ΠΑΥΛΟΣ
(Παύλος) [από το λατ. Paulus· σημαίνει «Μικρός»].
Ισραηλίτης από τη φυλή του Βενιαμίν και απόστολος του Ιησού Χριστού. (Εφ 1:1· Φλπ 3:5) Παρότι ίσως είχε από παιδί δύο ονόματα, τόσο το εβραϊκό Σαούλ (Σαύλος) όσο και το ρωμαϊκό Παύλος (Πρ 9:17· 2Πε 3:15), ο απόστολος αυτός πιθανώς διάλεξε να αποκαλείται με το ρωμαϊκό όνομα λαβαίνοντας υπόψη την αποστολή που είχε να διακηρύττει τα καλά νέα στους μη Ιουδαίους.—Πρ 9:15· Γα 2:7, 8.
Ο Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό, μια σημαντική πόλη της Κιλικίας. (Πρ 21:39· 22:3) Οι γονείς του ήταν Εβραίοι και προφανώς οπαδοί της φαρισαϊκής παράταξης του Ιουδαϊσμού. (Πρ 23:6· Φλπ 3:5) Γεννήθηκε Ρωμαίος πολίτης (Πρ 22:28)—η ρωμαϊκή υπηκοότητα είχε ίσως δοθεί στον πατέρα του λόγω κάποιων υπηρεσιών που είχε προσφέρει. Ο Παύλος έμαθε την τέχνη του σκηνοποιού μάλλον από τον πατέρα του. (Πρ 18:3) Στην Ιερουσαλήμ, όμως, έλαβε εκπαίδευση από τον πολυμαθή Φαρισαίο Γαμαλιήλ, και από αυτό συμπεραίνουμε ότι προερχόταν από επιφανή οικογένεια. (Πρ 22:3· 5:34) Ήξερε καλά τουλάχιστον δύο γλώσσες, την ελληνική και την εβραϊκή. (Πρ 21:37-40) Τον καιρό που ταξίδευε ως ιεραπόστολος δεν ήταν παντρεμένος. (1Κο 7:8) Εκείνη γενικά την περίοδο, αν όχι και νωρίτερα, είχε μια αδελφή και έναν ανιψιό που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ.—Πρ 23:16-22.
Ο απόστολος Παύλος είχε το προνόμιο να γράψει περισσότερα βιβλία, συγκεκριμένα επιστολές, των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών από οποιονδήποτε άλλον. Έλαβε υπερφυσικά οράματα (2Κο 12:1-5) και, μέσω του αγίου πνεύματος, μπορούσε να μιλάει αρκετές ξένες γλώσσες.—1Κο 14:18.
Διωγμός, Μεταστροφή, Αρχική Περίοδος της Διακονίας Του. Το Βιβλικό υπόμνημα παρουσιάζει πρώτη φορά τον Σαύλο, δηλαδή τον Παύλο, ως το “νεαρό άντρα” στα πόδια του οποίου άφησαν τα εξωτερικά τους ενδύματα οι ψευδομάρτυρες που λιθοβόλησαν τον Στέφανο, το μαθητή του Χριστού. (Πρ 6:13· 7:58) Ο Παύλος επιδοκίμασε το φόνο του Στεφάνου και, εξαιτίας παροδηγημένου ζήλου για την παράδοση, άρχισε μια εκστρατεία άγριου διωγμού εναντίον των ακολούθων του Χριστού. Όταν επρόκειτο να εκτελεστούν, ψήφιζε εναντίον τους. Όταν δικάζονταν στις συναγωγές, προσπαθούσε να τους εξαναγκάσει να αποκηρύξουν την πίστη τους. Επέκτεινε δε το διωγμό και σε άλλες πόλεις εκτός της Ιερουσαλήμ, εξασφαλίζοντας μάλιστα γραπτή έγκριση από τον αρχιερέα να ψάξει για μαθητές του Χριστού βορειότερα, ως και στη Δαμασκό της Συρίας, και να τους φέρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ, πιθανότατα για να δικαστούν από το Σάνχεδριν.—Πρ 8:1, 3· 9:1, 2· 26:10, 11· Γα 1:13, 14.
Καθώς ο Παύλος πλησίαζε στη Δαμασκό, ο Χριστός Ιησούς τού αποκαλύφτηκε μέσα σε αστραποβόλο φως και του ανέθεσε την αποστολή να είναι υπηρέτης και μάρτυρας των όσων είχε δει αλλά και όσων έμελλε να δει. Παρότι εκείνοι που συνόδευαν τον Παύλο έπεσαν και αυτοί στο έδαφος εξαιτίας της φανέρωσης αυτής και άκουσαν μια φωνή, μόνο ο Παύλος κατάλαβε τι έλεγε η φωνή και τυφλώθηκε, οπότε χρειάστηκε να τον οδηγήσουν από το χέρι για να φτάσουν στη Δαμασκό. (Πρ 9:3-8· 22:6-11· 26:12-18) Επί τρεις ημέρες ούτε έτρωγε ούτε έπινε. Κατόπιν, ενώ προσευχόταν στο σπίτι κάποιου Ιούδα στη Δαμασκό, είδε σε όραμα τον Ανανία, έναν μαθητή του Χριστού, να μπαίνει μέσα και να του αποκαθιστά την όραση. Όταν το όραμα πραγματοποιήθηκε, ο Παύλος βαφτίστηκε, έλαβε άγιο πνεύμα, έφαγε και πήρε δύναμη.—Πρ 9:9-19.
Το υπόμνημα των εδαφίων Πράξεις 9:20-25 αναφέρει ότι ο Παύλος έμεινε λίγο καιρό με τους μαθητές στη Δαμασκό και «αμέσως» άρχισε να κηρύττει στις συναγωγές εκεί. Περιγράφει τη δράση του στο έργο κηρύγματος μέχρι τη στιγμή που αναγκάστηκε να φύγει από τη Δαμασκό εξαιτίας μιας πλεκτάνης εναντίον της ζωής του. Από την άλλη μεριά, στην επιστολή του Παύλου προς τους Γαλάτες αναφέρεται ότι μετά τη μεταστροφή του έφυγε στην Αραβία και κατόπιν επέστρεψε στη Δαμασκό. (Γα 1:15-17) Το πότε ακριβώς έγινε το ταξίδι στην Αραβία δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθεί με ακρίβεια μέσα στη σειρά αυτών των γεγονότων.
