ΠΙΛΑΤΟΣ
(Πιλάτος).
Ρωμαίος κυβερνήτης της Ιουδαίας στη διάρκεια της επίγειας διακονίας του Ιησού. (Λου 3:1) Αφότου ο Αρχέλαος, ο γιος του Ηρώδη του Μεγάλου, καθαιρέθηκε από εθνάρχης της Ιουδαίας, ο αυτοκράτορας διόριζε επάρχους για τη διακυβέρνηση της επαρχίας, και ο Πιλάτος ήταν προφανώς ο πέμπτος από αυτούς. Ο Τιβέριος τον διόρισε το 26 Κ.Χ., και η διακυβέρνησή του διήρκεσε δέκα χρόνια.
Λίγα πράγματα είναι γνωστά γύρω από το πρόσωπο του Πόντιου Πιλάτου. Η μοναδική περίοδος της ζωής του για την οποία υπάρχουν ιστορικά στοιχεία είναι το διάστημα κατά το οποίο διατέλεσε κυβερνήτης της Ιουδαίας. Η μόνη γνωστή επιγραφή που φέρει το όνομά του βρέθηκε το 1961 στην Καισάρεια. Αυτή αναφέρει επίσης το “Tiberieum”, ένα κτίριο που αφιέρωσε ο Πιλάτος προς τιμήν του Τιβέριου.
Ως εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, ο κυβερνήτης ασκούσε απόλυτο έλεγχο στην επαρχία. Είχε την εξουσία να επιβάλλει τη θανατική ποινή, και σύμφωνα με την άποψη όσων υποστηρίζουν ότι το Σάνχεδριν μπορούσε να απαγγείλει θανατική ποινή, αυτό το Ιουδαϊκό δικαστήριο έπρεπε να εξασφαλίσει την επικύρωση από τον κυβερνήτη ώστε να ισχύει μια τέτοια καταδίκη. (Παράβαλε Ματ 26:65, 66· Ιωα 18:31.) Εφόσον η επίσημη κατοικία του Ρωμαίου άρχοντα βρισκόταν στην Καισάρεια (παράβαλε Πρ 23:23, 24), το κύριο σώμα του ρωμαϊκού στρατεύματος στάθμευε εκεί, ενώ μια μικρότερη δύναμη ήταν τοποθετημένη στην Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με το έθιμο, όμως, ο κυβερνήτης διέμενε στην Ιερουσαλήμ κατά τις εορταστικές περιόδους (όπως το Πάσχα) και έφερνε μαζί του στρατιωτικές ενισχύσεις. Η σύζυγος του Πιλάτου ήταν μαζί του στην Ιουδαία (Ματ 27:19), και αυτό συνέβαινε λόγω μιας προγενέστερης αλλαγής στην κυβερνητική πολιτική της Ρώμης όσον αφορά τους κυβερνήτες που βρίσκονταν σε επικίνδυνους διορισμούς.
Η θητεία του Πιλάτου στο αξίωμά του δεν υπήρξε ειρηνική. Σύμφωνα με τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο, ο Πιλάτος ξεκίνησε άσχημα τις σχέσεις του με τους Ιουδαίους υπηκόους του. Έστειλε νύχτα στην Ιερουσαλήμ Ρωμαίους στρατιώτες που μετέφεραν λάβαρα με παραστάσεις του αυτοκράτορα. Αυτή η κίνηση προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια. Μια αντιπροσωπεία Ιουδαίων πήγε στην Καισάρεια με σκοπό να διαμαρτυρηθεί για τα λάβαρα και να ζητήσει την απομάκρυνσή τους. Έπειτα από πέντε ημέρες διαπραγματεύσεων, ο Πιλάτος προσπάθησε να εκφοβίσει όσους πρόβαλλαν αυτό το αίτημα απειλώντας τους με εκτέλεση από τους στρατιώτες του, αλλά η αποφασιστικότητα με την οποία εκείνοι αρνήθηκαν να υποχωρήσουν τον ανάγκασε να ικανοποιήσει το αίτημά τους.—Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 55-59 (iii, 1).
