ΜΑΡΙΑ
(Μαρία) [από το εβρ. Μιριάμ (ελλ. μορφή «Μαριάμ»), που πιθανώς σημαίνει «Στασιαστικό Άτομο»].
Στην Αγία Γραφή αναφέρονται έξι Μαρίες.
1. Η μητέρα του Ιησού. Ήταν κόρη του Ηλί, αν και η γενεαλογία που δίνει ο Λουκάς παρουσιάζει το σύζυγο της Μαρίας, τον Ιωσήφ, ως “γιο του Ηλί”. Η Εγκυκλοπαίδεια (Cyclopædia) των Μακ Κλίντοκ και Στρονγκ (1881, Τόμ. 3, σ. 774) λέει τα εξής: «Είναι ευρέως γνωστό πως, όταν οι Ιουδαίοι συνέθεταν τους γενεαλογικούς τους καταλόγους, υπολόγιζαν αποκλειστικά και μόνο τους άρρενες και, σε περίπτωση που το αίμα του παππού περνούσε στον εγγονό μέσω μιας κόρης, παρέλειπαν το όνομα της κόρης και θεωρούσαν το σύζυγο εκείνης της κόρης γιο του παππού από τη συγγένεια της μητέρας (Αριθ. 26:33· 27:4-7)». Αναμφίβολα, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο ιστορικός Λουκάς λέει ότι ο Ιωσήφ ήταν “γιος του Ηλί”.—Λου 3:23.
Η Μαρία ήταν από τη φυλή του Ιούδα και απόγονος του Δαβίδ. Επομένως, μπορούσε να λεχθεί για το γιο της τον Ιησού ότι «προήλθε από το σπέρμα του Δαβίδ κατά σάρκα». (Ρω 1:3) Μέσω του θετού του πατέρα, του Ιωσήφ, ενός απογόνου του Δαβίδ, ο Ιησούς είχε νόμιμο δικαίωμα στο θρόνο του Δαβίδ, ενώ μέσω της μητέρας του, ως «απόγονος», «σπέρμα» και «ρίζα» του Δαβίδ, κατείχε το φυσικό κληρονομικό δικαίωμα στο «θρόνο του Δαβίδ του πατέρα του».—Ματ 1:1-16· Λου 1:32· Πρ 13:22, 23· 2Τι 2:8· Απ 5:5· 22:16.
Αν η παράδοση είναι σωστή, σύζυγος του Ηλί και μητέρα της Μαρίας ήταν η Άννα, της οποίας η αδελφή είχε μια κόρη ονόματι Ελισάβετ—τη μητέρα του Ιωάννη του Βαφτιστή. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την παράδοση, η Ελισάβετ ήταν εξαδέλφη της Μαρίας. Το ότι η Μαρία ήταν συγγενής με την Ελισάβετ, η οποία ήταν «από τις κόρες του Ααρών» από τη φυλή του Λευί, πιστοποιείται και από τις Γραφές. (Λου 1:5, 36) Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι αδελφή της Μαρίας ήταν η Σαλώμη, η σύζυγος του Ζεβεδαίου, του οποίου οι δύο γιοι, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, ήταν μεταξύ των αποστόλων του Ιησού.—Ματ 27:55, 56· Μαρ 15:40· 16:1· Ιωα 19:25.
Η Επίσκεψη του Αγγέλου. Γύρω στις αρχές του 2 Π.Κ.Χ., ο άγγελος Γαβριήλ στάλθηκε από τον Θεό σε μια παρθένα κοπέλα, τη Μαρία, στην πόλη Ναζαρέτ. «Χαίρε, εσύ η εξαιρετικά ευνοημένη· ο Ιεχωβά είναι μαζί σου», ήταν ο άκρως ασυνήθιστος χαιρετισμός του αγγέλου. Όταν της είπε ότι επρόκειτο να συλλάβει και να γεννήσει γιο που θα ονομαζόταν Ιησούς, η Μαρία, η οποία εκείνη την εποχή ήταν απλώς αρραβωνιασμένη με τον Ιωσήφ, ρώτησε: «Πώς θα γίνει αυτό, αφού δεν έχω σχέσεις με άντρα;» «Άγιο πνεύμα θα έρθει πάνω σου, και δύναμη του Υψίστου θα σε επισκιάσει. Γι’ αυτόν το λόγο, επίσης, αυτό που γεννιέται θα αποκληθεί άγιο, Γιος του Θεού», εξήγησε ο άγγελος. Συγκινημένη με αυτή την προοπτική, αλλά ταυτόχρονα με κατάλληλη σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη, εκείνη απάντησε: «Ορίστε η δούλη του Ιεχωβά! Ας γίνει σε εμένα σύμφωνα με τη διακήρυξή σου».—Λου 1:26-38.
