ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ
Υπόκλιση, γονάτισμα, βαθιά κάμψη του σώματος ή άλλη κίνηση που δηλώνει υποταγή· ή απλώς απόδοση σεβασμού. (Βλέπε ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ.) Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται κατάλληλα για την απόδοση των λέξεων χισταχαβάχ του πρωτότυπου εβραϊκού κειμένου και προσκυνέω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου.
Το ρήμα χισταχαβάχ σημαίνει βασικά «υποκλίνομαι· σκύβω». (Γε 47:31· Ησ 60:14) Τέτοιου είδους υπόκλιση μπορεί να αποτελούσε πράξη απόδοσης σεβασμού ή τιμής σε έναν άλλον άνθρωπο, όπως κάποιον βασιλιά (1Σα 24:8· 2Σα 24:20· Ψλ 45:11), τον αρχιερέα (1Σα 2:36), κάποιον προφήτη (2Βα 2:15) ή άλλο πρόσωπο σε θέση εξουσίας (Γε 37:9, 10· 42:6· Ρθ 2:8-10), έναν μεγαλύτερο συγγενή (Γε 33:1-6· 48:11, 12· Εξ 18:7· 1Βα 2:19) ή ακόμη και σε ξένους ως πράξη φιλοφρόνησης (Γε 19:1, 2). Ο Αβραάμ προσκύνησε τους Χαναναίους γιους του Χετ από τους οποίους ήθελε να αγοράσει έναν τόπο ταφής. (Γε 23:7) Η ευλογία του Ισαάκ προς τον Ιακώβ προέβλεπε ότι θα τον προσκυνούσαν οι εθνότητες και οι ίδιοι οι “αδελφοί” του. (Γε 27:29· παράβαλε 49:8.) Όποτε κάποιοι επιχειρούσαν να προσκυνήσουν το γιο του Δαβίδ τον Αβεσσαλώμ, εκείνος, θέλοντας προφανώς να προωθήσει τις πολιτικές του φιλοδοξίες, τους έπιανε και τους φιλούσε προσποιούμενος ότι εξίσωνε τον εαυτό του με εκείνους. (2Σα 15:5, 6) Ο Μαροδοχαίος αρνούνταν να προσπέσει στον Αμάν, όχι επειδή θεωρούσε εσφαλμένη την ίδια την πράξη, αλλά αναμφίβολα επειδή αυτός ο ανώτερος αξιωματούχος της Περσίας ήταν καταραμένος ως Αμαληκίτης στην καταγωγή.—Εσθ 3:1-6.
Από τα παραπάνω παραδείγματα γίνεται σαφές ότι ο εν λόγω εβραϊκός όρος από μόνος του δεν έχει κατ’ ανάγκην θρησκευτική χροιά ούτε υποδηλώνει οπωσδήποτε λατρεία. Μολαταύτα, σε πάμπολλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται αναφορικά με τη λατρεία είτε του αληθινού Θεού (Εξ 24:1· Ψλ 95:6· Ησ 27:13· 66:23) είτε ψεύτικων θεών. (Δευ 4:19· 8:19· 11:16) Κάποιοι ίσως προσκυνούσαν όταν προσεύχονταν στον Θεό (Εξ 34:8· Ιωβ 1:20, 21) και πολλές φορές πρόσπεφταν όταν λάβαιναν κάποια αποκάλυψη από Αυτόν ή κάποια έκφραση ή απόδειξη της εύνοιάς Του, δείχνοντας έτσι την ευγνωμοσύνη, την ευλάβεια και την ταπεινή υποταγή τους στο θέλημά Του.—Γε 24:23-26, 50-52· Εξ 4:31· 12:27, 28· 2Χρ 7:3· 20:14-19· παράβαλε 1Κο 14:25· Απ 19:1-4.
