ΗΡΩΔΗΣ
(Ηρώδης).
Όνομα οικογένειας ηγεμόνων των Ιουδαίων. Ήταν Ιδουμαίοι, Εδωμίτες, και κατ’ όνομα Ιουδαίοι, διότι σύμφωνα με τον Ιώσηπο, γύρω στο 125 Π.Κ.Χ. ο Μακκαβαίος ηγεμόνας Ιωάννης Υρκανός Α΄ είχε επιβάλει στους Ιδουμαίους την περιτομή.
Πέρα από τις σύντομες Βιβλικές αναφορές σε διάφορα μέλη της δυναστείας των Ηρωδιδών, οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε για αυτούς προέρχονται από την ιστορία του Ιώσηπου. Προγεννήτορας των Ηρωδιδών ήταν ο Αντίπατρος (Αντίπας) Α΄, τον οποίο είχε καταστήσει κυβερνήτη της Ιδουμαίας ο Ασμοναίος (Μακκαβαίος) βασιλιάς Αλέξανδρος Ιανναίος. Ο γιος του Αντίπατρου, που λεγόταν και ο ίδιος Αντίπατρος ή Αντίπας, ήταν ο πατέρας του Ηρώδη του Μεγάλου. Ο Ιώσηπος αναφέρει τον ισχυρισμό του ιστορικού Νικολάου του Δαμασκηνού ότι ο Αντίπατρος (Β΄) ήταν από μια οικογένεια επιφανών Ιουδαίων που επέστρεψε από τη Βαβυλώνα στη γη του Ιούδα. Αλλά ο Ιώσηπος λέει ότι ο ισχυρισμός του Νικολάου αποσκοπούσε απλώς στο να ευχαριστήσει τον Ηρώδη, ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν Εδωμίτης τόσο από την πλευρά του πατέρα του όσο και από την πλευρά της μητέρας του.
Ο Αντίπατρος Β΄, ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, ήταν αναμειγμένος στην πολιτική και σε διάφορες μηχανορραφίες και είχε μεγάλες φιλοδοξίες για τους γιους του. Υποστήριξε τον Ιωάννη Υρκανό Β΄, γιο του Αλέξανδρου Ιανναίου και της Σαλώμης Αλεξάνδρας, στη διαμάχη που είχε ο Υρκανός με τον αδελφό του τον Αριστόβουλο για το αξίωμα του αρχιερέα και του βασιλιά των Ιουδαίων. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Αντίπατρος εργαζόταν φιλόδοξα για τα δικά του συμφέροντα και τελικά εξασφάλισε από τον Ιούλιο Καίσαρα τη ρωμαϊκή υπηκοότητα καθώς και τη διοίκηση της Ιουδαίας. Ο Αντίπατρος διόρισε τον πρώτο του γιο τον Φασαήλ κυβερνήτη της Ιερουσαλήμ και έναν άλλον γιο του, τον Ηρώδη, κυβερνήτη της Γαλιλαίας. Η σταδιοδρομία του έληξε όταν δολοφονήθηκε με δηλητήριο.
1. Ηρώδης ο Μέγας, δεύτερος γιος του Αντίπατρου (Αντίπα) Β΄ τον οποίο απέκτησε με τη σύζυγό του την Κύπρο. Η ιστορία επιβεβαιώνει τα όσα αποκαλύπτουν οι σύντομες Βιβλικές αναφορές για το χαρακτήρα αυτού του ανθρώπου, ότι ήταν αδίστακτος, πανούργος, καχύποπτος, ανήθικος, σκληρός και αιμοδιψής. Ήταν ικανός διπλωμάτης και καιροσκόπος, όπως ο πατέρας του. Οφείλουμε να αναφέρουμε, ωστόσο, ότι ήταν επίσης ικανός στον τομέα της οργάνωσης και της στρατιωτικής διοίκησης. Ο Ιώσηπος τον περιγράφει ως έναν άντρα με μεγάλη σωματική δύναμη, επιδέξιο ιππέα, ακοντιστή και τοξότη. (Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Α΄, 429, 430 [xxi, 13]) Το πιο αξιοσημείωτο θετικό στοιχείο του βρίσκεται πιθανότατα στα οικοδομικά του επιτεύγματα.
Αρχικά διακρίθηκε ως κυβερνήτης της Γαλιλαίας λόγω του ότι απάλλαξε τα εδάφη του από συμμορίες ληστών. Ωστόσο, μερικοί Ιουδαίοι τον φθονούσαν και μαζί με τις μητέρες των ληστών που είχαν θανατωθεί υποκίνησαν τον Υρκανό Β΄ (τον τότε αρχιερέα) να καλέσει τον Ηρώδη ενώπιον του Σάνχεδριν με την κατηγορία ότι παρέκαμψε το όργανο αυτό προβαίνοντας σε εκτέλεση των ληστών με συνοπτικές διαδικασίες αντί να τους περάσει πρώτα από δίκη. Ο Ηρώδης συμμορφώθηκε, αλλά επιδεικνύοντας θράσος και ασέβεια προσήλθε ενώπιόν τους με τη συνοδεία σωματοφυλακής, παρ’ όλο που ως καθ’ ομολογία προσήλυτος ήταν υπόλογος σε αυτό το δικαστήριο. Αυτή η ύβρις προς το ανώτατο Ιουδαϊκό δικαστήριο επέσυρε την οργή των δικαστών. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ένας δικαστής ονόματι Σαμαίας (Συμεών) είχε το θάρρος να σηκωθεί και να μιλήσει προβλέποντας ότι, αν ο Ηρώδης έμενε ατιμώρητος, κάποια ημέρα θα σκότωνε όσους βρίσκονταν στη δικαστική έδρα. Ο Υρκανός, όμως, ήταν ένας παθητικός, άβουλος άνθρωπος. Υπό την πίεση των εκφοβισμών του Ηρώδη, καθώς και μιας επιστολής από τον Σέξτο Καίσαρα (συγγενή του Ιούλιου Καίσαρα και τότε ηγεμόνα της Συρίας) η οποία απειλούσε τον Υρκανό σε περίπτωση που δεν απέσυρε τις κατηγορίες, ο Υρκανός υπαναχώρησε.—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΔ΄, 168-176 (ix, 4).
Βασιλιάς της Ιουδαίας. Ο Ηρώδης διαδέχθηκε τον πατέρα του και, γύρω στο 39 Π.Κ.Χ., έγινε βασιλιάς της ευρύτερης Ιουδαίας με διορισμό της ρωμαϊκής συγκλήτου. Δεν μπόρεσε, όμως, να επιβληθεί ως ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς παρά μόνο τρία χρόνια αργότερα, όταν κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και εκθρόνισε τον Αντίγονο, το γιο του Αριστόβουλου. Έπειτα από αυτή τη νίκη ο Ηρώδης έκανε ενέργειες για να διατηρήσει τη θέση του πείθοντας τον Ρωμαίο Μάρκο Αντώνιο να σκοτώσει τον Αντίγονο και καταδιώκοντας τα ηγετικά μέλη της παράταξης του Αντίγονου, συνολικά 45 άντρες, τους οποίους θανάτωσε. Από τους επιφανείς Φαρισαίους άφησε ζωντανό μόνο τον Σαμαία και τον Πολλίωνα, σκοτώνοντας τελικά ακόμη και τον Ιωάννη Υρκανό Β΄ έπειτα από μερικά χρόνια. Έτσι λοιπόν, φονεύοντας εκείνους που τον είχαν δικάσει, εκπλήρωσε την πρόβλεψη του Σαμαία.
Ο Ηρώδης, ο οποίος ήταν ανέκαθεν οξυδερκής πολιτικός, πίστευε ότι υποστηρίζοντας τη Ρώμη εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του με τον καλύτερο τρόπο. Αλλά έπρεπε να φέρεται πολύ διπλωματικά, αλλάζοντας συχνά παράταξη ώστε να συμπορεύεται με τις μεταβαλλόμενες περιστάσεις των Ρωμαίων κυβερνητών. Δεδομένου ότι ήταν στενός φίλος του Σέξτου, στην αρχή υποστήριζε τον Ιούλιο Καίσαρα, αλλά στη συνέχεια συμπαρατάχθηκε με το δολοφόνο του Καίσαρα, τον Κάσσιο. Προσφέροντας μεγάλα δώρα, καθώς και με άλλους τρόπους, κατάφερε να κερδίσει την εύνοια του Μάρκου Αντώνιου που ήταν εχθρός του Κάσσιου και εκδικητής του θανάτου του Καίσαρα. Αργότερα, όταν ο Οκτάβιος (Αύγουστος Καίσαρας) νίκησε τον Αντώνιο στη ναυμαχία του Ακτίου, ο Ηρώδης απέσπασε επιδέξια τη συγχώρηση του Αυγούστου για την υποστήριξή του προς τον Αντώνιο, και έκτοτε διατήρησε τη φιλία του Αυγούστου. Το γεγονός ότι υποστήριζε τη Ρώμη και πρόσφερε αφειδώς χρηματικά δώρα στους Καίσαρες, σε συνδυασμό με τις κολακείες του, τον βοηθούσε να παρακάμπτει πάντοτε τα παράπονα ή τις κατηγορίες που υπέβαλλαν εναντίον του στη Ρώμη οι Ιουδαίοι ή διάφοροι άλλοι, μερικές φορές ακόμη και μέλη του σπιτικού του.