Με σκοπό να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την πίστη της για αυτή τη βαρυσήμαντη εμπειρία, ο άγγελος είπε στη Μαρία ότι η συγγενής της η Ελισάβετ, στα γηρατειά της, ήταν ήδη έξι μηνών έγκυος, επειδή η θαυματουργική δύναμη του Ιεχωβά είχε αφαιρέσει τη στειρότητά της. Η Μαρία πήγε να επισκεφτεί την Ελισάβετ και, όταν μπήκε στο σπίτι της, το βρέφος στην κοιλιά της Ελισάβετ σκίρτησε από χαρά, και τότε εκείνη μακάρισε τη Μαρία, λέγοντας: «Ευλογημένη είσαι εσύ μεταξύ των γυναικών, και ευλογημένος είναι ο καρπός της κοιλιάς σου!» (Λου 1:36, 37, 39-45) Εκείνη τη στιγμή η Μαρία άρχισε να προφέρει θεόπνευστα λόγια που μεγάλυναν τον Ιεχωβά για την αγαθότητά του.—Λου 1:46-55.
Αφού έμεινε περίπου τρεις μήνες με την Ελισάβετ στους λόφους του Ιούδα, η Μαρία επέστρεψε στη Ναζαρέτ. (Λου 1:56) Όταν ο Ιωσήφ αντιλήφθηκε ότι η Μαρία ήταν έγκυος (πιθανώς επειδή η ίδια η Μαρία τού φανέρωσε το ζήτημα), σκόπευε να τη διαζευχθεί κρυφά για να μην την ντροπιάσει δημόσια. (Οι αρραβωνιασμένοι θεωρούνταν παντρεμένοι, και για να διαλυθεί ο αρραβώνας χρειαζόταν διαζύγιο.) Αλλά εμφανίστηκε άγγελος του Ιεχωβά, ο οποίος αποκάλυψε στον Ιωσήφ ότι αυτό που είχε γεννηθεί μέσα σε αυτήν ήταν μέσω αγίου πνεύματος. Τότε ο Ιωσήφ συμμορφώθηκε με τη θεϊκή οδηγία και πήρε τη Μαρία για σύζυγό του, «αλλά δεν είχε σχέσεις μαζί της μέχρι που εκείνη γέννησε γιο· και αυτός κάλεσε το όνομά του Ιησού».—Ματ 1:18-25.
Γεννάει τον Ιησού στη Βηθλεέμ. Καθώς αυτή η συνταρακτική υπόθεση συνέχισε να εκτυλίσσεται, αποδείχτηκε ότι το διάταγμα του Καίσαρα Αυγούστου που υποχρέωνε τους πάντες να απογραφούν στην πόλη της καταγωγής τους εκδόθηκε σε χρόνο καθορισμένο από τη θεϊκή πρόνοια, διότι έπρεπε να εκπληρωθεί η προφητεία σχετικά με τον τόπο γέννησης του Ιησού. (Μιχ 5:2) Έτσι λοιπόν, ο Ιωσήφ πήρε τη Μαρία, η οποία ήταν «ετοιμόγεννη», και έκαναν μαζί το κοπιαστικό ταξίδι των 150 περίπου χλμ. από την πόλη τους τη Ναζαρέτ στο Β μέχρι τη Βηθλεέμ στο Ν. Επειδή δεν υπήρχε τόπος για αυτούς στο κατάλυμα, η γέννηση του παιδιού έλαβε χώρα υπό εξαιρετικά ταπεινές συνθήκες, και το νεογέννητο τοποθετήθηκε σε μια φάτνη. Αυτό συνέβη πιθανότατα γύρω στην 1η Οκτωβρίου του έτους 2 Π.Κ.Χ.—Λου 2:1-7· βλέπε ΕΙΚΟΝΕΣ, Τόμ. 2, σ. 537· ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.
Αφού άκουσαν τον άγγελο να λέει: «Σωτήρας γεννήθηκε σήμερα σε εσάς, ο οποίος είναι Χριστός ο Κύριος, στην πόλη του Δαβίδ», κάποιοι ποιμένες έσπευσαν στη Βηθλεέμ και εκεί βρήκαν το σημείο: το βρέφος της Μαρίας «τυλιγμένο με σπάργανα και ξαπλωμένο σε μια φάτνη». Τότε αυτοί ανέφεραν στην ευτυχισμένη οικογένεια τι είχε ψάλει η μεγάλη αγγελική χορωδία: «Δόξα στον Θεό εκεί πάνω στα ύψη, και πάνω στη γη ειρήνη ανάμεσα σε ανθρώπους καλής θέλησης». Η Μαρία, λοιπόν, «διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια, βγάζοντας συμπεράσματα μέσα στην καρδιά της».—Λου 2:8-20.
