ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Το ρήμα «μετανοώ» σημαίνει «αλλάζω γνώμη όσον αφορά κάποια προηγούμενη (ή προτιθέμενη) πράξη ή διαγωγή λόγω μεταμέλειας ή δυσαρέσκειας» ή «αισθάνομαι μεταμέλεια, συντριβή ή τύψεις για κάτι που έχω κάνει ή που παρέλειψα να κάνω». Σε πολλά εδάφια, αυτή είναι η σημασία της εβραϊκής λέξης ναχάμ. Η λέξη ναχάμ μπορεί να σημαίνει «μεταμελούμαι, τηρώ περίοδο πένθους, μετανοώ» (Εξ 13:17· Γε 38:12· Ιωβ 42:6), καθώς επίσης «παρηγορούμαι» (2Σα 13:39· Ιεζ 5:13) και «απαλλάσσομαι (όπως από τους εχθρούς μου)». (Ησ 1:24) Είτε πρόκειται για μεταμέλεια είτε για παρηγοριά, είναι φανερό ότι περιλαμβάνεται αλλαγή γνώμης ή αισθημάτων.
Στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο χρησιμοποιούνται δύο ρήματα σε σχέση με τη μετάνοια: μετανοέω και μεταμέλομαι. Το πρώτο παράγεται από την πρόθεση μετά και το ρήμα νοέω (ρήμα συγγενικό με τη λέξη νους, δηλαδή τη διάνοια, τη διάθεση ή την ηθική συναίσθηση), που σημαίνει «αντιλαμβάνομαι, διακρίνω, συλλαμβάνω με το νου ή γνωρίζω». Άρα, το ρήμα μετανοέω σημαίνει κατά κυριολεξία αντιλαμβάνομαι μετά (σε αντίθεση με το ρήμα προνοώ, «αντιλαμβάνομαι από πριν») και υποδηλώνει αλλαγή γνώμης, στάσης ή σκοπού. Από την άλλη πλευρά, η λέξη μεταμέλομαι προέρχεται από το ρήμα μέλω, που σημαίνει «νοιάζομαι ή ενδιαφέρομαι». Η πρόθεση μετά δίνει στο ρήμα την έννοια “μετανιώνω”.—Ματ 21:29· 2Κο 7:8.
Συνεπώς, η λέξη μετανοέω τονίζει την αλλαγή στην άποψη ή στη διάθεση, την απόρριψη της προηγούμενης ή προτιθέμενης πορείας ή πράξης ως ανεπιθύμητης (Απ 2:5· 3:3), ενώ η λέξη μεταμέλομαι δίνει έμφαση στο αίσθημα μεταμέλειας που νιώθει το άτομο. (Ματ 21:29) Το Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([Theologisches Wörterbuch zum Neuen Testament] επιμέλεια Γκ. Κίτελ, Τόμ. 4, 1942, σ. 633) σχολιάζει τα εξής: «Όταν, λοιπόν, η Κ[αινή] Δ[ιαθήκη] διαχωρίζει τις σημασίες αυτών [των όρων], φανερώνει σαφή γνώση της αμετάβλητης ουσίας και των δύο εννοιών. Αντίθετα, στα ελληνιστικά συγγράμματα οι δύο αυτές λέξεις χρησιμοποιούνταν συχνά με τρόπο που απάλειφε το όριο ανάμεσά τους».
Φυσικά, η αλλαγή στην άποψη επιφέρει συχνά αλλαγή και στα αισθήματα ή μπορεί να προηγηθεί το αίσθημα της μεταμέλειας και κατόπιν αυτό να οδηγήσει σε καθοριστική αλλαγή άποψης ή επιθυμίας. (1Σα 24:5-7) Έτσι λοιπόν, οι δύο όροι, αν και έχουν διαφορετικές σημασίες, συνδέονται στενά.
Μετάνοια των Ανθρώπων για Αμαρτίες. Ο λόγος που κάνει απαραίτητη τη μετάνοια είναι η αμαρτία, η αποτυχία να ανταποκριθεί κάποιος στις δίκαιες απαιτήσεις του Θεού. (1Ιω 5:17) Εφόσον όλο το ανθρώπινο γένος πουλήθηκε στην αμαρτία από τον Αδάμ, όλοι οι απόγονοί του χρειάζεται να μετανοήσουν. (Ψλ 51:5· Ρω 3:23· 5:12) Όπως καταδεικνύεται στο λήμμα ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ, η μετάνοια (ακολουθούμενη από τη μεταστροφή) αποτελεί προϋπόθεση για τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τον Θεό.
Μετάνοια μπορεί να εκδηλωθεί σε σχέση με ολόκληρη την πορεία ζωής κάποιου, μια πορεία συγκρουόμενη με το σκοπό και το θέλημα του Θεού και, αντιθέτως, εναρμονιζόμενη με τον κόσμο που βρίσκεται υπό την κυριαρχία του Αντιδίκου του Θεού. (1Πε 4:3· 1Ιω 2:15-17· 5:19) Ή μπορεί να εκδηλωθεί σε σχέση με έναν συγκεκριμένο τομέα της ζωής κάποιου, μια εσφαλμένη συνήθεια που αμαυρώνει και κηλιδώνει μια κατά τα άλλα αποδεκτή πορεία. Μπορεί επίσης να αφορά μία και μοναδική εσφαλμένη πράξη ή ακόμη και κάποια εσφαλμένη τάση, ροπή ή νοοτροπία. (Ψλ 141:3, 4· Παρ 6:16-19· Ιακ 2:9· 4:13-17· 1Ιω 2:1) Επομένως, το εύρος των σφαλμάτων μπορεί να είναι πολύ μεγάλο ή απόλυτα συγκεκριμένο.
Παρόμοια, η παρέκκλιση του ατόμου από τη δικαιοσύνη μπορεί να είναι μεγάλη ή μικρή, και λογικά ο βαθμός της μεταμέλειας πρέπει να είναι ανάλογος του βαθμού της παρέκκλισης. Οι Ισραηλίτες «βυθίστηκαν στην ανταρσία τους» εναντίον του Ιεχωβά και “σάπιζαν” στις παραβάσεις τους. (Ησ 31:6· 64:5, 6· Ιεζ 33:10) Από την άλλη πλευρά, ο απόστολος Παύλος μιλάει για έναν “άνθρωπο [που] κάνει κάποιο εσφαλμένο βήμα προτού το αντιληφθεί” και συμβουλεύει εκείνους που έχουν τα πνευματικά προσόντα να “προσπαθούν να διορθώσουν αυτόν τον άνθρωπο με πνεύμα πραότητας”. (Γα 6:1) Εφόσον ο Ιεχωβά βλέπει με έλεος τη σαρκική αδυναμία των υπηρετών του, αυτοί δεν χρειάζεται να αισθάνονται συνεχώς τύψεις για τα σφάλματα που κάνουν λόγω έμφυτης ατέλειας. (Ψλ 103:8-14· 130:3) Αν περπατούν ευσυνείδητα στις οδούς του Θεού, μπορούν να είναι χαρούμενοι.—Φλπ 4:4-6· 1Ιω 3:19-22.
Μετάνοια μπορεί να εκδηλωθεί από εκείνους που στο παρελθόν απολάμβαναν ευνοϊκή σχέση με τον Θεό, αλλά παραστράτησαν και έχασαν την εύνοια και την ευλογία του. (1Πε 2:25) Ο Ισραήλ βρισκόταν σε διαθήκη με τον Θεό—ήταν «άγιος λαός», εκλεγμένος ανάμεσα από όλα τα έθνη. (Δευ 7:6· Εξ 19:5, 6) Οι Χριστιανοί απέκτησαν και αυτοί δίκαιη υπόσταση ενώπιον του Θεού μέσω της νέας διαθήκης, της οποίας Μεσίτης είναι ο Χριστός. (1Κο 11:25· 1Πε 2:9, 10) Σε περίπτωση που αυτά τα άτομα παραστρατούσαν, η μετάνοια οδηγούσε στην αποκατάσταση της καλής σχέσης τους με τον Θεό και στα επακόλουθα οφέλη και στις ευλογίες που απέρρεαν από αυτή τη σχέση. (Ιερ 15:19-21· Ιακ 4:8-10) Για εκείνους που δεν απολάμβαναν πριν τέτοια σχέση με τον Θεό, όπως για τους ειδωλολάτρες των μη ισραηλιτικών εθνών τον καιρό που ίσχυε η διαθήκη του Θεού με τον Ισραήλ (Εφ 2:11, 12), καθώς επίσης για τα άτομα οποιασδήποτε φυλής ή εθνικότητας τα οποία είναι έξω από τη Χριστιανική εκκλησία, η μετάνοια αποτελεί πρώτιστο και απαραίτητο βήμα προκειμένου να αποκτήσουν δίκαιη υπόσταση ενώπιον του Θεού, με την προοπτική της αιώνιας ζωής.—Πρ 11:18· 17:30· 20:21.