Ο Παύλος μπορεί να πήγε στην Αραβία αμέσως μετά τη μεταστροφή του προκειμένου να στοχαστεί γύρω από το θέλημα του Θεού για αυτόν. Εν τοιαύτη περιπτώσει, η λέξη «αμέσως» που χρησιμοποιεί ο Λουκάς θα σήμαινε ότι ο Παύλος άρχισε να κηρύττει αμέσως μόλις επέστρεψε στη Δαμασκό και συνδέθηκε με τους μαθητές εκεί. Ωστόσο, στο εδάφιο Γαλάτες 1:17 ο Παύλος προφανώς τονίζει το γεγονός ότι δεν ανέβηκε αμέσως στην Ιερουσαλήμ, ότι το μόνο μέρος έξω από τη Δαμασκό στο οποίο πήγε εκείνον τον πρώτο καιρό ήταν η Αραβία. Έτσι λοιπόν, το ταξίδι στην Αραβία δεν είναι απαραίτητο να έλαβε οπωσδήποτε χώρα αμέσως μετά τη μεταστροφή του. Ο Παύλος ενδέχεται να έμεινε στην αρχή μερικές ημέρες στη Δαμασκό και πολύ σύντομα να προέβη σε δημόσια αποκήρυξη της προηγούμενης διωκτικής πορείας του, δηλώνοντας στις συναγωγές την πίστη του στον Χριστό. Κατόπιν μπορεί να ταξίδεψε στην Αραβία (άγνωστο για ποιο λόγο) και, μόλις επέστρεψε, να συνέχισε με μεγαλύτερη δύναμη το κήρυγμα στη Δαμασκό, σε σημείο που οι διώκτες του προσπάθησαν να τον θανατώσουν. Οι δύο αφηγήσεις αλληλοσυμπληρώνονται μάλλον παρά αντιφάσκουν μεταξύ τους, και το μόνο πρόβλημα είναι η ακριβής σειρά των γεγονότων, η οποία απλούστατα δεν διευκρινίζεται.
Όταν έφτασε στην Ιερουσαλήμ (ενδεχομένως το 36 Κ.Χ.· τα τρία χρόνια που αναφέρονται στο εδάφιο Γαλάτες 1:18 πιθανώς ισοδυναμούν με μέρη τριών χρόνων), ο Παύλος διαπίστωσε πως οι αδελφοί εκεί δεν πίστευαν ότι ήταν μαθητής. Ωστόσο, ο Βαρνάβας «πρόστρεξε σε βοήθειά του και τον οδήγησε στους αποστόλους», προφανώς στον Πέτρο και στον «Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου». (Ο Ιάκωβος, παρ’ όλο που δεν ήταν από τους 12, μπορούσε να αποκαλείται απόστολος επειδή ήταν απόστολος της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ.) Ο Παύλος έμεινε 15 ημέρες με τον Κηφά (Πέτρο). Όσο ήταν στην Ιερουσαλήμ, ο Παύλος μιλούσε με τόλμη στο όνομα του Ιησού. Όταν οι αδελφοί έμαθαν ότι γι’ αυτόν το λόγο οι ελληνόφωνοι Ιουδαίοι έκαναν απόπειρες να τον σκοτώσουν, «τον κατέβασαν στην Καισάρεια και τον έστειλαν στην Ταρσό».—Πρ 9:26-30· Γα 1:18-21.
Φαίνεται ότι ο Παύλος (γύρω στο 41 Κ.Χ.) είχε το προνόμιο να δει ένα υπερφυσικό όραμα, το οποίο ήταν τόσο ζωντανό ώστε δεν γνώριζε αν, όταν αρπάχθηκε «στον τρίτο ουρανό», ήταν με το σώμα ή έξω από το σώμα. “Ο τρίτος ουρανός” φαίνεται πως αναφέρεται στην υπέρτατη μορφή διακυβέρνησης της Μεσσιανικής Βασιλείας.—2Κο 12:1-4.
Αργότερα, ο Βαρνάβας έφερε από την Ταρσό τον Σαύλο για να βοηθήσει στο έργο που γινόταν ανάμεσα στους ελληνόφωνους της Αντιόχειας. Γύρω στο 46 Κ.Χ., έπειτα από έναν χρόνο έργου στην Αντιόχεια, η εκκλησία έστειλε τον Παύλο και τον Βαρνάβα στην Ιερουσαλήμ με μια διακονία βοήθειας για τους αδελφούς εκεί. (Πρ 11:22-30) Συνοδευόμενοι από τον Ιωάννη Μάρκο επέστρεψαν στην Αντιόχεια. (Πρ 12:25) Έπειτα, το άγιο πνεύμα κατηύθυνε να ξεχωριστούν ο Παύλος και ο Βαρνάβας για ένα ειδικό έργο.—Πρ 13:1, 2.
Πρώτο Ιεραποστολικό Ταξίδι. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 2, σ. 747) Ακολουθώντας την κατεύθυνση του πνεύματος, ο Παύλος, συνοδευόμενος από τον Βαρνάβα και τον Ιωάννη Μάρκο, τον οποίο είχαν ως υπηρέτη τους, άρχισε το πρώτο ιεραποστολικό του ταξίδι (περ. 47-48 Κ.Χ.). Από τη Σελεύκεια, το λιμάνι της Αντιόχειας, απέπλευσαν για την Κύπρο. Στις συναγωγές της Σαλαμίνας, στα ανατολικά παράλια της Κύπρου, «άρχισαν να διαγγέλλουν το λόγο του Θεού». Αφού διέσχισαν το νησί έφτασαν στην Πάφο, στα δυτικά παράλια. Εκεί ο Ελύμας, ένας μάγος, προσπάθησε να εναντιωθεί στην επίδοση μαρτυρίας προς τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο. Ο Παύλος τότε επέφερε στον Ελύμα προσωρινή τύφλωση. Έκπληκτος από αυτό που συνέβη, ο Σέργιος Παύλος έγινε πιστός.—Πρ 13:4-12.
