ΠΡΟΦΗΤΗΣ
Άτομο μέσω του οποίου γνωστοποιείται το θέλημα και ο σκοπός του Θεού. (Λου 1:70· Πρ 3:18-21) Αν και η ετυμολογία της εβραϊκής λέξης που αποδίδεται «προφήτης» (ναβί’) είναι αβέβαιη, η χρήση αυτού του χαρακτηριστικού προσδιορισμού δείχνει ότι οι αληθινοί προφήτες δεν ήταν απλώς διαλαλητές αλλά εκπρόσωποι του Θεού, “άνθρωποι του Θεού” που μετέδιδαν θεόπνευστα αγγέλματα. (1Βα 12:22· 2Βα 4:9· 23:17) Στέκονταν στο «στενό περιβάλλον» του Θεού και εκείνος τους αποκάλυπτε «το εμπιστευτικό του ζήτημα».—Ιερ 23:18· Αμ 3:7· 1Βα 17:1· βλέπε ΒΛΕΠΩΝ.
Η λέξη προφήτης του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου σημαίνει κατά κυριολεξία «αυτός που μιλάει ενώπιον ή μπροστά σε [πρό και φημί]», άρα περιγράφει έναν διαγγελέα, κάποιον που γνωστοποιεί αγγέλματα τα οποία αποδίδονται σε θεϊκή πηγή. (Παράβαλε Τιτ 1:12.) Μολονότι η λέξη εμπεριέχει την ιδέα της πρόγνωσης του μέλλοντος, η θεμελιώδης έννοιά της δεν είναι η έννοια της πρόρρησης. (Παράβαλε Κρ 6:7-10.) Εντούτοις, το να ζει κανείς σε αρμονία με το θέλημα του Θεού προϋποθέτει το να γνωρίζει τους αποκαλυμμένους σκοπούς του Ιεχωβά για το μέλλον ώστε να ευθυγραμμίζει τις οδούς, τις επιθυμίες και τους στόχους του με το θεϊκό θέλημα. Συνεπώς, στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, οι Βιβλικοί προφήτες μετέδιδαν όντως αγγέλματα που συνδέονταν, άμεσα ή έμμεσα, με το μέλλον.
Το Προφητικό Αξίωμα στις Εβραϊκές Γραφές. Ο πρώτος ανθρώπινος εκπρόσωπος του Θεού ήταν προφανώς ο Αδάμ, ο οποίος αρχικά μεταβίβασε τις οδηγίες του Θεού στη σύζυγό του την Εύα, και από αυτή την άποψη εκπλήρωσε το ρόλο του προφήτη. Οι οδηγίες εκείνες σχετίζονταν, όχι μόνο με το (δικό τους) παρόν, αλλά και με το μέλλον, σκιαγραφώντας το σκοπό του Θεού για τη γη και τους ανθρώπους, καθώς και την πορεία που πρέπει να ακολουθούν αυτοί για να απολαύσουν ένα ευλογημένο μέλλον. (Γε 1:26-30· 2:15-17, 23, 24· 3:1-3) Ο πρώτος πιστός ανθρώπινος προφήτης που μνημονεύεται ήταν ο Ενώχ, το δε άγγελμά του περιείχε όντως άμεση πρόρρηση. (Ιου 14, 15) Τόσο ο Λάμεχ όσο και ο γιος του ο Νώε εξήγγειλαν θεόπνευστες αποκαλύψεις του σκοπού και του θελήματος του Θεού.—Γε 5:28, 29· 9:24-27· 2Πε 2:5.