Την όγδοη ημέρα, η Μαρία φρόντισε να γίνει η περιτομή του γιου της υπακούοντας στο νόμο του Ιεχωβά. Μετά την 40ή ημέρα η ίδια και ο σύζυγός της πήγαν το παιδί στο ναό της Ιερουσαλήμ για να φέρουν την καθορισμένη προσφορά. Ο Νόμος απαιτούσε να θυσιαστεί ένα νεαρό κριάρι και ένα νεαρό περιστέρι ή ένα τρυγόνι. Αν η οικογένεια δεν μπορούσε να διαθέσει αρκετά για το πρόβατο, έπρεπε να προσφερθούν δύο τρυγόνια ή δύο νεαρά περιστέρια. Το ότι ο Ιωσήφ ήταν άνθρωπος με περιορισμένους πόρους φαίνεται από το γεγονός ότι η Μαρία πρόσφερε ή «ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο νεαρά περιστέρια». (Λου 2:21-24· Λευ 12:1-4, 6, 8) Ο Συμεών, ένας δίκαιος άνθρωπος, όταν είδε το παιδί, αίνεσε τον Ιεχωβά που του είχε επιτρέψει να δει στα γηρατειά του, προτού πεθάνει, τον Σωτήρα. Στρεφόμενος στη Μαρία, είπε: «Ναι, μακρύ σπαθί θα διαπεράσει τη δική σου ψυχή», κάτι που δεν σήμαινε ότι θα τη διατρυπούσε κατά γράμμα σπαθί, αλλά υποδήλωνε τον πόνο και την οδύνη που θα της προκαλούσε ο προειπωμένος θάνατος του γιου της πάνω σε ένα ξύλο βασανισμού.—Λου 2:25-35.
Επιστρέφει στη Ναζαρέτ. Αφού πέρασε κάποιο διάστημα, ένας άγγελος προειδοποίησε τον Ιωσήφ σχετικά με την πλεκτάνη που έστηνε ο Ηρώδης ο Μέγας για να θανατώσει το παιδάκι, και έδωσε στον Ιωσήφ την εντολή να καταφύγει με τον Ιησού στην Αίγυπτο. (Ματ 2:1-18) Μετά το θάνατο του Ηρώδη, η οικογένεια επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στη Ναζαρέτ όπου, στα μετέπειτα χρόνια, η Μαρία γέννησε και άλλα παιδιά—τουλάχιστον τέσσερις γιους καθώς και κόρες.—Ματ 2:19-23· 13:55, 56· Μαρ 6:3.
Μολονότι ο Νόμος δεν το απαιτούσε αυτό από τις γυναίκες, η Μαρία είχε τη συνήθεια να κάνει μαζί με τον Ιωσήφ κάθε χρόνο ένα ταξίδι 150 περίπου χλμ. μέχρι την Ιερουσαλήμ για να παρευρεθεί στον ετήσιο εορτασμό του Πάσχα. (Εξ 23:17· 34:23) Σε ένα από αυτά τα ταξίδια, περίπου το 12 Κ.Χ., η οικογένεια επέστρεφε στο σπίτι της όταν, αφού είχαν διανύσει απόσταση μιας ημέρας από την Ιερουσαλήμ, ανακάλυψαν ότι το αγόρι, ο Ιησούς, έλειπε. Οι γονείς του επέστρεψαν αμέσως στην Ιερουσαλήμ για να τον αναζητήσουν. Ύστερα από τρεις ημέρες τον βρήκαν στο ναό να ακούει τους δασκάλους και να τους ρωτάει. Η Μαρία αναφώνησε: «Παιδί μου, γιατί μας φέρθηκες έτσι; Ο πατέρας σου και εγώ σε αναζητούμε με πολλή αγωνία». Ο Ιησούς απάντησε: «Γιατί χρειάστηκε να με αναζητήσετε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει να είμαι στον οίκο του Πατέρα μου;» Ασφαλώς το πιο λογικό μέρος για να βρουν τον Γιο του Θεού ήταν ο ναός, όπου εκείνος μπορούσε να λάβει Γραφική διδασκαλία. Η Μαρία «φύλαγε προσεκτικά όλα αυτά τα λόγια στην καρδιά της».—Λου 2:41-51.
