ΠΙΣΤΗ
Η λέξη πίστις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου μεταδίδει πρωτίστως την ιδέα της βεβαιότητας, της εμπιστοσύνης και της σταθερής πεποίθησης. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι σημαίνει «πιστότητα».—1Θε 3:7· Τιτ 2:10.
Οι Γραφές μάς λένε: «Πίστη είναι η βεβαιωμένη προσδοκία πραγμάτων για τα οποία ελπίζει κανείς, η φανερή απόδειξη πραγματικοτήτων, τις οποίες όμως δεν βλέπουμε». (Εβρ 11:1) Η φράση «βεβαιωμένη προσδοκία» αποτελεί απόδοση της λέξης ὑπόστασις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου. Αυτή η λέξη εμφανίζεται συνήθως σε αρχαία επαγγελματικά έγγραφα από πάπυρο. Υποδηλώνει κάτι που αποτελεί τη βάση μιας ορατής κατάστασης και εγγυάται τη μελλοντική κατοχή ενός πράγματος. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, οι Μούλτον και Μίλιγκαν προτείνουν την απόδοση: «Πίστη είναι ο τίτλος ιδιοκτησίας πραγμάτων για τα οποία ελπίζει κανείς». (Το Λεξιλόγιο της Ελληνικής Διαθήκης [Vocabulary of the Greek Testament], 1963, σ. 660) Η λέξη ἔλεγχος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, που αποδίδεται «φανερή απόδειξη», υποδηλώνει την παρουσίαση αποδείξεων οι οποίες πιστοποιούν κάτι—ιδιαίτερα κάτι που αντιβαίνει στη φαινομενική εικόνα των πραγμάτων. Επομένως, αυτές οι αποδείξεις αποσαφηνίζουν ό,τι δεν ήταν πριν ευδιάκριτο, ανατρέποντας τη φαινομενική εικόνα των πραγμάτων. «Η φανερή απόδειξη», ή αλλιώς απόδειξη που δημιουργεί πεποίθηση, είναι τόσο αδιαμφισβήτητη ή ισχυρή ώστε ορίζεται ως πίστη.
Η πίστη, λοιπόν, είναι η βάση που στηρίζει την ελπίδα και η απόδειξη που δημιουργεί πεποίθηση όσον αφορά αόρατες πραγματικότητες. Το σύνολο των αληθειών που μετέδωσαν ο Ιησούς Χριστός και οι θεόπνευστοι μαθητές του συνιστά την αληθινή Χριστιανική «πίστη». (Ιωα 18:37· Γα 1:7-9· Πρ 6:7· 1Τι 5:8) Η Χριστιανική πίστη βασίζεται σε ολόκληρο το Λόγο του Θεού, περιλαμβανομένων των Εβραϊκών Γραφών, στις οποίες ο Ιησούς και οι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών παρέπεμπαν συχνά για να στηρίξουν τις δηλώσεις τους.
Η πίστη βασίζεται σε αδιάσειστες αποδείξεις. Τα ορατά δημιουργικά έργα πιστοποιούν την ύπαρξη ενός αόρατου Δημιουργού. (Ρω 1:20) Τα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διακονία και την επίγεια ζωή του Ιησού Χριστού τον προσδιορίζουν ως τον Γιο του Θεού. (Ματ 27:54· βλέπε ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.) Το υπόμνημα του Θεού όσον αφορά τη φροντίδα του για τα επίγεια πλάσματά του αποτελεί στερεή βάση για να πιστεύουμε ότι θα φροντίσει οπωσδήποτε τους υπηρέτες του, το δε υπόμνημά του ως Εκείνου που δίνει και αποκαθιστά τη ζωή αποδεικνύει περίτρανα ότι η ελπίδα της ανάστασης είναι βάσιμη. (Ματ 6:26, 30, 33· Πρ 17:31· 1Κο 15:3-8, 20, 21) Επιπρόσθετα, η αξιοπιστία του Λόγου του Θεού και η ακριβής εκπλήρωση των προφητειών που περιέχει ενσταλάζουν εμπιστοσύνη στην πραγματοποίηση όλων των υποσχέσεών Του. (Ιη 23:14) Άρα, με αυτούς τους πολλούς τρόπους, “η πίστη έρχεται ως επακόλουθο αυτού που ακούει κανείς”.—Ρω 10:17· παράβαλε Ιωα 4:7-30, 39-42· Πρ 14:8-10.