Η λέξη ναβί’ αυτή καθαυτή εφαρμόζεται για πρώτη φορά στον Αβραάμ. (Γε 20:7) Ο Αβραάμ δεν απέκτησε φήμη επειδή προέλεγε το μέλλον—τουλάχιστον δεν το έκανε αυτό δημόσια. Ο Θεός, όμως, του είχε δώσει ένα άγγελμα, μια προφητική υπόσχεση. Ο Αβραάμ πρέπει να ένιωσε αναστατωμένος και να παρακινήθηκε να μιλήσει για αυτό, κυρίως στην οικογένειά του, εξηγώντας γιατί έφευγε από την Ουρ και ποια ήταν η υπόσχεση του Θεού προς αυτόν. (Γε 12:1-3· 13:14-17· 22:15-18) Παρόμοια, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, οι κληρονόμοι της υπόσχεσης, ήταν «προφήτες» που είχαν στενή επικοινωνία με τον Θεό. (Ψλ 105:9-15) Επιπλέον, στις ευλογίες που έδωσαν στους γιους τους προείδαν κάποια γεγονότα. (Γε 27:27-29, 39, 40· 49:1-28) Εκτός από τον Ιώβ και τον Ελιού, οι οποίοι προφανώς χρησιμοποιήθηκαν από τον Θεό πριν από την Έξοδο για να αποκαλύψουν θεϊκές αλήθειες, όλοι οι αληθινοί προφήτες προέρχονταν μετέπειτα από τους απογόνους του Ιακώβ (τους Ισραηλίτες) ως και τον πρώτο αιώνα της Κοινής Χρονολογίας.
Ο ρόλος του προφήτη γίνεται σαφέστερος με τον Μωυσή. Η θέση του προφήτη ως εκπροσώπου του Θεού τονίζεται από το γεγονός ότι ο Ιεχωβά διόρισε τον Ααρών να είναι «προφήτης» ή «στόμα» για τον Μωυσή, ενώ ο Μωυσής “ήταν Θεός για τον Ααρών”. (Εξ 4:16· 7:1, 2) Ο Μωυσής προείπε πολλά γεγονότα που εκπληρώθηκαν γρήγορα, όπως οι Δέκα Πληγές. Ωστόσο, υπηρέτησε με ακόμη εντυπωσιακότερο τρόπο ως προφήτης, δηλαδή εκπρόσωπος του Θεού, σε σχέση με την επίδοση της διαθήκης του Νόμου στο Σινά και με την εκπαίδευση του έθνους σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αν και η διαθήκη του Νόμου είχε τεράστια άμεση αξία για τους Ισραηλίτες ως ηθικός κώδικας και οδηγός, έστρεφε επίσης την προσοχή προς το μέλλον και τα “καλύτερα μελλοντικά πράγματα”. (Γα 3:23-25· Εβρ 8:6· 9:23, 24· 10:1) Η στενή, συχνά αμφίδρομη, επικοινωνία του Μωυσή με τον Θεό και η κατά πολύ αυξημένη κατανόηση του θελήματος και του σκοπού του Ιεχωβά, στη μετάδοση των οποίων χρησιμοποιήθηκε, κατέστησαν την προφητική του θέση ξεχωριστή. (Εξ 6:2-8· Δευ 34:10) Τα αδέλφια του, ο Ααρών και η Μαριάμ, πρόσφεραν επίσης προφητική υπηρεσία με την έννοια ότι μετέδωσαν θεϊκά αγγέλματα ή συμβουλές (αν και όχι κατ’ ανάγκην προρρήσεις), όπως έκαναν και 70 πρεσβύτεροι του έθνους.—Εξ 15:20· Αρ 11:25· 12:1-8.
Εκτός από τον ανώνυμο άντρα του εδαφίου Κριτές 6:8, το μόνο πρόσωπο για το οποίο το βιβλίο των Κριτών αναφέρει συγκεκριμένα ότι πρόσφερε προφητική υπηρεσία είναι η προφήτισσα Δεββώρα. (Κρ 4:4-7· 5:7) Ωστόσο, αυτή καθαυτή η απουσία του όρου ναβί’ δεν σημαίνει ότι δεν υπηρέτησαν και άλλοι με αυτή την ιδιότητα. Τον καιρό του Σαμουήλ «ο λόγος από τον Ιεχωβά είχε γίνει σπάνιος . . . · δεν υπήρχε όραμα που να διαδίδεται». Από την παιδική του ηλικία ο Σαμουήλ υπηρετούσε ως εκπρόσωπος του Θεού, και η εκπλήρωση των θεϊκών αγγελμάτων έκανε τους πάντες να παραδεχτούν ότι αυτός ήταν «αναγνωρισμένος για τη θέση του προφήτη του Ιεχωβά».—1Σα 3:1-14, 18-21.