Μετάνοια μπορεί να εκδηλωθεί τόσο σε συλλογική όσο και σε ατομική βάση. Παραδείγματος χάρη, το κήρυγμα του Ιωνά έκανε ολόκληρη την πόλη της Νινευή, από το βασιλιά μέχρι «και τον μικρότερό τους», να μετανοήσει, επειδή στα μάτια του Θεού είχαν όλοι συμμετοχή στις παραβάσεις. (Ιων 3:5-9· παράβαλε Ιερ 18:7, 8.) Ολόκληρη η εκκλησία των επαναπατρισμένων Ισραηλιτών, με την υποκίνηση του Έσδρα, αναγνώρισε τη συλλογική της ενοχή ενώπιον του Θεού, εκφράζοντας μετάνοια μέσω των αρχόντων που την εκπροσωπούσαν. (Εσδ 10:7-14· παράβαλε 2Χρ 29:1, 10· 30:1-15· 31:1, 2.) Η εκκλησία της Κορίνθου εξέφρασε μετάνοια για την ανοχή που έδειξαν έχοντας ανάμεσά τους κάποιον που διέπραττε χονδροειδή αδικοπραγία. (Παράβαλε 2Κο 7:8-11· 1Κο 5:1-5.) Ακόμη και οι προφήτες Ιερεμίας και Δανιήλ δεν απάλλαξαν τελείως τον εαυτό τους από την ενοχή όταν ομολόγησαν την αδικοπραγία του Ιούδα που οδήγησε στην καταστροφή του.—Θρ 3:40-42· Δα 9:4, 5.
Τι απαιτεί η αληθινή μετάνοια. Η μετάνοια περιλαμβάνει και τη διάνοια και την καρδιά. Το άτομο πρέπει να αναγνωρίσει ότι η πορεία ενέργειας ή η πράξη του είναι εσφαλμένη, και αυτό προϋποθέτει παραδοχή του γεγονότος ότι οι κανόνες και το θέλημα του Θεού είναι δίκαια. Το να αγνοεί κάποιος ή να ξεχνάει το θέλημα και τους κανόνες Εκείνου αποτελεί φραγμό για τη μετάνοια. (2Βα 22:10, 11, 18, 19· Ιων 1:1, 2· 4:11· Ρω 10:2, 3) Γι’ αυτόν το λόγο, ο Ιεχωβά, δείχνοντας έλεος, έχει στείλει προφήτες και κήρυκες να καλέσουν τους ανθρώπους σε μετάνοια. (Ιερ 7:13· 25:4-6· Μαρ 1:14, 15· 6:12· Λου 24:27) Μέσω της αναγγελίας των καλών νέων από τη Χριστιανική εκκλησία, ιδιαίτερα από τον καιρό της μεταστροφής του Κορνήλιου και έπειτα, ο Θεός «λέει στην ανθρωπότητα ότι πρέπει όλοι σε κάθε τόπο να μετανοήσουν». (Πρ 17:22, 23, 29-31· 13:38, 39) Ο Λόγος του Θεού—είτε γραπτός είτε προφορικός—είναι το μέσο για να «πειστούν» ότι η οδός του Θεού είναι ορθή και οι δικές τους οδοί εσφαλμένες. (Παράβαλε Λου 16:30, 31· 1Κο 14:24, 25· Εβρ 4:12, 13.) Ο νόμος του Θεού είναι «τέλειος· επιστρέφει την ψυχή».—Ψλ 19:7.
Ο Βασιλιάς Δαβίδ μιλάει για “τη διδαχή των οδών του Θεού στους παραβάτες ώστε να επιστρέψουν σε αυτόν” (Ψλ 51:13), αυτοί δε οι αμαρτωλοί ήταν αναμφίβολα ομοεθνείς του. Στον Τιμόθεο δόθηκε η οδηγία να μη μάχεται όταν είχε να κάνει με Χριστιανούς στις εκκλησίες που υπηρετούσε, αλλά να «διδάσκει με πραότητα εκείνους που δεν έχουν ευνοϊκή διάθεση» μήπως τους δώσει ο Θεός «μετάνοια που οδηγεί σε ακριβή γνώση της αλήθειας, και συνέλθουν από την παγίδα του Διαβόλου». (2Τι 2:23-26) Έτσι λοιπόν, έκκληση για μετάνοια μπορεί να γίνει τόσο μέσα στην εκκλησία του λαού του Θεού όσο και έξω από αυτήν.
Το άτομο πρέπει να καταλάβει ότι έχει αμαρτήσει εναντίον του Θεού. (Ψλ 51:3, 4· Ιερ 3:25) Αυτό μπορεί να είναι ολοφάνερο όταν περιλαμβάνεται ξεκάθαρη ή άμεση βλασφημία, προφορική εσφαλμένη χρήση του ονόματος του Θεού ή λατρεία άλλων θεών, όπως συμβαίνει με τη χρήση ειδωλολατρικών ομοιωμάτων. (Εξ 20:2-7) Αλλά ακόμη και όταν πρόκειται για κάτι που θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς «προσωπικό ζήτημα» ή ζήτημα μεταξύ αυτού και κάποιου άλλου ανθρώπου, πρέπει να αναγνωρίσει ότι το αδίκημα που διέπραξε ήταν αμαρτία εναντίον του Θεού, ότι συμπεριφέρθηκε στον Ιεχωβά χωρίς σεβασμό. (Παράβαλε 2Σα 12:7-14· Ψλ 51:4· Λου 15:21.) Ακόμη και όταν κανείς διαπράττει κάποιο αδίκημα λόγω άγνοιας ή κατά λάθος πρέπει να αναγνωρίσει ότι έχει γίνει ένοχος ενώπιον του Υπέρτατου Κυρίαρχου, του Ιεχωβά Θεού.—Παράβαλε Λευ 5:17-19· Ψλ 51:5, 6· 119:67· 1Τι 1:13-16.
Το έργο των προφητών ήταν κυρίως να πείθουν τον Ισραήλ ότι είχε διαπράξει αμαρτία (Ησ 58:1, 2· Μιχ 3:8-11), είτε επρόκειτο για ειδωλολατρία (Ιεζ 14:6), αδικία, καταδυνάστευση του συνανθρώπου (Ιερ 34:14-16· Ησ 1:16, 17) και ανηθικότητα (Ιερ 5:7-9) είτε για έλλειψη εμπιστοσύνης στον Ιεχωβά Θεό και, αντίθετα, εκδήλωση εμπιστοσύνης σε ανθρώπους και στη στρατιωτική δύναμη των εθνών (1Σα 12:19-21· Ιερ 2:35-37· Ωσ 12:6· 14:1-3). Το άγγελμα του Ιωάννη του Βαφτιστή και το άγγελμα του Ιησού Χριστού απηύθυναν στους Ιουδαίους εκκλήσεις για μετάνοια. (Ματ 3:1, 2, 7, 8· 4:17) Ο Ιωάννης και ο Ιησούς αφαίρεσαν από το λαό και τους θρησκευτικούς του ηγέτες το μανδύα της αυτοδικαίωσης, της τήρησης ανθρωποποίητων παραδόσεων και της υποκρισίας, εκθέτοντας την αμαρτωλή κατάσταση του έθνους.—Λου 3:7, 8· Ματ 15:1-9· 23:1-39· Ιωα 8:31-47· 9:40, 41.