Επομένως, η πίστη δεν είναι ευπιστία. Κάποιος ο οποίος ίσως χλευάζει την πίστη συνήθως έχει ο ίδιος πίστη σε δοκιμασμένους και έμπιστους φίλους. Ο επιστήμονας έχει πίστη στις αρχές του κλάδου της επιστήμης του. Βασίζει καινούρια πειράματα σε παλιότερες ανακαλύψεις και αναζητάει νέες ανακαλύψεις με βάση τα όσα έχουν επαληθευτεί. Παρόμοια, ο γεωργός προετοιμάζει το χώμα του και σπέρνει το σπόρο, αναμένοντας, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, ότι ο σπόρος θα βλαστήσει και ότι τα φυτά θα αναπτυχθούν καθώς θα λαβαίνουν την υγρασία και το φως που χρειάζονται. Συνεπώς, η πίστη στη σταθερότητα των φυσικών νόμων που διέπουν το σύμπαν αποτελεί στην ουσία θεμέλιο των ανθρώπινων σχεδίων και δραστηριοτήτων. Αυτή τη σταθερότητα υπαινίχθηκε ο σοφός συγγραφέας του βιβλίου Εκκλησιαστής: «Ο ήλιος ανέτειλε και ο ήλιος έδυσε, και έρχεται ασθμαίνοντας στον τόπο του όπου πρόκειται να ανατείλει. Ο άνεμος πηγαίνει προς το νότο και στρέφεται προς το βορρά διαγράφοντας κύκλο. Γύρω γύρω κινείται διαγράφοντας συνεχώς κύκλους, και επιστρέφει στους κύκλους του ο άνεμος. Όλοι οι χείμαρροι χύνονται στη θάλασσα, όμως η θάλασσα δεν γεμίζει. Στον τόπο όπου χύνονται οι χείμαρροι, εκεί επιστρέφουν για να εκχυθούν».—Εκ 1:5-7.
Στις Εβραϊκές Γραφές, η λέξη ’αμάν και άλλες λέξεις που συγγενεύουν στενά με αυτήν μεταδίδουν την έννοια της αξιοπιστίας, της πιστότητας, της σταθερότητας, της εδραίωσης και της μακρόχρονης διάρκειας. (Εξ 17:12· Δευ 28:59· 1Σα 2:35· 2Σα 7:16· Ψλ 37:3) Ένα συγγενικό ουσιαστικό (’εμέθ) δηλώνει συνήθως την «αλήθεια», αλλά και την «πιστότητα» ή την «αξιοπιστία». (2Χρ 15:3, υποσ.· 2Σα 15:20· παράβαλε Νε 7:2, υποσ.) Ο γνωστός όρος «Αμήν» (εβρ., ’αμέν) προέρχεται και αυτός από τη λέξη ’αμάν.—Βλέπε ΑΜΗΝ.