Από την Πάφο, ο Παύλος και οι σύντροφοί του απέπλευσαν για τη Μικρά Ασία. Μόλις έφτασαν στην Πέργη, στη ρωμαϊκή επαρχία της Παμφυλίας, ο Ιωάννης Μάρκος τούς εγκατέλειψε και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ. Αλλά ο Παύλος και ο Βαρνάβας κατευθύνθηκαν Β προς την Αντιόχεια της Πισιδίας. Παρά το μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξαν οι άνθρωποι εκεί, τελικά με την υποκίνηση των Ιουδαίων τούς πέταξαν έξω από την πόλη. (Πρ 13:13-50) Απτόητοι, ταξίδεψαν ΝΑ προς το Ικόνιο, όπου και πάλι οι Ιουδαίοι ξεσήκωσαν τα πλήθη εναντίον τους. Όταν πληροφορήθηκαν ότι θα γινόταν απόπειρα να τους λιθοβολήσουν, ο Παύλος και ο Βαρνάβας κατέφυγαν στα Λύστρα, στην περιοχή της Λυκαονίας. Αφού ο Παύλος θεράπευσε έναν εκ γενετής κουτσό, οι κάτοικοι των Λύστρων φαντάστηκαν ότι ο Παύλος και ο Βαρνάβας ήταν ενσαρκωμένοι θεοί. Αργότερα, όμως, Ιουδαίοι από το Ικόνιο και την Αντιόχεια της Πισιδίας έστρεψαν τα πλήθη εναντίον του Παύλου με αποτέλεσμα να τον λιθοβολήσουν και να σύρουν το σώμα του έξω από την πόλη, νομίζοντας ότι ήταν νεκρός. Ωστόσο, όταν τον περικύκλωσαν οι συγχριστιανοί του, σηκώθηκε και μπήκε στα Λύστρα. Την επόμενη ημέρα αυτός και ο Βαρνάβας έφυγαν για τη Δέρβη. Αφού έκαναν αρκετούς μαθητές εκεί, επέστρεψαν στα Λύστρα, στο Ικόνιο και στην Αντιόχεια (της Πισιδίας), ενισχύοντας και ενθαρρύνοντας τους αδελφούς και διορίζοντας πρεσβυτέρους για να υπηρετούν στις εκκλησίες που είχαν ιδρυθεί σε εκείνα τα μέρη. Αργότερα, κήρυξαν στην Πέργη και μετά απέπλευσαν από το λιμάνι της Αττάλειας για την Αντιόχεια της Συρίας.—Πρ 13:51–14:28.
Το Ζήτημα της Περιτομής. Ορισμένοι από την Ιουδαία ήρθαν στην Αντιόχεια (γύρω στο 49 Κ.Χ.), ισχυριζόμενοι ότι οι μη Ιουδαίοι έπρεπε να περιτέμνονται σε συμμόρφωση με το Μωσαϊκό Νόμο για να μπορέσουν να σωθούν. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας αντιτάχθηκαν σε αυτό. Ωστόσο, ο Παύλος, αν και ήταν απόστολος, δεν ανέλαβε να τακτοποιήσει το ζήτημα μόνος του στηριζόμενος στην εξουσία που είχε. Αντίθετα, συνοδευόμενος από τον Βαρνάβα, τον Τίτο και άλλους, πήγε στην Ιερουσαλήμ για να θέσει το ζήτημα ενώπιον των αποστόλων και των πρεσβυτέρων της εκκλησίας εκεί. Τότε αποφασίστηκε ότι δεν απαιτούνταν να περιτέμνονται οι Εθνικοί πιστοί, αλλά θα έπρεπε να μένουν μακριά από την ειδωλολατρία, τη βρώση και την πόση αίματος, καθώς και τη σεξουαλική ανηθικότητα. Οι αδελφοί της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, εκτός από το ότι έγραψαν μια επιστολή που κοινοποιούσε αυτή την απόφαση, έστειλαν παράλληλα τον Ιούδα και τον Σίλα ως εκπροσώπους τους για να διασαφηνίσουν το ζήτημα στην Αντιόχεια. Επίσης, σε μια συζήτηση με τον Πέτρο (Κηφά), τον Ιωάννη και τον μαθητή Ιάκωβο, συμφωνήθηκε ότι ο Παύλος και ο Βαρνάβας θα έπρεπε να συνεχίσουν να κηρύττουν στους απερίτμητους Εθνικούς.—Πρ 15:1-29· Γα 2:1-10.
Λίγο καιρό αργότερα, πήγε και ο ίδιος ο Πέτρος στην Αντιόχεια της Συρίας και άρχισε να συναναστρέφεται με τους Εθνικούς Χριστιανούς. Όταν, όμως, έφτασαν από την Ιερουσαλήμ κάποιοι Ιουδαίοι, αυτός, ενδίδοντας προφανώς στο φόβο των ανθρώπων, αποχωρίστηκε από τους μη Ιουδαίους, ενεργώντας έτσι ενάντια στην κατεύθυνση του πνεύματος σύμφωνα με την οποία οι σαρκικές διακρίσεις δεν ισχύουν για τον Θεό. Ακόμη και ο Βαρνάβας παρασύρθηκε. Όταν το διέκρινε αυτό ο Παύλος, επέκρινε δημόσια τον Πέτρο με τόλμη, δεδομένου ότι η συμπεριφορά του ήταν επιζήμια για την πρόοδο της Χριστιανοσύνης.—Γα 2:11-14.