Ο Φίλων, ένας Ιουδαίος συγγραφέας του πρώτου αιώνα Κ.Χ. από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, περιγράφει μια κάπως παρόμοια ενέργεια του Πιλάτου η οποία προκάλεσε διαμαρτυρίες. Αυτή τη φορά επρόκειτο για κάποιες χρυσές ασπίδες που έφεραν τα ονόματα του Πιλάτου και του Τιβέριου, τις οποίες τοποθέτησε ο Πιλάτος στα διαμερίσματά του στην Ιερουσαλήμ. Οι Ιουδαίοι προσέφυγαν στον αυτοκράτορα στη Ρώμη, και ο Πιλάτος διατάχθηκε να μεταφέρει τις ασπίδες στην Καισάρεια.—Πρεσβεία προς Γάιον, XXXVIII, 299-305.
Ο Ιώσηπος αναφέρει άλλη μια αναταραχή. Για την κατασκευή ενός υδραγωγείου που θα έφερνε νερό στην Ιερουσαλήμ από απόσταση περίπου 40 χλμ., ο Πιλάτος χρησιμοποίησε χρήματα από το θησαυροφυλάκιο του ναού της Ιερουσαλήμ. Μεγάλα πλήθη διαμαρτυρήθηκαν για αυτή την ενέργεια όταν ο Πιλάτος επισκέφτηκε την πόλη. Ο Πιλάτος έβαλε μεταμφιεσμένους στρατιώτες να αναμειχθούν με το πλήθος και, όταν τους δόθηκε το σύνθημα, αυτοί επιτέθηκαν στον κόσμο, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό ορισμένων Ιουδαίων και το θάνατο άλλων. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 60-62 [iii, 2]· Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Β΄, 175-177 [ix, 4]) Όπως φαίνεται, το έργο ολοκληρώθηκε. Έχει διατυπωθεί πολλές φορές η άποψη ότι η συγκεκριμένη σύγκρουση είναι η περίπτωση κατά την οποία ο Πιλάτος “ανέμειξε το αίμα των Γαλιλαίων με τις θυσίες τους”, όπως αναγράφεται στο εδάφιο Λουκάς 13:1. Από αυτή την έκφραση φαίνεται ότι εκείνοι οι Γαλιλαίοι σφαγιάστηκαν μέσα στην περιοχή του ναού. Δεν υπάρχει τρόπος να καθορίσουμε κατά πόσον αυτό το περιστατικό σχετίζεται με εκείνο που περιγράφει ο Ιώσηπος ή πρόκειται για ξεχωριστή περίπτωση. Εντούτοις, εφόσον οι Γαλιλαίοι ήταν υπήκοοι του Ηρώδη Αντίπα, του περιφερειακού διοικητή της Γαλιλαίας, αυτή η σφαγή μπορεί, αν μη τι άλλο, να συντέλεσε στην έχθρα που υπήρχε μεταξύ του Πιλάτου και του Ηρώδη μέχρι την εποχή της δίκης του Ιησού.—Λου 23:6-12.
Η Δίκη του Ιησού. Την αυγή της 14ης Νισάν του 33 Κ.Χ. οι Ιουδαίοι ηγέτες έφεραν στον Πιλάτο τον Ιησού. Επειδή εκείνοι δεν έμπαιναν στο χώρο του ανακτόρου του Εθνικού άρχοντα, βγήκε ο Πιλάτος έξω σε αυτούς και τους ρώτησε ποια ήταν η κατηγορία εναντίον του Ιησού. Σύμφωνα με τις κατηγορίες τους, ο Ιησούς ήταν υπονομευτής, υποστήριζε τη μη πληρωμή των φόρων και έλεγε ότι ήταν βασιλιάς, ανταγωνιζόμενος έτσι τον Καίσαρα. Όταν τους ειπώθηκε να πάρουν τον Ιησού και να τον δικάσουν μόνοι τους, οι κατήγοροί του απάντησαν ότι δεν ήταν νόμιμο να σκοτώσουν αυτοί κανέναν. Τότε ο Πιλάτος πήρε τον Ιησού μέσα στο ανάκτορο και τον ανέκρινε σχετικά με τις κατηγορίες. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 741) Επιστρέφοντας στους κατηγόρους, ο Πιλάτος ανακοίνωσε ότι δεν έβρισκε κανένα σφάλμα στον κατηγορούμενο. Οι κατηγορίες συνεχίστηκαν και, όταν ο Πιλάτος έμαθε ότι ο Ιησούς ήταν από τη Γαλιλαία, τον έστειλε στον Ηρώδη Αντίπα. Ο Ηρώδης, δυσαρεστημένος επειδή ο Ιησούς αρνήθηκε να εκτελέσει κάποιο σημείο, τον υπέβαλε σε κακομεταχείριση και χλευασμό και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο.
Οι Ιουδαίοι ηγέτες και ο λαός συγκεντρώθηκαν και πάλι, και ο Πιλάτος κατέβαλε νέες προσπάθειες για να μην καταδικάσει έναν αθώο σε θάνατο, ρωτώντας το πλήθος αν ήθελαν να απελευθερωθεί ο Ιησούς σύμφωνα με το έθιμο που υπήρχε να ελευθερώνεται ένας φυλακισμένος σε κάθε γιορτή του Πάσχα. Αντίθετα, το πλήθος, παρακινούμενο από τους θρησκευτικούς του ηγέτες, κραύγασε να απελευθερωθεί ο Βαραββάς—ένας ληστής, δολοφόνος και στασιαστής. Οι επανειλημμένες προσπάθειες που έκανε ο Πιλάτος για να ελευθερώσει τον κατηγορούμενο είχαν ως μοναδικό αποτέλεσμα να δυναμώσουν οι φωνές οι οποίες ζητούσαν να κρεμαστεί ο Ιησούς στο ξύλο. Φοβούμενος ότι θα ξεσπούσε οχλαγωγία και επιζητώντας να κατευνάσει το πλήθος, ο Πιλάτος ενέδωσε στις επιθυμίες τους, πλένοντας τα χέρια του με νερό σαν να τα καθάριζε από την ενοχή αίματος. Κάποια στιγμή πριν από αυτό, η σύζυγος του Πιλάτου τον είχε πληροφορήσει για το ανησυχητικό όνειρό της σχετικά «με εκείνον το δίκαιο άντρα».—Ματ 27:19.
Στη συνέχεια ο Πιλάτος έβαλε να μαστιγώσουν τον Ιησού. Επίσης οι στρατιώτες τοποθέτησαν στο κεφάλι του ένα αγκάθινο στεφάνι και τον έντυσαν με βασιλική στολή. Και πάλι ο Πιλάτος εμφανίστηκε ενώπιον του πλήθους, επανέλαβε την κατηγορηματική του δήλωση ότι δεν είχε βρει καμιά ενοχή στον Ιησού και έφερε τον Ιησού έξω, ενώπιόν τους, με τη στολή του και το αγκάθινο στεφάνι. Όταν ο Πιλάτος φώναξε: «Να ο άνθρωπος!» οι ηγέτες του λαού επανέλαβαν την αξίωσή τους να κρεμαστεί στο ξύλο, αποκαλύπτοντας τώρα για πρώτη φορά την κατηγορία τους περί βλασφημίας. Ακούγοντάς τους να αναφέρουν ότι ο Ιησούς έκανε τον εαυτό του γιο του Θεού, ο Πιλάτος ανησύχησε ακόμη περισσότερο και πήρε τον Ιησού μέσα για περαιτέρω ανάκριση. Οι τελευταίες προσπάθειες που κατέβαλε για να τον απελευθερώσει έκαναν τους Ιουδαίους εναντιουμένους να προειδοποιήσουν τον Πιλάτο πως κινδύνευε να κατηγορηθεί ότι στρεφόταν εναντίον του Καίσαρα. Ακούγοντας αυτή την απειλή, ο Πιλάτος έφερε έξω τον Ιησού και κάθησε στη δικαστική έδρα. Όταν ο Πιλάτος φώναξε: «Να ο βασιλιάς σας!» αυτοί απλώς ξανάρχισαν να κραυγάζουν ζητώντας να κρεμαστεί εκείνος στο ξύλο και διακήρυξαν: «Δεν έχουμε βασιλιά εκτός από τον Καίσαρα». Τότε ο Πιλάτος τούς παρέδωσε τον Ιησού για να κρεμαστεί στο ξύλο.—Ματ 27:1-31· Μαρ 15:1-15· Λου 23:1-25· Ιωα 18:28-40· 19:1-16.
