ΕΛΛΑΔΑ, ΕΛΛΗΝΕΣ
Τα ονόματα τα οποία χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι οι Έλληνες αρκετούς αιώνες πριν από την Κοινή μας Χρονολογία. Το όνομα «Ελλάς» ίσως έχει κάποια σχέση με τον «Ελισά», έναν από τους γιους του Ιαυάν. (Γε 10:4) Τόσο η λέξη Ἑλλάς (Πρ 20:2) όσο και η λέξη Ἕλληνες εμφανίζονται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, όπου εμφανίζεται επίσης και η ονομασία ᾿Αχαΐα, η οποία μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, το 146 Π.Κ.Χ., εφαρμοζόταν στην κεντρική και στη νότια Ελλάδα.
Η επίσης αρχαία ονομασία «Ίωνες» εμφανίζεται από τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ. και έπειτα σε ασσυριακά κείμενα σφηνοειδούς γραφής, καθώς και σε περσικές και αιγυπτιακές αφηγήσεις. Η ονομασία αυτή προέρχεται από το όνομα του Ιαυάν (εβρ., Γιαβάν), γιου του Ιάφεθ και εγγονού του Νώε. Ο Ιαυάν ήταν ο ιαφεθιτικός πρόγονος των αρχαίων λαών της ηπειρωτικής Ελλάδας και των γύρω νησιών, προφανώς δε και των αρχαίων κατοίκων της Κύπρου, καθώς και περιοχών της νότιας Ιταλίας, της Σικελίας και της Ισπανίας.—Γε 10:1, 2, 4, 5· 1Χρ 1:4, 5, 7· βλέπε ΕΛΙΣΑ· ΙΑΥΑΝ· ΚΙΤΤΙΜ.
Παρότι με την πάροδο του χρόνου η ονομασία «Ιωνία»—η χώρα των Ιώνων—κατέληξε να αναφέρεται σε μια πιο περιορισμένη έκταση η οποία περιλάμβανε την Αττική, τη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας (τα παράλια των μεταγενέστερων επαρχιών της Λυδίας και της Καρίας) και τα γειτονικά νησιά του Αιγαίου Πελάγους, εντούτοις η ονομασία αυτή είχε κάποτε ευρύτερη εφαρμογή η οποία αντιστοιχούσε περισσότερο με τη χρήση του ονόματος «Ιαυάν» στις Εβραϊκές Γραφές. Ο προφήτης Ησαΐας, τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ., μίλησε για μια εποχή κατά την οποία οι απελευθερωμένοι εξόριστοι του Ιούδα θα στέλνονταν σε απομακρυσμένα έθνη, μεταξύ άλλων «στον Θουβάλ και στον Ιαυάν, στα μακρινά νησιά».—Ησ 66:19.
Ένα άλλο αρχαίο όνομα των Ελλήνων είναι το όνομα Γραικοί που ανήκε σε μια φυλή της βορειοδυτικής Ελλάδας. Οι Ιταλοί εφάρμοσαν αυτό το όνομα (λατ., Graeci) στους κατοίκους ολόκληρης της Ελλάδας, και από αυτούς το όνομα πέρασε στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το όνομα αυτό μαρτυρείται και από τον Αριστοτέλη, ο οποίος στα συγγράμματά του το χρησιμοποίησε με παρόμοιο τρόπο.
Η Χώρα και τα Χαρακτηριστικά Της. Η Ελλάδα καταλάμβανε το νότιο τμήμα της ορεινής Βαλκανικής Χερσονήσου και τα γειτονικά νησιά του Ιονίου Πελάγους στη Δ και του Αιγαίου Πελάγους στην Α. Στο Ν απλωνόταν η νοτιοανατολική Μεσόγειος. Το βόρειο σύνορο της χώρας δεν ήταν καθορισμένο, ιδίως επειδή στις αρχαιότερες περιόδους οι απόγονοι του Ιαυάν που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δεν είχαν συγκροτήσει ένα ενιαίο έθνος. Ωστόσο, σε μεταγενέστερες εποχές η «Ελλάδα» εκτεινόταν στα εδάφη της Ιλλυρίας—η οποία βρεχόταν από την Αδριατική—και συμπεριλάμβανε τη Μακεδονία. Στην πραγματικότητα, οι Μακεδόνες θεωρείται ότι προέρχονταν από το ίδιο γένος από το οποίο προέρχονταν και οι υπόλοιποι Έλληνες.
Η χώρα τότε, όπως και σήμερα, ήταν τραχιά και βραχώδης, τα δε απόκρημνα ασβεστολιθικά βουνά καταλάμβαναν περίπου τα τρία τέταρτα του εδάφους. Οι βουνοπλαγιές καλύπτονταν από πυκνά δάση. Η έλλειψη εύφορων πεδιάδων και κοιλάδων και το βραχώδες έδαφος περιόριζαν σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες αγροτικής εκμετάλλευσης της γης. Ωστόσο, το ήπιο κλίμα ευνοούσε την καλλιέργεια ελαιόδεντρων και σταφυλιών. Άλλα προϊόντα ήταν το κριθάρι, το σιτάρι, τα μήλα, τα σύκα και τα ρόδια. Κοπάδια αιγοπροβάτων έβοσκαν στις ακαλλιέργητες εκτάσεις. Υπήρχαν κάποια κοιτάσματα ορυκτών—αργύρου, ψευδαργύρου, χαλκού, μολύβδου—και τα βουνά απέδιδαν άφθονες ποσότητες εκλεκτού μαρμάρου. Στην προφητεία του Ιεζεκιήλ (27:1-3, 13) ο Ιαυάν συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους που έκαναν εμπόριο με την Τύρο, και μεταξύ των εμπορικών προϊόντων που διακινούνταν αναφέρονται τα «χάλκινα αντικείμενα».
Ναυτιλιακά πλεονεκτήματα. Τα χερσαία ταξίδια έπαιρναν πολύ χρόνο και ήταν δύσκολα εξαιτίας των βουνών. Τα κάρα που τα έσερναν ζώα κολλούσαν εύκολα στη λάσπη την περίοδο του χειμώνα. Έτσι λοιπόν, η θάλασσα ήταν η καλύτερη οδός μεταφοράς και επικοινωνίας για τους Έλληνες. Οι απέραντες, δαντελωτές ακτές που σχημάτιζαν κολπίσκους και όρμους παρείχαν άφθονα λιμάνια και καταφύγια για τα πλοία. Επειδή υπήρχαν πολλοί κόλποι που εισχωρούσαν στην ξηρά, λίγα σημεία εντός των αρχαίων συνόρων απείχαν περισσότερο από 60 χλμ. από τη θάλασσα. Το νότιο τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας, η Πελοπόννησος, θα μπορούσε σχεδόν να θεωρηθεί νησί. Μόνο μια στενή λωρίδα γης ανάμεσα στον Σαρωνικό Κόλπο και στον Κορινθιακό Κόλπο συνδέει την Πελοπόννησο με την κεντρική Ελλάδα. (Σήμερα η Διώρυγα της Κορίνθου τέμνει το στενό ισθμό σε μήκος περίπου 6 χλμ. αποχωρίζοντας πλήρως τα δύο τμήματα.)