Δεύτερο Ιεραποστολικό Ταξίδι. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 2, σ. 747) Αργότερα, ο Παύλος και ο Βαρνάβας σκέφτηκαν να επισκεφτούν τους αδελφούς στις πόλεις όπου είχαν κηρύξει κατά τη διάρκεια του πρώτου ιεραποστολικού τους ταξιδιού. Μια διαφωνία γύρω από το αν θα έπαιρναν μαζί τον Ιωάννη Μάρκο, ο οποίος την πρώτη φορά τούς είχε εγκαταλείψει, κατέληξε σε ρήξη ανάμεσα στον Παύλο και στον Βαρνάβα. Ο Παύλος, λοιπόν, διάλεξε τον Σίλα (Σιλουανό) και ταξίδεψε διαμέσου της Συρίας προς τη Μικρά Ασία (περ. 49-52 Κ.Χ.). Προφανώς στα Λύστρα, ο Παύλος διευθέτησε να πάρει μαζί του τον νεαρό Τιμόθεο τον οποίο και υπέβαλε σε περιτομή. (Πρ 15:36–16:3) Παρ’ όλο που η περιτομή δεν ήταν απαίτηση για τους Χριστιανούς, αν ο Τιμόθεος, ο οποίος ήταν κατά το ήμισυ Ιουδαίος, παρέμενε απερίτμητος, αναμφίβολα αυτό θα προδιέθετε αρνητικά τους Ιουδαίους απέναντι στο κήρυγμα του Παύλου. Απομακρύνοντας, λοιπόν, αυτό το πιθανό εμπόδιο, ο Παύλος ενεργούσε σύμφωνα με τα όσα έγραψε αργότερα στους Κορινθίους: «Στους Ιουδαίους έγινα ως Ιουδαίος».—1Κο 9:20.
Μια νύχτα στην Τρωάδα, στο Αιγαίο Πέλαγος, ο Παύλος είδε σε όραμα έναν Μακεδόνα ο οποίος τον ικέτευε: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας». Συμπεραίνοντας ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού, ο Παύλος και οι σύντροφοί του στο ιεραποστολικό έργο, συνοδευόμενοι από τον γιατρό Λουκά, απέπλευσαν για τη Μακεδονία περνώντας έτσι στην Ευρώπη. Στους Φιλίππους, τη σημαντικότερη πόλη της Μακεδονίας εκείνη την εποχή, η Λυδία και το σπιτικό της έγιναν πιστοί. Όταν ο Παύλος έκανε ένα κορίτσι να χάσει τις μαντικές του δυνάμεις εκβάλλοντας από αυτήν έναν δαίμονα, φυλακίστηκε τόσο ο ίδιος όσο και ο Σίλας. Ένας σεισμός, όμως, τους απελευθέρωσε, και ο δεσμοφύλακας και το σπιτικό του έγιναν Χριστιανοί. Ο Παύλος, επικαλούμενος τη ρωμαϊκή υπηκοότητά του, ανάγκασε με την επιμονή του τους διοικητές της πόλης να πάνε οι ίδιοι και να βγάλουν τον απόστολο και τον Σίλα από τη φυλακή. Αφού ενθάρρυναν τους αδελφούς, ο Παύλος και οι σύντροφοί του ταξίδεψαν μέσω της Αμφίπολης και της Απολλωνίας ως τη Θεσσαλονίκη. Μια εκκλησία πιστών δημιουργήθηκε εκεί. Αλλά ζηλόφθονοι Ιουδαίοι υποκίνησαν οχλαγωγία εναντίον του Παύλου. Γι’ αυτόν το λόγο, οι αδελφοί έστειλαν αυτόν και τον Σίλα στη Βέροια. Πολλοί έγιναν πιστοί και εκεί, αλλά επειδή οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης δημιούργησαν φασαρίες, ο Παύλος αναγκάστηκε να φύγει.—Πρ 16:8–17:14.
Οι αδελφοί συνόδευσαν τον απόστολο ως την Αθήνα. Εκεί κήρυξε στην αγορά, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στον Άρειο Πάγο. Η απολογία του υποκίνησε τον Διονύσιο, έναν από τους δικαστές του δικαστηρίου που συνεδρίαζε εκεί, καθώς και άλλους να ασπαστούν τη Χριστιανοσύνη. (Πρ 17:15-34) Στη συνέχεια ο Παύλος πήγε στην Κόρινθο όπου έμεινε με ένα ζευγάρι Ιουδαίων, τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, και έκανε μαζί τους εργασία μερικής απασχόλησης ως σκηνοποιός. Από εκεί ο Παύλος έγραψε, όπως φαίνεται, τις δύο επιστολές του προς τους Θεσσαλονικείς. Αφού δίδαξε στην Κόρινθο επί ενάμιση χρόνο και ίδρυσε μια εκκλησία, οι Ιουδαίοι τον κατηγόρησαν ενώπιον του Γαλλίωνα. Ο Γαλλίων, όμως, απέρριψε την υπόθεση. (Πρ 18:1-17) Αργότερα ο Παύλος απέπλευσε για την Καισάρεια με ενδιάμεσο σταθμό την Έφεσο, όπου και κήρυξε. Από την Καισάρεια, ο απόστολος «ανέβηκε και χαιρέτησε την εκκλησία»—αναμφίβολα εδώ εννοείται η εκκλησία της Ιερουσαλήμ—και έπειτα πήγε στην Αντιόχεια της Συρίας. (Πρ 18:18-22) Πιθανώς νωρίτερα, ενόσω ήταν στην Κόρινθο, ή ίσως τώρα που βρισκόταν στην Αντιόχεια της Συρίας, έγραψε την επιστολή του προς τους Γαλάτες.
Τρίτο Ιεραποστολικό Ταξίδι. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 2, σ. 747) Στο τρίτο ιεραποστολικό του ταξίδι (περ. 52-56 Κ.Χ.), ο Παύλος επισκέφτηκε και πάλι την Έφεσο και κοπίασε εκεί περίπου τρία χρόνια. Από την Έφεσο έγραψε την πρώτη του επιστολή προς τους Κορινθίους, και, όπως φαίνεται, έστειλε τον Τίτο να βοηθήσει τους Χριστιανούς εκεί. Έπειτα από μια οχλαγωγία που υποκίνησε εναντίον του ο αργυροχόος Δημήτριος, ο Παύλος έφυγε από την Έφεσο με προορισμό τη Μακεδονία. Όταν πληροφορήθηκε από τον Τίτο τα νέα της Κορίνθου, έγραψε από τη Μακεδονία τη δεύτερη επιστολή του προς τους Κορινθίους. Προτού φύγει από την Ευρώπη μεταφέροντας συνεισφορές των αδελφών από τη Μακεδονία και την Αχαΐα για τους άπορους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ, και πιθανότατα ενόσω ήταν στην Κόρινθο, έγραψε την επιστολή του προς τους Ρωμαίους.—Πρ 19:1–20:4· Ρω 15:25, 26· 2Κο 2:12, 13· 7:5-7.