Η καρδιά συλλαμβάνει το νόημα. Για να μετανοήσει, λοιπόν, κανείς πρέπει κατ’ αρχάς να ακούσει και να δει με κατανόηση, έχοντας δεκτική καρδιά. (Παράβαλε Ησ 6:9, 10· Ματ 13:13-15· Πρ 28:26, 27.) Δεν αντιλαμβάνεται μόνο η διάνοια αυτό που ακούει το αφτί και βλέπει το μάτι, αλλά ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι όσοι μετανοούν “συλλαμβάνουν το νόημα με την καρδιά τους”. (Ματ 13:15· Ιωα 12:40· Πρ 28:27) Αυτοί, λοιπόν, δεν αναγνωρίζουν μόνο διανοητικά ότι οι οδοί τους είναι εσφαλμένες, αλλά συνειδητοποιούν αυτό το γεγονός με την καρδιά τους. Όσοι έχουν ήδη γνώση για τον Θεό ίσως πρέπει να “υπενθυμίσουν στην καρδιά τους” τη γνώση για αυτόν και τις εντολές του (Δευ 4:39· παράβαλε Παρ 24:32· Ησ 44:18-20) ώστε να «συνέλθουν». (1Βα 8:47) Έχοντας λάβει από την καρδιά τους τη σωστή υποκίνηση, μπορούν να “ανακαινίσουν το νου τους, ώστε να αποδείξουν στον εαυτό τους το καλό και ευπρόσδεκτο και τέλειο θέλημα του Θεού”.—Ρω 12:2.
Αν υπάρχει πίστη και αγάπη για τον Θεό στην καρδιά του ατόμου, θα υπάρξει ειλικρινής μεταμέλεια, λύπη για την εσφαλμένη πορεία. Η εκτίμηση για την αγαθότητα και τη μεγαλοσύνη του Θεού θα κάνει τους παραβάτες να αισθανθούν έντονες τύψεις για το όνειδος που έχουν επιφέρει στο όνομά του. (Παράβαλε Ιωβ 42:1-6.) Η αγάπη για τον πλησίον θα τους κάνει επίσης να θλιβούν για το κακό που έχουν κάνει σε άλλους, για το αρνητικό παράδειγμα που έχουν θέσει, ίσως δε και για τον τρόπο με τον οποίο έχουν κηλιδώσει την υπόληψη του λαού του Θεού στους έξω. Επιζητούν τη συγχώρηση επειδή επιθυμούν να τιμούν το όνομα του Θεού και να εργάζονται για το καλό του πλησίον τους. (1Βα 8:33, 34· Ψλ 25:7-11· 51:11-15· Δα 9:18, 19) Εκδηλώνοντας μετάνοια, έχουν «συντετριμμένη καρδιά», «συντετριμμένο και ταπεινό πνεύμα» (Ψλ 34:18· 51:17· Ησ 57:15), “τρέμουν το λόγο του [Θεού]” ο οποίος καλεί σε μετάνοια (Ησ 66:2) και, στην ουσία, “έρχονται τρέμοντας στον Ιεχωβά και στην αγαθότητά του”. (Ωσ 3:5) Όταν ο Δαβίδ ενήργησε ανόητα στο ζήτημα της απογραφής, “η καρδιά του άρχισε να τον τύπτει”.—2Σα 24:10.
Επομένως, πρέπει να υπάρξει σαφής απόρριψη της κακής πορείας, ολόκαρδο μίσος και απέχθεια για αυτήν (Ψλ 97:10· 101:3· 119:104· Ρω 12:9· παράβαλε Εβρ 1:9· Ιου 23), διότι «ο φόβος του Ιεχωβά σημαίνει να μισεί κανείς το κακό», το οποίο περιλαμβάνει την αυτοεξύψωση, την υπερηφάνεια, τον κακό δρόμο και το διεστραμμένο στόμα. (Παρ 8:13· 4:24) Παράλληλα με αυτό, πρέπει να υπάρξει αγάπη για τη δικαιοσύνη και ακλόνητη αποφασιστικότητα για προσκόλληση στο εξής σε μια δίκαιη πορεία. Χωρίς το μίσος για το κακό και την αγάπη για τη δικαιοσύνη, δεν θα υπάρξει γνήσια ώθηση προς τη μετάνοια ούτε θα υπάρξει στη συνέχεια ουσιαστική μεταστροφή. Παραδείγματος χάρη, ο Βασιλιάς Ροβοάμ ταπείνωσε τον εαυτό του όταν υπέστη την εκδήλωση του θυμού του Ιεχωβά, αλλά μετά «έπραξε το κακό, γιατί δεν είχε προσηλώσει την καρδιά του στο να αναζητάει τον Ιεχωβά».—2Χρ 12:12-14· παράβαλε Ωσ 6:4-6.
Λύπη με θεοσεβή τρόπο, όχι λύπη του κόσμου. Ο απόστολος Παύλος, στη δεύτερη επιστολή του προς τους Κορινθίους, αναφέρεται στη «λύπη με θεοσεβή τρόπο» την οποία εκδήλωσαν εκείνοι ως αποτέλεσμα του ελέγχου που τους δόθηκε στην πρώτη του επιστολή. (2Κο 7:8-13) Ο Παύλος είχε “μεταμεληθεί” για το ότι είχε αναγκαστεί να τους γράψει με τόση αυστηρότητα και να τους προκαλέσει πόνο, αλλά έπαψε να μεταμελείται όταν είδε ότι η λύπη που προέκυψε από τον έλεγχό του ήταν θεοσεβής και είχε οδηγήσει σε ειλικρινή μετάνοια για την εσφαλμένη στάση και πορεία τους. Ήξερε ότι ο πόνος που τους είχε προκαλέσει ήταν για το καλό τους και δεν θα τους “ζημίωνε”. Η λύπη που είχε οδηγήσει σε μετάνοια ήταν κάτι για το οποίο δεν έπρεπε ούτε και εκείνοι να μεταμελούνται, γιατί τους κράτησε στην οδό της σωτηρίας. Τους έσωσε από την ολίσθηση ή την αποστασία και τους έδωσε την ελπίδα για αιώνια ζωή. Ο Παύλος αντιπαραθέτει αυτή τη λύπη με «τη λύπη του κόσμου [που] παράγει θάνατο». Τέτοιου είδους λύπη δεν προέρχεται από πίστη και αγάπη για τον Θεό και τη δικαιοσύνη. Η λύπη του κόσμου, που γεννιέται από την αποτυχία, την απογοήτευση, την απώλεια, την τιμωρία για την αδικοπραγία και την ντροπή (παράβαλε Παρ 5:3-14, 22, 23· 25:8-10), συχνά ενέχει ή παράγει πικρία, μνησικακία και φθόνο, ενώ δεν αποφέρει διαρκή οφέλη, βελτίωση ή γνήσια ελπίδα. (Παράβαλε Παρ 1:24-32· 1Θε 4:13, 14.) Η λύπη του κόσμου θρηνεί για τα δυσάρεστα επακόλουθα της αμαρτίας, αλλά δεν θρηνεί για την ίδια την αμαρτία και το όνειδος που επιφέρει αυτή στο όνομα του Θεού.—Ησ 65:13-15· Ιερ 6:13-15, 22-26· Απ 18:9-11, 15, 17-19· αντιπαράβαλε Ιεζ 9:4.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην περίπτωση του Κάιν, του πρώτου ατόμου το οποίο κάλεσε ο Θεός να μετανοήσει. Ο Κάιν έλαβε τη θεϊκή προειδοποίηση να “στραφεί στο να κάνει το καλό” ώστε να μην τον καταβάλει η αμαρτία. Αντί να μετανοήσει για το δολοφονικό μίσος του, το άφησε να τον υποκινήσει να σκοτώσει τον αδελφό του. Όταν ο Θεός τον ρώτησε σχετικά, απάντησε με μια υπεκφυγή, και μόνο όταν του απαγγέλθηκε η ποινή εξέφρασε κάποια λύπη—λύπη για την αυστηρότητα της τιμωρίας, όχι για το αδίκημα που είχε διαπράξει. (Γε 4:5-14) Συνεπώς έδειξε ότι «προερχόταν από τον πονηρό».—1Ιω 3:12.