Από νωρίς οι απόγονοι του Ιαυάν που ήταν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα εξελίχθηκαν σε ναυτικό λαό. Η απόσταση από το «τακούνι» που σχηματίζει η «μπότα» της Ιταλίας μέχρι τη βορειοδυτική Ελλάδα μέσω του Πορθμού του Οτράντο είναι μόνο 160 χλμ. περίπου. Ανατολικά, τα διάσπαρτα νησιά του Αιγαίου (που σχηματίστηκαν από καταποντισμένα βουνά των οποίων οι κορυφές εξέχουν από την επιφάνεια του νερού) ήταν σαν γιγάντια λιθάρια στα οποία μπορούσε να πατήσει κανείς για να φτάσει στη Μικρά Ασία. Στη βορειοανατολική γωνία του Αιγαίου, ένα στενό πέρασμα, ο Ελλήσποντος (που ονομάζεται και Δαρδανέλλια), οδηγούσε στη Θάλασσα του Μαρμαρά και στη συνέχεια, μέσω του Βοσπόρου, στη Μαύρη Θάλασσα. Επίσης, πλέοντας κατά μήκος της νότιας ακτής της Μικράς Ασίας, τα ελληνικά πλοία άρχισαν από νωρίς να ταξιδεύουν στα παράλια της Συρίας και της Παλαιστίνης. Ένα πλοίο μπορούσε να διανύσει μέχρι και 100 χλμ. με το φως της ημέρας. Έτσι λοιπόν, για να φτάσουν στους Θεσσαλονικείς, στη Μακεδονία, οι επιστολές που έστειλε ο Παύλος, πιθανότατα από την Κόρινθο, ίσως να απαιτήθηκε μια εβδομάδα ή και παραπάνω, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες (και τον αριθμό των λιμανιών στα οποία σταματούσαν καθ’ οδόν τα πλοία).
Η ελληνική επιρροή και οι ελληνικοί οικισμοί κάθε άλλο παρά περιορίζονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τα πολυάριθμα νησιά που ήταν διάσπαρτα στο Ιόνιο και στο Αιγαίο Πέλαγος θεωρούνταν μέρος της Ελλάδας όσο και η ηπειρωτική χώρα. Η νότια Ιταλία και η Σικελία περιλαμβάνονταν στη λεγόμενη Μεγάλη Ελλάδα, ή Graecia Magna στη λατινική. Τα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν ότι οι απόγονοι του Ιαυάν που ήταν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα διατηρούσαν επαφές και εμπορικές σχέσεις με τους απογόνους του Ιαυάν στη Θαρσείς (Ισπανία), έχοντας ξεπεράσει κατά πολύ τους Φοίνικες σε αυτόν τον τομέα. Παρόμοια σχέση διαπιστώνουμε και με τους απογόνους του Ιαυάν που κατοικούσαν στην Κύπρο.
Προέλευση των Ελληνικών Φύλων. Οι σύγχρονοι ιστορικοί παρουσιάζουν διάφορες θεωρίες αναφορικά με την προέλευση των ελληνικών φύλων και τον ερχομό τους στον ελλαδικό χώρο. Η δημοφιλής θεωρία των διαδοχικών “εισβολών” βόρειων φύλων βασίζεται κατά μεγάλο μέρος σε αρχαίους ελληνικούς μύθους και αρχαιολογικές εικασίες. Στην πραγματικότητα, το ιστορικό υπόμνημα που έχουμε για την Ελλάδα δεν αρχίζει παρά τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ. (η πρώτη Ολυμπιάδα τελέστηκε το 776 Π.Κ.Χ.), ενώ συνεχές υπόμνημα είναι διαθέσιμο μόνο από τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ. και έπειτα, δηλαδή αιώνες μετά τον Κατακλυσμό και επομένως πολύ μετά τη διασπορά των οικογενειών εξαιτίας της σύγχυσης της γλώσσας των ανθρώπων στη Βαβέλ. (Γε 11:1-9) Στο διάβα αυτών των πολλών αιώνων, άλλες ομάδες ίσως παρεισέφρησαν στο αρχικό γένος του Ιαυάν και των γιων του, αλλά για την περίοδο πριν από την πρώτη χιλιετία Π.Κ.Χ. υπάρχουν μόνο θεωρίες αμφίβολης αξίας.
Κυριότερα ελληνικά φύλα. Στα κυριότερα φύλα της Ελλάδας συγκαταλέγονταν οι Αχαιοί της Θεσσαλίας, της κεντρικής Πελοποννήσου και της Βοιωτίας, οι Αιολείς οι οποίοι κατοικούσαν στο ανατολικό τμήμα της κεντρικής Ελλάδας και στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας—στη λεγόμενη Αιολίδα—καθώς και στα παρακείμενα νησιά, οι Δωριείς που ήταν εγκατεστημένοι στην ανατολική Πελοπόννησο, στα νότια νησιά του Αιγαίου και στο νοτιοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, και οι Ίωνες της Αττικής, της Εύβοιας, των νησιών του κεντρικού Αιγαίου και των δυτικών ακτών της Μικράς Ασίας. Όσον αφορά τους Μακεδόνες, η ακριβής σχέση τους με οποιοδήποτε από τα παραπάνω φύλα κατά τις αρχικές περιόδους δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη.
Πατριαρχική Παράδοση και Πόλεις-Κράτη. Τα ελληνόφωνα φύλα ήταν πολύ αυτόνομα, ακόμη δε και οι πόλεις-κράτη που προέκυψαν από το ίδιο φύλο χαρακτηρίζονταν και αυτές από μεγάλη αυτονομία. Τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά συντέλεσαν σε αυτό. Πολλοί Έλληνες ζούσαν σε νησιά, αλλά στην ηπειρωτική χώρα οι περισσότεροι ζούσαν σε μικρές κοιλάδες που περιστοιχίζονταν από βουνά. Αναφορικά με την πρώιμη κοινωνική δομή τους, η Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια επισημαίνει: «Η βασική κοινωνική μονάς ήτο η πατριαρχική οικογένεια . . . η πατριαρχική παράδοσις ήτο στενώς συνδεδεμένη με τον ελληνικόν πολιτισμόν: δρώντες πολίται της πόλεως-κράτους ήσαν μόνον οι ενήλικοι άρρενες. Η πατριαρχική οικογένεια περιεβάλλετο από σειράν συγκεντρικών κύκλων συγγενείας—γένος, φρατρίαν και φυλήν». (1978, Τόμ. 9, σ. 123 [9]) Αυτό εναρμονίζεται πολύ ωραία με το μετακατακλυσμιαίο πατριαρχικό σύστημα που περιγράφεται στην Αγία Γραφή, στο βιβλίο της Γένεσης.