Αυτό το 12χρονο αγόρι, ο Ιησούς, έδειξε ότι είχε εξαιρετικές γνώσεις για την ηλικία του. “Όλοι εκείνοι που τον άκουγαν έμεναν κατάπληκτοι με την κατανόησή του και τις απαντήσεις του”. (Λου 2:47) Η γνώση και η κατανόηση που διέθετε ο Ιησούς γύρω από τις Γραφές αντανακλούσαν τη θαυμάσια εκπαίδευση που είχε λάβει από τους γονείς του. Η Μαρία και ο Ιωσήφ πρέπει να υπήρξαν πολύ επιμελείς στη διδασκαλία και στην εκπαίδευση του παιδιού, ανατρέφοντάς το «με τη διαπαιδαγώγηση και τη νουθεσία του Ιεχωβά» και καλλιεργώντας μέσα του εκτίμηση για τη συνήθεια του να παρευρίσκεται στη συναγωγή κάθε Σάββατο.—Λου 4:16· Εφ 6:4.
Απολαμβάνει το Σεβασμό και την Αγάπη του Ιησού. Μετά το βάφτισμά του, ο Ιησούς δεν ευνοούσε με ιδιαίτερο τρόπο τη Μαρία—δεν την αποκαλούσε «μητέρα», αλλά απλώς «γυναίκα». (Ιωα 2:4· 19:26) Αυτός ο προσδιορισμός δεν εξέφραζε με κανέναν τρόπο έλλειψη σεβασμού, όπως θα μπορούσε να εκληφθεί σήμερα. Η προσφώνηση γύναι του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου χρησιμοποιούνταν προς δήλωση σεβασμού ή στοργής και σήμαινε «κυρία», «δέσποινα». Και σήμερα, για παράδειγμα, στη γερμανική γλώσσα η αντίστοιχη λέξη σημαίνει «κυρία» όταν χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο. Η Μαρία ήταν η μητέρα του Ιησού κατά σάρκα, αλλά αφότου εκείνος γεννήθηκε από το πνεύμα κατά το βάφτισμά του, ήταν πρωτίστως πνευματικός Γιος του Θεού, και «μητέρα» του ήταν «η άνω Ιερουσαλήμ». (Γα 4:26) Ο Ιησούς έδωσε έμφαση σε αυτό το γεγονός όταν σε κάποια περίπτωση η Μαρία και τα άλλα παιδιά της τον διέκοψαν ενώ δίδασκε, ζητώντας του να βγει έξω όπου ήταν εκείνοι. Ο Ιησούς έκανε γνωστό ότι, στην πραγματικότητα, μητέρα του και στενοί του συγγενείς ήταν τα μέλη της πνευματικής του οικογένειας, ότι τα πνευματικά ζητήματα προηγούνται από τα σαρκικά συμφέροντα.—Ματ 12:46-50· Μαρ 3:31-35· Λου 8:19-21.
Όταν τελείωσε το κρασί σε έναν γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας και η Μαρία είπε στον Ιησού: «Δεν έχουν κρασί», εκείνος απάντησε: «Τι σχέση έχω εγώ με εσένα, γυναίκα; Η ώρα μου δεν έχει έρθει ακόμη». (Ιωα 2:1-4) Ο Ιησούς χρησιμοποίησε εδώ μια αρχαία μορφή ερώτησης που εμφανίζεται οχτώ φορές στις Εβραϊκές Γραφές (Ιη 22:24· Κρ 11:12· 2Σα 16:10· 19:22· 1Βα 17:18· 2Βα 3:13· 2Χρ 35:21· Ωσ 14:8) και έξι φορές στις Ελληνικές Γραφές. (Ματ 8:29· Μαρ 1:24· 5:7· Λου 4:34· 8:28· Ιωα 2:4) Στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, η ερώτηση είναι: Τί ἐμοὶ καὶ σοί; που σημαίνει: «Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα σε εμένα και σε εσένα;» ή «Τι κοινό έχουμε εγώ και εσύ;» ή «Τι σχέση έχω εγώ με εσένα;» Σε κάθε περίπτωση στην οποία χρησιμοποιείται η ερώτηση, υποδηλώνει αντίρρηση ως προς αυτό που υποδεικνύεται, προτείνεται ή υπονοείται. Επομένως, ο Ιησούς διατύπωσε με αυτή τη φράση τον ήπιο έλεγχό του φιλόστοργα, υποδεικνύοντας στη μητέρα του ότι αυτός λάβαινε κατεύθυνση, όχι από εκείνη, αλλά από την Υπέρτατη Εξουσία που τον είχε στείλει. (1Κο 11:3) Η Μαρία, με την ευαίσθητη και ταπεινή ιδιοσυγκρασία της, συνέλαβε αμέσως το σημείο και δέχτηκε τη διόρθωση. Υποχωρώντας και αφήνοντας τον Ιησού να πάρει την πρωτοβουλία, είπε στους υπηρέτες: «Ό,τι σας λέει, κάντε το».—Ιωα 2:5.