Και ο Ησαύ επίσης εκδήλωσε κοσμική λύπη όταν έμαθε ότι ο αδελφός του ο Ιακώβ είχε λάβει την ευλογία του πρωτότοκου (ένα δικαίωμα που ο Ησαύ είχε πουλήσει αδιάφορα στον Ιακώβ). (Γε 25:29-34) Ο Ησαύ φώναξε «πάρα πολύ δυνατά και πικρά», ζητώντας με δάκρυα τη μετάνοια—όχι τη δική του, αλλά την «αλλαγή γνώμης» από μέρους του πατέρα του. (Γε 27:34· Εβρ 12:17, Κείμενο) Λυπόταν για αυτό που έχασε, όχι για την υλιστική στάση που τον έκανε να “καταφρονήσει τα πρωτοτόκια”.—Γε 25:34.
Ο Ιούδας, αφού πρόδωσε τον Ιησού, «ένιωσε τύψεις [μεταμεληθείς, Κείμενο]», προσπάθησε να επιστρέψει το αντίτιμο της δωροδοκίας το οποίο είχε διαπραγματευτεί και μετά κρεμάστηκε. (Ματ 27:3-5) Το τεράστιο βάρος του εγκλήματός του και, πιθανότατα, η τρομακτική βεβαιότητα για το γεγονός ότι θα αντιμετώπιζε τη θεϊκή τιμωρία προφανώς τον κατέβαλαν. (Παράβαλε Εβρ 10:26, 27, 31· Ιακ 2:19.) Ένιωσε τύψεις ενοχής, απελπισία, ακόμη και απόγνωση, αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι εκδήλωσε θεοσεβή λύπη η οποία οδηγεί σε μετάνοια. Επιζήτησε να ομολογήσει την αμαρτία του, όχι στον Θεό, αλλά στους Ιουδαίους ηγέτες, και επέστρεψε τα χρήματα επειδή προφανώς είχε την εσφαλμένη αντίληψη ότι θα μπορούσε έτσι να επανορθώσει για το έγκλημά του σε κάποιον βαθμό. (Παράβαλε Ιακ 5:3, 4· Ιεζ 7:19.) Στο έγκλημα της προδοσίας και της συναυτουργίας στο θάνατο ενός αθώου, πρόσθεσε και το έγκλημα της αυτοκτονίας. Η πορεία του είναι αντίθετη προς την πορεία του Πέτρου, ο οποίος έκλαψε πικρά όταν αρνήθηκε τον Κύριό του επειδή μετανόησε ολόκαρδα, πράγμα που οδήγησε στην αποκατάστασή του.—Ματ 26:75· παράβαλε Λου 22:31, 32.
Έτσι λοιπόν, η μεταμέλεια, οι τύψεις και τα δάκρυα δεν αποτελούν βέβαιο κριτήριο της γνήσιας μετάνοιας. Το κίνητρο της καρδιάς είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Ο Ωσηέ εκφράζει την κατάκριση του Ιεχωβά για τον Ισραήλ, διότι τον καιρό της στενοχώριας τους «δεν [τον] κάλεσαν σε βοήθεια με την καρδιά τους, μολονότι θρηνούσαν γοερά πάνω στα κρεβάτια τους. Εξαιτίας των σιτηρών τους και του γλυκού κρασιού τους τεμπέλιαζαν . . . Και επέστρεψαν, όχι σε κάτι υψηλότερο». Οι στεναγμοί με τους οποίους αναζητούσαν ανακούφιση τον καιρό της συμφοράς υποκινούνταν από ιδιοτελές κίνητρο, και όταν τους δινόταν ανακούφιση, δεν χρησιμοποιούσαν αυτή την ευκαιρία για να βελτιώσουν τη σχέση τους με τον Θεό προσκολλούμενοι στενότερα στους υψηλούς κανόνες του. (Παράβαλε Ησ 55:8-11.) Ήταν σαν «χαλαρό τόξο» που δεν βρίσκει το στόχο του ποτέ. (Ωσ 7:14-16· παράβαλε Ψλ 78:57· Ιακ 4:3.) Η νηστεία, το κλάμα και ο θρήνος είχαν τη θέση τους—αλλά μόνο αν οι μετανοημένοι “έσκιζαν την καρδιά τους” και όχι απλώς τα ενδύματά τους.—Ιωλ 2:12, 13· βλέπε ΝΗΣΤΕΙΑ· ΠΕΝΘΟΣ.
Ομολογία της αδικοπραγίας. Το μετανοημένο άτομο, λοιπόν, ταπεινώνει τον εαυτό του και εκζητεί το πρόσωπο του Θεού (2Χρ 7:13, 14· 33:10-13· Ιακ 4:6-10), ικετεύοντας για τη συγχώρησή του. (Ματ 6:12) Δεν είναι σαν τον αυτοδικαιούμενο Φαρισαίο της παραβολής του Ιησού, αλλά είναι σαν τον εισπράκτορα φόρων για τον οποίο ο Ιησούς είπε ότι χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με, τον αμαρτωλό». (Λου 18:9-14) Ο απόστολος Ιωάννης δηλώνει: «Αν πούμε: “Δεν έχουμε αμαρτία”, παροδηγούμε τον εαυτό μας και η αλήθεια δεν είναι σε εμάς. Αν ομολογούμε τις αμαρτίες μας, εκείνος είναι πιστός και δίκαιος ώστε να μας συγχωρήσει τις αμαρτίες μας και να μας καθαρίσει από κάθε αδικία». (1Ιω 1:8, 9) «Όποιος καλύπτει τις παραβάσεις του δεν θα έχει επιτυχία, αλλά σε όποιον τις ομολογεί και τις εγκαταλείπει θα δειχτεί έλεος».—Παρ 28:13· παράβαλε Ψλ 32:3-5· Ιη 7:19-26· 1Τι 5:24.
Η προσευχή του Δανιήλ στα εδάφια Δανιήλ 9:15-19 αποτελεί πρότυπο ειλικρινούς ομολογίας, καθώς εκφράζει πρωτίστως ενδιαφέρον για το όνομα του Ιεχωβά και κάνει έκκληση με βάση, όχι «τις δίκαιες πράξεις» ανθρώπων, αλλά «τα πολλά ελέη» του Θεού. Συγκρίνετε, επίσης, τις ταπεινές εκφράσεις του άσωτου γιου. (Λου 15:17-21) Όσοι μετανοούν ειλικρινά “υψώνουν την καρδιά τους μαζί με τις παλάμες τους προς τον Θεό”, ομολογώντας την παράβασή τους και ζητώντας συγχώρηση.—Θρ 3:40-42.
“Να ομολογείτε τις αμαρτίες ο ένας στον άλλον”. Ο μαθητής Ιάκωβος συμβουλεύει: “Να ομολογείτε φανερά τις αμαρτίες σας ο ένας στον άλλον και να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον, για να γιατρευτείτε”. (Ιακ 5:16) Αυτή η ομολογία δεν γίνεται επειδή κάποιος άνθρωπος είναι “βοηθός [“συνήγορος”, ΜΠΚ]” για έναν άλλον άνθρωπο ενώπιον του Θεού, εφόσον μόνο ο Χριστός εκπληρώνει αυτόν το ρόλο με βάση την εξιλαστήρια θυσία του. (1Ιω 2:1, 2) Οι άνθρωποι, από μόνοι τους, δεν μπορούν στην πραγματικότητα να επανορθώσουν το αδίκημα που διαπράχθηκε εναντίον του Θεού, ούτε για λογαριασμό τους ούτε για λογαριασμό άλλων, όντας ανίκανοι να προμηθεύσουν την απαιτούμενη εξιλέωση. (Ψλ 49:7, 8) Εντούτοις, οι Χριστιανοί μπορούν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον, οι δε προσευχές τους για λογαριασμό των αδελφών τους, μολονότι δεν επηρεάζουν την εφαρμογή της δικαιοσύνης από μέρους του Θεού (εφόσον μόνο το λύτρο του Χριστού φέρνει άφεση αμαρτιών), όντως μετρούν ενώπιον του Θεού καθώς κάνουν έκκληση σε αυτόν να δώσει την απαραίτητη βοήθεια και δύναμη σε εκείνον που έχει αμαρτήσει και ζητάει στήριξη.—Βλέπε ΠΡΟΣΕΥΧΗ (Η Απάντηση στις Προσευχές).