Η Γαλιλαία είχε αποτελέσει την πρώτη επικράτεια του Ηρώδη. Ο Κάσσιος τον είχε κάνει κυβερνήτη της Κοίλης Συρίας. Αργότερα, η ρωμαϊκή σύγκλητος, κατόπιν σύστασης του Αντώνιου, τον είχε κάνει βασιλιά της Ιουδαίας. Τώρα ο Αυτοκράτορας Αύγουστος πρόσθεσε στην επικράτεια του Ηρώδη τη Σαμάρεια, τα Γάδαρα, τη Γάζα και την Ιόππη, και κατόπιν τις περιοχές της Τραχωνίτιδας, της Βαταναίας, της Αυρανίτιδας και της Περαίας—μιας περιοχής ανατολικά του Ιορδάνη η οποία σε γενικές γραμμές αντιστοιχούσε με τη Γαλαάδ. Στην επικράτειά του ανήκε και η Ιδουμαία.
Ο Ναός και Άλλα Οικοδομικά Έργα. Όσο για τα οικοδομικά έργα του Ηρώδη, ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, κυρίως από Γραφικής πλευράς, είναι η ανοικοδόμηση του ναού του Ζοροβάβελ στην Ιερουσαλήμ. Το κόστος των εργασιών ήταν τεράστιο, ο δε Ιώσηπος αναφέρει ότι ο ναός ήταν πράγματι μεγαλοπρεπής. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 395, 396 [xi, 3]) Οι Ιουδαίοι, από μίσος και καχυποψία για τον Ηρώδη, δεν του επέτρεπαν να γκρεμίσει πρώτα τον υπάρχοντα ναό, και έτσι αυτός αναγκάστηκε να συγκεντρώσει επί τόπου όλα τα οικοδομικά υλικά προτού μπορέσει να αρχίσει οποιαδήποτε κατεδάφιση. Το αγιαστήριο του ναού ανοικοδομήθηκε σύμφωνα με τον Ιώσηπο σε 18 μήνες. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 421 [xi, 6]) Άλλα κύρια κτίσματα ανεγέρθηκαν σε οχτώ χρόνια. Αλλά το 30 Κ.Χ. οι Ιουδαίοι δήλωσαν ότι ο ναός χτίστηκε σε 46 χρόνια. Αυτή η δήλωση έγινε σε μια συζήτηση με τον Ιησού Χριστό λίγο πριν από το πρώτο Πάσχα μετά το βάφτισμα του Ιησού. (Ιωα 2:13-20) Σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 380 [xi, 1]), αυτό το έργο άρχισε το 18ο έτος της βασιλείας του Ηρώδη. Αν ο υπολογισμός έγινε βάσει του τρόπου με τον οποίο μετρούσαν οι Ιουδαίοι τα βασιλικά έτη της διακυβέρνησης των βασιλιάδων τους, το έτος αυτό θα μπορούσε να είναι το 18/17 Π.Κ.Χ. Στην πραγματικότητα, οι εργασίες συνεχίστηκαν στο ναό, με την προσθήκη και άλλων κατασκευών, μέχρι και έξι χρόνια πριν από την καταστροφή του το 70 Κ.Χ.
Ο Ηρώδης κατασκεύασε επίσης θέατρα, αμφιθέατρα, ιπποδρόμους, κάστρα, φρούρια, ανάκτορα, κήπους, ναούς προς τιμήν του Καίσαρα, υδραγωγεία, μνημεία, ακόμη και πόλεις. Σε αυτές τις πόλεις έδωσε το δικό του όνομα, το όνομα συγγενών του ή αυτοκρατόρων της Ρώμης. Κατασκεύασε ένα τεχνητό λιμάνι στην Καισάρεια αντάξιο του λιμανιού της Τύρου. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, τοποθετήθηκαν τεράστιοι ογκόλιθοι σε βάθος 20 οργιών (36 μ.) κάτω από το νερό για την κατασκευή μιας προβλήτας πλάτους περίπου 60 μ. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΕ΄, 334, 335 [ix, 6]) Ο Ηρώδης ανοικοδόμησε το φρούριο Αντωνία και το φρούριο της Μασάδας, και μάλιστα το δεύτερο έγινε ακόμη πιο μεγαλοπρεπές. Τα οικοδομικά του επιτεύγματα έφταναν ακόμη και σε πολύ μακρινές πόλεις, όπως η Αντιόχεια της Συρίας και η πόλη της Ρόδου (στο ομώνυμο νησί).
Ο Ηρώδης ξόδευε τεράστια ποσά για την ψυχαγωγία του και πρόσφερε άφθονα δώρα, ιδιαίτερα σε υψηλόβαθμους Ρωμαίους αξιωματούχους. Ένα από τα μεγαλύτερα παράπονα που είχαν οι Ιουδαίοι εναντίον του ήταν ότι έχτισε αμφιθέατρα, όπως αυτό στην Καισάρεια, όπου διεξήγε ελληνικούς και ρωμαϊκούς αγώνες, που περιλάμβαναν αρματοδρομίες, μονομαχίες, πάλη ανθρώπων με θηρία καθώς και άλλες ειδωλολατρικές εκδηλώσεις. Ενδιαφερόταν τόσο πολύ για τη συνέχιση των Ολυμπιακών Αγώνων ώστε, κάποια φορά που πέρασε από την Ελλάδα καθ’ οδόν προς τη Ρώμη, έλαβε και μέρος ως διαγωνιζόμενος. Έπειτα έκανε μια μεγάλη χρηματική δωρεά για τη διαιώνιση των αγώνων, καθώς και, παρεμπιπτόντως, του ονόματός του. Εφόσον ήταν κατ’ όνομα Ιουδαίος, αναφερόταν στους Ιουδαίους ως «συμπατριώτες» του, ενώ εκείνους που είχαν επιστρέψει από τη Βαβυλώνα για να ανεγείρουν το ναό του Ζοροβάβελ τους αποκαλούσε «πατέρες» του. Ωστόσο, η πορεία της ζωής του διέψευδε παντελώς τον ισχυρισμό του ότι ήταν υπηρέτης του Ιεχωβά Θεού.
Οικογενειακά Προβλήματα. Βασικά, όλη η οικογένεια των Ηρωδιδών ήταν φιλόδοξη, καχύποπτη, χονδροειδώς ανήθικη και προβληματική. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες και θλίψεις του Ηρώδη προέρχονταν από την ίδια του την οικογένεια. Η μητέρα του η Κύπρος και η αδελφή του η Σαλώμη όξυναν διαρκώς τα πράγματα. Ο Ηρώδης είχε παντρευτεί τη Μαριάμνη (Α΄), εγγονή του Υρκανού Β΄ και κόρη του Αλέξανδρου που ήταν γιος του Αριστόβουλου. Η Μαριάμνη ήταν εξαιρετικά όμορφη, και ο Ηρώδης την αγαπούσε πολύ, αλλά αναπτύχθηκε μίσος ανάμεσα σε αυτήν από τη μια μεριά και στη μητέρα και στην αδελφή του Ηρώδη από την άλλη. Ο Ηρώδης ζήλευε διαρκώς, και υποπτευόταν ότι μέλη της οικογένειάς του, ιδιαίτερα οι γιοι του, συνωμοτούσαν εναντίον του. Σε κάποιες περιπτώσεις οι υποψίες του ήταν βάσιμες. Η δίψα του για εξουσία και οι υποψίες του τον οδήγησαν τελικά να βάλει να δολοφονήσουν τη σύζυγό του τη Μαριάμνη, τρεις από τους γιους του, τον αδελφό της συζύγου του και τον παππού της (τον Υρκανό), μερικούς από τους καλύτερούς του φίλους και πολλούς άλλους. Χρησιμοποιούσε βασανιστήρια για να αποσπά ομολογίες από οποιουσδήποτε υποπτευόταν ότι είχαν πληροφορίες που θα επιβεβαίωναν τις υποψίες του.
Η Σχέση του με τους Ιουδαίους. Ο Ηρώδης προσπάθησε να εξευμενίσει τους Ιουδαίους ανοικοδομώντας το ναό και δίνοντάς τους τα αναγκαία σε καιρούς πείνας. Ενίοτε ελάφραινε τους φόρους μερικών από τους υπηκόους του. Κατόρθωσε μάλιστα να πείσει τον Αύγουστο να παραχωρήσει στους Ιουδαίους προνόμια σε διάφορα μέρη του κόσμου. Ωστόσο, η τυραννία του και η σκληρότητά του τα επισκίαζαν αυτά, και κατά το μεγαλύτερο διάστημα της διακυβέρνησής του είχε προβλήματα με τους Ιουδαίους.
Η Ασθένεια και ο Θάνατός Του. Πιθανότατα εξαιτίας της ακόλαστης ζωής του, ο Ηρώδης προσβλήθηκε τελικά από μια απεχθή εμπύρετη νόσο και, σύμφωνα με τον Ιώσηπο, είχε «αφόρητη φαγούρα σε όλο του το δέρμα, συνεχείς πόνους στα έντερα, οιδήματα στα πόδια όπως γίνεται με την υδρωπικία, φλεγμονή στο υπογάστριο και γάγγραινα στα γεννητικά του όργανα, από όπου έβγαιναν σκουλήκια, και εκτός από αυτά άσθμα με φοβερή δύσπνοια και σπασμούς σε όλα του τα μέλη».—Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Α΄, 656 (xxxiii, 5).