Όταν ο Ιησούς κρεμάστηκε στο ξύλο του βασανισμού, η Μαρία στεκόταν δίπλα. Για εκείνη, ο Ιησούς δεν ήταν απλώς ένας αγαπημένος γιος—ήταν ο Μεσσίας, ο Κύριος και Σωτήρας της, ο Γιος του Θεού. Καθώς φαίνεται, η Μαρία ήταν τώρα πια χήρα. Συνεπώς, ο Ιησούς εκπλήρωσε την ευθύνη που είχε ως ο πρωτότοκος του σπιτικού του Ιωσήφ, ζητώντας από τον απόστολο Ιωάννη—πιθανώς εξάδελφό του—να πάρει τη Μαρία στο σπίτι του και να τη φροντίζει σαν να ήταν δική του μητέρα. (Ιωα 19:26, 27) Γιατί δεν την εμπιστεύτηκε ο Ιησούς σε έναν από τους ετεροθαλείς αδελφούς του; Δεν αναφέρεται ότι κάποιος από αυτούς ήταν παρών. Επιπλέον, αυτοί δεν είχαν γίνει ακόμη πιστοί, και ο Ιησούς θεωρούσε την πνευματική σχέση σπουδαιότερη από τη σαρκική.—Ιωα 7:5· Ματ 12:46-50.
Πιστή Μαθήτρια. Η τελευταία Βιβλική αναφορά στη Μαρία μεταφέρει την εικόνα μιας πιστής και αφοσιωμένης γυναίκας η οποία εξακολουθούσε να είναι στενά συνδεδεμένη με άλλα πιστά άτομα μετά την ανάληψη του Ιησού. Οι 11 απόστολοι, η Μαρία και άλλοι συναθροίζονταν σε ένα ανώγειο, και «όλοι αυτοί ενέμεναν σύσσωμοι στην προσευχή».—Πρ 1:13, 14.
2. Η αδελφή της Μάρθας και του Λαζάρου. Στη Βηθανία, περίπου 2 ρωμαϊκά μίλια (2,8 χλμ.) από το Όρος του Ναού της Ιερουσαλήμ, στην ανατολική πλαγιά του Όρους των Ελαιών, ο Ιησούς επισκεπτόταν το σπίτι αυτών των φίλων για τους οποίους ένιωθε ιδιαίτερη στοργή. (Ιωα 11:18) Στη διάρκεια μιας επίσκεψης του Ιησού στο τρίτο έτος της διακονίας του, η Μάρθα, θέλοντας να είναι καλή οικοδέσποινα, ασχολούνταν υπερβολικά με το πώς να περιποιηθεί καλύτερα τον Ιησού. Από την άλλη πλευρά, η Μαρία εκδήλωσε ένα διαφορετικό είδος φιλοξενίας. «Κάθησε στα πόδια του Κυρίου και άκουγε το λόγο του». Όταν η Μάρθα παραπονέθηκε επειδή η αδελφή της δεν τη βοηθούσε, ο Ιησούς επαίνεσε τη Μαρία, λέγοντας: «Όσο για τη Μαρία, εκείνη εξέλεξε την καλή μερίδα, και αυτή δεν θα της αφαιρεθεί».—Λου 10:38-42.
Βλέπει τον Λάζαρο να Ανασταίνεται. Μερικούς μήνες μετά την προαναφερθείσα επίσκεψη στο σπίτι τους, ο Λάζαρος αρρώστησε και ήταν ετοιμοθάνατος. Η Μαρία και η Μάρθα, λοιπόν, έστειλαν μήνυμα στον Ιησού, ο οποίος πιθανότατα βρισκόταν κάπου στα Α του Ιορδάνη, στην Περαία. Ωστόσο, όταν έφτασε ο Ιησούς, ο Λάζαρος ήταν ήδη νεκρός τέσσερις ημέρες. Όταν άκουσε ότι ερχόταν ο Ιησούς, η Μάρθα πήγε γρήγορα να τον προϋπαντήσει, ενώ η Μαρία «καθόταν στο σπίτι». Μόνο όταν η Μάρθα επέστρεψε από την άκρη του χωριού και ψιθύρισε στη βαθιά λυπημένη αδελφή της: «Ο Δάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει», έσπευσε η Μαρία να βγει και να τον συναντήσει. Πέφτοντας στα πόδια του, είπε με λυγμούς: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα είχε πεθάνει». Χρησιμοποίησε ακριβώς τα ίδια λόγια που είχε πει και η αδελφή της η Μάρθα όταν πήγε να προϋπαντήσει τον Ιησού. Βλέποντας τα δάκρυα της Μαρίας και των Ιουδαίων που ήταν μαζί της, ο Κύριος στέναξε και δάκρυσε. Όταν ο Ιησούς εκτέλεσε το καταπληκτικό θαύμα της έγερσης του Λαζάρου από τους νεκρούς, «πολλοί από τους Ιουδαίους που είχαν έρθει στη Μαρία [για να την παρηγορήσουν] . . . έθεσαν πίστη σε αυτόν».—Ιωα 11:1-45.