Το σύστημα στην Ελλάδα ήταν κάπως παρόμοιο με αυτό της Χαναάν, όπου οι διάφορες φυλές (οι οποίες κατάγονταν από τον Χαναάν) είχαν συγκροτήσει μικρά βασίλεια, συχνά με πυρήνα μια συγκεκριμένη πόλη. Η ελληνική πόλη-κράτος ονομαζόταν πόλις. Αυτός ο όρος φαίνεται ότι αρχικά εφαρμοζόταν σε μια ακρόπολη, δηλαδή ένα οχυρωμένο ύψωμα, γύρω από την οποία αναπτύσσονταν οικισμοί. Αργότερα, κατέληξε να σημαίνει ολόκληρη την περιοχή καθώς και τους πολίτες που απάρτιζαν την πόλη-κράτος. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις-κράτη ήταν μικρές—συνήθως δεν είχαν περισσότερους από 10.000 πολίτες (εκτός από τις γυναίκες, τους δούλους και τα παιδιά). Λέγεται ότι η Αθήνα στο απόγειο της ακμής της, τον πέμπτο αιώνα Π.Κ.Χ., είχε μόνο 43.000 άρρενες πολίτες περίπου. Η Σπάρτη είχε μόνο 5.000. Σαν τα μικρά βασίλεια των Χαναναίων, οι ελληνικές πόλεις-κράτη μερικές φορές δημιουργούσαν συμμαχίες και επίσης πολεμούσαν μεταξύ τους. Η χώρα παρέμεινε κατακερματισμένη πολιτικά μέχρι την εποχή του Φιλίππου (Β΄) της Μακεδονίας.
Πειραματισμοί με τη Δημοκρατία. Παρότι δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες για τα συστήματα διακυβέρνησης των περισσότερων ελληνικών πόλεων-κρατών—μόνο για την Αθήνα και τη Σπάρτη διαθέτουμε σχετικά σαφή εικόνα—οι κυβερνήσεις τους προφανώς διαφοροποιήθηκαν σημαντικά από τις κυβερνήσεις της Χαναάν, της Μεσοποταμίας ή της Αιγύπτου. Τουλάχιστον στη διάρκεια των λεγόμενων ιστορικών χρόνων, οι ελληνικές πόλεις-κράτη αντί για βασιλιάδες είχαν άρχοντες, συμβούλια και τη συνέλευση των πολιτών (εκκλησία του δήμου). Η Αθήνα πειραματίστηκε με την άμεση δημοκρατική διακυβέρνηση (η λέξη «δημοκρατία» προέρχεται από τις λέξεις δῆμος, που σημαίνει «λαός», και κράτος, που σημαίνει «εξουσία»). Σε αυτή τη διευθέτηση όλοι οι πολίτες απάρτιζαν το νομοθετικό σώμα, αγορεύοντας και ψηφίζοντας στη συνέλευση. Παρ’ όλα αυτά, οι «πολίτες» αποτελούσαν μειονότητα, δεδομένου ότι οι γυναίκες, οι αλλοδαποί κάτοικοι και οι δούλοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Οι δούλοι πιστεύεται ότι αποτελούσαν μέχρι και το ένα τρίτο του πληθυσμού πολλών πόλεων-κρατών, και αναμφίβολα η εργασία τους έδινε στους «πολίτες» τον ελεύθερο χρόνο που χρειάζονταν για να συμμετέχουν στην πολιτική συνέλευση. Ας σημειωθεί ότι η πρώτη μνεία της Ελλάδας στις Εβραϊκές Γραφές, γύρω στον ένατο αιώνα Π.Κ.Χ., γίνεται σε σχέση με Ιουδαίους οι οποίοι πουλήθηκαν από την Τύρο, τη Σιδώνα και τη Φιλιστία ως δούλοι «στους γιους των Ελλήνων [κατά κυριολεξία, «απογόνων του Ιαυάν» ή «Ιώνων»]».—Ιωλ 3:4-6.
Βιοτεχνία και Εμπόριο. Παράλληλα με τη γεωργία που ήταν η κύρια ασχολία τους, οι Έλληνες παρήγαν και εξήγαν πολλά βιοτεχνικά προϊόντα. Τα ελληνικά αγγεία έγιναν ξακουστά σε όλη τη Μεσόγειο, ενώ σημαντικά ήταν και τα διάφορα αντικείμενα από ασήμι και χρυσάφι, καθώς και τα μάλλινα υφάσματα. Υπήρχαν πολυάριθμα μικρά, ανεξάρτητα εργαστήρια τεχνιτών, οι οποίοι είχαν τη βοήθεια μερικών εργατών, δούλων ή ελεύθερων. Στην Κόρινθο, ο απόστολος Παύλος εργάστηκε μαζί με τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα ως σκηνοποιός, χρησιμοποιώντας πιθανώς ύφασμα από τρίχες κατσικιών, το οποίο αφθονούσε στην Ελλάδα. (Πρ 18:1-4) Η Κόρινθος έγινε σπουδαίο κέντρο εμπορίου λόγω της στρατηγικής θέσης της κοντά στον Κορινθιακό και στον Σαρωνικό Κόλπο. Άλλες σημαντικές εμπορικές πόλεις ήταν η Αθήνα και η Αίγινα.
Ελληνικός Πολιτισμός και Τέχνες. Η ελληνική παιδεία περιοριζόταν στους άρρενες και κύριος στόχος της ήταν η διαμόρφωση «καλών πολιτών». Αλλά κάθε πόλη-κράτος αντιλαμβανόταν με το δικό της τρόπο την έννοια του καλού πολίτη. Στη Σπάρτη η εκπαίδευση επικεντρωνόταν σχεδόν αποκλειστικά στη φυσική αγωγή (αντιπαράβαλε τη συμβουλή του Παύλου προς τον Τιμόθεο στο εδ. 1Τι 4:8)—έπαιρναν τα αγόρια από τους γονείς τους σε ηλικία 7 ετών, και μέχρι την ηλικία των 30 ετών τα κρατούσαν σε στρατώνες. Στην Αθήνα η έμφαση επικεντρώθηκε με τον καιρό στη λογοτεχνία, στα μαθηματικά και στις τέχνες. Ένας έμπιστος δούλος, καλούμενος παιδαγωγός, συνόδευε το παιδί στο σχολείο, όπου η εκπαίδευση άρχιζε από την ηλικία των έξι ετών. (Προσέξτε πώς ο Παύλος παραβάλλει το Μωσαϊκό Νόμο με “παιδαγωγό” στα εδ. Γα 3:23-25· βλέπε ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ.) Η ποίηση ήταν πολύ δημοφιλής στην Αθήνα και αναμενόταν από τους μαθητές να αποστηθίζουν πολλά ποιήματα. Αν και ο Παύλος είχε εκπαιδευτεί στην Ταρσό της Κιλικίας, χρησιμοποίησε ένα σύντομο ποιητικό απόσπασμα για να μεταδώσει το άγγελμά του στην Αθήνα. (Πρ 17:22, 28) Δημοφιλές ήταν και το θέατρο, τόσο οι τραγωδίες όσο και οι κωμωδίες.