Με την εγκαθίδρυση της μοναρχίας, εμφανίζεται μια σχεδόν αδιάκοπη γραμμή προφητών. (Παράβαλε Πρ 3:24.) Ο Γαδ άρχισε να προφητεύει πριν από το θάνατο του Σαμουήλ. (1Σα 22:5· 25:1) Τόσο δε αυτός όσο και ο προφήτης Νάθαν διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο κατά τη βασιλεία του Δαβίδ. (2Σα 7:2-17· 12:7-15· 24:11-14, 18) Όπως και άλλοι προφήτες αργότερα, υπηρέτησαν και οι δυο τους ως βασιλικοί σύμβουλοι και ιστορικοί. (1Χρ 29:29· 2Χρ 9:29· 29:25· 12:15· 25:15, 16) Ο ίδιος ο Δαβίδ χρησιμοποιήθηκε για να μεταδώσει ορισμένες θεϊκές αποκαλύψεις και αποκαλείται «προφήτης» από τον απόστολο Πέτρο. (Πρ 2:25-31, 34) Την εποχή του διαιρεμένου βασιλείου έδρασαν πιστοί προφήτες τόσο στο βόρειο όσο και στο νότιο βασίλειο. Μερικοί χρησιμοποιήθηκαν για να προφητεύσουν προς τους ηγέτες και το λαό και των δύο βασιλείων. Μεταξύ των προφητών της αιχμαλωσιακής και της μεταιχμαλωσιακής περιόδου ήταν ο Δανιήλ, ο Αγγαίος, ο Ζαχαρίας και ο Μαλαχίας.
Οι προφήτες έπαιζαν ζωτικό ρόλο στη διατήρηση της αληθινής λατρείας. Η δράση τους λειτουργούσε ως ανασταλτικός παράγοντας για τους βασιλιάδες του Ισραήλ και του Ιούδα, καθώς έλεγχαν με τόλμη τους άρχοντες που έσφαλλαν (2Σα 12:1-12) και διακήρυτταν τις κρίσεις του Θεού εναντίον όσων έπρατταν την πονηρία. (1Βα 14:1-16· 16:1-7, 12) Όταν το ιερατείο παρέκκλινε και διαφθειρόταν, οι προφήτες ήταν το μέσο με το οποίο ο Ιεχωβά ενίσχυε την πίστη ενός δίκαιου υπολοίπου και υποδείκνυε το δρόμο της επιστροφής στη θεϊκή εύνοια για όσους είχαν παραστρατήσει. Όπως ο Μωυσής, έτσι και οι προφήτες ενεργούσαν σε πολλές περιπτώσεις ως μεσολαβητές, προσευχόμενοι στον Θεό για χάρη του βασιλιά και του λαού. (Δευ 9:18-29· 1Βα 13:6· 2Βα 19:1-4· παράβαλε Ιερ 7:16· 14:11, 12.) Ανέπτυσσαν ιδιαίτερη δράση σε περιόδους κρίσης ή μεγάλης ανάγκης. Έδιναν ελπίδα για το μέλλον, εφόσον κατά καιρούς τα αγγέλματά τους προέλεγαν τις ευλογίες της κυβέρνησης του Μεσσία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ωφελούσαν, όχι μόνο όσους ζούσαν τότε, αλλά και τις μετέπειτα γενιές μέχρι σήμερα. (1Πε 1:10-12) Κάνοντάς το αυτό, όμως, υπέμεναν μεγάλο ονειδισμό, εμπαιγμούς, ακόμη δε και σωματική κακομεταχείριση. (2Χρ 36:15, 16· Ιερ 7:25, 26· Εβρ 11:32-38) Εντούτοις, όσοι τους καλοδέχονταν ευλογούνταν με πνευματικά και άλλα οφέλη.—1Βα 17:8-24· 2Βα 4:8-37· παράβαλε Ματ 10:41.
