ΣΥΡΙΑ
Η περιοχή που συνορεύει Α με τη Μεσοποταμία, Δ με τα όρη του Λιβάνου, Β με τα όρη του Ταύρου, Ν με την Παλαιστίνη και την Αραβική Έρημο. Στις Εβραϊκές Γραφές ονομάζεται Αράμ. Αυτά είναι τα σύνορα σε γενικές γραμμές μόνο, εφόσον τον περισσότερο καιρό η συριακή επιρροή και κυριαρχία στην εν λόγω περιοχή ήταν μάλλον ευμετάβλητη και ασταθής.
Κατά τους Πατριαρχικούς Χρόνους. Οι μόνες Βιβλικές αναφορές στους Συρίους κατά τους πατριαρχικούς χρόνους αφορούν γεγονότα που εκτυλίχθηκαν γύρω από τη Χαρράν και σχετίζονται με τη ζωή της οικογένειας της Ρεβέκκας, του πατέρα της του Βαθουήλ και του αδελφού της του Λάβαν που περιγράφονται και οι δύο ως Σύριοι, ή κατά κυριολεξία Αραμαίοι. (Γε 25:20· 28:5· 31:20, 24) Ο Ιακώβ περιγράφεται ως “αφανιζόμενος Σύριος” επειδή κατοίκησε 20 χρόνια στην περιοχή γύρω από τη Χαρράν, όπου παντρεύτηκε τις δύο κόρες του Λάβαν και απέκτησε γιους και θυγατέρες. Εκεί πέρασε επίσης αρκετές ταλαιπωρίες στην υπηρεσία του Λάβαν. Επιπλέον η μητέρα του Ιακώβ ήταν και αυτή Σύρια.—Δευ 26:5· Γε 31:40-42· Ωσ 12:12.
Στην Περίοδο των Κριτών. Στην περίοδο των Κριτών, κατά την οποία οι Ισραηλίτες παρέκκλιναν από τη λατρεία του Ιεχωβά, ο Σύριος βασιλιάς Χουσάν-ρισαθαΐμ τους υπέταξε για ένα διάστημα οχτώ χρόνων. (Κρ 3:7-10) Σε μια άλλη περίπτωση, η επιρροή της Συρίας αποδείχτηκε τόσο ισχυρή ώστε έκανε τον Ισραήλ να λατρέψει τους θεούς της μαζί με άλλες ειδωλολατρικές θεότητες.—Κρ 10:6.
Στην Περίοδο των Βασιλιάδων του Ισραήλ και του Ιούδα. Από το ξεκίνημα της μοναρχίας στον Ισραήλ και έπειτα, η Συρία εκδήλωσε στρατιωτική επιθετικότητα, και σε ολόκληρη την ιστορία του βόρειου βασιλείου κυριάρχησαν οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο βασιλείων. Ο πρώτος βασιλιάς του Ισραήλ, ο Σαούλ, πολέμησε με τους Σύριους βασιλιάδες της Ζωβά. (1Σα 14:47) Ο Δαβίδ, όταν έγινε βασιλιάς, επέφερε βαριές απώλειες στο στρατό του Σύριου Βασιλιά Αδαδέζερ. Εκείνη την περίοδο πήρε πολύ χρυσάφι, ασήμι και χαλκό και τα αγίασε για τον Ιεχωβά. Ο Δαβίδ τοποθέτησε επίσης φρουρές στη Δαμασκό και ανάγκασε τους Συρίους να καταβάλλουν φόρο υποτελείας. (2Σα 8:3-12· 1Χρ 18:3-8) Αργότερα, περισσότεροι από 30.000 Σύριοι μισθοφόροι των Αμμωνιτών, αντί να πολεμήσουν, τράπηκαν σε φυγή μπροστά στους Ισραηλίτες. Ωστόσο, όταν ήρθαν ενισχύσεις από τη Συρία, ακολούθησε μάχη με τον Ισραήλ και οι Σύριοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες που τους ανάγκασαν να κάνουν έκκληση για ειρήνη.—2Σα 10:6-19· 1Χρ 19:6-19.