Η φιλοσοφία θεωρούνταν πολύ σημαντική στην Αθήνα και, με τον καιρό, σε όλη την Ελλάδα. Μια από τις κυριότερες φιλοσοφικές ομάδες ήταν οι Σοφιστές, οι οποίοι διατείνονταν ότι η αλήθεια είναι κάτι το υποκειμενικό, άποψη (παρόμοια με αυτήν των Ινδουιστών) την οποία αντέκρουαν διάσημοι φιλόσοφοι όπως ο Σωκράτης, ο μαθητής του ο Πλάτων και ο μαθητής του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης. Άλλα φιλοσοφικά ρεύματα πραγματεύονταν το ζήτημα του ποια είναι η μεγαλύτερη πηγή ευτυχίας. Οι Στωικοί διατείνονταν ότι η ευτυχία έγκειται στο να ζει κάποιος σύμφωνα με τη λογική και ότι αυτό είναι το μόνο πράγμα που έχει σημασία. Οι Επικούρειοι πίστευαν ότι η ηδονή είναι η αληθινή πηγή της ευτυχίας. (Αντιπαράβαλε τη δήλωση του Παύλου στους Κορινθίους στο εδ. 1Κο 15:32.) Σε αυτές τις τελευταίες δύο σχολές ανήκαν κάποιοι από τους φιλοσόφους που έπιασαν συζήτηση με τον Παύλο στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να τον οδηγήσουν στον Άρειο Πάγο για να ακούσουν τι είχε να πει. (Πρ 17:18, 19) Μια άλλη σχολή φιλοσοφίας ήταν αυτή των Σκεπτικών οι οποίοι διατείνονταν ότι ουσιαστικά τίποτα δεν έχει σημασία στη ζωή.
Ως λαός, τουλάχιστον στις μεταγενέστερες περιόδους, οι Έλληνες επιδείκνυαν ερευνητική διάθεση και αρέσκονταν ιδιαίτερα στο διάλογο και σε συζητήσεις γύρω από καινούρια πράγματα. (Πρ 17:21) Προσπάθησαν να δώσουν απαντήσεις σε μερικά από τα μεγαλύτερα ερωτήματα για τη ζωή και το σύμπαν μέσω της ανθρώπινης λογικής (και της θεωριολογίας). Ως εκ τούτου, οι Έλληνες θεωρούσαν ότι ήταν η αφρόκρεμα της διανόησης στον αρχαίο κόσμο. Η πρώτη επιστολή του Παύλου προς τους Κορινθίους έθεσε αυτού του είδους την ανθρώπινη σοφία και διανόηση στη σωστή της θέση, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Αν κάποιος ανάμεσά σας νομίζει ότι είναι σοφός σε αυτό το σύστημα πραγμάτων, ας γίνει ανόητος, για να γίνει σοφός. . . . “Ο Ιεχωβά γνωρίζει ότι οι διαλογισμοί των σοφών είναι μάταιοι”». (1Κο 1:17-31· 2:4-13· 3:18-20) Παρ’ όλες τις φιλοσοφικές τους συζητήσεις και αναζητήσεις, τα συγγράμματά τους αποκαλύπτουν ότι δεν είχαν βρει γνήσια βάση για ελπίδα. Όπως επισημαίνουν οι καθηγητές Τζ. Ρ. Σ. Στέρετ και Σάμιουελ Άνγκους: «Καμιά άλλη λογοτεχνία δεν θρηνεί τόσο απαισιόδοξα για τις θλίψεις της ζωής, το εφήμερο της αγάπης, την απατηλότητα της ελπίδας και τη σκληρότητα του θανάτου».—Νέο Στερεότυπο Λεξικό της Αγίας Γραφής, των Φανκ και Γουάγκναλς (Funk and Wagnalls New Standard Bible Dictionary), 1936, σ. 313.
Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Τα πρώτα στοιχεία που έχουμε για την αρχαία ελληνική θρησκεία προέρχονται από τα έπη του Ομήρου. Οι ιστορικοί θεωρούν ότι ο Όμηρος έγραψε τα έπη Ιλιάδα και Οδύσσεια. Οι αρχαιότεροι πάπυροι που περιέχουν αποσπάσματα αυτών των επών πιστεύεται ότι χρονολογούνται πριν από το 150 Π.Κ.Χ. Όπως λέει ο Τζορτζ Τζ. Α. Μάρεϊ, καθηγητής της ελληνικής γλώσσας, αυτά τα αρχαία κείμενα «διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από το παραδεδεγμένο κείμενο», δηλαδή από τη μορφή που έχει γίνει κοινώς αποδεκτή τους πρόσφατους αιώνες. (Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα [Encyclopædia Britannica], 1942, Τόμ. 11, σ. 689) Συνεπώς, ανόμοια με ό,τι ισχύει για την Αγία Γραφή, η ακεραιότητα των ομηρικών κειμένων δεν διαφυλάχτηκε, αλλά τα κείμενα κυκλοφορούσαν σε μια άκρως ρευστή μορφή, όπως δείχνει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Μάρεϊ. Τα ομηρικά έπη μιλούσαν για πολεμιστές-ήρωες και για θεούς που έμοιαζαν πάρα πολύ με τους ανθρώπους.
Υπάρχουν στοιχεία βαβυλωνιακής επιρροής στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Κάποιος αρχαίος ελληνικός μύθος είναι σχεδόν κατά λέξη μετάφραση ενός ακκαδικού πρωτότυπου μύθου.
Ένας άλλος ποιητής, ο Ησίοδος, ο οποίος πιθανότατα έζησε τον όγδοο αιώνα Π.Κ.Χ., θεωρείται ότι συστηματοποίησε τους πολυάριθμους ελληνικούς μύθους και θρύλους. Η Θεογονία του Ησιόδου και τα ομηρικά έπη ήταν τα κύρια ιερά συγγράμματα, η θεολογία, των Ελλήνων.