Τρόποι Διορισμού και Μέσα Θεϊκής Έμπνευσης. Το αξίωμα του προφήτη δεν δινόταν με βάση τη γενεαλογική γραμμή. Ωστόσο, αρκετοί προφήτες ήταν Λευίτες, όπως ο Σαμουήλ, ο Ζαχαρίας που ήταν γιος του Ιωδαέ, ο Ιερεμίας και ο Ιεζεκιήλ, μερικοί δε απόγονοι προφητών έγιναν και αυτοί προφήτες. (1Βα 16:7· 2Χρ 16:7) Ούτε επρόκειτο για επάγγελμα που αποφάσιζε να ασκήσει κάποιος με δική του πρωτοβουλία. Οι προφήτες επιλέγονταν από τον Θεό και διορίζονταν μέσω του αγίου πνεύματος (Αρ 11:24-29· Ιεζ 1:1-3· Αμ 7:14, 15), μέσω του οποίου επίσης γνώριζαν τι να διακηρύξουν. (Πρ 28:25· 2Πε 1:21) Μερικοί έδειξαν μεγάλη απροθυμία στην αρχή. (Εξ 3:11· 4:10-17· Ιερ 1:4-10) Στην περίπτωση του Ελισαιέ, ο θεϊκός διορισμός ήρθε μέσω του προκατόχου του, του Ηλία, και συμβολίστηκε από το ότι ο Ηλίας έριξε το μανδύα του, δηλαδή το επίσημο ένδυμά του, πάνω στον Ελισαιέ.—1Βα 19:19-21.
Αν και οι προφήτες διορίζονταν από το πνεύμα του Ιεχωβά, δεν φαίνεται να μιλούσαν συνεχώς υπό θεϊκή έμπνευση. Απεναντίας, το πνεύμα του Θεού “ερχόταν πάνω τους” σε συγκεκριμένες στιγμές, αποκαλύπτοντας τα αγγέλματα που έπρεπε να ανακοινωθούν. (Ιεζ 11:4, 5· Μιχ 3:8) Αυτό είχε υποκινητική επίδραση πάνω τους, ωθώντας τους να μιλήσουν. (1Σα 10:10· Ιερ 20:9· Αμ 3:8) Όχι μόνο έκαναν ασυνήθιστα πράγματα, αλλά τόσο η έκφραση όσο και ο τρόπος τους αναμφίβολα αντανακλούσαν πραγματικά εξαιρετική ένταση και αίσθημα. Αυτό ίσως εξηγεί εν μέρει τι εννοείται όταν λέγεται ότι ορισμένοι “συμπεριφέρονταν σαν προφήτες”. (1Σα 10:6-11· 19:20-24· Ιερ 29:24-32· παράβαλε Πρ 2:4, 12-17· 6:15· 7:55.) Η απόλυτη συγκέντρωση στην αποστολή τους και η τόλμη που επιδείκνυαν με ζήλο καθώς την εκτελούσαν έκαναν ενδεχομένως τη συμπεριφορά τους να φαίνεται παράξενη, ακόμη και παράλογη, στους άλλους, όπως ακριβώς φάνηκε κάποιος προφήτης στους στρατιωτικούς αρχηγούς όταν χρίστηκε ο Ιηού. Μόλις, όμως, οι αρχηγοί αντιλήφθηκαν ότι ο άνθρωπος ήταν προφήτης, δέχτηκαν το άγγελμά του με πλήρη σοβαρότητα. (2Βα 9:1-13· παράβαλε Πρ 26:24, 25.) Όταν ο Σαούλ, ενώ καταδίωκε τον Δαβίδ, υποκινήθηκε να “συμπεριφερθεί σαν προφήτης”, έβγαλε τα ενδύματά του και κειτόταν «γυμνός όλη εκείνη την ημέρα και όλη εκείνη τη νύχτα», διάστημα κατά το οποίο ο Δαβίδ προφανώς διέφυγε. (1Σα 19:18–20:1) Αυτό δεν σημαίνει ότι οι προφήτες γυμνώνονταν συχνά, διότι το Βιβλικό υπόμνημα δείχνει το αντίθετο. Στις άλλες δύο καταγραμμένες περιπτώσεις, ο προφήτης γυμνώθηκε σκόπιμα, για να συμβολίσει κάποια πτυχή της προφητείας του. (Ησ 20:2-4· Μιχ 1:8-11) Ο λόγος για τον οποίο γυμνώθηκε ο Σαούλ—είτε για να φανεί ότι ήταν ένας απλός άνθρωπος, απογυμνωμένος από τη βασιλική του περιβολή και ανίσχυρος μπροστά στη βασιλική εξουσία και στη δύναμη του Ιεχωβά, είτε για να επιτευχθεί κάποιος άλλος σκοπός—δεν δηλώνεται.