Αρχαία Παραδείγματα Πίστης. Κάθε άτομο που περιλαμβάνεται στο «τόσο μεγάλο σύννεφο μαρτύρων» το οποίο αναφέρει ο Παύλος (Εβρ 12:1) είχε στερεή βάση για πίστη. Λόγου χάρη, είναι βέβαιο ότι ο Άβελ γνώριζε την υπόσχεση του Θεού σχετικά με ένα «σπέρμα» που θα έπληττε το «φίδι» στο κεφάλι. Έβλεπε επίσης απτές αποδείξεις για το ότι εκπληρωνόταν η ποινή που είχε απαγγείλει ο Ιεχωβά στους γονείς του στην Εδέμ. Έξω από την Εδέμ, ο Αδάμ και η οικογένειά του έτρωγαν ψωμί με τον ιδρώτα του προσώπου τους επειδή η γη ήταν καταραμένη και, ως εκ τούτου, παρήγε αγκάθια και τριβόλια. Πιθανότατα ο Άβελ παρατηρούσε ότι η λαχτάρα της Εύας ήταν για το σύζυγό της και ότι ο Αδάμ εξουσίαζε τη σύζυγό του. Αναμφίβολα η μητέρα του μιλούσε για τον πόνο που συνόδευε τις εγκυμοσύνες της. Επιπρόσθετα, η είσοδος του κήπου της Εδέμ φυλασσόταν από χερουβείμ και τη φλογερή λεπίδα ενός σπαθιού. (Γε 3:14-19, 24) Όλα αυτά αποτελούσαν «φανερή απόδειξη», από την οποία ο Άβελ αντλούσε τη διαβεβαίωση ότι η απελευθέρωση θα ερχόταν μέσω του “σπέρματος της υπόσχεσης”. Επομένως, υποκινούμενος από πίστη, «πρόσφερε στον Θεό μια θυσία» η οποία αποδείχτηκε μεγαλύτερης αξίας από τη θυσία του Κάιν.—Εβρ 11:1, 4.
Ο Αβραάμ είχε ακλόνητη βάση για πίστη στην ανάσταση, εφόσον ο ίδιος και η Σάρρα είχαν βιώσει τη θαυματουργική αποκατάσταση των αναπαραγωγικών τους δυνάμεων—κάτι ανάλογο, κατά μία έννοια, με ανάσταση—γεγονός που έκανε εφικτή τη συνέχιση της οικογενειακής γραμμής του Αβραάμ μέσω της Σάρρας. Χάρη σε αυτό το θαύμα γεννήθηκε ο Ισαάκ. Όταν ειπώθηκε στον Αβραάμ να προσφέρει τον Ισαάκ, εκείνος είχε πίστη ότι ο Θεός θα ανέσταινε το γιο του. Βάσιζε αυτή την πίστη στην υπόσχεση του Θεού: «Μέσω του Ισαάκ θα είναι αυτό που θα αποκληθεί σπέρμα σου».—Γε 21:12· Εβρ 11:11, 12, 17-19.
Αποδείξεις για γνήσια πεποίθηση υπήρχαν επίσης και στην περίπτωση εκείνων που πήγαιναν ή μεταφέρονταν στον Ιησού για να γιατρευτούν. Ακόμη και αν οι ίδιοι δεν ήταν αυτόπτες μάρτυρες των δυναμικών έργων του Ιησού, τουλάχιστον είχαν ακούσει για αυτά. Έπειτα, βασιζόμενοι σε ό,τι είχαν δει ή ακούσει, συμπέραιναν ότι ο Ιησούς μπορούσε να γιατρέψει και αυτούς. Επιπλέον, ήταν εξοικειωμένοι με το Λόγο του Θεού και έτσι γνώριζαν τα θαύματα που είχαν εκτελέσει οι προφήτες στο παρελθόν. Όταν άκουγαν τον Ιησού, μερικοί συμπέραιναν ότι ήταν «Ο Προφήτης», ενώ άλλοι ότι ήταν «ο Χριστός». Ως εκ τούτου, πολύ σωστά έλεγε μερικές φορές ο Ιησούς σε εκείνους που γιατρεύονταν: «Η πίστη σου σε έκανε καλά». Αν αυτά τα άτομα δεν είχαν ασκήσει πίστη στον Ιησού, δεν θα τον είχαν καν πλησιάσει, και επομένως δεν θα είχαν γιατρευτεί.—Ιωα 7:40, 41· Ματ 9:22· Λου 17:19.