Η προσκύνηση ανθρώπων ως πράξη απόδοσης σεβασμού ήταν αποδεκτή, αλλά η προσκύνηση οποιουδήποτε άλλου ως θεού πέραν του Ιεχωβά απαγορευόταν από Αυτόν. (Εξ 23:24· 34:14) Παρόμοια, η λατρευτική προσκύνηση θρησκευτικών εικόνων ή οποιουδήποτε δημιουργήματος καταδικαζόταν ρητά. (Εξ 20:4, 5· Λευ 26:1· Δευ 4:15-19· Ησ 2:8, 9, 20, 21) Συνεπώς, στις Εβραϊκές Γραφές, όταν ορισμένοι υπηρέτες του Ιεχωβά πρόσπεσαν σε αγγέλους, το έκαναν απλώς για να δείξουν ότι τους αναγνώριζαν ως εκπροσώπους του Θεού και όχι για να τους προσκυνήσουν ως θεούς.—Ιη 5:13-15· Γε 18:1-3.
Η Προσκύνηση στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Το ρήμα προσκυνέω του ελληνικού κειμένου παρουσιάζει μεγάλη αντιστοιχία με το ρήμα χισταχαβάχ του εβραϊκού, καθώς μεταδίδει την ιδέα τόσο της προσκύνησης πλασμάτων όσο και της λατρείας του Θεού ή κάποιας θεότητας. Ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται η προσκύνηση ίσως δεν είναι τόσο εμφανής στο ρήμα προσκυνέω όσο στο ρήμα χισταχαβάχ, δεδομένου ότι ο εβραϊκός όρος μεταδίδει παραστατικά την εικόνα της υπόκλισης ή της βαθιάς κάμψης του σώματος. Οι λόγιοι θεωρούν ότι η λέξη του ελληνικού κειμένου παράγεται από το ρήμα κυνέω, που σημαίνει «φιλώ». Η χρήση αυτής της λέξης στο πρωτότυπο κείμενο των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών (όπως και στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, μια μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών) δείχνει ότι τα άτομα στις πράξεις των οποίων εφαρμόζεται η λέξη πρόσπεσαν ή υποκλίθηκαν βαθιά.—Ματ 2:11· 18:26· 28:9.
Όπως συμβαίνει με τον εβραϊκό όρο, έτσι και εδώ πρέπει να λαβαίνονται υπόψη τα συμφραζόμενα προκειμένου να προσδιοριστεί αν το ρήμα προσκυνέω αναφέρεται απλώς σε εκδήλωση μεγάλου σεβασμού ή σε έκφραση θρησκευτικής λατρείας. Όποτε υπάρχει άμεση αναφορά στον Θεό (Ιωα 4:20-24· 1Κο 14:25· Απ 4:10) ή σε ψεύτικους θεούς και στα είδωλά τους (Πρ 7:43· Απ 9:20), είναι προφανές ότι η πράξη αυτή υπερβαίνει τα όρια της αποδεκτής ή εθιμοτυπικής προσκύνησης ανθρώπων και υπεισέρχεται στο πεδίο της λατρείας. Παρόμοια, όποτε δεν δηλώνεται το αντικείμενο της προσκύνησης, εννοείται ότι αυτή απευθύνεται στον Θεό. (Ιωα 12:20· Πρ 8:27· 24:11· Εβρ 11:21· Απ 11:1) Από την άλλη πλευρά, η ενέργεια εκείνων «από τη συναγωγή του Σατανά» που αναγκάζονται «να έρθουν και να προσκυνήσουν» μπροστά στα πόδια των Χριστιανών σαφώς δεν αποτελεί λατρεία.—Απ 3:9.