Ο Ιεχωβά χρησιμοποιούσε ποικίλες μεθόδους για να δίνει στους προφήτες θεϊκή έμπνευση: προφορική επικοινωνία μέσω αγγέλων (Εξ 3:2-4· παράβαλε Λου 1:11-17· Εβρ 1:1, 2· 2:1, 2), οράματα που εντύπωναν το άγγελμα του Θεού στη διάνοια ενόσω το άτομο είχε συνειδητότητα (Ησ 1:1· Αββ 1:1), όνειρα ή νυχτερινά οράματα που δίνονταν ενόσω ο προφήτης κοιμόταν (Δα 7:1) και αγγέλματα που μεταδίδονταν όταν το άτομο βρισκόταν σε έκσταση (Πρ 10:10, 11· 22:17-21). Η μουσική συνέβαλλε ενίοτε στη λήψη θεϊκών αγγελμάτων από τον προφήτη. (1Σα 10:5· 2Βα 3:15) Παρόμοια, η εξαγγελία του θεόπνευστου αγγέλματος πραγματοποιούνταν με διάφορους τρόπους. (Εβρ 1:1) Συνήθως ο προφήτης μετέδιδε το άγγελμα προφορικά, τόσο σε δημόσιους χώρους όσο και σε αραιοκατοικημένες περιοχές. (Ιερ 7:1, 2· 36:4-13· Ματ 3:3) Αλλά μπορούσε και να αναπαραστήσει το άγγελμα με σύμβολα ή συμβολικές πράξεις, όπως ο Ιεζεκιήλ που παρουσίασε την πολιορκία της Ιερουσαλήμ χρησιμοποιώντας έναν πλίθο ή ο Ωσηέ που παντρεύτηκε τη Γόμερ.—Ιεζ 4:1-3· Ωσ 1:2, 3· παράβαλε 1Βα 11:30-39· 2Βα 13:14-19· Ιερ 19:1, 10, 11· βλέπε ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΙΑ· ΟΝΕΙΡΟ· ΟΡΑΜΑ.
Διάκριση του Αληθινού από τον Ψεύτικο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως του Μωυσή, του Ηλία, του Ελισαιέ και του Ιησού, οι προφήτες του Θεού εκτελούσαν θαυματουργικά έργα τα οποία πιστοποιούσαν τη γνησιότητα του αγγέλματος και του αξιώματός τους. Δεν αναφέρεται, όμως, ότι εκτελούσαν όλοι τέτοια δυναμικά έργα. Οι τρεις προϋποθέσεις για τον καθορισμό των διαπιστευτηρίων ενός αληθινού προφήτη, όπως δόθηκαν μέσω του Μωυσή, ήταν οι εξής: Ο αληθινός προφήτης θα μιλούσε στο όνομα του Ιεχωβά. Όσα προέλεγε θα πραγματοποιούνταν. (Δευ 18:20-22) Τα προφητικά λόγια του θα προήγαν την αληθινή λατρεία επειδή θα βρίσκονταν σε αρμονία με τον αποκαλυμμένο λόγο και τις εντολές του Θεού. (Δευ 13:1-4) Η τελευταία αυτή απαίτηση ήταν πιθανότατα η πλέον ζωτική και καθοριστική, διότι κάποιος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όνομα του Θεού υποκριτικά και, από σύμπτωση, η πρόβλεψή του να εκπληρωθεί. Αλλά ο αληθινός προφήτης δεν ήταν αποκλειστικά, ή ακόμη και πρωτίστως, προγνώστης, όπως έχει καταδειχτεί. Αντίθετα, ήταν υπερασπιστής της δικαιοσύνης, το δε άγγελμά του αναφερόταν κυρίως στους ηθικούς κανόνες και στην εφαρμογή τους. Ο προφήτης εξέφραζε το νου του Θεού σχετικά με τα διάφορα ζητήματα. (Ησ 1:10-20· Μιχ 6:1-12) Συνεπώς, δεν χρειαζόταν να περάσουν ίσως χρόνια ή γενιές προκειμένου να καθοριστεί αν ήταν αληθινός ή όχι με βάση την εκπλήρωση μιας πρόρρησης. Αν το άγγελμά του ήταν αντίθετο με το αποκαλυμμένο θέλημα και τους κανόνες του Θεού, ήταν ψευδοπροφήτης. Επομένως, ο προφήτης που προέλεγε ειρήνη για τον Ισραήλ ή τον Ιούδα σε καιρό κατά τον οποίο ο λαός δεν υπάκουε στο Λόγο και στο Νόμο του Θεού ήταν κατ’ ανάγκην ψευδοπροφήτης.—Ιερ 6:13, 14· 14:11-16.