Μεταστροφή—Στροφή Προς τα Πίσω. Η μετάνοια σηματοδοτεί τον τερματισμό της εσφαλμένης πορείας, την απόρριψη αυτής της εσφαλμένης οδού και την απόφαση που παίρνει το άτομο να ξεκινήσει μια ορθή πορεία. Επομένως, αν η μετάνοια είναι γνήσια, θα ακολουθηθεί από τη «μεταστροφή». (Πρ 15:3) Στο πρωτότυπο εβραϊκό και ελληνικό κείμενο τα ρήματα που σχετίζονται με τη μεταστροφή (εβρ., σουβ· ελλ., στρέφω· ἐπιστρέφω) σημαίνουν απλώς «γυρίζω πίσω, κάνω μεταβολή ή επιστρέφω». (Γε 18:10· Ιωα 12:40· 21:20· Πρ 15:36) Με πνευματική έννοια, αυτό μπορεί να σημαίνει είτε απομάκρυνση από τον Θεό (επομένως επιστροφή σε αμαρτωλή πορεία [Αρ 14:43· Δευ 30:17]) είτε στροφή προς τον Θεό εγκαταλείποντας μια εσφαλμένη οδό.—1Βα 8:33.
Η μεταστροφή δεν εκδηλώνεται απλώς με τη στάση του ατόμου ή τις προφορικές του εκφράσεις. Περιλαμβάνει «έργα που αρμόζουν στη μετάνοια». (Πρ 26:20· Ματ 3:8) Το άτομο κάνει ενέργειες για να “εκζητήσει”, να “αναζητήσει”, να “ρωτήσει να μάθει” για τον Ιεχωβά με όλη του την καρδιά και όλη του την ψυχή. (Δευ 4:29· 1Βα 8:48· Ιερ 29:12-14) Αυτό αναπόφευκτα σημαίνει ότι εκζητεί την εύνοια του Θεού “ακούγοντας τη φωνή του” όπως αυτή εκφράζεται στο Λόγο του (Δευ 4:30· 30:2, 8), “εκδηλώνοντας ενόραση στη φιλαλήθειά του” μέσω καλύτερης κατανόησης και εκτίμησης των οδών και του θελήματός του (Δα 9:13), ακολουθώντας και “εκτελώντας” τις εντολές του (Νε 1:9· Δευ 30:10· 2Βα 23:24, 25), «τηρώντας στοργική καλοσύνη και δικαιοσύνη» και “ελπίζοντας στον Θεό διαρκώς” (Ωσ 12:6), εγκαταλείποντας τη χρήση θρησκευτικών ομοιωμάτων ή την ειδωλοποίηση δημιουργημάτων ώστε να “κατευθύνει χωρίς παρεκκλίσεις την καρδιά [του] στον Ιεχωβά και να υπηρετεί αυτόν μόνο” (1Σα 7:3· Πρ 14:11-15· 1Θε 1:9, 10) και περπατώντας στις οδούς εκείνου και όχι στην οδό των εθνών (Λευ 20:23) ή στη δική του οδό (Ησ 55:6-8). Οι προσευχές, οι θυσίες, οι νηστείες και η τήρηση ιερών γιορτών είναι ανούσιες και άχρηστες ενώπιον του Θεού αν δεν συνοδεύονται από καλά έργα, δικαιοσύνη, εξάλειψη της καταδυνάστευσης και της βίας και εκδήλωση ελέους.—Ησ 1:10-19· 58:3-7· Ιερ 18:11.
Αυτό απαιτεί «μια νέα καρδιά και ένα νέο πνεύμα». (Ιεζ 18:31) Η αλλαγή στον τρόπο σκέψης, στα κίνητρα και στο σκοπό της ζωής κάποιου παράγει καινούρια νοοτροπία, διάθεση και ηθική δύναμη. Για αυτόν που η πορεία της ζωής του αλλάζει, το αποτέλεσμα είναι μια «νέα προσωπικότητα που δημιουργήθηκε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού με αληθινή δικαιοσύνη και οσιότητα» (Εφ 4:17-24), απαλλαγμένη από την ανηθικότητα, από την πλεονεξία, καθώς επίσης από τα επιθετικά λόγια και τη βίαιη διαγωγή. (Κολ 3:5-10· αντιπαράβαλε Ωσ 5:4-6.) Προς αυτά τα άτομα ο Θεός κάνει το πνεύμα της σοφίας να «αναβλύσει», γνωστοποιώντας τους τα λόγια του.—Παρ 1:23· παράβαλε 2Τι 2:25.
Άρα, η γνήσια μετάνοια έχει ισχυρή επίδραση, παράγει δύναμη, υποκινεί το άτομο να “μεταστραφεί”. (Πρ 3:19) Δικαιολογημένα, λοιπόν, είπε ο Ιησούς στους Λαοδικείς να γίνουν “ζηλωτές και να μετανοήσουν”. (Απ 3:19· παράβαλε Απ 2:5· 3:2, 3.) Υπάρχουν σαφείς αποδείξεις “μεγάλης θέρμης, απαλλαγής από την ενοχή, θεοσεβούς φόβου, λαχτάρας και διόρθωσης της αδικίας”. (2Κο 7:10, 11) Η αδιαφορία για την επανόρθωση αδικημάτων που έχουν διαπραχθεί δείχνει έλλειψη αληθινής μετάνοιας.—Παράβαλε Ιεζ 33:14, 15· Λου 19:8.
Ποια είναι τα «νεκρά έργα» από τα οποία πρέπει να μετανοήσουν οι Χριστιανοί;
Τα εδάφια Εβραίους 6:1, 2 δείχνουν ότι τα «αρχικά δόγματα» περιλαμβάνουν «μετάνοια από νεκρά έργα και πίστη προς τον Θεό», και στη συνέχεια τη διδασκαλία για βαφτίσματα, την επίθεση των χεριών, την ανάσταση και την αιώνια κρίση. Τα «νεκρά έργα» (μια έκφραση που εμφανίζεται ξανά μόνο στο εδ. Εβρ 9:14) προφανώς σημαίνουν όχι απλώς τα αμαρτωλά έργα της αδικοπραγίας, τα έργα της ξεπεσμένης σάρκας που οδηγούν στο θάνατο (Ρω 8:6· Γα 6:8), αλλά όλα τα έργα που είναι από μόνα τους νεκρά από πνευματική άποψη, μάταια και άκαρπα.
Αυτό θα περιλάμβανε και τα έργα αυτοδικαίωσης, δηλαδή τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι άνθρωποι για να εδραιώσουν τη δική τους δικαιοσύνη ανεξάρτητα από τον Χριστό Ιησού και τη λυτρωτική του θυσία. Άρα, η τυπική τήρηση του Νόμου από τους Ιουδαίους θρησκευτικούς ηγέτες και άλλους αποτελούσε «νεκρά έργα» επειδή της έλειπε το ζωτικό συστατικό της πίστης. (Ρω 9:30-33· 10:2-4) Αυτό τους έκανε να προσκόψουν στον Χριστό Ιησού, τον «Πρώτιστο Παράγοντα» που χρησιμοποίησε ο Θεός “για να δώσει μετάνοια στον Ισραήλ και συγχώρηση αμαρτιών”, αντί να μετανοήσουν. (Πρ 5:31-33· 10:43· 20:21) Κατά τον ίδιο τρόπο θα γίνονταν «νεκρά» και όσα έργα έκανε κάποιος για να τηρήσει το Νόμο, σαν να ίσχυε αυτός ακόμη, ενώ τον είχε εκπληρώσει ο Χριστός Ιησούς. (Γα 2:16) Παρόμοια, γίνονται «νεκρά» όλα τα έργα που θα μπορούσαν να έχουν αξία, όταν το κίνητρο που τα υποκινεί δεν είναι η αγάπη—η αγάπη για τον Θεό και η αγάπη για τον πλησίον. (1Κο 13:1-3) Η αγάπη, με τη σειρά της, πρέπει να εκδηλώνεται «με έργα και αλήθεια» και να εναρμονίζεται με το θέλημα και τις οδούς του Θεού που γνωστοποιούνται σε εμάς μέσω του Λόγου του. (1Ιω 3:18· 5:2, 3· Ματ 7:21-23· 15:6-9· Εβρ 4:12) Αυτός που στρέφεται με πίστη στον Θεό μέσω του Χριστού Ιησού μετανοεί για όλα τα έργα που κατατάσσονται ορθά ως «νεκρά έργα» και εφεξής τα αποφεύγει, έτσι ώστε η συνείδησή του καθαρίζεται.—Εβρ 9:14.