Ενόσω έπασχε από τη θανατηφόρα αυτή ασθένεια, διέταξε το θάνατο του συνωμότη γιου του, του Αντίπατρου. Επίσης, ξέροντας ότι οι Ιουδαίοι θα χαίρονταν όταν θα μάθαιναν για το δικό του θάνατο, διέταξε να συγκεντρωθούν οι πιο επιφανείς άντρες του Ιουδαϊκού έθνους στον Ιππόδρομο της Ιεριχώς και τους έκλεισε εκεί. Έπειτα έδωσε εντολή στους οικείους του να μην ανακοινώσουν το θάνατό του όταν θα πέθαινε, αν δεν θανατώνονταν πρώτα αυτοί οι Ιουδαίοι ηγέτες. Έτσι κάθε οικογένεια στην Ιουδαία, όπως είπε, θα θρηνούσε οπωσδήποτε στην κηδεία του. Αυτή η διαταγή δεν εκτελέστηκε ποτέ. Η αδελφή του Ηρώδη η Σαλώμη και ο σύζυγός της Αλεξάς ελευθέρωσαν αυτούς τους άντρες και τους έστειλαν στα σπίτια τους.
Ο Ηρώδης πέθανε σε ηλικία 70 περίπου χρονών. Στη διαθήκη του είχε ορίσει διάδοχό του το γιο του τον Αντίπα, αλλά λίγο πριν πεθάνει πρόσθεσε έναν κωδίκελο ή συνέταξε καινούρια διαθήκη, με την οποία διόριζε τον Αρχέλαο σε αυτή τη θέση. Ο Αρχέλαος αναγορεύτηκε βασιλιάς από το λαό και το στρατό (η Αγία Γραφή λέει ότι ο Ιωσήφ, ο θετός πατέρας του Ιησού, άκουσε πως «ο Αρχέλαος βασίλευε στην Ιουδαία αντί του πατέρα του, του Ηρώδη»· Ματ 2:22). Ο Αντίπας, όμως, προσέβαλε την ενέργεια αυτή. Το ζήτημα τέθηκε ενώπιον του Αυγούστου Καίσαρα στη Ρώμη ο οποίος δικαίωσε μεν τον Αρχέλαο, αλλά τον κατέστησε εθνάρχη και διαίρεσε την πρώην επικράτεια του Ηρώδη: έδωσε τη μισή στον Αρχέλαο, ενώ την άλλη μισή τη μοίρασε στον Αντίπα και στον Φίλιππο, δύο άλλους γιους του Ηρώδη.
Η Σφαγή των Νηπίων. Η Βιβλική αφήγηση σχετικά με τη σφαγή όλων των αγοριών από δύο χρονών και κάτω στη Βηθλεέμ και στην περιφέρειά της, κατά διαταγή του Ηρώδη, εναρμονίζεται με τις άλλες ιστορικές αφηγήσεις που αφορούν τον Ηρώδη και τον πονηρό του χαρακτήρα. Αυτό συνέβη όχι πολύ πριν πεθάνει ο Ηρώδης, δεδομένου ότι ο Ιησούς διέφυγε επειδή οι γονείς του τον πήραν και πήγαν στην Αίγυπτο, αλλά επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν στη Γαλιλαία μετά το θάνατο του Ηρώδη. Ο Ιεχωβά προείπε αυτά τα δύο γεγονότα μέσω του Ιερεμία και του Ωσηέ, των προφητών του.—Ματ 2:1-23· Ιερ 31:15· Ωσ 11:1.
Η Χρονολογία του Θανάτου Του. Υπάρχει ένα πρόβλημα σε σχέση με το πότε πέθανε ο Ηρώδης. Μερικοί χρονολόγοι τοποθετούν το θάνατό του στο έτος 5 ή 4 Π.Κ.Χ. Η χρονολόγησή τους βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ιστορία του Ιώσηπου. Ο Ιώσηπος, για να προσδιορίσει το έτος στο οποίο η Ρώμη αναγόρευσε βασιλιά τον Ηρώδη, χρησιμοποιεί ένα σύστημα χρονολόγησης που βασίζεται στις υπατείες, δηλαδή τοποθετεί το γεγονός στα πλαίσια της θητείας ορισμένων Ρωμαίων υπάτων. Σύμφωνα με αυτό, ο Ηρώδης διορίστηκε βασιλιάς το 40 Π.Κ.Χ., αλλά τα στοιχεία που μας δίνει ένας άλλος ιστορικός, ο Αππιανός, τοποθετούν το γεγονός στο 39 Π.Κ.Χ. Βάσει της ίδιας μεθόδου, ο Ιώσηπος τοποθετεί την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τον Ηρώδη στο 37 Π.Κ.Χ., αλλά παράλληλα λέει ότι αυτή έλαβε χώρα 27 χρόνια μετά την κατάληψη της πόλης από τον Πομπήιο (γεγονός που συνέβη το 63 Π.Κ.Χ.). (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΔ΄, 487, 488 [xvi, 4]) Η αναφορά του Ιώσηπου σε αυτό το τελευταίο γεγονός τοποθετεί τη χρονολογία της κατάκτησης της Ιερουσαλήμ από τον Ηρώδη στο 36 Π.Κ.Χ. Τελικά, ο Ιώσηπος λέει ότι ο Ηρώδης πέθανε 37 χρόνια αφότου διορίστηκε βασιλιάς από τους Ρωμαίους και 34 χρόνια αφότου κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΖ΄, 190, 191 [viii, 1]) Αυτό θα μπορούσε να υποδεικνύει ως χρονολογία του θανάτου του το 2 ή ενδεχομένως το 1 Π.Κ.Χ.
Είναι πιθανό ότι ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος υπολόγιζε τις περιόδους διακυβέρνησης των βασιλιάδων της Ιουδαίας με τη μέθοδο του έτους ανάρρησης, όπως γινόταν με τους βασιλιάδες της γραμμής του Δαβίδ. Αν ο Ηρώδης διορίστηκε βασιλιάς από τη Ρώμη το 40 Π.Κ.Χ., το πρώτο βασιλικό έτος του θα μπορούσε να έχει αρχίσει το μήνα Νισάν του 39 Π.Κ.Χ. και να τελειώσει τον Νισάν του 38 Π.Κ.Χ. Παρόμοια, αν το πρώτο βασιλικό έτος του υπολογιστεί από τότε που κατέκτησε την Ιερουσαλήμ το 37 (ή 36) Π.Κ.Χ., αυτό το έτος θα μπορούσε να έχει αρχίσει τον Νισάν του 36 (ή 35) Π.Κ.Χ. Αν λοιπόν, όπως λέει ο Ιώσηπος, ο Ηρώδης πέθανε 37 χρόνια αφότου τον διόρισε βασιλιά η Ρώμη και 34 χρόνια αφότου κατέλαβε την Ιερουσαλήμ, και αν αυτά τα χρόνια και στη μία περίπτωση και στην άλλη υπολογίζονται ως βασιλικά έτη, τότε ο θάνατός του θα μπορούσε να έχει λάβει χώρα το 1 Π.Κ.Χ. Παρουσιάζοντας ένα επιχείρημα που συνηγορεί με αυτό στο Περιοδικό Θεολογικών Σπουδών (The Journal of Theological Studies), ο Γ. Ε. Φίλμερ γράφει ότι σύμφωνα με στοιχεία από την Ιουδαϊκή παράδοση ο θάνατος του Ηρώδη έλαβε χώρα στις 2 Σεβάτ (ο μήνας Σεβάτ αντιστοιχεί με μέρος της περιόδου Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου στο δικό μας ημερολόγιο).—Επιμέλεια Χ. Τσάντγουικ και Χ. Σπαρκς, Οξφόρδη, 1966, Τόμ. 17, σ. 284.
Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο Ηρώδης πέθανε λίγο καιρό αφότου συνέβη έκλειψη σελήνης και πριν από το Πάσχα. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΖ΄, 167 [vi, 4]· 213 [ix, 3]) Εφόσον μια τέτοια έκλειψη σημειώθηκε στις 11 Μαρτίου του 4 Π.Κ.Χ. (13 Μαρτίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο), μερικοί έχουν συμπεράνει ότι αυτή είναι η έκλειψη στην οποία αναφέρεται ο Ιώσηπος.
Από την άλλη μεριά, το 1 Π.Κ.Χ. σημειώθηκε ολική έκλειψη σελήνης περίπου τρεις μήνες πριν από το Πάσχα, ενώ η έκλειψη του 4 Π.Κ.Χ. δεν ήταν παρά μερική. Η ολική έκλειψη του 1 Π.Κ.Χ. σημειώθηκε στις 8 Ιανουαρίου (10 Ιανουαρίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο), 18 ημέρες πριν από τις 2 Σεβάτ, την ημέρα που κατά την παράδοση πέθανε ο Ηρώδης. Μια άλλη έκλειψη (μερική) έγινε στις 27 Δεκεμβρίου του 1 Π.Κ.Χ. (29 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο).—Βλέπε ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ (Εκλείψεις της σελήνης).