Η μεταγενέστερη προειδοποίηση του Ιησού σχετικά με τους ψευδοπροφήτες παραλληλίζεται με αυτήν του Μωυσή. Παρότι οι ψευδοπροφήτες θα χρησιμοποιούσαν το όνομά του και θα έδιναν «σημεία και θαυμαστά πράγματα για να παροδηγήσουν», οι καρποί τους θα αποδείκνυαν ότι αυτοί είναι «εργάτες της ανομίας».—Ματ 7:15-23· Μαρ 13:21-23· παράβαλε 2Πε 2:1-3· 1Ιω 4:1-3.
Ο αληθινός προφήτης ποτέ δεν προέλεγε κάτι απλώς και μόνο για να ικανοποιήσει την ανθρώπινη περιέργεια. Κάθε πρόρρηση συνδεόταν με το θέλημα, το σκοπό, τους κανόνες ή την κρίση του Θεού. (1Βα 11:29-39· Ησ 7:3-9) Πολλές φορές τα προλεγόμενα μελλοντικά γεγονότα αποτελούσαν συνέπειες των εκάστοτε συνθηκών. Όπως έσπερνε ο λαός, έτσι και θα θέριζε. Οι ψευδοπροφήτες αποκοίμιζαν το λαό και τους ηγέτες του με καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις ότι, παρά την άδικη πορεία τους, ο Θεός ήταν ακόμη μαζί τους για να τους προστατεύει και να τους χαρίζει ευημερία. (Ιερ 23:16-20· 28:1-14· Ιεζ 13:1-16· παράβαλε Λου 6:26.) Μιμούνταν τους αληθινούς προφήτες, μεταχειριζόμενοι συμβολική γλώσσα και προβαίνοντας σε συμβολικές πράξεις. (1Βα 22:11· Ιερ 28:10-14) Αν και ορισμένοι ήταν κοινοί απατεώνες, πολλοί ήταν προφανώς προφήτες που έγιναν παραβάτες ή αποστάτες. (Παράβαλε 1Βα 18:19· 22:5-7· Ησ 28:7· Ιερ 23:11-15.) Υπήρχαν και κάποιες γυναίκες που ήταν ψευδοπροφήτισσες. (Ιεζ 13:17-23· παράβαλε Απ 2:20.) Το «πνεύμα της ακαθαρσίας» αντικαθιστούσε το πνεύμα του Θεού. Όλοι αυτοί οι ψευδοπροφήτες έπρεπε να θανατωθούν.—Ζαχ 13:2, 3· Δευ 13:5.
Όσο για εκείνους που ανταποκρίνονταν στα θεϊκά κριτήρια, η εκπλήρωση ορισμένων «βραχυπρόθεσμων» προφητειών, μερικές από τις οποίες πραγματοποιούνταν μέσα σε μία ημέρα ή σε ένα έτος, παρείχε τη βάση για την πεποίθηση ότι και οι προφητείες τους που αναφέρονταν στο απώτερο μέλλον επρόκειτο επίσης να εκπληρωθούν.—1Βα 13:1-5· 14:12, 17· 2Βα 4:16, 17· 7:1, 2, 16-20.