Χρίει τον Ιησού με Λάδι. Πέντε ημέρες πριν από το τελευταίο Πάσχα του Ιησού, ο ίδιος και οι μαθητές του ήταν και πάλι φιλοξενούμενοι στη Βηθανία, αυτή τη φορά στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, όπου βρισκόταν επίσης η Μαρία με την οικογένειά της. Η Μάρθα σέρβιρε το δείπνο, ενώ η Μαρία έστρεψε και πάλι την προσοχή της στον Γιο του Θεού. Καθώς ο Ιησούς πλάγιαζε για το γεύμα, η Μαρία «πήρε μία λίτρα αρωματικό λάδι, γνήσιο νάρδο, πολύ ακριβό» (το οποίο άξιζε περίπου όσο τα ημερομίσθια ενός χρόνου) και το έχυσε στο κεφάλι του και στα πόδια του. Μολονότι γενικά δεν εκτιμήθηκε εκείνη τη στιγμή, αυτή η πράξη που έγινε από αγάπη και σεβασμό για τον Ιησού συμβόλιζε στην πραγματικότητα την προετοιμασία για το θάνατο και την ταφή του, τα οποία επίκειντο. Όπως είχε συμβεί και προηγουμένως, οι άλλοι επέκριναν τον τρόπο με τον οποίο η Μαρία εκδήλωσε την αγάπη της και, όπως είχε συμβεί επίσης προηγουμένως, ο Ιησούς υπερασπίστηκε και εκτίμησε πολύ την αγάπη και την αφοσίωσή της. «Οπουδήποτε κηρυχτούν αυτά τα καλά νέα σε όλο τον κόσμο», δήλωσε, «θα ειπωθεί και αυτό που έκανε αυτή η γυναίκα, σε ανάμνησή της».—Ματ 26:6-13· Μαρ 14:3-9· Ιωα 12:1-8.
Το παραπάνω περιστατικό, η χρίση του Ιησού από τη Μαρία, όπως το αφηγούνται ο Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Ιωάννης, δεν πρέπει να συγχέεται με τη χρίση που μνημονεύεται στα εδάφια Λουκάς 7:36-50. Τα δύο γεγονότα έχουν κάποιες ομοιότητες, αλλά υπάρχουν και διαφορές. Το πρώτο χρονικά περιστατικό, που αναφέρει ο Λουκάς, συνέβη βόρεια, στην περιφέρεια της Γαλιλαίας, ενώ το δεύτερο, νότια, στη Βηθανία της Ιουδαίας. Το πρώτο διαδραματίστηκε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου, ενώ το δεύτερο, στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Η πρώτη χρίση έγινε από μια γυναίκα που δεν κατονομάζεται, η οποία ήταν δημόσια γνωστή ως «αμαρτωλή», κατά πάσα πιθανότητα πόρνη, ενώ η δεύτερη έγινε από τη Μαρία, την αδελφή της Μάρθας. Ανάμεσα στα δύο περιστατικά μεσολάβησε, επίσης, ένα και πλέον έτος.
Ορισμένοι κριτικοί καταγγέλλουν ότι ο Ιωάννης αντιφάσκει με τον Ματθαίο και τον Μάρκο όταν λέει ότι η Μαρία έχυσε το άρωμα στα πόδια και όχι στο κεφάλι του Ιησού. (Ματ 26:7· Μαρ 14:3· Ιωα 12:3) Σχολιάζοντας το εδάφιο Ματθαίος 26:7, ο Άλμπερτ Μπαρνς λέει: «Δεν υπάρχει, όμως, καμιά αντίφαση. Πιθανότατα το έχυσε και στο κεφάλι και στα πόδια του. Εφόσον ο Ματθαίος και ο Μάρκος είχαν πει για το κεφάλι, ο Ιωάννης, ο οποίος έγραψε το ευαγγέλιό του εν μέρει για να καταγράψει γεγονότα που είχαν παραλείψει εκείνοι, αναφέρει ότι έχυσε το μύρο και στα πόδια του Σωτήρα. Το να χύσει κανείς μύρο στο κεφάλι ήταν κάτι κοινό. Το να το χύσει στα πόδια ήταν πράξη εξαίρετης ταπεινοφροσύνης και προσκόλλησης στον Σωτήρα, και επομένως άξια ιδιαίτερης μνείας».—Παρατηρήσεις του Μπαρνς για την Καινή Διαθήκη (Barnes’ Notes on the New Testament), 1974.