Ένας άλλος τρόπος υπολογισμού επικεντρώνεται στην ηλικία που είχε ο Ηρώδης όταν πέθανε. Ο Ιώσηπος λέει ότι ο Ηρώδης ήταν περίπου 70 χρονών. Λέει πως, όταν ο Ηρώδης διορίστηκε κυβερνήτης της Γαλιλαίας (γεγονός που γενικά χρονολογείται στο 47 Π.Κ.Χ.), ήταν 15 χρονών, αλλά οι λόγιοι θεωρούν ότι πρόκειται περί λάθους και ότι προφανώς εννοούσε πως ήταν 25 χρονών. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΖ΄, 148 [vi, 1]· ΙΔ΄, 158 [ix, 2]) Σε αρμονία με αυτό, ο θάνατος του Ηρώδη έλαβε χώρα το 2 ή το 1 Π.Κ.Χ. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι χρονολογίες που δίνει ο Ιώσηπος χαρακτηρίζονται από πολλές ανακολουθίες, και ως εκ τούτου ο Ιώσηπος δεν είναι η πλέον αξιόπιστη πηγή. Τα πιο αξιόπιστα στοιχεία πρέπει να τα αναζητήσουμε στην Αγία Γραφή.
Τα διαθέσιμα στοιχεία υποδεικνύουν ότι ο Ηρώδης πέθανε μάλλον το 1 Π.Κ.Χ. Ο Βιβλικός ιστορικός Λουκάς μάς λέει ότι ο Ιωάννης άρχισε να βαφτίζει το 15ο έτος του Τιβέριου Καίσαρα. (Λου 3:1-3) Ο Αύγουστος πέθανε στις 17 Αυγούστου του 14 Κ.Χ. Στις 15 Σεπτεμβρίου η Ρωμαϊκή Σύγκλητος αναγόρευσε αυτοκράτορα τον Τιβέριο. Οι Ρωμαίοι δεν χρονολογούσαν με βάση το έτος ανάρρησης, συνεπώς το 15ο έτος θα άρχισε κατά το τελευταίο τμήμα του 28 Κ.Χ. και θα ολοκληρώθηκε κατά το τελευταίο τμήμα του 29 Κ.Χ. Ο Ιωάννης ήταν έξι μήνες μεγαλύτερος από τον Ιησού και άρχισε τη διακονία του (προφανώς την άνοιξη) πριν από τον Ιησού ως πρόδρομός του, προετοιμάζοντας την οδό. (Λου 1:35, 36) Ο Ιησούς, ο οποίος σύμφωνα με τις ενδείξεις της Αγίας Γραφής γεννήθηκε φθινόπωρο, ήταν περίπου 30 χρονών όταν πήγε στον Ιωάννη για να βαφτιστεί. (Λου 3:21-23) Πιθανότατα, λοιπόν, βαφτίστηκε το φθινόπωρο, κατά τον Οκτώβριο του 29 Κ.Χ. Αν μετρήσουμε 30 χρόνια προς τα πίσω καταλήγουμε ότι ο Γιος του Θεού γεννήθηκε ως άνθρωπος το φθινόπωρο του 2 Π.Κ.Χ. (Παράβαλε τα εδάφια Λου 3:1, 23 με την προφητεία του Δανιήλ για τις «εβδομήντα εβδομάδες» στα εδάφια Δα 9:24-27.)—Βλέπε ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ.
Οι αστρολόγοι που επισκέφτηκαν τον Ιησού. Ο απόστολος Ματθαίος μάς λέει ότι, αφού γεννήθηκε ο Ιησούς στη Βηθλεέμ «στις ημέρες του Ηρώδη του βασιλιά», αστρολόγοι από ανατολικά μέρη ήρθαν στην Ιερουσαλήμ λέγοντας ότι είδαν το άστρο του όταν ήταν στην Ανατολή. Αυτό δημιούργησε αμέσως φόβους και υποψίες στον Ηρώδη, ο οποίος πληροφορήθηκε από τους πρωθιερείς και τους γραμματείς ότι ο Χριστός επρόκειτο να γεννηθεί στη Βηθλεέμ. Τότε κάλεσε τους αστρολόγους και εξακρίβωσε από αυτούς τον καιρό της εμφάνισης του άστρου.—Ματ 2:1-7.
Παρατηρούμε πως αυτό συνέβη κάποιο διάστημα μετά τη γέννηση του Ιησού, δεδομένου ότι αυτός δεν βρισκόταν πια στη φάτνη αλλά μαζί με τους γονείς του σε σπίτι. (Ματ 2:11· παράβαλε Λου 2:4-7.) Όταν οι αστρολόγοι δεν ξαναγύρισαν στον Ηρώδη για να του πουν πού βρισκόταν το παιδί, ο βασιλιάς διέταξε τη σφαγή όλων των αγοριών ηλικίας δύο χρονών και κάτω σε όλη τη Βηθλεέμ και στην περιφέρειά της. Στο μεταξύ, οι γονείς του Ιησού τον είχαν πάει στην Αίγυπτο ύστερα από προειδοποίηση του Θεού. (Ματ 2:12-18) Ο Ηρώδης δεν θα μπορούσε να είχε πεθάνει πριν από το 1 Π.Κ.Χ., διότι σε αυτή την περίπτωση ο Ιησούς (ο οποίος γεννήθηκε γύρω στην 1η Οκτωβρίου του 2 Π.Κ.Χ.) θα ήταν μικρότερος από τριών μηνών.
Από την άλλη μεριά, δεν ήταν ανάγκη να είναι ο Ιησούς δύο ετών όταν έλαβε χώρα η σφαγή των παιδιών—θα μπορούσε, μάλιστα, να είναι και λιγότερο από ενός έτους, διότι ο Ηρώδης υπολόγισε το διάστημα από τη στιγμή που το άστρο εμφανίστηκε στους αστρολόγους ενώ εκείνοι βρίσκονταν στην ανατολή. (Ματ 2:1, 2, 7-9) Το διάστημα αυτό μπορεί κάλλιστα να κάλυπτε μερικούς μήνες, διότι αν οι αστρολόγοι ήρθαν από το πανάρχαιο κέντρο της αστρολογίας, τη Βαβυλώνα ή τη Μεσοποταμία, όπως πιθανώς έγινε, η διαδρομή ήταν πολύ μεγάλη. Οι Ισραηλίτες χρειάστηκαν τουλάχιστον τέσσερις μήνες για το ταξίδι αυτό όταν επαναπατρίστηκαν από τη Βαβυλώνα το 537 Π.Κ.Χ. Ο Ηρώδης προφανώς συμπέρανε ότι, αν σκότωνε όλα τα βρέφη ηλικίας ως δύο ετών, θα σκότωνε οπωσδήποτε και το βρέφος που γεννήθηκε ως «βασιλιάς των Ιουδαίων». (Ματ 2:2) Το ότι ο Ηρώδης πέθανε λίγο καιρό αφότου συνέβησαν αυτά υποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Ιησούς προφανώς δεν έμεινε πολύ στην Αίγυπτο.—Ματ 2:19-21.
Μπορούμε να συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι οι Βιβλικές χρονολογίες, τα αστρονομικά δεδομένα και τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία φαίνεται να συγκλίνουν στο ότι ο Ηρώδης πέθανε το 1 Π.Κ.Χ., ίσως δε και στις αρχές του 1 Κ.Χ.
2. Ηρώδης Αντίπας, γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαλθάκης, μιας Σαμαρείτισσας. Ανατράφηκε στη Ρώμη μαζί με τον αδελφό του τον Αρχέλαο. Στη διαθήκη του ο Ηρώδης είχε ορίσει διάδοχό του στη βασιλεία τον Αντίπα, αλλά στα τελευταία του άλλαξε τη διαθήκη και όρισε διάδοχό του τον Αρχέλαο. Ο Αντίπας προσέβαλε τη διαθήκη ενώπιον του Αυγούστου Καίσαρα, ο οποίος υποστήριξε μεν την αξίωση του Αρχέλαου αλλά διαίρεσε το βασίλειο, δίνοντας στον Αντίπα την τετραρχία της Γαλιλαίας και της Περαίας. Η λέξη «τετράρχης», δηλαδή «άρχοντας στο ένα τέταρτο» μιας επαρχίας, εφαρμοζόταν σε έναν κατώτερο περιφερειακό διοικητή ή σε κάποιον τοπικό άρχοντα. Ωστόσο, κοινώς μπορεί να αποκαλούνταν Βασιλιάς, όπως ο Αρχέλαος.—Ματ 14:9· Μαρ 6:14, 22, 25-27.