Ιουδαίοι συγγραφείς, όπως ο Φίλων, περιγράφουν τον Πιλάτο ως άκαμπτο, πείσμονα άνθρωπο. (Πρεσβεία προς Γάιον, XXXVIII, 301) Ωστόσο, οι πράξεις των ίδιων των Ιουδαίων μπορεί να ευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό για τα σκληρά μέτρα που είχε πάρει εναντίον τους ο κυβερνήτης. Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι αφηγήσεις των Ευαγγελίων μάς παρέχουν επακριβή ενόραση όσον αφορά την ιδιοσυγκρασία αυτού του ανθρώπου. Ο τρόπος με τον οποίο προσέγγιζε τα πράγματα ήταν χαρακτηριστικός για έναν Ρωμαίο άρχοντα, ο δε λόγος του κοφτός και απερίφραστος. Ενώ εξωτερικά επιδείκνυε τη σκεπτικιστική στάση ενός κυνικού ατόμου, όπως στην περίπτωση που είπε: «Τι είναι αλήθεια;», εντούτοις εκδήλωσε φόβο, πιθανώς δεισιδαιμονικό φόβο, ακούγοντας ότι είχε να κάνει με κάποιον που ισχυριζόταν ότι ήταν γιος του Θεού. Αν και είναι φανερό ότι δεν ήταν υποχωρητικός χαρακτήρας, επέδειξε την έλλειψη ακεραιότητας που διακρίνει τους πολιτικούς. Ανησυχούσε πρωτίστως για τη θέση του, για το τι θα έλεγαν οι ανώτεροί του αν άκουγαν ότι συνέβησαν και άλλες ταραχές στην επαρχία του, και φοβόταν μήπως δώσει την εντύπωση ότι ήταν υπερβολικά ανεκτικός με εκείνους που κατηγορούνταν για στασιασμό. Ο Πιλάτος κατάλαβε ότι ο Ιησούς ήταν αθώος και ότι το κίνητρο των κατηγόρων του ήταν ο φθόνος. Παρ’ όλα αυτά, ενέδωσε στο πλήθος και τους παρέδωσε για σφαγή ένα αθώο θύμα αντί να διακινδυνεύσει κάποιο πλήγμα στην πολιτική του σταδιοδρομία.
Ως μέρος των “ανώτερων εξουσιών”, ο Πιλάτος ασκούσε εξουσία με την ανοχή του Θεού. (Ρω 13:1) Έφερε την ευθύνη της απόφασής του—ευθύνη που δεν μπορούσε να ξεπλύνει το νερό. Το όνειρο της συζύγου του είχε προφανώς θεϊκή προέλευση, όπως είχαν και ο σεισμός, το ασυνήθιστο σκοτάδι και το σκίσιμο της κουρτίνας που συνέβησαν εκείνη την ημέρα. (Ματ 27:19, 45, 51-54· Λου 23:44, 45) Το όνειρό της θα έπρεπε να είχε προειδοποιήσει τον Πιλάτο ότι δεν επρόκειτο για συνηθισμένη δίκη ούτε για συνηθισμένο κατηγορούμενο. Ωστόσο, όπως είπε ο Ιησούς, εκείνος που τον είχε παραδώσει στον Πιλάτο “είχε τη μεγαλύτερη ενοχή αμαρτίας”. (Ιωα 19:10, 11) Ο Ιούδας, ο οποίος πρωταρχικά πρόδωσε τον Ιησού, χαρακτηρίστηκε “γιος της καταστροφής”. (Ιωα 17:12) Όσοι Φαρισαίοι ήταν ένοχοι συνέργειας στην πλεκτάνη εναντίον της ζωής του Ιησού περιγράφηκαν ως “υποψήφιοι για τη Γέεννα”. (Ματ 23:15, 33· παράβαλε Ιωα 8:37-44.) Ιδιαίτερα ο αρχιερέας, ο οποίος ήταν επικεφαλής του Σάνχεδριν, ήταν υπεύθυνος ενώπιον του Θεού για το ότι παρέδωσε τον Γιο του Θεού σε αυτόν τον Εθνικό άρχοντα για να καταδικαστεί σε θάνατο. (Ματ 26:63-66) Η ενοχή του Πιλάτου δεν ήταν ίση με τη δική τους, αλλά η πράξη του ήταν άκρως αξιόμεμπτη.
Η αντιπάθεια του Πιλάτου για τους υποκινητές αυτού του εγκλήματος φάνηκε προφανώς από την επιγραφή που είπε να βάλουν πάνω από τον κρεμασμένο Ιησού, η οποία τον προσδιόριζε ως “τον Βασιλιά των Ιουδαίων”, καθώς και από τον απότομο τρόπο με τον οποίο αρνήθηκε να την αλλάξει, λέγοντας: «Ό,τι έγραψα έγραψα». (Ιωα 19:19-22) Όταν ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία ζήτησε το νεκρό σώμα, ο Πιλάτος, αφού πρώτα επέδειξε επιμέλεια χαρακτηριστική Ρωμαίου αξιωματούχου με το να βεβαιωθεί ότι ο Ιησούς ήταν νεκρός, ικανοποίησε το αίτημα. (Μαρ 15:43-45) Στην ανησυχία που εξέφρασαν οι πρωθιερείς και οι Φαρισαίοι ότι το σώμα θα μπορούσε να κλαπεί, εκείνος απάντησε κοφτά: «Έχετε φρουρά. Πηγαίνετε, ασφαλίστε τον όπως ξέρετε».—Ματ 27:62-65.
Καθαίρεση και Θάνατος. Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι μεταγενέστερα η καθαίρεση του Πιλάτου ήταν αποτέλεσμα των καταγγελιών που έκαναν οι Σαμαρείτες στον αμέσως ανώτερο του Πιλάτου τον Βιτέλλιο, κυβερνήτη της Συρίας. Η καταγγελία αφορούσε το ότι ο Πιλάτος είχε διατάξει τη σφαγή ορισμένων Σαμαρειτών οι οποίοι, παρασυρμένοι από κάποιον απατεώνα, συγκεντρώθηκαν στο Όρος Γαριζίν ελπίζοντας να ανακαλύψουν ιερούς θησαυρούς που υποτίθεται ότι είχε κρύψει εκεί ο Μωυσής. Ο Βιτέλλιος διέταξε τον Πιλάτο να πάει στη Ρώμη και να εμφανιστεί ενώπιον του Τιβέριου, και τοποθέτησε στη θέση του τον Μάρκελλο. Ο Τιβέριος πέθανε το 37 Κ.Χ. ενόσω ο Πιλάτος ταξίδευε ακόμη για τη Ρώμη. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΗ΄, 85-87 [iv, 1]· ΙΗ΄, 88, 89 [iv, 2]) Η ιστορία δεν παρέχει αξιόπιστα στοιχεία σχετικά με τα τελικά αποτελέσματα της δίκης του. Ο ιστορικός Ευσέβιος, που έζησε στα τέλη του τρίτου και στις αρχές του τέταρτου αιώνα, ισχυρίζεται ότι ο Πιλάτος υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Γάιου (Καλιγούλα), διαδόχου του Τιβέριου.—Η Εκκλησιαστική Ιστορία, 2, 7, 1.
[Εικόνα στη σελίδα 665]
Επιγραφή που ανακαλύφτηκε στην Καισάρεια το 1961 και κατονομάζει τον Πόντιο Πιλάτο