Το βάφτισμα (η βύθιση στο νερό), εκτός από την περίπτωση του Ιησού, ήταν ένα θεϊκά δοσμένο σύμβολο που συνδέθηκε με τη μετάνοια, τόσο από μέρους όσων ανήκαν στο Ιουδαϊκό έθνος (το οποίο δεν είχε τηρήσει τη διαθήκη του Θεού ενόσω αυτή βρισκόταν σε ισχύ) όσο και από μέρους των Εθνικών που μεταστράφηκαν για να αποδίδουν ιερή υπηρεσία στον Θεό.—Ματ 3:11· Πρ 2:38· 10:45-48· 13:23, 24· 19:4· βλέπε ΒΑΦΤΙΣΜΑ.
Αμετανόητοι. Η έλλειψη γνήσιας μετάνοιας είχε ως αποτέλεσμα να εξοριστεί ο Ισραήλ και ο Ιούδας, να καταστραφεί δύο φορές η Ιερουσαλήμ και τελικά να απορριφθεί πλήρως το έθνος από τον Θεό. Όταν ελέγχονταν, αυτοί δεν επέστρεφαν πραγματικά στον Θεό αλλά συνέχιζαν να “γυρίζουν πίσω στη δημοφιλή πορεία, σαν το άλογο που ορμάει στη μάχη”. (Ιερ 8:4-6· 2Βα 17:12-23· 2Χρ 36:11-21· Λου 19:41-44· Ματ 21:33-43· 23:37, 38) Επειδή μέσα στην καρδιά τους δεν ήθελαν να μετανοήσουν και να «επιστρέψουν», τα όσα άκουγαν και έβλεπαν δεν τους προσέδιδαν ούτε κατανόηση ούτε γνώση. Ένα «κάλυμμα» σκέπαζε τις καρδιές τους. (Ησ 6:9, 10· 2Κο 3:12-18· 4:3, 4) Οι άπιστοι θρησκευτικοί ηγέτες και οι προφήτες, καθώς επίσης οι ψευδοπροφήτισσες, συνέβαλλαν σε αυτό, ενισχύοντας το λαό στην αδικοπραγία του. (Ιερ 23:14· Ιεζ 13:17, 22, 23· Ματ 23:13, 15) Οι Χριστιανικές προφητείες προείπαν ότι πολλοί θα απέρριπταν με όμοιο τρόπο κάποιες ενέργειες που θα έκανε ο Θεός στο μέλλον για να ελέγξει τους ανθρώπους και να τους καλέσει να μετανοήσουν. Προειπώθηκε ότι τα παθήματα που θα υφίσταντο αυτοί θα τους έκαναν απλώς να σκληρυνθούν και να αναπτύξουν πικρία μέχρι του σημείου να βλασφημήσουν τον Θεό, μολονότι η ρίζα και η γενεσιουργός αιτία όλων των προβλημάτων και των πληγών τους θα ήταν το ότι οι ίδιοι είχαν απορρίψει τις δίκαιες οδούς του. (Απ 9:20, 21· 16:9, 11) Τέτοια άτομα “συσσωρεύουν οργή για τον εαυτό τους στην ημέρα της αποκάλυψης της κρίσης του Θεού”.—Ρω 2:5.
Χωρίς δυνατότητα μετάνοιας. Όσοι “αμαρτάνουν εκούσια”, αφού έχουν ήδη λάβει την ακριβή γνώση της αλήθειας, δεν έχουν πλέον δυνατότητα μετάνοιας, επειδή έχουν απορρίψει τον ίδιο το σκοπό για τον οποίο πέθανε ο Γιος του Θεού και έτσι έχουν συνταχθεί με εκείνους που τον καταδίκασαν σε θάνατο, ουσιαστικά “ξανακρεμώντας οι ίδιοι στο ξύλο τον Γιο του Θεού και ντροπιάζοντάς τον δημόσια”. (Εβρ 6:4-8· 10:26-29) Αυτό, λοιπόν, είναι ασυγχώρητη αμαρτία. (Μαρ 3:28, 29) Θα ήταν καλύτερο για αυτούς «να μην είχαν γνωρίσει ακριβώς το δρόμο της δικαιοσύνης παρά, αφού τον γνώρισαν ακριβώς, να απομακρυνθούν από την άγια εντολή που τους παραδόθηκε».—2Πε 2:20-22.
Εφόσον ο Αδάμ και η Εύα ήταν τέλεια πλάσματα, και η εντολή του Θεού προς αυτούς ήταν ξεκάθαρη και κατανοητή και από τους δύο, είναι προφανές ότι η αμαρτία τους ήταν εκούσια και δεν δικαιολογούνταν με βάση κάποια ανθρώπινη αδυναμία ή ατέλεια. Γι’ αυτό, τα λόγια που τους είπε μετά ο Θεός δεν περιέχουν πρόσκληση για μετάνοια. (Γε 3:16-24) Το ίδιο ισχύει και για το πνευματικό πλάσμα που τους είχε παρασύρει στο στασιασμό. Το τέλος του και το τέλος των άλλων αγγελικών πλασμάτων που ενώθηκαν μαζί του είναι η αιώνια καταστροφή. (Γε 3:14, 15· Ματ 25:41) Ο Ιούδας, παρότι ατελής, είχε ζήσει από πολύ κοντά τον ίδιο τον Γιο του Θεού και εντούτοις έγινε προδότης. Ο ίδιος ο Ιησούς τον χαρακτήρισε «γιο της καταστροφής». (Ιωα 17:12) Ο αποστατικός «άνθρωπος της ανομίας» επίσης αποκαλείται «γιος της καταστροφής». (2Θε 2:3· βλέπε ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ· ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ· ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ.) Παρόμοια, όλοι όσοι κατατάσσονται στα συμβολικά «κατσίκια» όταν ο Ιησούς κρίνει ως βασιλιάς την ανθρωπότητα “απέρχονται σε αιώνια εκκοπή”, χωρίς να τους απευθύνεται πρόσκληση για μετάνοια.—Ματ 25:33, 41-46.
Η Ανάσταση Παρέχει Ευκαιρία. Αντίθετα, απευθυνόμενος σε ορισμένες Ιουδαϊκές πόλεις του πρώτου αιώνα, ο Ιησούς αναφέρθηκε σε μια μελλοντική ημέρα κρίσης στην οποία αυτές θα περιλαμβάνονταν. (Ματ 10:14, 15· 11:20-24) Αυτό αφήνει να εννοηθεί ότι τουλάχιστον κάποιοι από αυτές τις πόλεις θα ανασταίνονταν, και παρ’ όλο που θα ήταν πολύ δύσκολο να μετανοήσουν λόγω της προηγούμενης αμετανόητης στάσης τους, θα είχαν την ευκαιρία να εκδηλώσουν ταπεινά μετάνοια και να “μεταστραφούν” προς τον Θεό μέσω του Χριστού. Όσοι δεν το κάνουν αυτό θα λάβουν αιώνια καταστροφή. (Παράβαλε Απ 20:11-15· βλέπε ΗΜΕΡΑ ΚΡΙΣΗΣ.) Εκείνοι, ωστόσο, που ακολουθούν μια πορεία παρόμοια με την πορεία που ακολουθούσαν πολλοί γραμματείς και Φαρισαίοι, οι οποίοι εκούσια και εν γνώσει τους αντιμάχονταν τη φανέρωση του πνεύματος του Θεού μέσω του Χριστού, δεν θα λάβουν ανάσταση, και έτσι δεν μπορούν να “ξεφύγουν από την κρίση της Γέεννας”.—Ματ 23:13, 33· Μαρ 3:22-30.
Ο κακοποιός πάνω στο ξύλο. Ο κακοποιός πάνω στο ξύλο, που εκδήλωσε σε κάποιον βαθμό πίστη στον Ιησού ο οποίος ήταν κρεμασμένος δίπλα του, έλαβε την υπόσχεση ότι θα ήταν στον Παράδεισο. (Λου 23:39-43· βλέπε ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.) Ενώ μερικοί έχουν επιδιώξει με βάση αυτή την υπόσχεση να υποστηρίξουν ότι μέσω αυτής ο κακοποιός εξασφάλισε την αιώνια ζωή, οι αποδείξεις από τα πολλά εδάφια που αναφέρθηκαν ήδη δείχνουν ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μολονότι παραδέχτηκε ότι η εγκληματική του δράση ήταν εσφαλμένη, ενώ αντίθετα ο Ιησούς ήταν αθώος (Λου 23:41), δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι ο κακοποιός είχε “μισήσει το κακό και είχε αγαπήσει τη δικαιοσύνη”. Όντας ετοιμοθάνατος, προφανώς δεν ήταν σε θέση να “μεταστραφεί” και να κάνει τα «έργα που αρμόζουν στη μετάνοια». Επίσης, δεν είχε βαφτιστεί. (Πρ 3:19· 26:20) Φαίνεται επομένως ότι όταν αναστηθεί από τους νεκρούς θα του δοθεί η ευκαιρία να ακολουθήσει αυτή την πορεία.—Παράβαλε Απ 20:12, 13.
Πώς μπορεί ο Θεός, ο οποίος είναι τέλειος, να “μεταμελείται”;
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων στις οποίες η εβραϊκή λέξη ναχάμ χρησιμοποιείται με την έννοια «μεταμελούμαι», γίνεται λόγος για τον Ιεχωβά Θεό. Τα εδάφια Γένεση 6:6, 7 αναφέρουν ότι «ο Ιεχωβά μεταμελήθηκε που είχε κάνει τους ανθρώπους στη γη και ένιωσε λύπη στην καρδιά του», καθώς η πονηρία τους ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο Θεός αποφάσισε να τους εξαλείψει από το πρόσωπο της γης μέσω του παγγήινου Κατακλυσμού. Αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι ο Θεός μεταμελήθηκε με την έννοια ότι είχε κάνει κάποιο λάθος στο δημιουργικό του έργο, διότι «οι ενέργειές του είναι τέλειες». (Δευ 32:4, 5) Η μεταμέλεια είναι το αντίθετο της ικανοποίησης και της χαράς, αισθημάτων που φέρνουν ευχαρίστηση. Ως εκ τούτου, τα λόγια αυτά πρέπει να σημαίνουν ότι ο Θεός λυπήθηκε για το ότι, αφού είχε δημιουργήσει το ανθρώπινο γένος, η διαγωγή τους έγινε τόσο κακή ώστε τώρα ήταν υποχρεωμένος (και δικαιολογημένα) να καταστρέψει όλο το ανθρώπινο γένος εκτός από τον Νώε και την οικογένειά του. Διότι ο Θεός “δεν βρίσκει ευχαρίστηση στο θάνατο του πονηρού”.—Ιεζ 33:11.
Η Εγκυκλοπαίδεια (Cyclopædia) των Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ σχολιάζει: «Ο ίδιος ο Θεός λέγεται ότι μετανοεί [ναχάμ, μεταμελούμαι], αλλά αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται μόνο στην αλλαγή της συμπεριφοράς του προς τα πλάσματά του, είτε όσον αφορά την παροχή καλών πραγμάτων είτε όσον αφορά την επιβολή κακών—η οποία αλλαγή στη θεϊκή συμπεριφορά βασίζεται σε κάποια αλλαγή των πλασμάτων του. Μιλώντας, λοιπόν, με ανθρώπινους όρους, λέγεται ότι ο Θεός μετανοεί». (1894, Τόμ. 8, σ. 1042) Οι δίκαιοι κανόνες του Θεού παραμένουν σταθεροί, συνεπείς, αναλλοίωτοι και αμετάβλητοι. (Μαλ 3:6· Ιακ 1:17) Καμιά κατάσταση δεν μπορεί να τον αναγκάσει να αλλάξει γνώμη σχετικά με αυτούς, να παρεκκλίνει από αυτούς ή να τους εγκαταλείψει. Ωστόσο, η στάση και οι αντιδράσεις των νοημόνων πλασμάτων του προς αυτούς τους τέλειους κανόνες και προς τον τρόπο με τον οποίο τους εφαρμόζει ο Θεός μπορεί να είναι καλές ή κακές. Αν είναι καλές, ο Θεός ευαρεστείται, ενώ αν είναι κακές, λυπάται. Επιπρόσθετα, η στάση του πλάσματος μπορεί να αλλάξει από καλή σε κακή ή από κακή σε καλή, και εφόσον ο Θεός δεν αλλάζει τους κανόνες του για να εξυπηρετήσει τα πλάσματά του, η ευαρέσκειά του (μαζί με τις συνεπαγόμενες ευλογίες) μπορεί να μετατραπεί ανάλογα σε λύπη (μαζί με τη συνεπαγόμενη διαπαιδαγώγηση ή τιμωρία) ή το αντίστροφο. Έτσι λοιπόν, οι κρίσεις και οι αποφάσεις του είναι εντελώς απαλλαγμένες από ιδιοτροπίες, αστάθεια, αναξιοπιστία ή σφάλμα. Συνεπώς, ο ίδιος είναι απαλλαγμένος από κάθε άστατη ή εκκεντρική συμπεριφορά.—Ιεζ 18:21-30· 33:7-20.
Ο αγγειοπλάστης μπορεί να αρχίσει να φτιάχνει κάποιου είδους αγγείο αλλά στη συνέχεια να του δώσει άλλη μορφή αν αυτό “χαλάσει στο χέρι του αγγειοπλάστη”. (Ιερ 18:3, 4) Με αυτό το παράδειγμα ο Ιεχωβά δείχνει παραστατικά, όχι ότι μοιάζει με ανθρώπινο αγγειοπλάστη στο ότι “χαλάει με το χέρι του”, αλλά απεναντίας ότι έχει θεϊκή εξουσία πάνω στο ανθρώπινο γένος, εξουσία να τροποποιεί την πολιτεία του μαζί τους ανάλογα με το πώς αυτοί ανταποκρίνονται ή δεν ανταποκρίνονται στη δικαιοσύνη και στο έλεός του. (Παράβαλε Ησ 45:9· Ρω 9:19-21.) Έτσι λοιπόν, μπορεί να “μεταμεληθεί για τη συμφορά που είχε σκεφτεί να εκτελέσει” πάνω σε κάποιο έθνος ή “να μεταμεληθεί για το καλό το οποίο είπε μέσα του ότι θα κάνει για το καλό τους”, στηριζόμενος αποκλειστικά στην αντίδραση του έθνους προς την προηγούμενη πολιτεία του με αυτό. (Ιερ 18:5-10) Άρα, το ζήτημα δεν είναι ότι ο Μεγάλος Αγγειοπλάστης, ο Ιεχωβά, σφάλλει, αλλά ότι ο ανθρώπινος «πηλός» υφίσταται «μεταμόρφωση» όσον αφορά την κατάσταση της καρδιάς του, προκαλώντας μεταμέλεια, δηλαδή αλλαγή αισθημάτων, από μέρους του Ιεχωβά.
Αυτό ισχύει τόσο για μεμονωμένα άτομα όσο και για έθνη, ενώ το ίδιο το γεγονός ότι ο Ιεχωβά Θεός λέει πως “μεταμελείται” για ορισμένους υπηρέτες του, όπως για τον Βασιλιά Σαούλ ο οποίος απομακρύνθηκε από τη δικαιοσύνη, δείχνει ότι ο Θεός δεν προκαθορίζει το μέλλον αυτών των ατόμων. (Βλέπε ΠΡΟΓΝΩΣΗ, ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ.) Το ότι ο Θεός μεταμελήθηκε για την παρέκκλιση του Σαούλ δεν σημαίνει ότι έκανε λάθος όταν τον εξέλεξε ως βασιλιά και έπρεπε να μεταμεληθεί για αυτό. Ο Θεός πρέπει απεναντίας να μεταμελήθηκε με την έννοια ότι ένιωσε λύπη για το ότι ο Σαούλ, ως ελεύθερος ηθικός παράγοντας, δεν είχε κάνει καλή χρήση του εξαιρετικού προνομίου και της ευκαιρίας που του παρείχε ο Θεός, και για το ότι η αλλαγή του Σαούλ απαιτούσε αλλαγή στην πολιτεία του Θεού μαζί του.—1Σα 15:10, 11, 26.