Μετέπειτα, κάποιος Σύριος στασιαστής ονόματι Ρεζών, ο οποίος είχε φύγει από τον Αδαδέζερ, αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς στη Δαμασκό και αντιστεκόταν στον Ισραήλ όλες τις ημέρες του Σολομώντα. (1Βα 11:23-25) Λόγω αυτών των εξελίξεων, η Δαμασκός έγινε η πιο σημαντική συριακή πόλη και επί πολύ καιρό θεωρούνταν «η κεφαλή της Συρίας», οπότε και οι εξαγγελίες του Ιεχωβά εναντίον του συριακού έθνους απευθύνονταν σε αυτήν.—Ησ 7:8· 17:1-3· Αμ 1:5.
Μετά τη διαίρεση του βασιλείου του Ισραήλ. Οι Βιβλικές αναφορές στους Συρίους μετά το θάνατο του Σολομώντα και τη διαίρεση του βασιλείου του επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στις επιτυχίες τους και στις ήττες τους σε σχέση με τους Ισραηλίτες τόσο του βόρειου όσο και του νότιου βασιλείου. Συγκεκριμένα γεγονότα αναφέρεται ότι συνέβησαν στη διάρκεια της βασιλείας του Ασά (1Βα 15:18-20· 2Χρ 16:2-4, 7), του Αχαάβ (1Βα 20:1-34· 22:3, 4, 29-35· 2Χρ 18:10, 28-34), του Ιωράμ του Ισραήλ (2Βα 6:24–7:16· 8:28, 29· 9:14β, 15· 2Χρ 22:5, 6), του Ιωάς του Ιούδα (2Βα 12:17, 18· 2Χρ 24:23, 24), του Ιωάχαζ (2Βα 13:3-7, 22), του Ιωάς του Ισραήλ (2Βα 13:14-19, 24, 25), του Ιωθάμ (2Βα 15:37, 38), του Άχαζ (2Βα 16:5-9· 2Χρ 28:5· Ησ 7:1-8· 9:12) και του Ιωακείμ (2Βα 24:2). Αποτελούσε εξαιρετικά ασυνήθιστο γεγονός, άξιο ιδιαίτερης μνείας, το να περάσουν “τρία χρόνια χωρίς να υπάρχει πόλεμος ανάμεσα στη Συρία και στον Ισραήλ”.—1Βα 22:1.
Ο Ελισαιέ, ο προφήτης του Ιεχωβά, είχε κάποιες επαφές με τους Συρίους. Για παράδειγμα, θεράπευσε τον αρχηγό του συριακού στρατεύματος, τον Νεεμάν, που ήταν λεπρός (2Βα 5:1-20) και αποκάλυψε στον Αζαήλ ότι θα γινόταν βασιλιάς της Συρίας στη θέση του κυρίου του, του Βεν-αδάδ Β΄. (2Βα 8:7-15) Σε μια άλλη περίπτωση, όταν ένα απόσπασμα Συρίων περικύκλωσε τη Δωθάν για να συλλάβει τον Ελισαιέ, ο προφήτης ζήτησε πρώτα από τον Θεό να τους πατάξει με μια μορφή τύφλωσης και κατόπιν τους οδήγησε στη Σαμάρεια, όπου αποκαταστάθηκε η όρασή τους. Εκεί φρόντισε να φάνε και τους έστειλε στην πατρίδα τους. (2Βα 6:8-23) Για περισσότερες λεπτομέρειες όσον αφορά αυτές τις εμπειρίες που είχαν οι Σύριοι με τον προφήτη, βλέπε το λήμμα ΕΛΙΣΑΙΕ.
Οι Σύριοι ήταν Σημίτες και συνδέονταν με τους Ισραηλίτες με τους οποίους είχαν στενή συγγένεια. Ωστόσο, τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ. υπήρχαν αρκετές διαφορές ανάμεσα στις δύο γλώσσες, τόσες ώστε ο μέσος Ιουδαίος δεν καταλάβαινε την αραμαϊκή. (2Βα 18:26-28· Ησ 36:11, 12· βλέπε ΑΡΑΜΑΪΚΗ [Η Γλώσσα].) Επίσης, από θρησκευτική άποψη, υπήρχαν τεράστιες διαφορές ανάμεσα στους πολυθεϊστές Συρίους και στους Ιουδαίους, και μόνο όταν οι Ιουδαίοι αποστάτησαν επιτράπηκε η λατρεία συριακών θεών στη γη του Ισραήλ.—Κρ 10:6· 2Βα 16:10-16· 2Χρ 28:22, 23.
Τον Πρώτο Αιώνα Κ.Χ. Η Συρία των αποστολικών χρόνων ήταν η ρωμαϊκή επαρχία που είχε προσαρτήσει ο Πομπήιος στην αυτοκρατορία το 64 Π.Κ.Χ. Η επαρχία αυτή περιλάμβανε πολλά από τα παλιά εδάφη της Συρίας. Ο κυβερνήτης της Συρίας είχε επίσης υπό την επίβλεψή του ολόκληρη την Παλαιστίνη. Τον καιρό που γεννήθηκε ο Ιησούς, κυβερνήτης της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος, ο λεγάτος του Αυτοκράτορα Αυγούστου, ο οποίος διέμενε στην πρωτεύουσα της επαρχίας και τρίτη σε μέγεθος πόλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την Αντιόχεια, επί του ποταμού Ορόντη. (Λου 2:1, 2) Ο Ιησούς περιόρισε τη διακονία του μέσα στα όρια της Παλαιστίνης, αλλά τα νέα για τα εκπληκτικά θαύματά του έφτασαν «σε όλη τη Συρία».—Ματ 4:24.
Όταν οι Χριστιανοί στην Ιερουσαλήμ διασκορπίστηκαν εξαιτίας του διωγμού που ξέσπασε μετά το λιθοβολισμό του Στεφάνου, κάποιοι από αυτούς μετέφεραν τα καλά νέα στην πρωτεύουσα της Συρίας, την Αντιόχεια. Στην αρχή άκουσαν το άγγελμα οι Ιουδαίοι που βρίσκονταν εκεί και αργότερα άτομα από άλλες εθνικότητες. Ο Βαρνάβας και ο Παύλος συνέβαλαν και οι δύο καθοριστικά στην εποικοδόμηση της εκκλησίας της Αντιόχειας. Πρώτη φορά σε αυτή την πόλη της Συρίας «οι μαθητές ονομάστηκαν με θεϊκή πρόνοια Χριστιανοί».—Πρ 11:19-26· Γα 1:21.
Γύρω στο έτος 46 Κ.Χ., όταν σημειώθηκε μια μεγάλη πείνα στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Αυτοκράτορα Κλαύδιου, οι Χριστιανοί μέσα στην Αντιόχεια και γύρω από αυτήν έστειλαν βοήθεια ως διακονία μέσω του Βαρνάβα και του Παύλου στους αδελφούς τους στην Ιερουσαλήμ. (Πρ 11:27-30) Η επιστολή που έστειλαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι της Ιερουσαλήμ με θέμα την περιτομή απευθυνόταν συγκεκριμένα στις εκκλησίες της Αντιόχειας, της Συρίας και της Κιλικίας (μιας γειτονικής περιοχής). (Πρ 15:23) Τα χρόνια κατά τα οποία ο Παύλος ταξίδευε πολύ ως ιεραπόστολος, χρησιμοποιούσε την Αντιόχεια της Συρίας ως βάση του.—Πρ 15:40, 41· 18:18· 20:3· 21:3· Γα 2:11.