3. Μαρία η Μαγδαληνή. Το χαρακτηριστικό της όνομα (που σημαίνει «Της (Από τη) Μαγδαλά») προέρχεται μάλλον από την πόλη Μαγδαλά (βλέπε ΜΑΓΑΔΑΝ) στη δυτική όχθη της Θάλασσας της Γαλιλαίας, περίπου στο μέσο της διαδρομής ανάμεσα στην Καπερναούμ και στην Τιβεριάδα. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο Ιησούς επισκέφτηκε κάποτε αυτή την πόλη, μολονότι πέρασε μεγάλο διάστημα στη γύρω περιοχή. Ούτε είναι βέβαιο ότι ήταν ο τόπος καταγωγής ή διαμονής της Μαρίας. Εφόσον ο Λουκάς την αποκαλεί «Μαρία, η λεγόμενη Μαγδαληνή», ορισμένοι πιστεύουν ότι υπονοεί κάτι συγκεκριμένο ή ιδιαίτερο.—Λου 8:2.
Ο Ιησούς εξέβαλε εφτά δαίμονες από τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Δικαιολογημένα, λοιπόν, αυτή έθεσε πίστη σε εκείνον ως τον Μεσσία και υποστήριξε την πίστη της με εξαιρετικές πράξεις αφοσίωσης και υπηρεσίας. Στην αφήγηση εμφανίζεται πρώτη φορά κατά το δεύτερο έτος του κηρύγματος του Ιησού, όταν ο ίδιος και οι απόστολοί του “ταξίδευαν από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, κηρύττοντας και αναγγέλλοντας τα καλά νέα της βασιλείας του Θεού”. Μαζί με την Ιωάννα, η οποία ήταν σύζυγος του επιτρόπου του Ηρώδη, τη Σουσάννα και άλλες γυναίκες, η Μαρία η Μαγδαληνή διακονούσε τον Ιησού και τους αποστόλους του από τα δικά της υπάρχοντα.—Λου 8:1-3.
Η σημαντικότερη αναφορά στη Μαρία τη Μαγδαληνή σχετίζεται με το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού. Όταν ο Ιησούς, ως το Αρνί του Θεού, οδηγήθηκε στη σφαγή, εκείνη ήταν μία από τις γυναίκες «οι οποίες είχαν συνοδεύσει τον Ιησού από τη Γαλιλαία για να τον διακονούν» και «κοίταζαν από απόσταση» ενώ ο Ιησούς ήταν κρεμασμένος στο ξύλο του βασανισμού. Μαζί της ήταν η Μαρία η μητέρα του Ιησού, η Σαλώμη, καθώς και «η άλλη Μαρία» (Αρ. 4).—Ματ 27:55, 56, 61· Μαρ 15:40· Ιωα 19:25.
Μετά την ταφή του Ιησού, η Μαρία η Μαγδαληνή και άλλες γυναίκες πήγαν να ετοιμάσουν μυρωδικά και αρωματικό λάδι προτού αρχίσει το Σάββατο με τη δύση του ήλιου. Στη συνέχεια, μετά το Σάββατο, τα χαράματα της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, η Μαρία και οι άλλες γυναίκες έφεραν το αρωματικό λάδι στο μνήμα. (Ματ 28:1· Μαρ 15:47· 16:1, 2· Λου 23:55, 56· 24:1) Όταν η Μαρία είδε ότι το μνήμα ήταν ανοιχτό και προφανώς άδειο, πήγε γρήγορα να πει τα εκπληκτικά νέα στον Πέτρο και στον Ιωάννη, οι οποίοι έτρεξαν στο μνήμα. (Ιωα 20:1-4) Μέχρι να ξαναγυρίσει η Μαρία στο μνήμα, ο Πέτρος και ο Ιωάννης είχαν φύγει, και τότε ήταν που έσκυψε να δει μέσα και αντίκρισε σαστισμένη δύο αγγέλους στα λευκά. Κατόπιν γύρισε προς τα πίσω και είδε τον Ιησού να στέκεται. Νομίζοντας ότι ήταν ο κηπουρός, τον ρώτησε πού βρισκόταν το σώμα για να το φροντίσει. Όταν εκείνος απάντησε «Μαρία!» αυτή κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν και τον αγκάλιασε αυθόρμητα, αναφωνώντας: «Ραββουνί!» Τώρα, όμως, δεν υπήρχε χρόνος για εκδηλώσεις γήινης στοργής. Ο Ιησούς επρόκειτο να είναι μαζί τους μόνο για λίγο διάστημα. Η Μαρία έπρεπε να βιαστεί να πληροφορήσει τους άλλους μαθητές για την ανάστασή του και για το ότι ο Ιησούς ανέβαινε, όπως ο ίδιος είπε, «στον Πατέρα μου και Πατέρα σας και στον Θεό μου και Θεό σας».—Ιωα 20:11-18.