Καθ’ οδόν προς την Ιερουσαλήμ, ο Παύλος έκανε κάποια ομιλία στην Τρωάδα και ανέστησε τον Εύτυχο ο οποίος σκοτώθηκε από ατύχημα. Επίσης σταμάτησε στη Μίλητο, όπου συναντήθηκε με τους επισκόπους της εκκλησίας της Εφέσου, έκανε μια αναδρομή στη διακονία που ο ίδιος είχε επιτελέσει στην περιφέρεια της Ασίας και τους ενθάρρυνε να μιμούνται το παράδειγμά του.—Πρ 20:6-38.
Σύλληψη. Καθώς ο Παύλος συνέχιζε το ταξίδι του, Χριστιανοί προφήτες καθ’ οδόν προείπαν ότι τον περίμεναν δεσμά στην Ιερουσαλήμ. (Πρ 21:4-14· παράβαλε 20:22, 23.) Οι προφητείες τους επαληθεύτηκαν. Ενόσω ο Παύλος βρισκόταν στο ναό για να καθαριστεί τελετουργικά, Ιουδαίοι από την Ασία υποκίνησαν οχλοκρατική επίθεση εναντίον του, αλλά οι Ρωμαίοι στρατιώτες γλίτωσαν τον απόστολο. (Πρ 21:26-33) Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια προς το στρατώνα, ο Παύλος πήρε την άδεια να μιλήσει στους Ιουδαίους. Μόλις μίλησε για την αποστολή που είχε να κηρύξει στους Εθνικούς, ξανάρχισαν οι βιαιότητες. (Πρ 21:34–22:22) Μέσα στο στρατώνα, «τέντωσαν» τον Παύλο για να τον μαστιγώσουν, θέλοντας να εξακριβώσουν ποιο ήταν το αδίκημά του. Ο απόστολος το απέτρεψε αυτό επικαλούμενος τη ρωμαϊκή υπηκοότητά του. Την επομένη, η υπόθεσή του φέρθηκε ενώπιον του Σάνχεδριν. Ο Παύλος, αντιλαμβανόμενος προφανώς ότι η ακροαματική διαδικασία δεν θα ήταν αντικειμενική, προσπάθησε να προξενήσει διαίρεση ανάμεσα στους Φαρισαίους και στους Σαδδουκαίους δηλώνοντας ότι το ζήτημα για το οποίο δικαζόταν ήταν ουσιαστικά η ανάσταση. Εφόσον πίστευε στην ανάσταση και ήταν «γιος Φαρισαίων», ο Παύλος δήλωσε ότι ήταν Φαρισαίος, και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να στρέψει τους Σαδδουκαίους, που δεν πίστευαν στην ανάσταση, εναντίον των Φαρισαίων και αντίστροφα.—Πρ 22:23–23:10.
Λόγω μιας συνωμοσίας εναντίον του φυλακισμένου Παύλου, κρίθηκε αναγκαία η μεταφορά του από την Ιερουσαλήμ στην Καισάρεια. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Αρχιερέας Ανανίας, μερικοί πρεσβύτεροι των Ιουδαίων και ο ρήτορας Τέρτυλλος ήρθαν στην Καισάρεια για να παρουσιάσουν ενώπιον του Κυβερνήτη Φήλικα την υπόθεσή τους εναντίον του Παύλου, κατηγορώντας τον για υποκίνηση στασιασμού και απόπειρα βεβήλωσης του ναού. Ο απόστολος έδειξε ότι δεν είχαν στοιχεία για να στηρίξουν τις κατηγορίες τους εναντίον του. Αλλά ο Φήλιξ, αποβλέποντας σε δωροδοκία, άφησε τον Παύλο δέσμιο επί δύο χρόνια. Όταν ο Φήλιξ αντικαταστάθηκε από τον Φήστο, οι Ιουδαίοι υπέβαλαν εκ νέου τις κατηγορίες τους. Η υπόθεση φέρθηκε και πάλι σε ακροαματική διαδικασία στην Καισάρεια, και ο Παύλος, για να αποτρέψει τυχόν μετάθεση της δίκης στην Ιερουσαλήμ, επικαλέστηκε τον Καίσαρα. Αργότερα, αφού εξέθεσε την υπόθεσή του ενώπιον του Βασιλιά Ηρώδη Αγρίππα Β΄, ο Παύλος στάλθηκε μαζί με μερικούς άλλους κρατουμένους στη Ρώμη γύρω στο 58 Κ.Χ.—Πρ 23:12–27:1.
Πρώτη και Δεύτερη Φυλάκιση στη Ρώμη. Καθ’ οδόν, ο Παύλος και όσοι ήταν μαζί του ναυάγησαν στη Μάλτα. Αφού πέρασαν το χειμώνα στη Μάλτα, τελικά έφτασαν στη Ρώμη. (ΧΑΡΤΗΣ, Τόμ. 2, σ. 750) Εκεί επιτράπηκε στον Παύλο να μείνει σε δικό του νοικιασμένο σπίτι, αλλά υπό στρατιωτική φρούρηση. Λίγο καιρό μετά την άφιξή του διευθέτησε να έχει συνάντηση με τους προύχοντες των Ιουδαίων. Από αυτούς, όμως, μόνο μερικοί πίστεψαν. Ο απόστολος συνέχισε άλλα δύο χρόνια να κηρύττει σε όλους όσους τον επισκέπτονταν, από το 59 περίπου μέχρι το 61 Κ.Χ. (Πρ 27:2–28:31) Τότε έγραψε και τις επιστολές του προς τους Εφεσίους (4:1· 6:20), τους Φιλιππησίους (1:7, 12-14), τους Κολοσσαείς (4:18), τον Φιλήμονα (εδ. 9), προφανώς δε και προς τους Εβραίους. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 750) Από ό,τι φαίνεται, ο Καίσαρας Νέρων αθώωσε τον Παύλο και τον αποφυλάκισε. Ο Παύλος προφανώς ξανάρχισε την ιεραποστολική του δράση μαζί με τον Τιμόθεο και τον Τίτο. Αφού άφησε τον Τιμόθεο στην Έφεσο και τον Τίτο στην Κρήτη, ο Παύλος, πιθανότατα από τη Μακεδονία, τους έγραψε επιστολές σχετικά με τα καθήκοντά τους. (1Τι 1:3· Τιτ 1:5) Δεν είναι γνωστό αν επέκτεινε τη δράση του μέχρι την Ισπανία πριν από την τελική του φυλάκιση στη Ρώμη. (Ρω 15:24) Στη διάρκεια αυτής της φυλάκισης (περ. 65 Κ.Χ.), ο Παύλος έγραψε τη δεύτερη επιστολή του προς τον Τιμόθεο, στην οποία άφηνε να εννοηθεί ότι ο θάνατός του επίκειτο. (2Τι 4:6-8) Πιθανότατα υπέστη μαρτυρικό θάνατο στα χέρια του Νέρωνα λίγο αργότερα.