Σχετικά με τους ελληνικούς μύθους, είναι ενδιαφέρον το πώς η Αγία Γραφή φωτίζει την πιθανή ή και προφανή προέλευσή τους. Όπως δείχνουν τα εδάφια Γένεση 6:1-13, πριν από τον Κατακλυσμό αγγελικοί γιοι του Θεού ήρθαν στη γη, προφανώς αφού υλοποιήθηκαν προσλαμβάνοντας ανθρώπινη μορφή, και κατοίκησαν με όμορφες γυναίκες. Αυτοί απέκτησαν παιδιά που ονομάζονταν Νεφιλείμ, ή Καταρρίπτοντες, δηλαδή «αυτοί που κάνουν άλλους να πέσουν». Το αποτέλεσμα αυτής της αφύσικης ένωσης πνευματικών πλασμάτων με ανθρώπους και της δημιουργίας ενός υβριδικού γένους ήταν μια γη που γέμισε ανηθικότητα και βία. (Παράβαλε Ιου 6· 1Πε 3:19, 20· 2Πε 2:4, 5· βλέπε ΝΕΦΙΛΕΙΜ.) Όπως και άλλοι άνθρωποι της μετακατακλυσμιαίας εποχής, έτσι και ο Ιαυάν, ο προγεννήτορας των Ελλήνων, αναμφίβολα είχε ακούσει την ιστορία των προκατακλυσμιαίων χρόνων και των συνθηκών που επικρατούσαν τότε, πιθανώς από τον πατέρα του τον Ιάφεθ ο οποίος είχε επιζήσει από τον Κατακλυσμό. Προσέξτε τώρα τι αποκαλύπτουν τα συγγράμματα που αποδίδονται στον Όμηρο και στον Ησίοδο.
Οι πολυάριθμοι θεοί και θεές τους οποίους περιγράφουν είχαν ανθρώπινη μορφή και εξαιρετική ομορφιά, παρότι συχνά ήταν γιγαντόσωμοι και υπερανθρώπινοι. Έτρωγαν, έπιναν, κοιμούνταν, είχαν σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ τους ή ακόμη και με ανθρώπους, ζούσαν ως οικογένειες, φιλονικούσαν και πολεμούσαν, αποπλανούσαν και βίαζαν. Αν και υποτίθεται ότι ήταν άγιοι και αθάνατοι, ήταν ικανοί για κάθε είδους δόλο και έγκλημα. Κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους είτε ορατά είτε αόρατα. Μεταγενέστεροι Έλληνες συγγραφείς και φιλόσοφοι προσπάθησαν να αφαιρέσουν από τις αφηγήσεις του Ομήρου και του Ησιόδου μερικές από τις πιο αχρείες πράξεις που αποδίδονταν στους θεούς.
Αυτές οι αφηγήσεις ίσως αντικατοπτρίζουν, αν και με πολύ διογκωμένο, διανθισμένο και διαστρεβλωμένο τρόπο, την αυθεντική αφήγηση της Γένεσης για τις προκατακλυσμιαίες συνθήκες. Μια άλλη αξιοσημείωτη αντιστοιχία είναι ότι, εκτός από τους κυριότερους θεούς, οι ελληνικοί μύθοι περιγράφουν και ημίθεους ή ήρωες, οι οποίοι είχαν και θεϊκή και ανθρώπινη καταγωγή. Αυτοί οι ημίθεοι είχαν υπερανθρώπινη δύναμη αλλά ήταν θνητοί (ο Ηρακλής ήταν ο μόνος από αυτούς στον οποίο παραχωρήθηκε το προνόμιο να αποκτήσει αθανασία). Οι ημίθεοι, λοιπόν, παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ομοιότητα με τους Νεφιλείμ τους οποίους περιγράφει η αφήγηση της Γένεσης.
Επισημαίνοντας αυτή τη βασική αντιστοιχία, ο ανατολιστής Έ. Α. Σπάιζερ ανάγει τη θεματολογία των ελληνικών μύθων στη Μεσοποταμία. (Η Παγκόσμια Ιστορία του Εβραϊκού Λαού [The World History of the Jewish People], 1964, Τόμ. 1, σ. 260) Η Μεσοποταμία ήταν η περιοχή όπου βρισκόταν η Βαβυλώνα και η αφετηρία από όπου εξαπλώθηκε η ανθρωπότητα μετά τη σύγχυση της γλώσσας των ανθρώπων.—Γε 11:1-9.
Οι κυριότεροι θεοί των αρχαίων Ελλήνων λέγεται ότι κατοικούσαν ψηλά στο όρος Όλυμπος (ύψους 2.917 μ.), το οποίο βρίσκεται Ν της Βέροιας. (Ο Παύλος ήταν πολύ κοντά στις πλαγιές του Ολύμπου όταν διακονούσε τους Βεροιείς κατά τη δεύτερη ιεραποστολική περιοδεία του· Πρ 17:10.) Σε αυτούς τους Ολύμπιους θεούς συγκαταλεγόταν ο Δίας (τον οποίο οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν Γιούπιτερ· Πρ 28:11), ο θεός του ουρανού, η Ήρα (η ρωμαϊκή Γιούνο), σύζυγος του Δία, η Γη ή Γαία, η θεά της γης, η οποία αποκαλούνταν και Μεγάλη Μητέρα, ο Απόλλων, ο θεός του ήλιου, καθώς και θεός του αιφνίδιου θανάτου, ο οποίος τόξευε με τα θανατηφόρα βέλη του από μακριά, η Άρτεμις (η ρωμαϊκή Ντιάνα), η θεά του κυνηγιού—η λατρεία μιας άλλης Αρτέμιδος, θεάς της γονιμότητας, ήταν πολύ διαδεδομένη στην Έφεσο (Πρ 19:23-28, 34, 35)—ο Άρης (ο ρωμαϊκός Μαρς), ο θεός του πολέμου, ο Ερμής (ο ρωμαϊκός Μερκούριους), ο θεός των ταξιδιωτών, του εμπορίου και του λόγου, ο αγγελιοφόρος των θεών (στα Λύστρα της Μικράς Ασίας οι άνθρωποι αποκαλούσαν τον Βαρνάβα «Δία, τον δε Παύλο Ερμή, επειδή αυτός έπαιρνε την πρωτοβουλία στο λόγο»· Πρ 14:12), η Αφροδίτη (η ρωμαϊκή Βένους), η θεά της γονιμότητας και του έρωτα, η οποία θεωρείται «αδελφή της ασσυροβαβυλωνιακής Ιστάρ και της συροφοινικικής Αστάρτης» (Ελληνική Μυθολογία [Greek Mythology], του Π. Χάμλιν, Λονδίνο, 1963, σ. 63), και πολλοί άλλοι θεοί και θεές. Στην πραγματικότητα, κάθε πόλη-κράτος φαίνεται ότι είχε τους δικούς της κατώτερους θεούς, οι οποίοι λατρεύονταν σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα.
Γιορτές και αγώνες. Οι γιορτές έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Αθλητικοί αγώνες σε συνδυασμό με θεατρικές παραστάσεις, θυσίες και προσευχές προσέλκυαν ανθρώπους από μια μεγάλη περιοχή, γι’ αυτό και τέτοιες γιορτές χρησίμευαν ως συνεκτικός δεσμός για τις πολιτικά διαιρεμένες πόλεις-κράτη. Από τις κυριότερες γιορτές ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες (στην Ολυμπία), τα Ίσθμια (που διεξάγονταν κοντά στην Κόρινθο), τα Πύθια (στους Δελφούς) και τα Νέμεα (κοντά στη Νεμέα). Η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων κάθε τέσσερα χρόνια αποτελούσε τη βάση του ελληνικού συστήματος χρονολόγησης, και κάθε τετραετία λεγόταν Ολυμπιάδα.—Βλέπε ΑΓΩΝΕΣ.