«Γιοι των Προφητών». Όπως εξηγεί η Εβραϊκή Γραμματική του Γεσένιου ([Gesenius’ Hebrew Grammar] Οξφόρδη, 1952, σ. 418), η εβραϊκή λέξη μπεν (γιος τού) ή μπενέχ (γιοι τού/των) μπορεί να δηλώνει «το μέλος ή τα μέλη συντεχνίας ή συλλόγου (ή φυλής ή οποιασδήποτε συγκεκριμένης τάξης)». (Παράβαλε Νε 3:8, όπου ο προσδιορισμός «ένα μέλος των μυροποιών» είναι κατά κυριολεξία “γιος των μυροποιών”.) Ως εκ τούτου, η έκφραση «γιοι των προφητών» πιθανόν να προσδιορίζει μια σχολή για την εκπαίδευση όσων είχαν κληθεί σε αυτή την αποστολή ή απλώς έναν όμιλο προφητών που συνεργάζονταν μεταξύ τους. Αναφέρεται ότι τέτοιες προφητικές ομάδες υπήρχαν στη Βαιθήλ, στην Ιεριχώ και στα Γάλγαλα. (2Βα 2:3, 5· 4:38· παράβαλε 1Σα 10:5, 10.) Ο Σαμουήλ ηγούνταν μιας τέτοιας ομάδας στη Ραμά (1Σα 19:19, 20), και ο Ελισαιέ φαίνεται ότι κατείχε παρόμοια θέση στις ημέρες του. (2Βα 4:38· 6:1-3· παράβαλε 1Βα 18:13.) Το υπόμνημα αναφέρει ότι έφτιαξαν μόνοι τους την κατοικία τους και ότι χρησιμοποίησαν ένα δανεικό εργαλείο, πράγμα που ίσως υποδηλώνει ότι ζούσαν λιτά. Αν και συχνά μοιράζονταν από κοινού τα καταλύματα και την τροφή τους, μπορεί να λάβαιναν ατομικούς διορισμούς για την εκτέλεση προφητικών αποστολών.—1Βα 20:35-42· 2Βα 4:1, 2, 39· 6:1-7· 9:1, 2.
Προφήτες στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Η λέξη προφήτης του ελληνικού κειμένου αντιστοιχεί στη λέξη ναβί’ του εβραϊκού. Ο ιερέας Ζαχαρίας, πατέρας του Ιωάννη του Βαφτιστή, ενήργησε ως προφήτης αποκαλύπτοντας το σκοπό του Θεού σχετικά με το γιο του τον Ιωάννη, ο οποίος επρόκειτο να αποκληθεί «προφήτης του Υψίστου». (Λου 1:76) Η λιτή ζωή του Ιωάννη και το άγγελμά του θύμιζαν προγενέστερους Εβραίους προφήτες. Ο Ιωάννης ήταν ευρέως αποδεκτός ως προφήτης, ακόμη δε και ο Ηρώδης αισθανόταν κάποιες αναστολές εξαιτίας του. (Μαρ 1:4-6· Ματ 21:26· Μαρ 6:20) Ο Ιησούς είπε ότι ο Ιωάννης ήταν “πολύ περισσότερο από προφήτης”.—Ματ 11:7-10· παράβαλε Λου 1:16, 17· Ιωα 3:27-30.
Ο Ιησούς ο Μεσσίας ήταν «Ο Προφήτης», το από πολλού αναμενόμενο πρόσωπο που είχε προειπωθεί από τον Μωυσή. (Ιωα 1:19-21, 25-27· 6:14· 7:40· Δευ 18:18, 19· Πρ 3:19-26) Η ικανότητα που είχε να εκτελεί δυναμικά έργα και να διακρίνει τα ζητήματα με τρόπο πέραν του συνηθισμένου έκανε τους άλλους να τον αναγνωρίζουν ως προφήτη. (Λου 7:14-16· Ιωα 4:16-19· παράβαλε 2Βα 6:12.) Αυτός ανήκε στο «στενό περιβάλλον» του Θεού περισσότερο από κάθε άλλον. (Ιερ 23:18· Ιωα 1:18· 5:36· 8:42) Παρέθετε τακτικά από προγενέστερους προφήτες προς επιβεβαίωση της θεϊκής αποστολής και του θεϊκού αξιώματός του. (Ματ 12:39, 40· 21:42· Λου 4:18-21· 7:27· 24:25-27, 44· Ιωα 15:25) Προείπε το πώς θα προδιδόταν και θα πέθαινε ο ίδιος, ότι ως προφήτης θα πέθαινε στην Ιερουσαλήμ, “αυτήν που σκότωνε τους προφήτες”, ότι οι μαθητές του θα τον εγκατέλειπαν, ότι ο Πέτρος θα τον αρνούνταν τρεις φορές και ότι θα ανασταινόταν την τρίτη ημέρα—πολλές δε από τις προφητείες αυτές βασίζονταν σε προγενέστερες προφητείες των Εβραϊκών Γραφών. (Λου 13:33, 34· Ματ 20:17-19· 26:20-25, 31-34) Πέραν αυτού, προείπε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού της. (Λου 19:41-44· 21:5-24) Η ακριβής εκπλήρωση όλων αυτών κατά τη διάρκεια της ζωής των ακροατών του παρείχε στερεή βάση για πίστη και πεποίθηση όσον αφορά την εκπλήρωση των προφητειών του σχετικά με την παρουσία του.—Παράβαλε Ματ 24· Μαρ 13· Λου 21.