Ένα Αξιομίμητο Παράδειγμα. Λόγω της πιστότητας με την οποία μιμούνταν το παράδειγμα του Χριστού, ο απόστολος Παύλος ήταν σε θέση να λέει: «Να γίνεστε μιμητές μου». (1Κο 4:16· 11:1· Φλπ 3:17) Ο Παύλος ήταν άγρυπνος να ακολουθεί την κατεύθυνση του πνεύματος του Θεού. (Πρ 13:2-5· 16:9, 10) Δεν εμπορευόταν το Λόγο του Θεού, αλλά μιλούσε από ειλικρίνεια. (2Κο 2:17) Αν και ήταν μορφωμένος, δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει τους άλλους με τα λόγια του (1Κο 2:1-5) ούτε επιδίωκε να ευαρεστεί ανθρώπους. (Γα 1:10) Δεν επέμενε να κάνει ό,τι είχε δικαίωμα να κάνει, αλλά προσαρμοζόταν ανάλογα με τους ανθρώπους στους οποίους κήρυττε, φροντίζοντας να μην κάνει άλλους να προσκόψουν.—1Κο 9:19-26· 2Κο 6:3.
Σε όλη την πορεία της διακονίας του, ο Παύλος αγωνίστηκε με ζήλο, ταξιδεύοντας χιλιάδες χιλιόμετρα σε στεριά και θάλασσα και ιδρύοντας πολλές εκκλησίες στην Ευρώπη και στη Μικρά Ασία. Δεν χρειαζόταν, λοιπόν, συστατικές επιστολές γραμμένες με μελάνι, αλλά ήταν σε θέση να παρουσιάσει ζωντανές επιστολές, άτομα που είχαν γίνει πιστοί μέσω των δικών του προσπαθειών. (2Κο 3:1-3) Παρ’ όλα αυτά, αναγνώριζε ταπεινά ότι ήταν δούλος (Φλπ 1:1) και είχε υποχρέωση να διακηρύττει τα καλά νέα. (1Κο 9:16) Ουδέποτε έδωσε δόξα στον εαυτό του, αλλά έστρεφε όλη την τιμή στον Θεό ως Εκείνον στον οποίο οφειλόταν η αύξηση (1Κο 3:5-9) και ως Εκείνον ο οποίος του είχε δώσει επαρκή προσόντα για τη διακονία. (2Κο 3:5, 6) Ο απόστολος προσέδιδε μεγάλη σπουδαιότητα στη διακονία του, δοξάζοντάς την και αναγνωρίζοντας ότι αυτή αποτελούσε έκφραση του ελέους τόσο του Θεού όσο και του Γιου Του. (Ρω 11:13· 2Κο 4:1· 1Τι 1:12, 13) Στον Τιμόθεο έγραψε: «Για αυτό μου δείχτηκε έλεος, ώστε χρησιμοποιώντας εμένα ως την κυριότερη περίπτωση να καταδείξει ο Χριστός Ιησούς όλη του τη μακροθυμία, ως ένα δείγμα εκείνων που πρόκειται να εναποθέσουν την πίστη τους σε αυτόν για αιώνια ζωή».—1Τι 1:16.
Επειδή προηγουμένως ο Παύλος ήταν διώκτης των Χριστιανών, δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο να αποκαλείται απόστολος και αναγνώριζε ότι ήταν απόστολος χάρη στην παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού και μόνο. Ανησυχώντας μη τυχόν αποδειχτεί μάταιη η παρ’ αξία καλοσύνη που του δείχτηκε, ο Παύλος κοπίασε περισσότερο από τους άλλους αποστόλους. Αντιλαμβανόταν, όμως, ότι μόνο με την παρ’ αξία καλοσύνη του Θεού μπορούσε να συνεχίζει τη διακονία του. (1Κο 15:9, 10) «Για όλα τα πράγματα», είπε ο Παύλος, «έχω τη δύναμη χάρη σε αυτόν που μου δίνει δύναμη». (Φλπ 4:13) Υπέμεινε πολλά αλλά δεν παραπονιόταν. Συγκρίνοντας τις εμπειρίες του με τις εμπειρίες άλλων, έγραψε (περ. 55 Κ.Χ.): «Σε κόπους περισσότερο, σε φυλακές περισσότερο, σε χτυπήματα μέχρις υπερβολής, κοντά στο θάνατο συχνά. Από Ιουδαίους πέντε φορές έλαβα σαράντα παρά ένα χτυπήματα, τρεις φορές ραβδίστηκα, μία φορά λιθοβολήθηκα, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έχω περάσει στα βαθιά· σε ταξίδια συχνά, σε κινδύνους από ποταμούς, κινδύνους από ληστές, κινδύνους από το ίδιο μου το γένος, κινδύνους από τα έθνη, κινδύνους στην πόλη, κινδύνους στην ερημιά, κινδύνους στη θάλασσα, κινδύνους μεταξύ ψευδαδέλφων, σε κόπο και μόχθο, σε νύχτες αγρύπνιας συχνά, σε πείνα και δίψα, σε αποχή από τροφή πολλές φορές, σε κρύο και γύμνια. Εκτός από αυτά τα εξωτερικής φύσης πράγματα, υπάρχει και εκείνο που ορμάει πάνω μου καθημερινά, η ανησυχία για όλες τις εκκλησίες». (2Κο 11:23-28· 6:4-10· 7:5) Εκτός από όλα αυτά και ακόμη περισσότερα κατά τα επόμενα χρόνια, ο Παύλος είχε να αντιμετωπίσει και «ένα αγκάθι στη σάρκα» (2Κο 12:7), πιθανώς μια πάθηση των ματιών ή κάποια άλλη αρρώστια.—Παράβαλε Πρ 23:1-5· Γα 4:15· 6:11.