Ο Αντίπας παντρεύτηκε την κόρη του Αρέτα, βασιλιά της Αραβίας, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Πέτρα. Αλλά σε ένα από τα ταξίδια του στη Ρώμη, ο Αντίπας επισκέφτηκε τον ετεροθαλή αδελφό του τον Ηρώδη Φίλιππο, γιο του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαριάμνης Β΄ (όχι τον Φίλιππο τον τετράρχη). Σε εκείνη την επίσκεψή του ερωτεύτηκε τη σύζυγο του Φιλίππου την Ηρωδιάδα, μια φίλαρχη γυναίκα. Όταν επέστρεψε στη Γαλιλαία την πήρε μαζί του και την παντρεύτηκε, αφού πρώτα διαζεύχθηκε την κόρη του Αρέτα και την έστειλε πίσω στο σπίτι της. Η προσβλητική αυτή ενέργεια οδήγησε σε πόλεμο. Ο Αρέτας εισέβαλε στην επικράτεια του Αντίπα και του προκάλεσε τρομερές απώλειες, σε σημείο που λίγο έλειψε να τον ανατρέψει. Ο Αντίπας σώθηκε ύστερα από έκκληση στη Ρώμη η οποία είχε ως αποτέλεσμα να διατάξει ο αυτοκράτορας τη σύλληψη ή τη θανάτωση του Αρέτα.
Ο Αντίπας κέρδισε μεγάλη εύνοια ενώπιον του Τιβέριου Καίσαρα, του διαδόχου του Αυγούστου. Όπως ο πατέρας του, έκανε και αυτός οικοδομικά έργα, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα, και έχτισε μια πόλη στη Λίμνη της Γεννησαρέτ (Θάλασσα της Γαλιλαίας ή Τιβεριάδα) στην οποία έδωσε το όνομα του αυτοκράτορα ονομάζοντάς την Τιβεριάδα. (Ιωα 6:1, 23) Σε μια άλλη πόλη έδωσε το όνομα Ιουλιάς, από το όνομα της συζύγου του Αυγούστου, της Ιουλίας (συνηθέστερα αποκαλούμενης Λιβίας). Επίσης κατασκεύασε οχυρά, ανάκτορα και θέατρα.
Σκοτώνει τον Ιωάννη τον Βαφτιστή. Η μοιχική σχέση του Ηρώδη Αντίπα με την Ηρωδιάδα ήταν αυτή που επέσυρε την επίπληξη του Ιωάννη του Βαφτιστή. Ο Ιωάννης είχε το δικαίωμα να ελέγξει τον Αντίπα ως προς αυτό, γιατί ο Αντίπας ήταν κατ’ όνομα Ιουδαίος και ισχυριζόταν ότι βρισκόταν υπό το Νόμο. Ο Αντίπας έβαλε τον Ιωάννη στη φυλακή, θέλοντας να τον σκοτώσει, αλλά φοβόταν το λαό ο οποίος πίστευε ότι ο Ιωάννης ήταν προφήτης. Παρ’ όλα αυτά, σε μια γιορτή για τα γενέθλια του Αντίπα, η κόρη της Ηρωδιάδας τον ευαρέστησε τόσο πολύ που ορκίστηκε να της δώσει οτιδήποτε ζητούσε. Η Ηρωδιάδα έβαλε την κόρη της να ζητήσει το κεφάλι του Ιωάννη. Ο Ηρώδης, παρότι δεν του άρεσε αυτό, υπέκυψε λιγόψυχα, αφενός για να μην ντροπιαστεί ενώπιον των παρευρισκομένων στη γιορτή και αφετέρου εξαιτίας του όρκου του. (Βέβαια, σύμφωνα με το Νόμο, ο όρκος δεν τον δέσμευε να προβεί σε μια αθέμιτη πράξη όπως ο φόνος.)—Ματ 14:3-12· Μαρ 6:17-29.
Αργότερα, όταν ο Αντίπας άκουσε για τη διακονία κηρύγματος του Ιησού, καθώς και για το ότι εκτελούσε θεραπείες και εξέβαλλε δαίμονες, ταράχτηκε, φοβούμενος ότι ο Ιησούς ήταν στην πραγματικότητα ο Ιωάννης ο οποίος είχε εγερθεί από τους νεκρούς. Από τότε επιθυμούσε διακαώς να δει τον Ιησού, προφανώς όχι για να ακούσει το κήρυγμά του, αλλά επειδή δεν ήταν σίγουρος αν το συμπέρασμά του ήταν σωστό.—Ματ 14:1, 2· Μαρ 6:14-16· Λου 9:7-9.
Πιθανώς κάποια φορά που ο Ιησούς περνούσε μέσα από την Περαία καθ’ οδόν προς την Ιερουσαλήμ, οι Φαρισαίοι τού είπαν: «Βγες και φύγε από εδώ, επειδή ο Ηρώδης θέλει να σε σκοτώσει». Αυτή τη φήμη μπορεί να τη διέδωσε ο ίδιος ο Ηρώδης, ελπίζοντας ότι έτσι θα έκανε τον Ιησού να φοβηθεί και να φύγει από την περιοχή του, διότι ο Ηρώδης ίσως φοβόταν να τολμήσει ξανά να σηκώσει το χέρι του για να σκοτώσει κάποιον προφήτη του Θεού. Αναφερόμενος προφανώς στην πανουργία του Ηρώδη, ο Ιησούς απαντώντας αποκάλεσε τον Ηρώδη “αυτή η αλεπού”.—Λου 13:31-33.
«Το Προζύμι του Ηρώδη». Στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρώδη Αντίπα, ο Ιησούς προειδοποίησε τους ακολούθους του: «Να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά, να προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και το προζύμι του Ηρώδη». (Μαρ 8:15) Και οι δύο αυτές αιρέσεις, οι Φαρισαίοι και οι Ηρωδιανοί, δηλαδή οι οπαδοί της παράταξης του Ηρώδη, εναντιώνονταν στον Ιησού Χριστό και στις διδασκαλίες του, και παρότι είχαν έχθρα μεταξύ τους, είδαν τον Χριστό σαν κοινό εχθρό και ενώθηκαν εναντίον του. Οι Ηρωδιανοί ήταν περισσότερο πολιτικοποιημένοι παρά θρησκευόμενοι, και λέγεται ότι ισχυρίζονταν μεν πως ακολουθούσαν το Νόμο αλλά πίστευαν ότι ήταν θεμιτό για τους Ιουδαίους να αποδέχονται έναν αλλοεθνή άρχοντα (δεδομένου ότι οι Ηρωδίδες δεν ήταν πραγματικοί Ιουδαίοι αλλά Ιδουμαίοι). Οι Ηρωδιανοί ήταν πολύ εθνικιστές και δεν υποστήριζαν ούτε τη θεοκρατική διακυβέρνηση υπό Ιουδαίους βασιλιάδες ούτε τη ρωμαϊκή διακυβέρνηση, αλλά επιθυμούσαν να αποκατασταθεί το βασίλειο του έθνους είτε από τον έναν είτε από τον άλλον γιο του Ηρώδη.
Ένα παράδειγμα που αποκαλύπτει το εθνικιστικό τους “προζύμι” ήταν η παραπλανητική ερώτηση που έκαναν στον Ιησού μαζί με τους Φαρισαίους, σε μια απόπειρά τους να τον παγιδέψουν: «Είναι νόμιμο να πληρώνει κανείς κεφαλικό φόρο στον Καίσαρα ή όχι; Να πληρώνουμε ή να μην πληρώνουμε;» (Μαρ 12:13-15) Ο Ιησούς τούς αποκάλεσε «υποκριτές» και έδειξε ότι φυλαγόταν από το «προζύμι» τους, διότι η απάντησή του τους αφόπλισε και χάλασε το σχέδιό τους, που ήταν είτε να τον κατηγορήσουν για στασιασμό είτε να ξεσηκώσουν το λαό εναντίον του.—Ματ 22:15-22.
Περιπαίζει τον Ιησού. Την τελευταία ημέρα της επίγειας ζωής του Ιησού, όταν τον οδήγησαν ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου και ο Πιλάτος άκουσε ότι ο Ιησούς ήταν Γαλιλαίος, τον έστειλε στον Ηρώδη Αντίπα, τον περιφερειακό διοικητή (τετράρχη) της Γαλιλαίας (ο οποίος βρισκόταν τότε στην Ιερουσαλήμ), και αυτό διότι ο Πιλάτος είχε αντιμετωπίσει προβλήματα με τους Γαλιλαίους. (Λου 13:1· 23:1-7) Βλέποντας τον Ιησού, ο Ηρώδης χάρηκε, όχι επειδή νοιαζόταν για το καλό του Ιησού ή επειδή ήθελε όντως να μπει στον κόπο να ανακαλύψει αν ήταν αληθινές ή όχι οι κατηγορίες των ιερέων και των γραμματέων εναντίον του, αλλά επειδή ήθελε να δει τον Ιησού να εκτελεί κάποιο σημείο. Ο Ιησούς αρνήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο και παρέμεινε σιωπηλός όταν ο Ηρώδης τον ανέκρινε «με πολλά λόγια». Ο Ιησούς γνώριζε πως το γεγονός ότι τον ανάγκασαν να εμφανιστεί ενώπιον του Ηρώδη δεν αποτελούσε παρά μορφή γελοιοποίησης. Ο Ηρώδης, απογοητευμένος από τον Ιησού, τον διέσυρε και τον περιέπαιξε, ντύνοντάς τον με λαμπρό ένδυμα, και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο, ο οποίος ήταν η ανώτερη αρχή όσον αφορά τη Ρώμη. Ο Πιλάτος και ο Ηρώδης ήταν προηγουμένως εχθροί, πιθανώς επειδή ο Ηρώδης είχε εκτοξεύσει κάποιες κατηγορίες εναντίον του Πιλάτου. Αλλά η κίνηση αυτή του Πιλάτου άρεσε στον Ηρώδη και έτσι έγιναν φίλοι.—Λου 23:8-12.
Μετά την απελευθέρωση του Πέτρου και του Ιωάννη από τη φυλακή, λίγο μετά την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., οι μαθητές προσευχόμενοι στον Θεό είπαν: «Ο Ηρώδης [Αντίπας] και ο Πόντιος Πιλάτος μαζί με εθνικούς και με λαούς του Ισραήλ συγκεντρώθηκαν σε αυτή την πόλη εναντίον του αγίου υπηρέτη σου του Ιησού . . . Και τώρα, Ιεχωβά, δώσε προσοχή στις απειλές τους και αξίωσε τους δούλους σου να εξακολουθήσουν να αναγγέλλουν το λόγο σου με κάθε τόλμη».—Πρ 4:23, 27-29.
Στο εδάφιο Πράξεις 13:1, αναφέρεται ότι ένας Χριστιανός ονόματι Μαναήν είχε σπουδάσει με τον Ηρώδη τον περιφερειακό διοικητή. Εφόσον ο Αντίπας ανατράφηκε δίπλα σε κάποιον ιδιώτη στη Ρώμη, η δήλωση της Αγίας Γραφής ίσως υποδηλώνει ότι ο Μαναήν σπούδασε στη Ρώμη.
Εκτοπίζεται στην Ευρωπαϊκή Γαλατία. Όταν ο Αγρίππας Α΄ διορίστηκε βασιλιάς της τετραρχίας του Φιλίππου από τον Γάιο Καίσαρα (Καλιγούλα), η σύζυγος του Αντίπα η Ηρωδιάδα μέμφθηκε το σύζυγό της λέγοντας ότι δεν έλαβε βασιλικό αξίωμα εξαιτίας της νωθρότητάς του και μόνο. Κατά τους ισχυρισμούς της, εφόσον ο Αντίπας ήταν ήδη τετράρχης, ενώ αντιθέτως ο Αγρίππας δεν είχε προηγουμένως κανένα αξίωμα, ο Αντίπας έπρεπε να πάει στη Ρώμη και να ζητήσει από τον Καίσαρα βασιλικό αξίωμα. Τελικά αυτός ενέδωσε στην επίμονη πίεση της συζύγου του. Ο Καλιγούλας, όμως, εξοργίστηκε από το φιλόδοξο αίτημα του Αντίπα και, αποδεχόμενος διάφορες κατηγορίες που είχε υποβάλει ο Αγρίππας, τον εκτόπισε στη Γαλατία (στη γαλλική πόλη Λυών). Τελικά πέθανε στην Ισπανία. Η Ηρωδιάδα, παρότι θα μπορούσε να αποφύγει την τιμωρία επειδή ήταν αδελφή του Αγρίππα, παρέμεινε κοντά στο σύζυγό της, πιθανότατα από υπερηφάνεια. Η τετραρχία του Αντίπα και, αφότου εξορίστηκε, τα χρήματά του καθώς και η περιουσία της Ηρωδιάδας περιήλθαν στον Αγρίππα Α΄. Η Ηρωδιάδα, λοιπόν, ήταν υπεύθυνη για δύο μεγάλες συμφορές του Αντίπα: την παρ’ ολίγον ήττα του από τον Βασιλιά Αρέτα και τον εκτοπισμό του.
3. Ηρώδης Αγρίππας Α΄. Εγγονός του Ηρώδη του Μεγάλου. Ήταν γιος του Αριστόβουλου, ενός γιου του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαριάμνης Α΄, εγγονής του Αρχιερέα Υρκανού Β΄. Ο Αριστόβουλος θανατώθηκε από τον Ηρώδη τον Μέγα. Ο Αγρίππας ήταν ο τελευταίος από τους Ηρωδίδες που έγινε βασιλιάς όλης της Παλαιστίνης όπως ο παππούς του.
Τα Πρώτα Χρόνια της Ζωής Του. Ο Αγρίππας εξασφάλισε τη θέση που είχε ως «Ηρώδης ο βασιλιάς» μέσω αρκετών ελιγμών και μέσω της βοήθειας των φίλων του στη Ρώμη. (Πρ 12:1) Σπούδασε στη Ρώμη μαζί με το γιο του Αυτοκράτορα Τιβέριου, τον Δρούσο, και με τον ανιψιό του, τον Κλαύδιο, και εξελίχθηκε σε γνωστή φυσιογνωμία των επιφανών κύκλων της Ρώμης. Ήταν εξαιρετικά σπάταλος και επιπόλαιος. Λόγω του ότι ήταν καταχρεωμένος—χρωστούσε χρήματα ακόμη και στο Δημόσιο Ταμείο της Ρώμης—εγκατέλειψε τη Ρώμη και κατέφυγε στην Ιδουμαία. Τελικά, με τη βοήθεια της αδελφής του της Ηρωδιάδας και της συζύγου του της Κύπρου (κόρης ενός ανιψιού του Ηρώδη του Μεγάλου, η σύζυγος του οποίου ήταν κόρη του Ηρώδη), εγκαταστάθηκε για λίγο στην Τιβεριάδα. Επειδή, όμως, ήρθε σε σύγκρουση με τον Αντίπα αναγκάστηκε να φύγει. Τελικά επέστρεψε στη Ρώμη όπου απολάμβανε την εύνοια του Τιβέριου Καίσαρα.
Ωστόσο, μια αστόχαστη παρατήρηση του Αγρίππα προκάλεσε τη δυσμένεια του Αυτοκράτορα Τιβέριου. Σε μια στιγμή απροσεξίας εξέφρασε στον Γάιο (Καλιγούλα), με τον οποίο είχε αναπτύξει φιλία, την ευχή να τον δει σύντομα αυτοκράτορα. Αυτό το σχόλιό του που το άκουσε ένας υπηρέτης του έφτασε στα αφτιά του Τιβέριου, ο οποίος έριξε τον Αγρίππα στη φυλακή. Η ζωή του απειλούνταν άμεσα για κάποιους μήνες, αλλά λίγους μήνες αργότερα ο Τιβέριος πέθανε και έγινε αυτοκράτορας ο Καλιγούλας. Αυτός αποφυλάκισε τον Αγρίππα και τον εξύψωσε, καθιστώντας τον βασιλιά στην επικράτεια του εκλιπόντος θείου του, του Φιλίππου.
Ευνοούμενος Ρωμαίων Αυτοκρατόρων. Η Ηρωδιάδα, φθονώντας τον αδελφό της που έλαβε το βασιλικό αξίωμα, έπεισε το σύζυγό της Ηρώδη Αντίπα, ο οποίος ήταν απλώς τετράρχης, να προσφύγει στο νέο αυτοκράτορα της Ρώμης με το αίτημα να στεφθεί και αυτός βασιλιάς. Αλλά ο Αγρίππας υπερφαλάγγισε τον Αντίπα. Κατηγόρησε στον Γάιο (Καλιγούλα) τον Αντίπα ότι είχε συμμαχήσει με τον Σηιανό—ο οποίος είχε συνωμοτήσει εναντίον του Τιβέριου—και με τους Πάρθους, κατηγορίες που ο Αντίπας δεν μπορούσε να αρνηθεί. Αυτό οδήγησε στον εκτοπισμό του Αντίπα. Τα εδάφη του Αντίπα, η Γαλιλαία και η Περαία, προστέθηκαν στο βασίλειο του Αγρίππα. Σε μια περικοπή ο Ιώσηπος λέει ότι ο Καλιγούλας έδωσε αυτές τις κτήσεις στον Αγρίππα ενώ σε δύο άλλες λέει ότι αυτό το έκανε ο Κλαύδιος. Το πιθανότερο είναι ότι ο Καλιγούλας το υποσχέθηκε και ο Κλαύδιος το επικύρωσε.
Όταν δολοφονήθηκε ο Καλιγούλας, γεγονός που οι μελετητές τοποθετούν στο 41 Κ.Χ., ο Αγρίππας βρισκόταν στη Ρώμη. Έτσι λοιπόν, του δόθηκε η ευκαιρία να μεσολαβήσει ώστε να γίνουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Σύγκλητο και στο φίλο του, τον νέο αυτοκράτορα Κλαύδιο. Σε εκδήλωση της ευγνωμοσύνης του, ο Κλαύδιος του παραχώρησε την περιοχή της Ιουδαίας και της Σαμάρειας, καθώς και το βασίλειο του Λυσανία. Ο Αγρίππας έγινε τώρα κυβερνήτης της ίδιας περίπου επικράτειας που είχε και ο παππούς του, ο Ηρώδης ο Μέγας. Σε εκείνη την περίοδο ο Αγρίππας ζήτησε και έλαβε από τον Κλαύδιο το βασίλειο της Χαλκίδας για τον αδελφό του τον Ηρώδη. (Ο εν λόγω Ηρώδης μνημονεύεται στην ιστορία μόνο ως βασιλιάς της Χαλκίδας, μιας μικρής περιοχής στη δυτική πλευρά της οροσειράς του Αντιλιβάνου.)