Μαντεία, αστρολογία και ιερά. Τα μαντεία, όπου μέσω πνευματιστικών μεσαζόντων οι θεοί υποτίθεται ότι αποκάλυπταν απόκρυφη γνώση, είχαν πολλούς πιστούς. Τα πιο φημισμένα μαντεία βρίσκονταν σε ναούς στη Δήλο, στους Δελφούς και στη Δωδώνη. Εκεί, καταβάλλοντας κάποιο αντίτιμο, τα άτομα λάβαιναν χρησμούς ως απαντήσεις στις ερωτήσεις που έθεταν στο μαντείο. Οι χρησμοί ήταν συνήθως διφορούμενοι και γι’ αυτό χρειαζόταν να τους ερμηνεύουν οι ιερείς. Στους Φιλίππους της Μακεδονίας, το κορίτσι που κατείχε την ικανότητα της πρόβλεψης (από το οποίο εξέβαλε έναν δαίμονα ο Παύλος) ασκούσε μαντεία και «παρείχε στους κυρίους της πολύ κέρδος». (Πρ 16:16-19) Ο καθηγητής Τζ. Έρνεστ Ράιτ ανάγει τη σύγχρονη αστρολογία διαμέσου των Ελλήνων στους μάντεις της Βαβυλώνας. (Βιβλική Αρχαιολογία [Biblical Archaeology], 1962, σ. 37) Δημοφιλή ήταν επίσης και τα Ασκληπιεία—ιαματικά ιερά όπου λάβαιναν χώρα θεραπείες.
Η φιλοσοφική διδασκαλία της αθανασίας. Λόγω του ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι ενδιαφέρονταν για τα θεμελιώδη ερωτήματα της ζωής, οι απόψεις τους συντέλεσαν επίσης στη διαμόρφωση των θρησκευτικών απόψεων του λαού. Ο Σωκράτης, του πέμπτου αιώνα Π.Κ.Χ., δίδαξε την αθανασία της ανθρώπινης ψυχής. Στο σύγγραμμα Φαίδων (64, c· 105, e), ο Πλάτων παραθέτει τη συζήτηση του Σωκράτη με δύο συναδέλφους του: «“Είναι, κατά τη γνώμη μας, κάτι ο θάνατος; . . . Μήπως είναι τίποτα άλλο από αυτό: απαλλαγή της ψυχής από το σώμα; Και το να πεθάνει κάποιος δεν είναι αυτό: αφού αποχωριστεί από την ψυχή να μείνει το σώμα του αυτό καθαυτό και η ψυχή του αφού αποχωριστεί από το σώμα να μείνει αυτή καθαυτή; Μήπως είναι τίποτα άλλο ο θάνατος και όχι αυτό;” “Όχι, αυτό ακριβώς είναι”, είπε. . . . “Δεν αληθεύει, λοιπόν, ότι η ψυχή δεν δέχεται το θάνατο;” “Μάλιστα, δεν τον δέχεται”». Και συνεχίζει ο Σωκράτης: «“Είναι επομένως κάτι αθάνατο η ψυχή;” “Ναι, αθάνατο”». Αντιπαράβαλέ το αυτό με τα εδάφια Ιεζεκιήλ 18:4 και Εκκλησιαστής 9:5, 10.
Ναοί και είδωλα. Οι αρχαίοι Έλληνες έχτιζαν μεγαλοπρεπείς ναούς προς τιμήν των θεών τους, τους οποίους αναπαριστούσαν με όμορφα φιλοτεχνημένα αγάλματα από μάρμαρο και μπρούντζο. Ερείπια μερικών από τους πλέον φημισμένους ναούς σώζονται στην Ακρόπολη της Αθήνας και περιλαμβάνουν τον Παρθενώνα και το Ερέχθειο μαζί με τα Προπύλαια. Μιλώντας σε ένα ακροατήριο σε αυτήν εδώ την πόλη, την Αθήνα, ο Παύλος σχολίασε το γεγονός ότι ήταν αξιοσημείωτα έκδηλος ο φόβος για τις θεότητες και είπε χωρίς περιστροφές στους ακροατές του ότι ο Δημιουργός του ουρανού και της γης «δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς» και ότι ως γενιά του Θεού δεν έπρεπε να φαντάζονται πως ο Δημιουργός είναι “όμοιος με χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα, όμοιος με κάτι χαραγμένο με την τέχνη και την επινοητικότητα του ανθρώπου”.—Πρ 17:22-29.
Η Περίοδος των Περσικών Πολέμων. Η άνοδος της Μηδοπερσικής Αυτοκρατορίας υπό τον Κύρο (ο οποίος κατέκτησε τη Βαβυλώνα το 539 Π.Κ.Χ.) αποτέλεσε απειλή για την Ελλάδα. Ο Κύρος είχε ήδη κατακτήσει τη Μικρά Ασία, περιλαμβανομένων και των ελληνικών αποικιών που υπήρχαν εκεί. Το τρίτο έτος του Κύρου (προφανώς ως ηγεμόνα της Βαβυλώνας), ο ουράνιος αγγελιοφόρος του Ιεχωβά πληροφόρησε τον Δανιήλ ότι ο τέταρτος βασιλιάς της Περσίας θα “εξήγειρε τα πάντα εναντίον του βασιλείου της Ελλάδας”. (Δα 10:1· 11:1, 2) Ο τρίτος Πέρσης βασιλιάς (ο Δαρείος Υστάσπης) κατέστειλε μια εξέγερση των ελληνικών αποικιών το 499 Π.Κ.Χ. και έκανε προετοιμασίες για να εισβάλει στην Ελλάδα. Ο περσικός στόλος του εισβολέα ναυάγησε εξαιτίας θαλασσοταραχής το 492 Π.Κ.Χ. Ακολούθως, το 490, μια μεγάλη περσική δύναμη εισέβαλε ορμητικά στην Ελλάδα αλλά νικήθηκε από έναν μικρό στρατό Αθηναίων στην πεδιάδα του Μαραθώνα, ΒΑ της Αθήνας. Ο γιος του Δαρείου ο Ξέρξης αποφάσισε να εκδικηθεί για αυτή την ήττα. Ως ο προειπωμένος “τέταρτος βασιλιάς” εξήγειρε ολόκληρη την αυτοκρατορία για να σχηματίσει μια τεράστια στρατιωτική δύναμη, και το 480 Π.Κ.Χ. διέσχισε τον Ελλήσποντο.