Την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. έλαβε χώρα η προειπωμένη έκχυση του πνεύματος του Θεού στους μαθητές στην Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα “να προφητεύουν και να βλέπουν οράματα”. Αυτό το έκαναν γνωστοποιώντας «τα μεγαλεία του Θεού» και αποκαλύπτοντας υπό θεϊκή έμπνευση τη γνώση σχετικά με τον Γιο του Θεού, καθώς και το τι σήμαινε αυτή για τους ακροατές τους. (Πρ 2:11-40) Και πάλι, πρέπει να θυμόμαστε ότι προφητεία δεν σημαίνει αποκλειστικά ή κατ’ ανάγκην πρόβλεψη του μέλλοντος. Ο απόστολος Παύλος δήλωσε ότι «αυτός που προφητεύει εποικοδομεί και ενθαρρύνει και παρηγορεί ανθρώπους με τα λόγια του», θεωρούσε δε την προφητεία κατάλληλο και ιδιαίτερα επιθυμητό στόχο για όλους τους Χριστιανούς. Ενώ η ομιλία σε ξένες γλώσσες αποτελούσε σημείο για τους απίστους, η προφητεία ήταν για τους πιστούς. Εντούτοις, ακόμη και ο άπιστος που παρακολουθούσε μια Χριστιανική συνάθροιση θα ωφελούνταν από την προφητεία, καθώς θα ελεγχόταν και θα εξεταζόταν προσεκτικά από αυτήν, με αποτέλεσμα “να γίνουν φανερά τα μυστικά της καρδιάς του”. (1Κο 14:1-6, 22-25) Και αυτό επίσης υποδεικνύει ότι η Χριστιανική προφητεία δεν συνίστατο κυρίως σε προρρήσεις, αλλά απεναντίας ασχολούνταν συχνά με πράγματα που σχετίζονταν με το παρόν, αν και σαφώς προερχόταν από πηγή πέραν των συνηθισμένων, εφόσον γινόταν υπό θεϊκή έμπνευση. Ο Παύλος έδωσε συμβουλές ως προς την ανάγκη για ευταξία και αυτοέλεγχο στις προφητείες που λέγονταν μέσα στην εκκλησία, ώστε να μαθαίνουν και να ενθαρρύνονται όλοι.—1Κο 14:29-33.
Ασφαλώς, υπήρχαν συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία είχαν επιλεχθεί ειδικά ή στα οποία είχε δοθεί το χάρισμα να υπηρετούν ως προφήτες. (1Κο 12:4-11, 27-29) Ο ίδιος ο Παύλος είχε το χάρισμα της προφητείας, αλλά είναι κυρίως γνωστός ως απόστολος. (Παράβαλε Πρ 20:22-25· 27:21-26, 31, 34· 1Κο 13:2· 14:6.) Εκείνοι που προσδιορίζονταν ειδικά ως προφήτες, όπως ο Άγαβος, ο Ιούδας και ο Σίλας, φαίνεται ότι ήταν εξέχοντες εκπρόσωποι της Χριστιανικής εκκλησίας, δεύτεροι μόνο μετά τους αποστόλους. (1Κο 12:28· Εφ 4:11) Όπως οι απόστολοι, έτσι και οι προφήτες δεν υπηρετούσαν μόνο τοπικά, αλλά επίσης ταξίδευαν σε διάφορα μέρη, εκφωνούσαν ομιλίες, καθώς επίσης προέλεγαν ορισμένα μελλοντικά γεγονότα. (Πρ 11:27, 28· 13:1· 15:22, 30-33· 21:10, 11) Όπως και κάποιες γυναίκες στο παρελθόν, μερικές Χριστιανές είχαν λάβει το χάρισμα της προφητείας, αν και υπόκειντο πάντοτε στην ηγεσία των αντρών της εκκλησίας.—Πρ 21:9· 1Κο 11:3-5.