Επιζητεί την Εύνοια των Ιουδαίων, Διώκει τους Χριστιανούς. Ο Αγρίππας επιζητούσε την εύνοια των Ιουδαίων ισχυριζόμενος πως ήταν αφοσιωμένος οπαδός του Ιουδαϊσμού. Ο Καλιγούλας, ισχυριζόμενος ότι ήταν θεός, είχε αποφασίσει να στήσει ένα άγαλμά του στο ναό της Ιερουσαλήμ, αλλά ο Αγρίππας επιδέξια τον έπεισε να μην το κάνει. Ο Αγρίππας αργότερα άρχισε την ανέγερση τείχους γύρω από τα βόρεια προάστια της Ιερουσαλήμ. Ο Κλαύδιος το εξέλαβε αυτό ως πιθανή οχύρωση της πόλης εναντίον ενδεχόμενης ρωμαϊκής επίθεσης στο μέλλον. Κατά συνέπεια, διέταξε τον Αγρίππα να σταματήσει. Ο Αγρίππας διέψευσε τον ισχυρισμό του ότι ήταν λάτρης του Θεού προωθώντας και διευθετώντας μονομαχίες και άλλα ειδωλολατρικά θεάματα που παρουσιάζονταν σε θέατρα.
Οι Ιουδαίοι τον αποδέχονταν λόγω της ασμοναϊκής καταγωγής του από την πλευρά της γιαγιάς του της Μαριάμνης. Ενώ προάσπιζε τα συμφέροντα των Ιουδαίων υπό το ρωμαϊκό ζυγό, δημιούργησε παράλληλα άσχημο υπόμνημα διωγμού των Χριστιανών, οι οποίοι γενικά μισούνταν από τους άπιστους Ιουδαίους. «Σκότωσε τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιωάννη, με σπαθί». (Πρ 12:1, 2) Βλέποντας ότι αυτό άρεσε στους Ιουδαίους, συνέλαβε και φυλάκισε τον Πέτρο. Η αγγελική παρέμβαση που οδήγησε σε απελευθέρωση του Πέτρου προκάλεσε μεγάλη ταραχή μεταξύ των στρατιωτών του Αγρίππα και κατέληξε σε τιμωρία των φρουρών του Πέτρου.—Πρ 12:3-19.
Εκτελείται από τον Άγγελο του Θεού. Η διακυβέρνηση του Αγρίππα τερματίστηκε απότομα. Στην Καισάρεια, σε μια γιορτή προς τιμήν του Καίσαρα, ο Αγρίππας φορώντας ένα μεγαλοπρεπές βασιλικό ένδυμα άρχισε να βγάζει λόγο σε ένα συναγμένο πλήθος από την Τύρο και τη Σιδώνα, οι οποίοι ζητούσαν ειρήνευση μαζί του. Το πλήθος που άκουγε αποκρίθηκε φωνάζοντας: «Φωνή θεού και όχι ανθρώπου!» Η Αγία Γραφή αναφέρει την άμεση εκτέλεσή του ως καταδικαστέου υποκριτή: «Ευθύς, ο άγγελος του Ιεχωβά τον πάταξε, επειδή δεν έδωσε τη δόξα στον Θεό· και τον έφαγαν τα σκουλήκια και εξέπνευσε».—Πρ 12:20-23.
Οι χρονολόγοι τοποθετούν το θάνατο του Βασιλιά Ηρώδη Αγρίππα Α΄ στο 44 Κ.Χ., όταν ήταν 54 ετών και αφού είχε βασιλέψει τρία χρόνια σε όλη την Ιουδαία. Άφησε πίσω έναν γιο, τον Ηρώδη Αγρίππα Β΄, και τις κόρες του Βερνίκη (Πρ 25:13), Δρουσίλλα (σύζυγο του Κυβερνήτη Φήλικα) και Μαριάμνη Γ΄.—Πρ 24:24.
4. Ηρώδης Αγρίππας Β΄. Δισέγγονος του Ηρώδη του Μεγάλου. Ήταν γιος του Ηρώδη Αγρίππα Α΄ και της συζύγου του της Κύπρου. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ήταν ο τελευταίος από τους ηγεμόνες της γραμμής των Ηρωδιδών. Ο Αγρίππας είχε τρεις αδελφές, τη Βερνίκη, τη Δρουσίλλα και τη Μαριάμνη Γ΄. (Πρ 25:13· 24:24) Ανατράφηκε στον αυτοκρατορικό οίκο στη Ρώμη. Όταν ήταν 17 μόνο χρονών ο πατέρας του πέθανε, και οι σύμβουλοι του Αυτοκράτορα Κλαύδιου τον θεώρησαν πολύ νέο για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της επικράτειας του πατέρα του. Ως εκ τούτου, ο Κλαύδιος διόρισε κυβερνήτες σε εκείνα τα εδάφη αντ’ αυτού. Αφού έμεινε στη Ρώμη λίγο καιρό, του δόθηκε η βασιλεία της Χαλκίδας, μιας μικρής ηγεμονίας στη δυτική πλευρά της οροσειράς του Αντιλιβάνου, μετά το θάνατο του θείου του (του Ηρώδη, βασιλιά της Χαλκίδας).
Προτού περάσει πολύς καιρός, ο Κλαύδιος τον διόρισε βασιλιά στις τετραρχίες που άλλοτε ανήκαν στον Φίλιππο και στον Λυσανία. (Λου 3:1) Επίσης, του ανατέθηκε η επίβλεψη του ναού της Ιερουσαλήμ και του εκχωρήθηκε η εξουσία να διορίζει τους Ιουδαίους αρχιερείς. Η επικράτειά του διευρύνθηκε περαιτέρω από το διάδοχο του Κλαύδιου τον Νέρωνα, ο οποίος του παραχώρησε την Τιβεριάδα και τις Ταριχείες στη Γαλιλαία, καθώς και την Ιουλιάδα στην Περαία μαζί με τις εξαρτώμενες κωμοπόλεις της.
Αργότερα, ο Αγρίππας καταπιάστηκε με την κατασκευή μιας προσθήκης στο ανάκτορο που είχαν χτίσει οι Ασμοναίοι βασιλιάδες στην Ιερουσαλήμ. Επειδή από την προσθήκη αυτή θα μπορούσε τώρα να βλέπει τι γινόταν στην αυλή του ναού, οι Ιουδαίοι έχτισαν έναν τοίχο ο οποίος έκλεινε τη θέα τόσο σε αυτόν όσο και στους Ρωμαίους φρουρούς που βρίσκονταν ψηλά σε κάποιο φυλάκιο. Αυτό δυσαρέστησε τον Ηρώδη και τον Φήστο, αλλά κατόπιν προσφυγής των Ιουδαίων στον Νέρωνα, ο αυτοκράτορας επέτρεψε να παραμείνει ο τοίχος. Ο Αγρίππας εξωράισε επίσης την Καισάρεια του Φιλίππου (και άλλαξε το όνομά της σε Νερωνιάδα προς τιμήν του Νέρωνα). Ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του, έχτισε ένα θέατρο στη Βηρυτό της Φοινίκης και διέθετε τεράστια ποσά για τα θεάματα που παρουσιάζονταν εκεί.
Κυκλοφορούσαν έντονες φήμες ότι ο Αγρίππας διατηρούσε αιμομεικτική σχέση με την αδελφή του τη Βερνίκη πριν από το γάμο της με το βασιλιά της Κιλικίας. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, του Φ. Ιώσηπου, Κ΄ 145, 146 [vii, 3]) Ο Ιώσηπος δεν αναφέρει πουθενά αν ο Αγρίππας ήταν παντρεμένος ή όχι.
Όταν έγινε σαφές ότι η εξέγερση των Ιουδαίων εναντίον του ρωμαϊκού ζυγού (66-70 Κ.Χ.) θα σήμαινε μόνο εθνική καταστροφή, ο Αγρίππας προσπάθησε να τους πείσει να ακολουθήσουν πιο μετριοπαθή γραμμή. Βλέποντας ότι οι εκκλήσεις του ήταν μάταιες, εγκατέλειψε τους Ιουδαίους και τάχθηκε με το ρωμαϊκό στρατό—μάλιστα τραυματίστηκε στη μάχη από σφεντόνα.