Παρόμοια, η μεγάλη πίστη του αξιωματικού ο οποίος ικέτευσε τον Ιησού για λογαριασμό του υπηρέτη του στηριζόταν σε αποδείξεις, με βάση τις οποίες αυτός συμπέρανε ότι αρκούσε να “πει έναν λόγο” ο Ιησούς για να γιατρευτεί ο υπηρέτης του. (Ματ 8:5-10, 13) Ωστόσο, παρατηρούμε ότι ο Ιησούς γιάτρευε όλους όσους έρχονταν σε αυτόν και δεν απαιτούσε περισσότερη ή λιγότερη πίστη ανάλογα με την ασθένειά τους ούτε αποτύγχανε να γιατρέψει κάποιους από αυτούς με τη δικαιολογία ότι η πίστη τους δεν ήταν αρκετά ισχυρή. Ο Ιησούς εκτελούσε αυτές τις θεραπείες ως μαρτυρία, για να εδραιώσει την πίστη. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου εκδηλώθηκε μεγάλη απιστία, επέλεξε να μην εκτελέσει πολλά δυναμικά έργα, όχι λόγω δικής του ανικανότητας, αλλά επειδή οι άνθρωποι αρνήθηκαν να ακούσουν και ήταν ανάξιοι.—Ματ 13:58.
Η Χριστιανική Πίστη. Για να είναι κάποιος ευπρόσδεκτος στον Θεό, είναι πλέον απαραίτητο να ασκεί πίστη στον Ιησού Χριστό, πράγμα που καθιστά εφικτή τη δίκαιη υπόσταση ενώπιον του Θεού. (Γα 2:16) Όσοι δεν έχουν τέτοια πίστη απορρίπτονται από τον Ιεχωβά.—Ιωα 3:36· παράβαλε Εβρ 11:6.
Η πίστη δεν είναι κάτι που το έχουν όλοι, διότι είναι καρπός του πνεύματος του Θεού. (2Θε 3:2· Γα 5:22) Η πίστη δε του Χριστιανού δεν είναι στάσιμη, αλλά μεγαλώνει. (2Θε 1:3) Επομένως, το αίτημα των μαθητών του Ιησού: «Δώσε μας περισσότερη πίστη» ήταν πολύ κατάλληλο, και εκείνος όντως τους προμήθευσε το θεμέλιο για αυξημένη πίστη. Τους παρείχε περισσότερες αποδείξεις και μεγαλύτερη κατανόηση για να βασίσουν σε αυτά την πίστη τους.—Λου 17:5.
Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η πορεία ζωής του Χριστιανού διέπεται από την πίστη, η οποία τον καθιστά ικανό να υπερπηδά εμπόδια όμοια με βουνά που θα μπορούσαν να παρακωλύσουν την υπηρεσία του προς τον Θεό. (2Κο 5:7· Ματ 21:21, 22) Επιπλέον, πρέπει να υπάρχουν έργα σε αρμονία με την πίστη τα οποία να την κάνουν φανερή, αλλά δεν απαιτούνται έργα του Μωσαϊκού Νόμου. (Ιακ 2:21-26· Ρω 3:20) Οι δοκιμασίες μπορούν να ενισχύσουν την πίστη. Η πίστη λειτουργεί ως προστατευτική ασπίδα στον πνευματικό πόλεμο που διεξάγει ο Χριστιανός, βοηθώντας τον να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον Διάβολο και να νικήσει τον κόσμο.—1Πε 1:6, 7· Εφ 6:16· 1Πε 5:9· 1Ιω 5:4.
Η πίστη, όμως, δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, επειδή η απιστία είναι η «αμαρτία που μας μπλέκει εύκολα». Για να διατηρεί κάποιος σταθερή πίστη χρειάζεται να αγωνίζεται σκληρά για αυτήν, να αντιστέκεται σε όποιους θα μπορούσαν να τον βυθίσουν στην ανηθικότητα, να μάχεται τα έργα της σάρκας, να αποφεύγει την παγίδα του υλισμού, να απορρίπτει τις φιλοσοφίες και τις παραδόσεις των ανθρώπων που είναι καταστροφικές για την πίστη και, προπαντός, να προσηλώνει το βλέμμα του «στον Πρώτιστο Παράγοντα και Τελειοποιητή της πίστης μας, τον Ιησού».—Εβρ 12:1, 2· Ιου 3, 4· Γα 5:19-21· 1Τι 6:9, 10· Κολ 2:8.