4. «Η άλλη Μαρία». Ήταν σύζυγος του Κλωπά (Αλφαίου) (βλέπε ΚΛΩΠΑΣ) και μητέρα του Ιακώβου του Μικρού και του Ιωσή. (Ματ 27:56, 61· Ιωα 19:25) Η παράδοση αναφέρει—χωρίς όμως Γραφική υποστήριξη—ότι ο Κλωπάς και ο Ιωσήφ, ο θετός πατέρας του Ιησού, ήταν αδέλφια. Αν κάτι τέτοιο αληθεύει, τότε αυτή η Μαρία ήταν θεία του Ιησού και οι γιοι της εξάδελφοί του.
Η Μαρία δεν ήταν μόνο μία από τις γυναίκες «οι οποίες είχαν συνοδεύσει τον Ιησού από τη Γαλιλαία για να τον διακονούν», αλλά και μία από αυτές που ήταν παρούσες όταν εκείνος κρεμάστηκε στο ξύλο. (Ματ 27:55· Μαρ 15:40, 41) Μαζί με τη Μαρία τη Μαγδαληνή, έμεινε αρκετή ώρα έξω από το μνήμα του εκείνο το θλιβερό απόγευμα της 14ης Νισάν. (Ματ 27:61) Την τρίτη ημέρα, οι δυο τους καθώς και άλλες πήγαν στο μνήμα με μυρωδικά και αρωματικό λάδι για να αλείψουν το σώμα του Ιησού και βρήκαν έντρομες το μνήμα ανοιχτό. Ένας άγγελος εξήγησε ότι ο Χριστός είχε εγερθεί από τους νεκρούς, και γι’ αυτό πρόσταξε: «Πηγαίνετε, πείτε [το] στους μαθητές του». (Ματ 28:1-7· Μαρ 16:1-7· Λου 24:1-10) Ενώ αυτές βρίσκονταν καθ’ οδόν, ο αναστημένος Ιησούς εμφανίστηκε σε αυτή τη Μαρία και στις άλλες γυναίκες.—Ματ 28:8, 9.
5. Η μητέρα του Ιωάννη Μάρκου. Ήταν επίσης θεία του Βαρνάβα. (Πρ 12:12· Κολ 4:10) Το σπίτι της χρησιμοποιούνταν ως τόπος συνάθροισης για την πρώτη Χριστιανική εκκλησία της Ιερουσαλήμ. Ο γιος της ο Μάρκος συναναστρεφόταν στενά τον απόστολο Πέτρο, ο οποίος προφανώς συνέβαλε πολύ στην πνευματική ανάπτυξη του Μάρκου, διότι τον αποκαλεί «ο Μάρκος ο γιος μου». (1Πε 5:13) Όταν ο Πέτρος απελευθερώθηκε από τη φυλακή του Ηρώδη, πήγε κατευθείαν στο σπίτι της «όπου αρκετοί ήταν συναθροισμένοι και προσεύχονταν». Το σπίτι πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλο, και η παρουσία υπηρέτριας υποδηλώνει ότι η Μαρία ήταν εύπορη. (Πρ 12:12-17) Εφόσον αναφέρεται ως δικό της σπίτι, και όχι του συζύγου της, αυτή ήταν κατά πάσα πιθανότητα χήρα.—Πρ 12:12.
6. Η Μαρία της Ρώμης. Με την επιστολή του προς τους Ρωμαίους, ο Παύλος τής έστειλε χαιρετισμούς και την επαίνεσε για τους «πολλούς κόπους» που είχε καταβάλει προς όφελος της εκκλησίας της Ρώμης.—Ρω 16:6.