Η Υπεράσπιση του Παύλου Ενώπιον του Αγρίππα. Οι Γραφές μνημονεύουν πρώτη φορά τον Βασιλιά Ηρώδη Αγρίππα Β΄ και την αδελφή του Βερνίκη στα πλαίσια της εθιμοτυπικής επίσκεψής τους στον Κυβερνήτη Φήστο, γύρω στο 58 Κ.Χ. (Πρ 25:13) Ο Φήστος ήταν ο διάδοχος του Κυβερνήτη Φήλικα. Στη διάρκεια της θητείας του Φήλικα οι Ιουδαίοι είχαν απαγγείλει κατηγορίες εναντίον του αποστόλου Παύλου, αλλά ο Φήλιξ, αποχωρώντας από το αξίωμά του, άφησε τον Παύλο δέσμιο θέλοντας να κερδίσει την εύνοια των Ιουδαίων. (Πρ 24:27) Παρεμπιπτόντως, ο Φήλιξ ήταν γαμπρός του Αγρίππα, εφόσον είχε παντρευτεί την αδελφή του, τη Δρουσίλλα. (Πρ 24:24) Ενώ ο Παύλος περίμενε περαιτέρω εξελίξεις σε σχέση με την επίκλησή του προς τον Καίσαρα (Πρ 25:8-12), ο Βασιλιάς Αγρίππας εξέφρασε στον Κυβερνήτη Φήστο την επιθυμία να ακούσει τον Παύλο. (Πρ 25:22) Ο Παύλος χάρηκε που επρόκειτο να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον του Αγρίππα, τον οποίο αποκάλεσε “ειδικό σε όλα τα έθιμα καθώς και στις διαφωνίες μεταξύ των Ιουδαίων”. (Πρ 26:1-3) Τα ισχυρά επιχειρήματα του Παύλου υποκίνησαν τον Αγρίππα να πει: «Ακόμη λίγο και θα με πείσεις να γίνω Χριστιανός». Τότε ο Παύλος αποκρίθηκε: «Θα ευχόμουν στον Θεό, είτε χρειάζεται ακόμη λίγο είτε πολύ, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακούν σήμερα να γίνουν όπως είμαι και εγώ, με εξαίρεση αυτά τα δεσμά». (Πρ 26:4-29) Ο Αγρίππας και ο Φήστος έκριναν ότι ο Παύλος ήταν αθώος αλλά, εφόσον είχε επικαλεστεί τον Καίσαρα, έπρεπε να σταλεί στη Ρώμη για να δικαστεί.—Πρ 26:30-32.
Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70 Κ.Χ., ο Ηρώδης Αγρίππας και η αδελφή του Βερνίκη πήγαν να ζήσουν στη Ρώμη, όπου ο Αγρίππας έλαβε το αξίωμα του πραίτορα. Πέθανε άτεκνος γύρω στο 100 Κ.Χ.
5. Ηρώδης Φίλιππος. Γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Μαριάμνης Β΄, της κόρης του Αρχιερέα Σίμωνα. Ο Φίλιππος ήταν ο πρώτος σύζυγος της Ηρωδιάδας, η οποία τον διαζεύχθηκε για να παντρευτεί τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Ηρώδη Αντίπα. Στην Αγία Γραφή αναφέρεται παρενθετικά, στα εδάφια Ματθαίος 14:3, Μάρκος 6:17, 18 και Λουκάς 3:19.
Το όνομα Ηρώδης Φίλιππος χρησιμοποιείται για να τον ξεχωρίζει από τον Φίλιππο τον τετράρχη, ο οποίος σύμφωνα με τον Ιώσηπο ήταν και αυτός γιος του Ηρώδη του Μεγάλου από άλλη σύζυγό του, την Κλεοπάτρα από την Ιερουσαλήμ.
Ο Φίλιππος ήταν προφανώς ο αναμενόμενος διάδοχος του θρόνου του πατέρα του, δεδομένου ότι ήταν ο αμέσως μεγαλύτερος έπειτα από τους τρεις ετεροθαλείς αδελφούς του Αντίπατρο, Αλέξανδρο και Αριστόβουλο τους οποίους εκτέλεσε ο πατέρας τους. Μια από τις πρώτες διαθήκες του Ηρώδη τον όριζε ως τον επόμενο διάδοχο μετά τον Αντίπατρο. Αλλά παραβλέφθηκε στην τελευταία διαθήκη του Ηρώδη, σύμφωνα με την οποία η βασιλεία θα δινόταν στον Αρχέλαο. Ο Ιώσηπος εξιστορεί ότι ο Ηρώδης διέγραψε το όνομα του Φιλίππου από τη διαθήκη του επειδή η Μαριάμνη Β΄, η μητέρα του Φιλίππου, γνώριζε για τη συνωμοσία του Αντίπατρου εναντίον του Ηρώδη αλλά δεν την αποκάλυψε.
Ο Φίλιππος είχε μια κόρη, τη Σαλώμη, από την Ηρωδιάδα. Προφανώς αυτή ήταν που χόρεψε μπροστά στον Ηρώδη Αντίπα και με την καθοδήγηση της μητέρας της ζήτησε το κεφάλι του Ιωάννη του Βαφτιστή.—Ματ 14:1-13· Μαρ 6:17-29.
6. Φίλιππος ο τετράρχης. Γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και μιας συζύγου του ονόματι Κλεοπάτρα από την Ιερουσαλήμ. Μεγάλωσε στη Ρώμη. Παντρεύτηκε τη Σαλώμη, την κόρη του Ηρώδη Φιλίππου και της Ηρωδιάδας. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Αύγουστος Καίσαρας διαίρεσε το βασίλειο, δίνοντας στον Φίλιππο την τετραρχία της Ιτουραίας, της Τραχωνίτιδας και άλλων κοντινών περιοχών, που απέδιδαν ετησίως έσοδα 100 ταλάντων. (Η Ιτουραία πιθανώς προστέθηκε αργότερα, και γι’ αυτό δεν την αναφέρει ο Ιώσηπος.) Κυβέρνησε 30 και πλέον χρόνια. Ο Ιώσηπος λέει: «Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, κράτησε διαλλακτική και ήρεμη στάση. Πράγματι, πέρασε όλο του τον καιρό στην περιοχή που ήταν υποτελής σε αυτόν». Ο Ιώσηπος στη συνέχεια αναφέρει ότι ο Φίλιππος εκδίκαζε δικαστικές υποθέσεις οπουδήποτε και αν βρισκόταν χωρίς καθυστέρηση. Πέθανε στην Ιουλιάδα και θάφτηκε με μεγάλες τιμές. Επειδή δεν άφησε γιους, ο Αυτοκράτορας Τιβέριος προσάρτησε την τετραρχία του στην επαρχία της Συρίας.—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 106-108 (iv, 6).
Το όνομα του Φιλίππου μνημονεύεται μία φορά στην Αγία Γραφή, με αφορμή τη χρονολόγηση της διακονίας του Ιωάννη του Βαφτιστή. (Λου 3:1) Αυτό το εδάφιο, σε συνδυασμό με ιστορικές πληροφορίες γύρω από τη διακυβέρνηση του Αυγούστου και του Τιβέριου, δείχνει ότι η διακονία του Ιωάννη άρχισε το 29 Κ.Χ.
[Διάγραμμα στη σελίδα 1102]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΗΡΩΔΙΔΩΝ
(Τα ονόματα των αντρών σημειώνονται με κεφαλαία)
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ Α΄
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ Β΄ και Κύπρος (σύζυγός του)
ΦΑΣΑΗΛ
ΗΡΩΔΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ (Ματ 2:1-22· Λου 1:5)
ΙΩΣΗΠΟΣ
ΦΕΡΩΡΑΣ
Σαλώμη
ΣΥΖΥΓΟΙ ΤΟΥ ΗΡΩΔΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
Δωρίδα
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ
Μαριάμνη Α΄
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ
ΗΡΩΔΗΣ Βασιλιάς της Χαλκίδας
ΑΓΡΙΠΠΑΣ Α΄ Βασιλιάς της Παλαιστίνης (Πρ 12:1-6, 18-23)
ΑΓΡΙΠΠΑΣ Β΄ Βασιλιάς της Χαλκίδας στον οποίο αργότερα δόθηκαν τα εδάφη που ανήκαν προηγουμένως στον Φίλιππο τον τετράρχη, καθώς και άλλες περιοχές (Πρ 25:13, 22-27· 26:1, 2, 19-32)
Μαριάμνη Γ΄
Δρουσίλλα Σύζυγος του Φήλικα (Πρ 24:24)
Ηρωδιάδα Μητέρα της Σαλώμης (Ματ 14:3, 4, 6-8)
Σαλαμψιώ
Κύπρος
Μαριάμνη Β΄
ΗΡΩΔΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ Πρώτος σύζυγος της Ηρωδιάδας (Ματ 14:3)
Σαλώμη
Κλεοπάτρα από την Ιερουσαλήμ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Τετράρχης της Ιτουραίας, της Τραχωνίτιδας και γειτονικών περιφερειών (Λου 3:1)
Μαλθάκη
ΑΡΧΕΛΑΟΣ Βασιλιάς της Ιουδαίας και αργότερα εθνάρχης (Ματ 2:22)
ΑΝΤΙΠΑΣ Τετράρχης της Γαλιλαίας και της Περαίας ο οποίος αποκαλούνταν κοινώς «Βασιλιάς» και υπήρξε δεύτερος σύζυγος της Ηρωδιάδας (Ματ 14:1-12· Μαρ 6:14-29· Λου 3:1, 19, 20· 13:31, 32· 23:6-15· Πρ 4:27· 13:1)
(Ο Ηρώδης ο Μέγας είχε άλλες πέντε συζύγους, και συνολικά 15 παιδιά)
[Εικόνα στη σελίδα 1101]
Ερείπια του πολυεπίπεδου ανακτόρου που έχτισε ο Ηρώδης ο Μέγας στην κορυφή της Μασάδας
[Εικόνα στη σελίδα 1106]
Μπρούντζινο νόμισμα που φέρει τη μορφή του Δομιτιανού και στην οπίσθια όψη του το όνομα του Βασιλιά Αγρίππα (Β΄)