Όντας ατελής, ο Παύλος βίωνε μια συνεχή σύγκρουση ανάμεσα στη διάνοιά του και στην αμαρτωλή σάρκα. (Ρω 7:21-24) Αλλά δεν παραιτήθηκε. Ο ίδιος είπε: «Γρονθοκοπώ το σώμα μου και το οδηγώ ως δούλο, μήπως, αφού κηρύξω σε άλλους, γίνω εγώ ο ίδιος αποδοκιμασμένος κατά κάποιον τρόπο». (1Κο 9:27) Ο Παύλος κρατούσε πάντοτε προ οφθαλμών το ένδοξο βραβείο της αθάνατης ζωής στους ουρανούς. Θεωρούσε όλα τα παθήματα μηδαμινά σε σύγκριση με τη δόξα που θα λάβαινε ως ανταμοιβή για την πιστότητά του. (Ρω 8:18· Φλπ 3:6-14) Έτσι λοιπόν, προφανώς όχι πολύ πριν από το θάνατό του, ο Παύλος ήταν σε θέση να γράψει: «Έχω αγωνιστεί τον καλό αγώνα, έχω τρέξει τη διαδρομή μέχρι το τέρμα, έχω τηρήσει την πίστη. Από τώρα και στο εξής μου επιφυλάσσεται το στεφάνι της δικαιοσύνης».—2Τι 4:7, 8.
Ως θεόπνευστος απόστολος, ο Παύλος είχε την εξουσία να διατάζει και να δίνει εντολές, και το έκανε αυτό (1Κο 14:37· 16:1· Κολ 4:10· 1Θε 4:2, 11· παράβαλε 1Τι 4:11), αλλά προτιμούσε να κάνει έκκληση στους αδελφούς με βάση την αγάπη, ικετεύοντάς τους μέσω «της συμπόνιας του Θεού» και μέσω «της πραότητας και της καλοσύνης του Χριστού». (Ρω 12:1· 2Κο 6:11-13· 8:8· 10:1· Φλμ 8, 9) Ήταν γλυκύς και τους έδειχνε τρυφερή στοργή, προτρέποντάς τους και παρηγορώντας τους σαν πατέρας. (1Θε 2:7, 8, 11, 12) Αν και δικαιούνταν υλική υποστήριξη από τους αδελφούς, επέλεξε να εργάζεται με τα χέρια του για να μην αποτελεί δαπανηρή επιβάρυνση. (Πρ 20:33-35· 1Κο 9:18· 1Θε 2:6, 9) Ως αποτέλεσμα, υπήρχε στενός δεσμός αδελφικής στοργής ανάμεσα στον Παύλο και σε εκείνους τους οποίους διακονούσε. Οι επίσκοποι της εκκλησίας της Εφέσου πόνεσαν πολύ και έκλαψαν όταν έμαθαν ότι ίσως να μην ξανάβλεπαν πια το πρόσωπό του. (Πρ 20:37, 38) Ο Παύλος ενδιαφερόταν πάρα πολύ για την πνευματική ευημερία των συγχριστιανών του και ήθελε να κάνει ό,τι μπορούσε για να τους βοηθήσει να καταστήσουν βέβαιη την ουράνια κλήση τους. (Ρω 1:11· 15:15, 16· Κολ 2:1, 2) Συνεχώς τους θυμόταν στις προσευχές του (Ρω 1:8, 9· 2Κο 13:7· Εφ 3:14-19· Φλπ 1:3-5, 9-11· Κολ 1:3, 9-12· 1Θε 1:2, 3· 2Θε 1:3) και ζητούσε να προσεύχονται και εκείνοι για αυτόν. (Ρω 15:30-32· 2Κο 1:11) Αντλούσε ενθάρρυνση από την πίστη των συγχριστιανών του. (Ρω 1:12) Από την άλλη μεριά, ο Παύλος υποστήριζε σταθερά αυτό που ήταν σωστό, μη διστάζοντας να διορθώσει ακόμη και έναν συναπόστολό του όταν αυτό ήταν απαραίτητο για την πρόοδο των καλών νέων.—1Κο 5:1-13· Γα 2:11-14.
Ήταν ο Παύλος ένας από τους 12 αποστόλους;
Ο Παύλος, αν και διέθετε ισχυρή πεποίθηση και ισχυρές αποδείξεις για το ότι είχε την αποστολική ιδιότητα, ποτέ δεν συμπεριέλαβε τον εαυτό του ανάμεσα στους «δώδεκα». Πριν από την Πεντηκοστή, οι συναγμένοι Χριστιανοί, εφαρμόζοντας τη Γραφικά θεμελιωμένη προτροπή του Πέτρου, αναζήτησαν αντικαταστάτη για τον άπιστο Ιούδα τον Ισκαριώτη. Δύο μαθητές επιλέχθηκαν ως υποψήφιοι, πιθανώς με ψήφο των αρρένων μελών της σύναξης (δεδομένου ότι ο Πέτρος χρησιμοποίησε την προσφώνηση «Άντρες αδελφοί»· Πρ 1:16). Κατόπιν προσευχήθηκαν στον Ιεχωβά Θεό (παράβαλε Πρ 1:24 με 1Σα 16:7· Πρ 15:7, 8) να ορίσει Εκείνος ποιον από τους δύο είχε εκλέξει για να αντικαταστήσει τον άπιστο απόστολο. Μετά την προσευχή τους, έριξαν κλήρο και «ο κλήρος έπεσε στον Ματθία».—Πρ 1:15-26· παράβαλε Παρ 16:33.
Δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλλουμε ότι ο Ματθίας ήταν αυτός που εξέλεξε ο ίδιος ο Θεός. Είναι αλήθεια ότι ο Παύλος, αφότου μεταστράφηκε, ξεχώρισε ιδιαίτερα και κοπίασε περισσότερο από όλους τους άλλους αποστόλους. (1Κο 15:9, 10) Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι ο Παύλος είχε προκαθοριστεί προσωπικά να λάβει την αποστολική ιδιότητα και ότι ο Θεός στην ουσία δεν είχε ενεργήσει σύμφωνα με την προσευχή των συναγμένων Χριστιανών αλλά είχε αφήσει κενή τη θέση που έχασε ο Ιούδας μέχρι τη μεταστροφή του Παύλου, καθιστώντας έτσι το διορισμό του Ματθία απλώς μια αυθαίρετη ενέργεια των συναγμένων Χριστιανών. Αντιθέτως, υπάρχουν βάσιμες αποδείξεις ότι ο διορισμός του Ματθία ως αντικαταστάτη προήλθε από τον Θεό.
Την Πεντηκοστή, η έκχυση του αγίου πνεύματος έδωσε στους αποστόλους μοναδικές δυνάμεις. Αυτοί είναι οι μόνοι που αναφέρεται ότι μπορούσαν να θέτουν τα χέρια τους πάνω σε νεοβαφτισμένα άτομα και να τους μεταδίδουν θαυματουργικά χαρίσματα του πνεύματος. (Βλέπε ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ [Θαυματουργικές δυνάμεις].) Αν ο Ματθίας δεν είχε όντως εκλεγεί από τον Θεό, η ανεπάρκειά του ως προς αυτό θα ήταν φανερή σε όλους. Το υπόμνημα δείχνει ότι δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Λουκάς, ο συγγραφέας των Πράξεων, ήταν σύντροφος και συνοδός του Παύλου σε κάποια ταξίδια του και σε διάφορες αποστολές, οπότε το βιβλίο των Πράξεων αναμφίβολα αντικατοπτρίζει και απηχεί τις απόψεις του ίδιου του Παύλου. Αυτό το βιβλίο αναφέρει ότι «οι δώδεκα» διόρισαν τους εφτά άντρες που θα χειρίζονταν το πρόβλημα της διανομής τροφίμων. Το γεγονός έλαβε χώρα μετά την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., αλλά πριν από τη μεταστροφή του Παύλου. Έτσι λοιπόν, ο Ματθίας αναγνωρίζεται εδώ ως ένας από τους «δώδεκα», και αυτός μαζί με τους άλλους αποστόλους έθεσε τα χέρια του πάνω στους εφτά επιλεγμένους άντρες.—Πρ 6:1-6.
Τίνος το όνομα, λοιπόν, εμφανίζεται ανάμεσα στα ονόματα που υπάρχουν πάνω στις «δώδεκα θεμέλιες πέτρες» της Νέας Ιερουσαλήμ στο όραμα του Ιωάννη—το όνομα του Ματθία ή του Παύλου; (Απ 21:2, 14) Κατά μία συλλογιστική, ο Παύλος θα φαινόταν να είναι ο πιθανότερος. Συνεισέφερε πάρα πολλά στη Χριστιανική εκκλησία μέσω της διακονίας του και ιδιαίτερα μέσω της συγγραφής ενός μεγάλου τμήματος των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών (του αποδίδονται 14 επιστολές). Από αυτή την άποψη ο Παύλος «επισκίασε» τον Ματθία, για τον οποίο, μετά το 1ο κεφάλαιο των Πράξεων, δεν ξαναγίνεται συγκεκριμένη μνεία.
Αλλά μια βαθύτερη εξέταση του ζητήματος αποκαλύπτει ότι ο Παύλος «επισκίασε» και πολλούς από τους αρχικούς 12 αποστόλους, μερικοί από τους οποίους σπάνια αναφέρονται πέραν των περιπτώσεων όπου κατονομάζονται όλοι οι απόστολοι. Όταν μεταστράφηκε ο Παύλος, η Χριστιανική εκκλησία—ο πνευματικός Ισραήλ—είχε ήδη ιδρυθεί, ή θεμελιωθεί, και αυξανόταν επί έναν χρόνο ίσως ή και περισσότερο. Επίσης, η πρώτη κανονική επιστολή του Παύλου γράφτηκε προφανώς γύρω στο 50 Κ.Χ. (βλέπε ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ [ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ]), δηλαδή 17 ολόκληρα χρόνια μετά την ίδρυση του νέου έθνους του πνευματικού Ισραήλ την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. Αυτά τα γεγονότα, λοιπόν, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις που παρουσιάστηκαν παραπάνω σε αυτό το λήμμα, διευκρινίζουν το ζήτημα. Επομένως, φαίνεται λογικό ότι η αρχική εκλογή του Ματθία από τον Θεό ως εκείνου που θα αντικαθιστούσε τον Ιούδα μεταξύ «των δώδεκα αποστόλων του Αρνιού» παρέμεινε σταθερή και ανεπηρέαστη από το γεγονός ότι αργότερα ο Παύλος έλαβε την αποστολική ιδιότητα.
Τι σκοπό, λοιπόν, εξυπηρετούσε η αποστολική ιδιότητα του Παύλου; Ο ίδιος ο Ιησούς δήλωσε ότι αυτή εξυπηρετούσε έναν συγκεκριμένο σκοπό—όχι την αντικατάσταση του Ιούδα, αλλά την υπηρεσία του Παύλου ως “αποστόλου [απεσταλμένου] στα έθνη” (Πρ 9:4-6, 15)—ο δε Παύλος αναγνώριζε ότι αυτός ήταν ο σκοπός της αποστολικής του ιδιότητας. (Γα 1:15, 16· 2:7, 8· Ρω 1:5· 1Τι 2:7) Άρα λοιπόν, η αποστολική του ιδιότητα δεν ήταν απαραίτητη ώστε να χρησιμεύσει ως θεμέλιο κατά την ίδρυση του πνευματικού Ισραήλ την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ.