ΑΝΔΡΑΔΕΛΦΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
Γνωστός και ως λεβιρατικός γάμος. Έθιμο σύμφωνα με το οποίο ένας άντρας παντρευόταν τη χήρα του πεθαμένου αδελφού του, αν αυτή δεν είχε γιο, για να παραγάγει απόγονο που θα συνέχιζε τη γραμμή του αδελφού του. Το εβραϊκό ρήμα που σημαίνει «κάνω ανδραδελφικό γάμο» είναι γιαβάμ και συγγενεύει με τις εβραϊκές λέξεις οι οποίες αποδίδονται «αδελφός του συζύγου» και «χήρα του αδελφού».—Γε 38:8· Δευ 25:5, υποσ.· 25:7.
Ο νόμος σχετικά με τον ανδραδελφικό γάμο στα εδάφια Δευτερονόμιο 25:5, 6 έχει ως εξής: «Σε περίπτωση που κατοικούν μαζί αδελφοί και ο ένας τους πεθάνει χωρίς να έχει γιο, η σύζυγος του νεκρού δεν πρέπει να γίνει γυναίκα ξένου άντρα έξω. Ο αδελφός του συζύγου της πρέπει να πάει σε αυτήν και να την πάρει σύζυγό του και να κάνει ανδραδελφικό γάμο με αυτήν. Και ο πρωτότοκος που θα γεννηθεί από αυτήν πρέπει να συνεχίσει το όνομα του νεκρού αδελφού του, ώστε να μην εξαλειφθεί το όνομά του από τον Ισραήλ». Αυτό αναμφίβολα εφαρμοζόταν είτε ήταν παντρεμένος ο εν ζωή αδελφός είτε όχι.
Ο Ιεχωβά είναι εκείνος «στον οποίο κάθε οικογένεια στον ουρανό και στη γη οφείλει το όνομά της». (Εφ 3:15) Ο ίδιος δείχνει ενδιαφέρον για τη διατήρηση του οικογενειακού ονόματος και της οικογενειακής γραμμής. Αυτή η αρχή ακολουθούνταν στους πατριαρχικούς χρόνους και μεταγενέστερα ενσωματώθηκε στη διαθήκη του Νόμου με τον Ισραήλ. Η γυναίκα δεν έπρεπε «να γίνει γυναίκα ξένου άντρα έξω», δηλαδή δεν έπρεπε να παντρευτεί κανέναν έξω από την οικογένεια. Όταν την έπαιρνε ο αδελφός του συζύγου της, ο πρωτότοκος γιος επρόκειτο να έχει, όχι το όνομα του αδελφού του συζύγου, αλλά το όνομα του πεθαμένου άντρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το παιδί έπαιρνε πάντοτε το προσωπικό όνομα εκείνου, αλλά ότι συνέχιζε την οικογενειακή γραμμή, η δε κληρονομική ιδιοκτησία παρέμενε στο σπιτικό του πεθαμένου άντρα.
Η φράση «σε περίπτωση που κατοικούν μαζί αδελφοί» προφανώς δεν σήμαινε ότι ζούσαν στο ίδιο σπίτι αλλά στο ίδιο μέρος. Ωστόσο, το Μισνά (Γεβαμότ 2:1, 2) λέει ότι δεν σήμαινε στον ίδιο τόπο, αλλά την ίδια περίοδο. Φυσικά, αν κατοικούσαν μακριά ο ένας από τον άλλον, ο αδελφός θα δυσκολευόταν να φροντίζει και τη δική του κληρονομιά και την κληρονομιά του αδελφού του μέχρι να μπορέσει να το κάνει αυτό ένας κληρονόμος. Οι οικογενειακές κληρονομιές, όμως, βρίσκονταν συνήθως στην ίδια περιοχή.
Παράδειγμα ανδραδελφικού γάμου στους πατριαρχικούς χρόνους αποτελεί η περίπτωση του Ιούδα. Αυτός πήρε μια σύζυγο, τη Θάμαρ, για τον Ηρ τον πρωτότοκό του, και όταν ο Ηρ αποδείχτηκε πονηρός στα μάτια του Ιεχωβά, ο Ιεχωβά τον θανάτωσε. «Λόγω αυτού του γεγονότος ο Ιούδας είπε στον Αυνάν [τον αδελφό του Ηρ]: “Κοιμήσου με τη σύζυγο του αδελφού σου και κάνε ανδραδελφικό γάμο μαζί της για να εγείρεις απόγονο για τον αδελφό σου”. Ο Αυνάν, όμως, ήξερε ότι ο απόγονος δεν θα γινόταν δικός του· και, όταν είχε σχέσεις με τη σύζυγο του αδελφού του, άφηνε να χάνεται το σπέρμα του στη γη, ώστε να μη δώσει απόγονο στον αδελφό του». (Γε 38:8, 9) Επειδή ο Αυνάν αρνήθηκε να εκπληρώσει την υποχρέωση που είχε σύμφωνα με τη διευθέτηση του ανδραδελφικού γάμου, ο Ιεχωβά τον θανάτωσε. Τότε ο Ιούδας είπε στη Θάμαρ να περιμένει μέχρι να μεγαλώσει ο τρίτος γιος του, ο Σηλά, αλλά δεν ζήτησε από τον Σηλά να εκτελέσει το καθήκον του προς τη Θάμαρ.
Στον κατάλληλο καιρό, μετά το θάνατο της συζύγου του Ιούδα, η Θάμαρ κατέστρωσε σχέδιο προκειμένου να αποκτήσει κληρονόμο από τον πεθερό της. Για να το καταφέρει αυτό, μεταμφιέστηκε, φορώντας σάλι και πέπλο, και κάθησε στο δρόμο από τον οποίο ήξερε ότι θα περνούσε ο Ιούδας. Ο Ιούδας την πέρασε για πόρνη και είχε σχέσεις μαζί της. Εκείνη πήρε από αυτόν εχέγγυα ως απόδειξη του ότι είχαν σχέσεις και, όταν αποκαλύφτηκε η αλήθεια, ο Ιούδας δεν την κατηγόρησε, αλλά παραδέχτηκε ότι ήταν πιο δίκαιη από αυτόν. Η αφήγηση λέει ότι δεν είχε πλέον σχέσεις μαζί της όταν έμαθε ποια ήταν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ίδιος ο Ιούδας παρήγαγε άθελά του κληρονόμο για τον Ηρ μέσω της νύφης του.—Γε 38.
Υπό το Νόμο, σε περίπτωση που ο αδελφός του συζύγου δεν ήθελε να εκτελέσει το καθήκον του, η χήρα έπρεπε να θέσει το ζήτημα υπόψη των πρεσβυτέρων της πόλης και να τους ενημερώσει σχετικά. Εκείνος έπρεπε να παρουσιαστεί ενώπιόν τους και να δηλώσει ότι δεν ήθελε να την παντρευτεί. Τότε η χήρα έπρεπε να του βγάλει το σανδάλι από το πόδι και να τον φτύσει στο πρόσωπο. Κατόπιν «το όνομά του [του άντρα] θα κληθεί στον Ισραήλ: “Ο οίκος εκείνου που του έβγαλαν το σανδάλι”», μια έκφραση ονείδους για το σπιτικό του.—Δευ 25:7-10.
Η συνήθεια της αφαίρεσης του σανδαλιού μπορεί να ξεκίνησε από το γεγονός πως, όταν κάποιος έπαιρνε στην κατοχή του κτηματική περιουσία, το έκανε αυτό πατώντας πάνω στο χώμα και πιστοποιώντας ότι είχε δικαιώματα σε αυτή την περιουσία με το να στέκεται εκεί φορώντας τα σανδάλια του. Βγάζοντας το σανδάλι του και δίνοντάς το σε κάποιον άλλον, αποποιούνταν τη θέση του και την περιουσία του ενώπιον των πρεσβυτέρων που είχαν διοριστεί να είναι μάρτυρες στην πύλη της πόλης.—Ρθ 4:7.
Το ζήτημα διασαφηνίζεται ακόμη περισσότερο στο βιβλίο της Ρουθ. Ένας Ιουδαίος ονόματι Ελιμέλεχ πέθανε, το ίδιο και οι δύο γιοι του, με αποτέλεσμα να μείνουν χήρες η σύζυγός του η Ναομί και οι δύο νύφες του. Υπήρχε κάποιος που αναφέρεται στην Αγία Γραφή ως «Τάδε», ο οποίος ήταν στενός συγγενής του Ελιμέλεχ, ίσως αδελφός του. Αυτός, εφόσον ήταν ο στενότερος συγγενής, ήταν ο λεγόμενος γκο’έλ, δηλαδή ο εξαγοραστής. Αρνούμενος, όμως, να εκτελέσει το καθήκον του, έβγαλε το σανδάλι του και προφανώς το έδωσε στον Βοόζ, αφήνοντας στον Βοόζ, τον επόμενο κατά σειρά συγγενή, το δικαίωμα της εξαγοράς. Στη συνέχεια ο Βοόζ αγόρασε τη γη του Ελιμέλεχ και έτσι πήρε τη Ναομί, αλλά επειδή εκείνη ήταν πολύ μεγάλη για να κάνει παιδί, στην πραγματικότητα αυτή που έγινε σύζυγος του Βοόζ για να εγείρει παιδί στο όνομα του Ελιμέλεχ ήταν η χήρα νύφη της η Ρουθ. Όταν γεννήθηκε το παιδί, που ονομάστηκε Ωβήδ, οι γειτόνισσες είπαν: «Γιος γεννήθηκε στη Ναομί», θεωρώντας το παιδί γιο του Ελιμέλεχ και της Ναομί. Ο Βοόζ και η Ρουθ πρόσφεραν υπηρεσία στον Ιεχωβά, γι’ αυτό και το όνομα που δόθηκε στο γιο τους σημαίνει «Υπηρέτης· Κάποιος που Υπηρετεί». Ο Ιεχωβά ευλόγησε αυτή τη διευθέτηση, δεδομένου ότι ο Ωβήδ έγινε πρόγονος του Δαβίδ και, ως εκ τούτου, βρέθηκε στην άμεση γενεαλογική γραμμή του Ιησού Χριστού.—Ρθ 4.
Το δικαίωμα του ανδραδελφικού γάμου μεταβιβαζόταν προφανώς στον πλησιέστερο άρρενα συγγενή, όπως διαφαίνεται από το νόμο που ρύθμιζε την κληρονομιά των περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή στο μεγαλύτερο αδελφό, στους άλλους αδελφούς κατά σειρά ηλικίας, κατόπιν στο θείο από τη συγγένεια του πατέρα, και ούτω καθεξής. (Αρ 27:5-11) Από την αναφορά που γίνεται στον ανδραδελφικό γάμο στα εδάφια Ματθαίος 22:23-28 και Λουκάς 20:27-33, αφήνεται να εννοηθεί ότι το καθήκον της σύναψης γάμου με τη χήρα του άτεκνου άντρα περνούσε από τον έναν αδελφό στον επόμενο σε περίπτωση που αυτοί πέθαιναν διαδοχικά. Ένας άλλος αδελφός δεν μπορούσε όπως φαίνεται να παρακάμψει το μεγαλύτερο αδελφό, ο οποίος είχε την πρωταρχική ευθύνη, εκτός αν εκείνος αρνούνταν να την εκπληρώσει.