Ο προφήτης Σαμουήλ, αναγγέλλοντας τη δυσμενή απόφαση του Θεού για τον Σαούλ, δήλωσε ότι «η Εξοχότητα του Ισραήλ δεν θα αποδειχτεί ψευδής και Αυτός δεν θα μεταμεληθεί, γιατί δεν είναι χωματένιος άνθρωπος ώστε να μεταμελείται». (1Σα 15:28, 29) Οι χωματένιοι άνθρωποι συχνά δεν κρατούν το λόγο τους, δεν εκπληρώνουν τις υποσχέσεις τους, δεν τηρούν τους όρους των συμφωνιών τους ή, επειδή είναι ατελείς, κάνουν λάθη στην κρίση τους, πράγμα που τους κάνει να μεταμελούνται. Αυτό δεν συμβαίνει ποτέ με τον Θεό.—Ψλ 132:11· Ησ 45:23, 24· 55:10, 11.
Για παράδειγμα, η διαθήκη του Θεού που έγινε ανάμεσα στον Θεό και σε «κάθε σάρκα» μετά τον Κατακλυσμό εγγυόταν ανεπιφύλακτα ότι ο Θεός δεν θα έφερνε ποτέ ξανά έναν παγγήινο κατακλυσμό. (Γε 9:8-17) Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμιά πιθανότητα να αλλάξει ο Θεός όσον αφορά αυτή τη διαθήκη ή να “μεταμεληθεί” για αυτήν. Παρόμοια, στη διαθήκη του με τον Αβραάμ, ο Θεός «επενέβη με όρκο» παρέχοντας «νομική εγγύηση» έτσι ώστε να «καταδείξει περισσότερο στους κληρονόμους της υπόσχεσης το αμετάβλητο της βουλής του», καθώς η υπόσχεσή του και ο όρκος του είναι “δύο αμετάβλητα πράγματα σε σχέση με τα οποία είναι αδύνατον να πει ψέματα ο Θεός”. (Εβρ 6:13-18) Ανάλογα, η ένορκη διαθήκη του Θεού με τον Γιο του για μια ιεροσύνη σαν του Μελχισεδέκ ήταν κάτι για το οποίο ο Θεός δεν θα “μεταμελούνταν”.—Εβρ 7:20, 21· Ψλ 110:4· παράβαλε Ρω 11:29.
Ωστόσο, όταν ο Θεός διατυπώνει μια υπόσχεση ή συνάπτει μια διαθήκη, μπορεί να θέσει κάποιους όρους, προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν εκείνοι προς τους οποίους δίνεται η υπόσχεση ή με τους οποίους γίνεται η διαθήκη. Ο Θεός υποσχέθηκε στον Ισραήλ ότι θα γινόταν «ειδική ιδιοκτησία» του και «βασιλεία ιερέων και άγιο έθνος», αν υπάκουε προσεκτικά στη φωνή του και τηρούσε τη διαθήκη του. (Εξ 19:5, 6) Εκείνος τήρησε τη διαθήκη από την πλευρά του, αλλά ο Ισραήλ απέτυχε. Παραβίασε τη διαθήκη επανειλημμένα. (Μαλ 3:6, 7· παράβαλε Νε 9:16-19, 26-31.) Όταν, λοιπόν, ο Θεός τελικά ακύρωσε εκείνη τη διαθήκη, ενήργησε απολύτως δίκαια, καθώς η ευθύνη για τη μη εκπλήρωση της υπόσχεσής του βάρυνε εξ ολοκλήρου τους παραβάτες Ισραηλίτες.—Ματ 21:43· Εβρ 8:7-9.
Με τον ίδιο τρόπο, ο Θεός μπορεί να “νιώσει μεταμέλεια” και να «απομακρυνθεί» από την εκτέλεση κάποιας τιμωρίας όταν η σχετική προειδοποίησή του προκαλέσει αλλαγή στη στάση και στη διαγωγή των παραβατών. (Δευ 13:17· Ψλ 90:13) Αφού επιστρέψουν αυτοί σε εκείνον, “επιστρέφει” και εκείνος σε αυτούς. (Ζαχ 8:3· Μαλ 3:7) Αντί να “πονάει”, τώρα χαίρεται, επειδή δεν βρίσκει ευχαρίστηση στο να θανατώνει τους αμαρτωλούς. (Λου 15:10· Ιεζ 18:32) Μολονότι δεν παρεκκλίνει ποτέ από τους δίκαιους κανόνες του, ο Θεός προσφέρει βοήθεια στους ανθρώπους έτσι ώστε να μπορούν να επιστρέψουν σε αυτόν και τους ενθαρρύνει προς αυτή την κατεύθυνση. Τους προσκαλεί με καλοσύνη να επιστρέψουν, “απλώνοντας τα χέρια του” και λέγοντας μέσω των εκπροσώπων του: «Επιστρέψτε, παρακαλώ, . . . ώστε να μη . . . προξενήσω συμφορά σε εσάς», «Μην κάνετε, παρακαλώ, αυτό το απεχθές πράγμα το οποίο έχω μισήσει». (Ησ 65:1, 2· Ιερ 25:5, 6· 44:4, 5) Δίνει άφθονο χρόνο για αλλαγή (Νε 9:30· παράβαλε Απ 2:20-23) και δείχνει μεγάλη υπομονή και ανοχή, αφού «δεν θέλει να καταστραφεί κανείς αλλά όλοι να φτάσουν σε μετάνοια». (2Πε 3:8, 9· Ρω 2:4, 5) Ενίοτε φρόντιζε με καλοσύνη να συνοδεύεται το άγγελμά του από δυναμικά έργα, ή αλλιώς θαύματα, τα οποία επιβεβαίωναν το θεϊκό διορισμό των αγγελιοφόρων του και συνέβαλλαν στην ενίσχυση της πίστης όσων άκουγαν. (Πρ 9:32-35) Όταν δεν υπάρχει ανταπόκριση στο άγγελμά του, χρησιμοποιεί τη διαπαιδαγώγηση. Αποσύρει την εύνοια και την προστασία του, αφήνοντας έτσι τους αμετανόητους να υποστούν στερήσεις, πείνα και καταδυνάστευση από τους εχθρούς τους. Αυτό μπορεί να τους συνεφέρει, μπορεί να αποκαταστήσει μέσα τους τον κατάλληλο φόβο για τον Θεό, δηλαδή μπορεί να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν ότι η πορεία τους ήταν ανόητη και οι αξίες τους εσφαλμένες.—2Χρ 33:10-13· Νε 9:28, 29· Αμ 4:6-11.
Ωστόσο, η υπομονή του έχει και τα όριά της, και όταν φτάσει σε αυτά, εκείνος “κουράζεται να μεταμελείται”. Σε αυτή την περίπτωση η απόφασή του να αποδώσει τιμωρία είναι αμετάβλητη. (Ιερ 15:6, 7· 23:19, 20· Λευ 26:14-33) Τότε πλέον δεν “σκέφτεται” ή δεν “ετοιμάζει” απλώς μια συμφορά εναντίον αυτών των ατόμων (Ιερ 18:11· 26:3-6) αλλά έχει πάρει μια αμετάκλητη απόφαση.—2Βα 23:24-27· Ησ 43:13· Ιερ 4:28· Σοφ 3:8· Απ 11:17, 18.
Η προθυμία του Θεού να συγχωρεί τους μετανοημένους, καθώς επίσης το ότι καθιστά με έλεος εφικτή αυτή τη συγχώρηση, ακόμη και παρά τα επανειλημμένα αδικήματα, θέτει το παράδειγμα για όλους τους υπηρέτες του.—Ματ 18:21, 22· Μαρ 3:28· Λου 17:3, 4· 1Ιω 1:9· βλέπε ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ.