ΦΙΛΙΠΠΟΣ
(Φίλιππος) [σημαίνει «Φίλος των Ίππων· Αυτός που Αγαπάει τους Ίππους»].
1. Ένας από τους πρώτους μαθητές ο οποίος συμπεριλήφθηκε στους 12 αποστόλους του Ιησού Χριστού. Στις αφηγήσεις των Ευαγγελίων του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, ο Φίλιππος αναφέρεται με το όνομά του αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις όπου κατονομάζονται όλοι οι απόστολοι. (Ματ 10:3· Μαρ 3:18· Λου 6:14) Μόνο η αφήγηση του Ιωάννη δίνει κάποιες λεπτομέρειες για αυτόν.
Γενέτειρα του Φιλίππου, όπως και του Πέτρου και του Ανδρέα, ήταν η Βηθσαϊδά, στη βόρεια όχθη της Θάλασσας της Γαλιλαίας. Στην πρόσκληση του Ιησού «Γίνε ακόλουθός μου», ο Φίλιππος αντέδρασε όπως ο Ανδρέας την προηγούμενη ημέρα. Ο Ανδρέας είχε ψάξει να βρει τον αδελφό του τον Σίμωνα (Πέτρο) και τον είχε φέρει στον Ιησού, και τώρα ο Φίλιππος έκανε το ίδιο με τον Ναθαναήλ (Βαρθολομαίο), λέγοντας: «Βρήκαμε αυτόν για τον οποίο έγραψαν ο Μωυσής στο Νόμο και οι Προφήτες, τον Ιησού, το γιο του Ιωσήφ, από τη Ναζαρέτ. . . . Έλα και δες». (Ιωα 1:40, 41, 43-49) Η δήλωση: “Βρήκε ο Ιησούς τον Φίλιππο” ίσως δείχνει ότι είχαν ήδη γνωριστεί, το ίδιο δείχνουν δε και τα λόγια του Φιλίππου προς τον Ναθαναήλ, δεδομένου ότι ο Φίλιππος ανέφερε το όνομα του Ιησού, την οικογένειά του και τον τόπο της κατοικίας του. Το αν υπήρχε και κάποιος άλλος δεσμός μεταξύ του Φιλίππου και του Ναθαναήλ (Βαρθολομαίου) πέραν της φιλίας δεν διευκρινίζεται, όμως στους Βιβλικούς καταλόγους αναφέρονται συνήθως μαζί, με μόνη εξαίρεση το εδάφιο Πράξεις 1:13.
Κατά τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ πέντε ημέρες πριν από το Πάσχα του 33 Κ.Χ. (Μαρ 11:7-11), μερικοί Έλληνες θέλησαν να δουν τον Ιησού. Παρακάλεσαν τον Φίλιππο να τους φέρει σε αυτόν—ίσως μάλιστα να πλησίασαν αυτόν τον απόστολο λόγω του ελληνικού ονόματός του ή απλώς επειδή έτυχε να είναι διαθέσιμος ώστε να τον ρωτήσουν. Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο Φίλιππος προφανώς έκρινε ότι δεν ήταν αρμόδιος να ικανοποιήσει το αίτημα αυτών των Ελλήνων (ενδεχομένως προσηλύτων). Μίλησε πρώτα με τον Ανδρέα—αυτοί οι δύο αναφέρονται μαζί και αλλού (Ιωα 6:7, 8)—ο οποίος ίσως είχε πιο στενή σχέση με τον Ιησού. (Παράβαλε Μαρ 13:3.) Και οι δύο μαζί παρουσίασαν στον Ιησού, όχι τα ίδια τα άτομα, αλλά την παράκλησή τους προκειμένου να την εξετάσει. (Ιωα 12:20-22) Αυτή η προσεκτική, κάπως επιφυλακτική, στάση αντικατοπτρίζεται στην απάντηση του Φιλίππου όταν ο Ιησούς τον ρώτησε πώς θα μπορούσαν να θρέψουν το πλήθος, ακόμη δε και στην παράκληση που διατύπωσε (έπειτα από τις μάλλον απότομες ερωτήσεις του Πέτρου και του Θωμά): «Δείξε μας τον Πατέρα, και αυτό μας αρκεί». (Ιωα 6:5-7· 13:36, 37· 14:5-9) Η διακριτικότητά του έρχεται σε αντίθεση με την αμεσότητα και τον απότομο τρόπο του Πέτρου. Οι σύντομες αφηγήσεις, λοιπόν, που περιλαμβάνουν τον Φίλιππο αποκαλύπτουν ορισμένα πράγματα για την ποικιλία προσωπικοτήτων που υπήρχε μεταξύ των εκλεγμένων αποστόλων του Ιησού.
Δεδομένης της στενής συναναστροφής που είχε ο Φίλιππος με τον Ναθαναήλ (Βαρθολομαίο) και τους γιους του Ζεβεδαίου, ενδέχεται να ήταν αυτός ο ένας από τους δύο ανώνυμους μαθητές που βρίσκονταν στην όχθη της Θάλασσας της Γαλιλαίας όταν εμφανίστηκε ο αναστημένος Ιησούς.—Ιωα 21:2.
