ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΛΥΣΙΑΣ
(Κλαύδιος Λυσίας).
Στρατιωτικός διοικητής της ρωμαϊκής φρουράς στην Ιερουσαλήμ τον καιρό της τελευταίας επίσκεψης του αποστόλου Παύλου εκεί, περίπου το 56 Κ.Χ. Ως στρατιωτικός διοικητής (χιλίαρχος), ο Κλαύδιος Λυσίας είχε υπό τις διαταγές του 1.000 άντρες. Το ελληνικό του όνομα Λυσίας υποδηλώνει ότι ήταν Έλληνας στην καταγωγή. Απέκτησε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα καταβάλλοντας μεγάλο χρηματικό ποσό, πιθανότατα στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Κλαύδιου, και παράλληλα πήρε το όνομα του αυτοκράτορα που ήταν στην εξουσία, όπως συνήθιζαν να κάνουν όσοι εξασφάλιζαν την υπηκοότητα. (Πρ 22:28· 23:26) Σύμφωνα με τον ιστορικό Δίωνα τον Κάσσιο, κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του Αυτοκράτορα Κλαύδιου, η ρωμαϊκή υπηκοότητα παραχωρούνταν συχνά έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών.—Ρωμαϊκή Ιστορία του Δίωνος, Ξ΄, 17, 5, 6.
Ο Κλαύδιος Λυσίας εμφανίζεται στο υπόμνημα των Πράξεων σε σχέση με τον απόστολο Παύλο. Έχοντας μαζί του στρατιώτες και αξιωματικούς, έσωσε τη ζωή του Παύλου από τα χέρια ενός εξαγριωμένου όχλου. Πιάνοντας τον Παύλο, ο Κλαύδιος Λυσίας διέταξε να αλυσοδεθεί ο απόστολος, και όταν, εξαιτίας της οχλοβοής, δεν μπόρεσε να εξακριβώσει μέσω ερωτήσεων για ποιο πράγμα κατηγορούνταν, έδωσε εντολή να φέρουν τον απόστολο στο στρατώνα του Φρουρίου Αντωνία.—Πρ 21:30-34.
Ο Κλαύδιος Λυσίας συμπέρανε εσφαλμένα ότι ο Παύλος ήταν ο Αιγύπτιος ο οποίος παλιότερα είχε υποκινήσει στασιασμό και είχε οδηγήσει 4.000 «ξιφοφόρους» στην έρημο. Μόλις, όμως, έμαθε ότι δεν αλήθευε αυτό, ενέκρινε το αίτημα του αποστόλου να μιλήσει στο πλήθος από τα σκαλοπάτια—προφανώς του φρουρίου. Όταν ξανάρχισαν οι βιαιότητες τη στιγμή που ο Παύλος έκανε λόγο για την αποστολή του στα έθνη, ο Κλαύδιος Λυσίας πρόσταξε να τον φέρουν μέσα στο στρατώνα και να τον εξετάσουν επισταμένα με μαστίγωμα.—Πρ 21:35-40· 22:21-24.
Μόλις του αναφέρθηκε ότι ο Παύλος ήταν Ρωμαίος πολίτης, και αφού τον ρώτησε ο ίδιος προσωπικά, ο Κλαύδιος Λυσίας φοβήθηκε επειδή, αλυσοδένοντάς τον, είχε παραβιάσει τα δικαιώματα ενός Ρωμαίου. (Πρ 22:25-29) Το γεγονός ότι αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του Παύλου περί ρωμαϊκής υπηκοότητας με μόνη βάση τη δήλωση του αποστόλου μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα όταν λάβει κανείς υπόψη του πως υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να ισχυριστεί κάποιος ψευδώς ότι είχε τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη, επειδή ένας τέτοιος ισχυρισμός θα επέσυρε στο άτομο την ποινή του θανάτου. Ο ιστορικός Σουητώνιος αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας «απαγόρευσε στους ξένους να χρησιμοποιούν ρωμαϊκά ονόματα για το γένος τους. Εκτέλεσε στον Εσκυλίνο λόφο όσους σφετερίζονταν τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη».—Οι Βίοι των Καισάρων, Κλαύδιος, XXV, 3.
Επειδή εξακολουθούσε να θέλει να μάθει την αλήθεια σχετικά με την κατηγορία που είχε προσαφθεί στον Παύλο, ο Κλαύδιος Λυσίας διέταξε να συνεδριάσει το Σάνχεδριν. Σε εκείνη την περίπτωση, η αναφορά που έκανε ο Παύλος στο θέμα της ανάστασης κατέληξε σε τέτοια διένεξη μεταξύ των μελών του Σάνχεδριν ώστε ο Κλαύδιος Λυσίας, φοβούμενος μήπως κομματιάσουν τον Παύλο, πρόσταξε τους στρατιώτες να αρπάξουν τον απόστολο από ανάμεσά τους.—Πρ 22:30· 23:6-10.
Αργότερα, όταν έμαθε από τον ανιψιό του Παύλου ότι οι Ιουδαίοι είχαν στήσει πλεκτάνη για να σκοτώσουν τον απόστολο, ο Κλαύδιος Λυσίας κάλεσε δύο από τους αξιωματικούς του και τους διέταξε να ετοιμάσουν 200 στρατιώτες, 70 ιππείς και 200 λογχοφόρους με σκοπό να αναχωρήσουν για την Καισάρεια στις 9:00 μ.μ. περίπου, προκειμένου να οδηγήσουν τον Παύλο στον Κυβερνήτη Φήλικα. (Πρ 23:16-24) Σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ρωμαϊκού νόμου, έστειλε επίσης μια αναφορά της υπόθεσης στον Κυβερνήτη Φήλικα. Αυτή η επιστολή, όμως, δεν παρουσίαζε όλη την πραγματική εικόνα. Μολονότι αναγνώριζε ότι ο Παύλος ήταν αθώος, ο Κλαύδιος Λυσίας έδινε την εντύπωση ότι είχε σώσει τον Παύλο επειδή είχε μάθει ότι ο απόστολος ήταν Ρωμαίος, ενώ στην πραγματικότητα είχε παραβιάσει τα πολιτικά δικαιώματα του Παύλου αλυσοδένοντάς τον και μάλιστα διατάζοντας να εξεταστεί με μαστίγωμα.—Πρ 23:25-30.
Όσον αφορά το πώς ο μαθητής Λουκάς γνώριζε το περιεχόμενο της επιστολής, μια πιθανότητα είναι να διαβάστηκε η επιστολή κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του Παύλου. Ο απόστολος ίσως μάλιστα να είχε λάβει αντίγραφό της έπειτα από την προσφυγή του στον Καίσαρα.