο όρος πορνεία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου περιλαμβάνει όλες τις μορφές των αθέμιτων σεξουαλικών σχέσεων έξω από τα πλαίσια του Γραφικού γάμου. Επομένως, τα λόγια του Ιησού στα εδάφια Ματθαίος 5:32 και 19:9 σημαίνουν ότι η μόνη αιτία διαζυγίου που διαρρηγνύει πραγματικά το γαμήλιο δεσμό είναι η πορνεία από μέρους του γαμήλιου συντρόφου κάποιου. Ο ακόλουθος του Χριστού μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή την πρόβλεψη για διαζύγιο, αν το επιθυμεί, και ένα τέτοιο διαζύγιο θα τον καταστήσει ελεύθερο να παντρευτεί ένα κατάλληλο άτομο από τη Χριστιανική εκκλησία.—1Κο 7:39.
Οι σεξουαλικά ανήθικες πράξεις που διαπράττει ένα παντρεμένο άτομο με κάποιο άτομο του ίδιου φύλου (ομοφυλοφιλία) είναι ακάθαρτες και αηδιαστικές. Τα αμετανόητα άτομα αυτού του είδους δεν θα κληρονομήσουν τη Βασιλεία του Θεού. Και, φυσικά, η κτηνοβασία καταδικάζεται από την Αγία Γραφή. (Λευ 18:22, 23· Ρω 1:24-27· 1Κο 6:9, 10) Αυτές οι χονδροειδώς ακάθαρτες πράξεις εμπίπτουν στον ευρύ ορισμό της λέξης πορνεία. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι, υπό το Μωσαϊκό Νόμο, η ομοφυλοφιλία και η κτηνοβασία επέσυραν την ποινή του θανάτου, και έτσι ο αθώος σύντροφος ήταν ελεύθερος να ξαναπαντρευτεί.—Λευ 20:13, 15, 16.
Ο Ιησούς Χριστός τόνισε ότι «όποιος εξακολουθεί να κοιτάζει μια γυναίκα έτσι ώστε να την ποθήσει έχει ήδη μοιχεύσει μαζί της στην καρδιά του». (Ματ 5:28) Ο Ιησούς όμως δεν είπε ότι αυτό που βρισκόταν στην καρδιά, αλλά δεν γινόταν πράξη, αποτελούσε βάση για διαζύγιο. Τα λόγια του Χριστού δείχνουν ότι η καρδιά πρέπει να διατηρείται καθαρή και ότι δεν πρέπει να φιλοξενούμε ακατάλληλες σκέψεις και επιθυμίες.—Φλπ 4:8· Ιακ 1:14, 15.
Ο ραβινικός νόμος των Ιουδαίων έδινε έμφαση στο καθήκον που είχε το έγγαμο άτομο να εκτελεί τη γαμήλια πράξη και επέτρεπε στο σύζυγο να διαζευχθεί τη σύζυγό του αν εκείνη δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Εντούτοις, οι Γραφές δεν δίνουν στους Χριστιανούς το δικαίωμα να διαζεύγονται τους συντρόφους τους γι’ αυτόν το λόγο. Η μακροχρόνια στειρότητα δεν υποκίνησε τον Αβραάμ να διαζευχθεί τη Σάρρα, τον Ισαάκ να διαζευχθεί τη Ρεβέκκα, τον Ιακώβ να διαζευχθεί τη Ραχήλ ή τον ιερέα Ζαχαρία να διαζευχθεί την Ελισάβετ.—Γε 11:30· 17:17· 25:19-26· 29:31· 30:1, 2, 22-25· Λου 1:5-7, 18, 24, 57.
Στις Γραφές δεν λέγεται τίποτα που θα επέτρεπε σε έναν Χριστιανό να διαζευχθεί το γαμήλιο σύντροφό του επειδή αυτό το άτομο δεν είναι σε θέση σωματικά να εκτελέσει τη γαμήλια πράξη ή έχει παραφρονήσει ή έχει προσβληθεί από κάποια ανίατη ή αποκρουστική ασθένεια. Η αγάπη που πρέπει να εκδηλώνουν οι Χριστιανοί απαιτεί από αυτούς, όχι να διαζευχθούν αυτόν το σύντροφο, αλλά να τον μεταχειριστούν με ελεήμονα τρόπο. (Εφ 5:28-31) Ούτε δίνει η Αγία Γραφή στους Χριστιανούς το δικαίωμα να διαζεύγονται τους γαμήλιους συντρόφους τους λόγω διαφορετικού θρησκεύματος. Αντίθετα, δείχνει ότι, παραμένοντας μαζί με έναν σύντροφο που δεν είναι στην πίστη, ο Χριστιανός μπορεί να κερδίσει αυτό το άτομο στην αληθινή πίστη.—1Κο 7:12-16· 1Πε 3:1-7.
Στην Επί του Όρους Ομιλία του, ο Ιησούς είπε ότι «όποιος διαζεύγεται τη σύζυγό του, εκτός λόγω πορνείας, την κάνει υποψήφια για μοιχεία, και όποιος παντρευτεί διαζευγμένη γυναίκα μοιχεύει». (Ματ 5:32) Με αυτό, ο Χριστός έδειξε ότι, αν ένας σύζυγος διαζευχθεί τη σύζυγό του για άλλους λόγους, και όχι για πορνεία, την εκθέτει σε μελλοντική μοιχεία. Αυτό συμβαίνει επειδή η σύζυγος που δεν έχει διαπράξει μοιχεία δεν αποδεσμεύεται κατάλληλα από το σύζυγό της με τέτοιο διαζύγιο και δεν είναι ελεύθερη να παντρευτεί άλλον άντρα και να έχει σεξουαλικές σχέσεις με άλλον σύζυγο. Όταν ο Χριστός είπε ότι όποιος «παντρευτεί διαζευγμένη γυναίκα μοιχεύει», αναφερόταν σε κάποια γυναίκα διαζευγμένη για άλλους λόγους, και όχι «λόγω πορνείας». Αυτή η γυναίκα, αν και διαζευγμένη από νομική άποψη, δεν θα ήταν διαζευγμένη από την άποψη της Γραφής.
Ο Μάρκος, όπως και ο Ματθαίος (Ματ 19:3-9), κατέγραψε τα λόγια του Ιησού προς τους Φαρισαίους σχετικά με το διαζύγιο και ανέφερε ότι ο Χριστός είπε: «Όποιος διαζευχθεί τη σύζυγό του και παντρευτεί άλλη μοιχεύει εναντίον της, και αν μια γυναίκα, αφού διαζευχθεί το σύζυγό της, παντρευτεί άλλον, μοιχεύει». (Μαρ 10:11, 12) Παρόμοια δήλωση γίνεται στο εδάφιο Λουκάς 16:18, το οποίο λέει: «Όποιος διαζεύγεται τη σύζυγό του και παντρεύεται άλλη μοιχεύει, και όποιος παντρεύεται γυναίκα διαζευγμένη από σύζυγο μοιχεύει». Αν αυτά τα εδάφια εξεταστούν μεμονωμένα, φαίνεται να απαγορεύουν στους ακολούθους του Χριστού κάθε διαζύγιο ή τουλάχιστον να υποδηλώνουν ότι ένα διαζευγμένο άτομο δεν θα είχε το δικαίωμα να ξαναπαντρευτεί παρά μόνο μετά το θάνατο του διαζευγμένου γαμήλιου συντρόφου. Εντούτοις, τα λόγια του Ιησού όπως έχουν καταγραφεί από τον Μάρκο και τον Λουκά πρέπει να κατανοηθούν στο φως της πληρέστερης δήλωσης που κατέγραψε ο Ματθαίος. Αυτός περιλαμβάνει τη φράση «εκτός εξαιτίας πορνείας» (Ματ 19:9· βλέπε επίσης Ματ 5:32), δείχνοντας ότι αυτό που έγραψαν ο Μάρκος και ο Λουκάς, παραθέτοντας τα λόγια του Ιησού για το διαζύγιο, ισχύει αν η αιτία έκδοσης του διαζυγίου είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από πορνεία εκ μέρους του άπιστου γαμήλιου συντρόφου.
Ένα άτομο, όμως, δεν είναι Γραφικά υποχρεωμένο να διαζευχθεί το γαμήλιο σύντροφο που έχει διαπράξει μοιχεία αλλά έχει μετανοήσει. Ο Χριστιανός σύζυγος ή η Χριστιανή σύζυγος μπορεί να εκδηλώσει έλεος σε μια τέτοια περίπτωση, όπως ο Ωσηέ πήρε πίσω, από ό,τι φαίνεται, τη μοιχαλίδα σύζυγό του τη Γόμερ, και όπως ο Ιεχωβά εκδήλωσε έλεος στον μετανοημένο Ισραήλ ο οποίος ήταν ένοχος πνευματικής μοιχείας.—Ωσ 3.
Αποκαθίσταται το αρχικό πρότυπο του Θεού. Είναι σαφές ότι η δήλωση του Ιησού Χριστού σηματοδοτούσε επιστροφή στο υψηλό πρότυπο για το γάμο το οποίο έθεσε εξαρχής ο Ιεχωβά Θεός, και έδειχνε ότι όσοι θα γίνονταν μαθητές του Ιησού θα έπρεπε να προσκολλώνται σε αυτό το υψηλό πρότυπο. Αν και οι παραχωρήσεις τις οποίες προέβλεπε ο Μωσαϊκός Νόμος εξακολουθούσαν να ισχύουν, εκείνοι που ήθελαν να είναι αληθινοί μαθητές του Ιησού, κάνοντας το θέλημα του Πατέρα του και “εκτελώντας” ή εφαρμόζοντας τα λόγια του Ιησού (Ματ 7:21-29), δεν θα επωφελούνταν πλέον από αυτές για να εκδηλώσουν «σκληροκαρδία» προς τους γαμήλιους συντρόφους τους. (Ματ 19:8) Ως γνήσιοι μαθητές, δεν θα παραβίαζαν τις αρχικές θεϊκές αρχές που διέπουν το γάμο με το να διαζεύγονται τους συντρόφους τους για οποιαδήποτε άλλη αιτία εκτός από εκείνη που καθόρισε ο Ιησούς, δηλαδή την πορνεία.
Το ανύπαντρο άτομο που διαπράττει πορνεία με μια πόρνη γίνεται «ένα σώμα» με αυτήν. Παρόμοια, ο μοιχός γίνεται «ένα σώμα», όχι με τη νόμιμη σύζυγό του, αλλά με το ανήθικο άτομο με το οποίο έχει σεξουαλικές σχέσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο μοιχός αμαρτάνει, όχι μόνο εναντίον της δικής του προσωπικής σάρκας, αλλά και εναντίον της νόμιμης συζύγου του, η οποία ήταν μέχρι τότε «μία σάρκα» με αυτόν. (1Κο 6:16-18) Γι’ αυτόν το λόγο, η μοιχεία παρέχει πραγματική βάση για τη διάσπαση του γαμήλιου δεσμού σύμφωνα με τις θεϊκές αρχές, και όπου υπάρχει τέτοια αιτία, η λήψη διαζυγίου επιφέρει την επίσημη και οριστική διάλυση της νόμιμης γαμήλιας ένωσης, αφήνοντας τον αθώο σύντροφο ελεύθερο να ξαναπαντρευτεί με τιμή.—Εβρ 13:4.
Μεταφορικό Διαζύγιο. Η γαμήλια σχέση χρησιμοποιείται και συμβολικά στις Γραφές. (Ησ 54:1, 5, 6· 62:1-6) Γίνεται επίσης αναφορά στο συμβολικό διαζύγιο, ή αλλιώς στην εκδίωξη της συζύγου.—Ιερ 3:8.
Το βασίλειο του Ιούδα ανατράπηκε και η Ιερουσαλήμ καταστράφηκε το 607 Π.Κ.Χ., οι δε κάτοικοι της χώρας εξορίστηκαν στη Βαβυλώνα. Χρόνια πρωτύτερα ο Ιεχωβά είχε πει προφητικά στους Ιουδαίους που θα βρίσκονταν τότε στην εξορία: «Πού είναι, λοιπόν, το πιστοποιητικό διαζυγίου της μητέρας σας την οποία έδιωξα;» (Ησ 50:1) Η «μητέρα» τους, δηλαδή η εθνική τους οργάνωση, είχε αποβληθεί δικαιολογημένα, όχι λόγω του ότι ο Ιεχωβά αθέτησε τη διαθήκη του και κίνησε διαδικασίες διαζυγίου, αλλά λόγω της δικής της αδικοπραγίας εναντίον της διαθήκης του Νόμου. Ωστόσο, ένα υπόλοιπο Ισραηλιτών μετανόησε και προσευχήθηκε να ανανεώσει ο Ιεχωβά τη συζυγική σχέση του μαζί τους στην πατρίδα τους. Το 537 Π.Κ.Χ., στο τέλος της 70χρονης ερήμωσης, ο Ιεχωβά, για χάρη του ονόματός του, αποκατέστησε το λαό του στην πατρίδα τους όπως είχε υποσχεθεί.—Ψλ 137:1-9· βλέπε ΓΑΜΟΣ.