2. Ευαγγελιστής και ιεραπόστολος του πρώτου αιώνα. Αυτός και ο Στέφανος ήταν από τους εφτά «αναγνωρισμένους άντρες . . . γεμάτους πνεύμα και σοφία» που εκλέχθηκαν για την αμερόληπτη καθημερινή διανομή της τροφής ανάμεσα στις ελληνόφωνες και στις εβραιόφωνες Χριστιανές χήρες στην Ιερουσαλήμ. (Πρ 6:1-6) Το υπόμνημα της δράσης του Φιλίππου (καθώς και του Στεφάνου) αφότου τελείωσε αυτή η ειδική υπηρεσία επιβεβαιώνει το υψηλό πνευματικό επίπεδο των αντρών αυτής της εκλεγμένης ομάδας που είχε διαχειριστικές ευθύνες, διότι ο Φίλιππος έκανε ένα έργο παρόμοιο με αυτό που επιτέλεσε αργότερα ο απόστολος Παύλος, αν και σε πιο περιορισμένη έκταση.
Όταν όλοι, εκτός των αποστόλων που παρέμειναν στην Ιερουσαλήμ, διασκορπίστηκαν εξαιτίας του διωγμού, ο Φίλιππος πήγε στη Σαμάρεια, όπου διακήρυττε τα καλά νέα της Βασιλείας και με τη θαυματουργική δύναμη του αγίου πνεύματος εξέβαλλε δαίμονες και θεράπευε παράλυτους και κουτσούς. Πλήθη δέχονταν το άγγελμα με αγαλλίαση και βαφτίζονταν, ένα δε από αυτά τα άτομα ήταν κάποιος Σίμων ο οποίος στο παρελθόν ασκούσε μαγικές τέχνες. (Πρ 8:4-13) Έτσι λοιπόν, όταν οι απόστολοι «άκουσαν ότι η Σαμάρεια είχε δεχτεί το λόγο του Θεού, απέστειλαν σε αυτούς τον Πέτρο και τον Ιωάννη», ώστε να λάβουν αυτοί οι βαφτισμένοι πιστοί τη δωρεά του αγίου πνεύματος.—Πρ 8:14-17.
Στη συνέχεια το πνεύμα του Ιεχωβά κατηύθυνε τον Φίλιππο να συναντήσει τον Αιθίοπα ευνούχο στο δρόμο προς τη Γάζα, και εκεί, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αυτός ο “άντρας με εξουσία στην υπηρεσία της Κανδάκης, της βασίλισσας των Αιθιόπων”, πίστεψε στον Ιησού και ζήτησε από τον Φίλιππο να τον βαφτίσει. (Πρ 8:26-38) Από εκεί ο Φίλιππος προχώρησε στην Άζωτο και μετά στην Καισάρεια και «διακήρυττε τα καλά νέα σε όλες τις πόλεις» καθ’ οδόν. (Πρ 8:39, 40) Αυτές οι σύντομες αφηγήσεις δείχνουν παραστατικά το έργο του ως «ευαγγελιστή».—Πρ 21:8.
Σε αυτό το διεθνές σταυροδρόμι της Καισάρειας, σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, ξαναβρίσκουμε τον Φίλιππο να είναι ακόμη δραστήριος στη διακονία και να εξακολουθεί να είναι γνωστός ως «ένας από τους εφτά άντρες» που είχαν διορίσει οι απόστολοι. Σύμφωνα με την αφήγηση του Λουκά, όταν ο ίδιος και ο Παύλος έμειναν στο σπίτι του για λίγο, γύρω στο έτος 56 Κ.Χ., «αυτός [ο Φίλιππος] είχε τέσσερις κόρες, παρθένες, που προφήτευαν». (Πρ 21:8-10) Το γεγονός ότι οι τέσσερις κόρες του ήταν σε ηλικία τέτοια ώστε να προφητεύουν μπορεί να σημαίνει ότι ο Φίλιππος ήταν ήδη παντρεμένος κατά τα πρώτα χρόνια της δράσης του.
3. Σύζυγος της Ηρωδιάδας και πατέρας της Σαλώμης. Ενώ αυτός ζούσε στη Ρώμη, η σύζυγός του τον εγκατέλειψε και σύναψε μοιχική σχέση με τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Ηρώδη Αντίπα, τον οποίο και παντρεύτηκε. (Ματ 14:3, 4· Μαρ 6:17, 18· Λου 3:19, 20) Ο Φίλιππος ήταν γιος του Ηρώδη του Μεγάλου από την τρίτη του σύζυγο, τη Μαριάμνη Β΄, κόρη του αρχιερέα Σίμωνα. Άρα, ήταν κατά το ήμισυ Ιουδαίος και κατά το ήμισυ Ιδουμαίος.—Βλέπε ΗΡΩΔΗΣ Αρ. 5.
4. Ο περιφερειακός διοικητής της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδας την εποχή που ο Ιωάννης ο Βαφτιστής άρχισε τη διακονία του κατά «το δέκατο πέμπτο έτος της διακυβέρνησης του Τιβέριου Καίσαρα», το 29 Κ.Χ. (Λου 3:1-3) Ο Φίλιππος ήταν γιος του Ηρώδη του Μεγάλου και της Κλεοπάτρας από την Ιερουσαλήμ και, επομένως, ετεροθαλής αδελφός του Ηρώδη Αντίπα, του Αρχέλαου και του Φιλίππου Αρ. 3.—Βλέπε ΗΡΩΔΗΣ Αρ. 6.