Σε μια παραβολή του Ιησού, στο εδάφιο Ματθαίος 18:26, γίνεται λόγος για την προσκύνηση ανθρώπινου βασιλιά. Είναι προφανές ότι τέτοιου είδους ήταν η προσκύνηση την οποία απέδωσαν οι αστρολόγοι στον Ιησού όταν ήταν παιδί, ως αυτόν που «γεννήθηκε βασιλιάς των Ιουδαίων», η προσκύνηση στην οποία υποκρίθηκε ότι ήθελε να προβεί ο Ηρώδης και η προσκύνηση την οποία απέδωσαν χλευαστικά στον Ιησού οι στρατιώτες προτού τον κρεμάσουν στο ξύλο. Αυτοί σαφώς δεν πίστευαν ότι ο Ιησούς ήταν ο Θεός ή κάποια θεότητα. (Ματ 2:2, 8· Μαρ 15:19) Μολονότι μερικοί μεταφραστές χρησιμοποιούν την απόδοση «λατρεύω» στις περισσότερες περιπτώσεις όπου η λέξη προσκυνέω περιγράφει τις ενέργειες διαφόρων ατόμων προς τον Ιησού, οι αποδείξεις δεν δικαιολογούν την ανεπιφύλακτη αποδοχή αυτής της απόδοσης. Τουναντίον, οι περιστάσεις που αποτέλεσαν την αφορμή για να προσκυνήσουν τέτοια άτομα τον Ιησού μοιάζουν πολύ με εκείνες που έκαναν κάποιους άλλους να προσκυνήσουν τους αρχαίους προφήτες και βασιλιάδες. (Παράβαλε Ματ 8:2· 9:18· 15:25· 20:20 με 1Σα 25:23, 24· 2Σα 14:4-7· 1Βα 1:16· 2Βα 4:36, 37.) Οι ίδιες οι εκφράσεις των εν λόγω ατόμων αποκαλύπτουν συχνά ότι, αν και αναγνώριζαν σαφώς τον Ιησού ως τον εκπρόσωπο του Θεού, τον προσκύνησαν, όχι ως τον Θεό ή κάποια θεότητα, αλλά ως “τον Γιο του Θεού”, τον προειπωμένο «Γιο του ανθρώπου», τον Μεσσία που διέθετε θεϊκή εξουσία. Σε πολλές περιπτώσεις εξέφρασαν με την προσκύνησή τους ευγνωμοσύνη για κάποια θεϊκή αποκάλυψη ή ένδειξη εύνοιας, ανάλογα με ό,τι συνέβαινε παλιότερα.—Ματ 14:32, 33· 28:5-10, 16-18· Λου 24:50-52· Ιωα 9:35, 38.
Αν και διάφοροι αρχαίοι προφήτες, καθώς και άγγελοι, είχαν δεχτεί προσκύνηση, ο Πέτρος εμπόδισε τον Κορνήλιο να τον προσκυνήσει, ο δε άγγελος (ή οι άγγελοι) του οράματος του Ιωάννη εμπόδισε τον Ιωάννη δύο φορές να κάνει το ίδιο, αποκαλώντας τον εαυτό του “σύνδουλο” και καταλήγοντας με την προτροπή: «Τον Θεό λάτρεψε [τῷ Θεῷ προσκύνησον, Κείμενο]». (Πρ 10:25, 26· Απ 19:10· 22:8, 9) Είναι προφανές ότι η έλευση του Χριστού εισήγαγε νέες σχέσεις που τροποποίησαν τους κανόνες συμπεριφοράς μεταξύ των υπηρετών του Θεού. Αυτός δίδαξε τους μαθητές του ότι «ένας είναι ο δάσκαλός σας, ενώ όλοι εσείς είστε αδελφοί . . . Ηγέτης σας είναι ένας, ο Χριστός» (Ματ 23:8-12), διότι στο δικό του πρόσωπο εκπληρώθηκαν οι προφητικοί χαρακτήρες και εξεικονιστικοί τύποι, όπως είπε ο άγγελος στον Ιωάννη: «Εκείνο που εμπνέει την προφητεία είναι το να δοθεί μαρτυρία για τον Ιησού». (Απ 19:10) Ο Ιησούς ήταν ο Κύριος του Δαβίδ, ο μεγαλύτερος από τον Σολομώντα, ο προφήτης που ήταν μεγαλύτερος από τον Μωυσή. (Λου 20:41-43· Ματ 12:42· Πρ 3:19-24) Ορθά, λοιπόν, αρνήθηκε ο Πέτρος να αφήσει τον Κορνήλιο να τον εξυψώσει περισσότερο από όσο έπρεπε.
Παρόμοια και ο Ιωάννης, λόγω του ότι είχε ανακηρυχτεί δίκαιος, ή αλλιώς είχε δικαιωθεί, από τον Θεό ως χρισμένος Χριστιανός, καλεσμένος να είναι ουράνιος γιος του Θεού και μέλος της Βασιλείας, είχε διαφορετική σχέση με τον άγγελο (ή τους αγγέλους) της Αποκάλυψης από εκείνη που είχαν οι Ισραηλίτες με τους αγγέλους οι οποίοι εμφανίστηκαν σε αυτούς στο παρελθόν. Ο άγγελος (ή οι άγγελοι) προφανώς αναγνώρισε αυτή την αλλαγή στις σχέσεις όταν απέρριψε την προσκύνηση του Ιωάννη.—Παράβαλε 1Κο 6:3· βλέπε ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΔΙΚΑΙΟ.
Η προσκύνηση που αποδίδεται στον δοξασμένο Ιησού Χριστό. Από την άλλη πλευρά, ο Χριστός Ιησούς έχει εξυψωθεί από τον Πατέρα του σε θέση που είναι δεύτερη μόνο σε σχέση με τη θέση του Θεού, ώστε «στο όνομα του Ιησού να λυγίσει κάθε γόνατο εκείνων που είναι στον ουρανό και εκείνων που είναι στη γη και εκείνων που είναι κάτω από το έδαφος, και κάθε γλώσσα να ομολογήσει φανερά ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος για τη δόξα του Θεού του Πατέρα». (Φλπ 2:9-11· παράβαλε Δα 7:13, 14, 27.) Το εδάφιο Εβραίους 1:6 επίσης δείχνει ότι ακόμη και οι άγγελοι προσκυνούν τον αναστημένο Ιησού Χριστό. Διάφορες μεταφράσεις αποδίδουν το ρήμα προσκυνέω αυτού του εδαφίου ως «λατρεύω», ενώ μερικές το αποδίδουν με εκφράσεις όπως «υποκλίνομαι» (AT· Yg) και «αποδίδω τιμή» (NE). Άσχετα με το ποια απόδοση χρησιμοποιείται, η λέξη του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι παντού η ίδια και η κατανόηση για το τι αποδίδουν οι άγγελοι στον Χριστό πρέπει να συμφωνεί με τις υπόλοιπες Γραφές. Ο ίδιος ο Ιησούς δήλωσε κατηγορηματικά στον Σατανά: «Τον Ιεχωβά τον Θεό σου πρέπει να λατρεύεις [προσκυνήσεις, Κείμενο] και σε αυτόν μόνο πρέπει να αποδίδεις ιερή υπηρεσία». (Ματ 4:8-10· Λου 4:7, 8) Παρόμοια, ειπώθηκε στον Ιωάννη από τον άγγελο (ή τους αγγέλους) “να λατρέψει τον Θεό” (Απ 19:10· 22:9), και αυτή η εντολή δόθηκε μετά την ανάσταση και την εξύψωση του Ιησού, πράγμα που δείχνει ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα ως προς αυτό το θέμα. Είναι αλήθεια ότι ο 97ος Ψαλμός, από τον οποίο προφανώς παραθέτει ο απόστολος Παύλος στο εδάφιο Εβραίους 1:6, αναφέρει τον Ιεχωβά Θεό ως το αντικείμενο της “προσκύνησης”, και παρ’ όλα αυτά το συγκεκριμένο εδάφιο εφαρμόστηκε στον Χριστό Ιησού. (Ψλ 97:1, 7) Ωστόσο, ο απόστολος είχε δείξει πρωτύτερα ότι ο αναστημένος Χριστός είναι «η αντανάκλαση της δόξας του [Θεού] και η ακριβής απεικόνιση της ίδιας του της οντότητας». (Εβρ 1:1-3) Επομένως, αν αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως «λατρεία» απευθύνεται φαινομενικά στον Γιο από τους αγγέλους, στην πραγματικότητα απευθύνεται μέσω αυτού στον Ιεχωβά Θεό, τον Υπέρτατο Κυρίαρχο, «Εκείνον που έκανε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και τις πηγές των νερών». (Απ 14:7· 4:10, 11· 7:11, 12· 11:16, 17· παράβαλε 1Χρ 29:20· Απ 5:13, 14· 21:22.) Από την άλλη πλευρά, οι αποδόσεις «υποκλίνομαι» και «αποδίδω τιμή» (αντί του «λατρεύω») δεν είναι καθόλου άστοχες ως προς την πρωτότυπη γλώσσα—είτε την εβραϊκή του εδαφίου Ψαλμός 97:7 είτε την ελληνική του εδαφίου Εβραίους 1:6—διότι μεταδίδουν τη βασική έννοια τόσο της λέξης χισταχαβάχ όσο και της λέξης προσκυνέω.