Παρότι μερικές σημαντικές πόλεις-κράτη της Ελλάδας έδειξαν στην προκειμένη περίπτωση σπάνια ενότητα πολεμώντας για να ανακόψουν την εισβολή, τα περσικά στρατεύματα προέλασαν μέσα από τη βόρεια και την κεντρική Ελλάδα, έφτασαν στην Αθήνα και έκαψαν το οχυρό της, την Ακρόπολη. Στη θάλασσα, όμως, οι Αθηναίοι με την υποστήριξη άλλων Ελλήνων επέδειξαν μεγαλύτερη επιδεξιότητα με αποτέλεσμα να νικήσουν και να συντρίψουν τον περσικό στόλο (καθώς και τους Φοίνικες και τους άλλους συμμάχους του) στη Σαλαμίνα. Τη νίκη αυτή ακολούθησε και μια δεύτερη νίκη επί των Περσών στην ξηρά, στις Πλαταιές, και μια ακόμη στη Μυκάλη, στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, μετά την οποία οι περσικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Ελλάδα.
Αθηναϊκή Υπεροχή. Έκτοτε η Αθήνα πήρε τα ηνία στην Ελλάδα χάρη στο ισχυρό ναυτικό της. Η περίοδος που ακολούθησε, μέχρι το 431 Π.Κ.Χ. περίπου, ήταν ο «Χρυσός Αιώνας» της Αθήνας, κατά τη διάρκεια του οποίου έγιναν τα πιο γνωστά έργα τέχνης και αρχιτεκτονικής. Η Αθήνα ηγούνταν της Δηλιακής Συμμαχίας, ενός συνασπισμού διαφόρων ελληνικών πόλεων και νησιών. Η δυσφορία της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, επικεφαλής της οποίας ήταν η Σπάρτη, για την υπεροχή της Αθήνας οδήγησε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο πόλεμος κράτησε από το 431 μέχρι το 404 Π.Κ.Χ., και οι Αθηναίοι υπέστησαν τελικά ολοκληρωτική ήττα από τους Σπαρτιάτες. Το αυστηρό καθεστώς της Σπάρτης διήρκεσε μέχρι το 371 Π.Κ.Χ. περίπου, και στη συνέχεια ανήλθε η Θήβα σε θέση υπεροχής. Η Ελλάδα εισήλθε σε μια περίοδο πολιτικής παρακμής, αν και η Αθήνα παρέμεινε το πολιτιστικό και φιλοσοφικό κέντρο της Μεσογείου. Τελικά, η ανερχόμενη δύναμη της Μακεδονίας υπό τον Φίλιππο Β΄ κατέκτησε την υπόλοιπη Ελλάδα το 338 Π.Κ.Χ., και έτσι η Ελλάδα ενώθηκε υπό την εξουσία της Μακεδονίας.
Η Ελλάδα υπό τον Μέγα Αλέξανδρο. Τον έκτο αιώνα Π.Κ.Χ., ο Δανιήλ έλαβε ένα προφητικό όραμα το οποίο προέλεγε την ανατροπή της Μηδοπερσικής Αυτοκρατορίας από την Ελλάδα. Ο γιος του Φιλίππου ο Αλέξανδρος είχε δάσκαλό του τον Αριστοτέλη, και μετά τη δολοφονία του Φιλίππου έγινε ο υπερασπιστής του ελληνισμού. Το 334 Π.Κ.Χ., ο Αλέξανδρος ξεκίνησε να εκδικηθεί για τις περσικές επιθέσεις εναντίον των ελληνικών πόλεων στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας. Η αστραπιαία κατάκτηση, όχι μόνο όλης της Μικράς Ασίας, αλλά και της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου και ολόκληρης της Μηδοπερσικής Αυτοκρατορίας μέχρι την Ινδία εκπλήρωσε την προφητική εικόνα των εδαφίων Δανιήλ 8:5-7, 20, 21. (Παράβαλε Δα 7:6.) Με την κατάκτηση του Ιούδα το 332 Π.Κ.Χ., η Ελλάδα έγινε τώρα η πέμπτη κατά σειρά παγκόσμια δύναμη σε σχέση με το έθνος του Ισραήλ—οι τέσσερις προηγούμενες ήταν η Αίγυπτος, η Ασσυρία, η Βαβυλώνα και η Μηδοπερσία. Μέχρι το 328 Π.Κ.Χ., το κατακτητικό έργο του Αλεξάνδρου είχε ολοκληρωθεί, και στη συνέχεια εκπληρώθηκε το υπόλοιπο τμήμα του οράματος του Δανιήλ. Ο Αλέξανδρος πέθανε στη Βαβυλώνα το 323 Π.Κ.Χ., και κατόπιν, όπως είχε προειπωθεί, η αυτοκρατορία του διαιρέθηκε σε τέσσερις επικράτειες, καμιά από τις οποίες δεν έφτανε σε δύναμη την αρχική αυτοκρατορία.—Δα 8:8, 21, 22· 11:3, 4· βλέπε ΧΑΡΤΕΣ, Τόμ. 2, σ. 334· ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Αρ. 1.
Ωστόσο, προτού πεθάνει, ο Αλέξανδρος είχε εισαγάγει τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα σε όλο το αχανές βασίλειό του. Ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν σε πολλές κατακτημένες χώρες. Στην Αίγυπτο χτίστηκε η Αλεξάνδρεια η οποία έφτασε στο σημείο να συναγωνίζεται την Αθήνα ως κέντρο μάθησης. Έτσι ξεκίνησε ο εξελληνισμός πολλών περιοχών της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η Κοινή Ελληνική έγινε η διεθνής γλώσσα συναλλαγών και τη μιλούσαν άνθρωποι πολλών εθνικοτήτων. Ήταν η γλώσσα που χρησιμοποίησαν οι Ιουδαίοι λόγιοι της Αλεξάνδρειας για τη μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών, τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Αργότερα, οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές γράφτηκαν στην Κοινή Ελληνική, και η διεθνής απήχηση αυτής της γλώσσας συνέβαλε στη ραγδαία εξάπλωση των Χριστιανικών καλών νέων σε όλη τη Μεσόγειο.—Βλέπε ΕΛΛΗΝΙΚΗ.
Το Αποτέλεσμα του Εξελληνισμού των Ιουδαίων. Όταν η Ελλάδα διαμοιράστηκε μεταξύ των στρατηγών του Αλεξάνδρου, η χώρα του Ιούδα αποτέλεσε το σύνορο ανάμεσα στο κράτος των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και στο κράτος της δυναστείας των Σελευκιδών στη Συρία. Αρχικά, η γη του Ιούδα βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Αιγύπτου αλλά το 198 Π.Κ.Χ. καταλήφθηκε από τους Σελευκίδες. Σε μια προσπάθεια να συνενωθεί ο Ιούδας με τη Συρία υπό τον ελληνικό πολιτισμό, προωθήθηκε στον Ιούδα η ελληνική θρησκεία, γλώσσα, λογοτεχνία και ενδυμασία.
Ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν σε όλη την Ιουδαϊκή επικράτεια, μεταξύ αυτών αποικίες στη Σαμάρεια (η οποία ακολούθως ονομάστηκε Σεβαστή), στην Ακό (Πτολεμαΐδα) και στη Βαιθ-σεάν (Σκυθόπολη), και μερικές άλλες που ιδρύθηκαν σε ακατοίκητες μέχρι τότε περιοχές Α του Ιορδάνη Ποταμού. (Βλέπε ΔΕΚΑΠΟΛΗ.) Ένα γυμνάσιο (γυμναστήριο) δημιουργήθηκε στην Ιερουσαλήμ και προσέλκυε τους νεαρούς Ιουδαίους. Εφόσον οι ελληνικοί αγώνες συνδέονταν με την ελληνική θρησκεία, το γυμνάσιο συντέλεσε στη διάβρωση της προσκόλλησης των Ιουδαίων στις Γραφικές αρχές. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο ελληνισμός διείσδυσε σε μεγάλο βαθμό ακόμη και στο ιερατείο. Με αυτόν τον τρόπο, άρχισαν βαθμιαία να ριζώνουν δοξασίες που προηγουμένως ήταν άγνωστες στους Ιουδαίους. Μερικές από αυτές ήταν η ειδωλολατρική διδασκαλία για την αθανασία της ανθρώπινης ψυχής και η ιδέα του κάτω κόσμου ως τόπου βασανισμού μετά θάνατον.
Η βεβήλωση του ναού στην Ιερουσαλήμ (168 Π.Κ.Χ.) από τον Αντίοχο τον Επιφανή, ο οποίος εισήγαγε εκεί τη λατρεία του Δία, υπήρξε η μεγαλύτερη ακρότητα στην προσπάθεια εξελληνισμού των Ιουδαίων και οδήγησε στους αγώνες των Μακκαβαίων.
Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου η Ιουδαϊκή συνοικία καταλάμβανε μεγάλο μέρος της πόλης, η ελληνιστική επιρροή ήταν επίσης ισχυρή. (Βλέπε ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ.) Μερικοί Ιουδαίοι της Αλεξάνδρειας επέτρεψαν στη δημοφιλή ελληνική φιλοσοφία να τους παρασύρει. Ορισμένοι Ιουδαίοι συγγραφείς αισθάνθηκαν την ανάγκη να προσπαθήσουν να συμβιβάσουν τις Ιουδαϊκές πεποιθήσεις με το «ρεύμα» της εποχής. Προσπάθησαν να δείξουν ότι οι ελληνικές φιλοσοφικές ιδέες που κυκλοφορούσαν τότε είχαν το προηγούμενό τους σε παρόμοιες ιδέες από τις Εβραϊκές Γραφές, ή ακόμη ότι πήγαζαν από αυτές.
Τα Ελληνικά Κράτη υπό Ρωμαϊκή Διακυβέρνηση. Η Μακεδονία και η υπόλοιπη Ελλάδα (ένα από τα τέσσερα τμήματα στα οποία είχε διαιρεθεί η αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου) έπεσαν στους Ρωμαίους το 197 Π.Κ.Χ. Το επόμενο έτος ο Ρωμαίος στρατηγός εξήγγειλε «ελευθερία» για όλες τις ελληνικές πόλεις. Αυτό σήμαινε ότι δεν θα υπόκειντο σε φόρο υποτελείας, αλλά η Ρώμη ανέμενε πλήρη συμμόρφωση με τις επιθυμίες της. Τα αντιρωμαϊκά αισθήματα εντείνονταν σταθερά. Η Μακεδονία πολέμησε κατά των Ρωμαίων αλλά ηττήθηκε ξανά το 168 Π.Κ.Χ., και περίπου 20 χρόνια αργότερα έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Υπό την ηγεσία της Κορίνθου, η Αχαϊκή Συμπολιτεία εξεγέρθηκε το 146 Π.Κ.Χ., και τα ρωμαϊκά στρατεύματα προέλασαν μέχρι τη νότια Ελλάδα και κατέστρεψαν την Κόρινθο. Έτσι δημιουργήθηκε η επαρχία της “Αχαΐας” η οποία από το 27 Π.Κ.Χ. περιλάμβανε όλη τη νότια και κεντρική Ελλάδα.—Πρ 19:21· Ρω 15:26· βλέπε ΑΧΑΪΑ.
Η περίοδος της ρωμαϊκής διακυβέρνησης χαρακτηρίστηκε από πολιτική και οικονομική παρακμή της Ελλάδας. Μόνο ο ελληνικός πολιτισμός παρέμεινε ισχυρός και υιοθετήθηκε ευρέως από τους Ρωμαίους κατακτητές. Αυτοί μετέφεραν με ενθουσιασμό στη χώρα τους ελληνικά αγάλματα και συγγράμματα. Ακόμη και ολόκληροι ναοί αποσυναρμολογήθηκαν και στάλθηκαν στην Ιταλία. Πολλοί νέοι της Ρώμης σπούδαζαν στην Αθήνα και σε άλλα ελληνικά κέντρα μάθησης. Η Ελλάδα από την άλλη πλευρά έγινε εσωστρεφής, αναπολώντας το παρελθόν της, και αναπτύσσοντας μια στάση αρχαιομανίας.
Οι «Έλληνες» τον Πρώτο Αιώνα Κ.Χ. Την εποχή της διακονίας του Ιησού Χριστού και των αποστόλων του, οι αυτόχθονες κάτοικοι της Ελλάδας και όσοι είχαν ελληνική καταγωγή εξακολουθούσαν να είναι γνωστοί ως «Έλληνες». Οι Έλληνες αποκαλούσαν «βαρβάρους» όσους δεν ήταν Έλληνες, εννοώντας απλώς ότι ήταν ξένοι ή ότι μιλούσαν κάποια ξένη γλώσσα. Παρόμοια, ο απόστολος Παύλος κάνει αντιδιαστολή μεταξύ “Ελλήνων” και “Βαρβάρων” στο εδάφιο Ρωμαίους 1:14.—Βλέπε ΒΑΡΒΑΡΟΣ.
Σε μερικές περιπτώσεις, όμως, ο Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο «Έλληνες» και με μια ευρύτερη έννοια. Ιδιαίτερα σε αντιδιαστολή με τους Ιουδαίους, αναφέρεται στους Έλληνες αντιπροσωπευτικά, εννοώντας όλους τους μη Ιουδαϊκούς λαούς. (Ρω 1:16· 2:6, 9, 10· 3:9· 10:12· 1Κο 10:32· 12:13) Έτσι λοιπόν, στο 1ο κεφάλαιο της πρώτης επιστολής προς τους Κορινθίους, ο Παύλος προφανώς παραλληλίζει τους «Έλληνες» (εδ. 22) με τα «έθνη» (εδ. 23). Αυτό αναμφίβολα οφειλόταν στην υπεροχή και στην εξοχότητα της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Κατά μία έννοια οι Έλληνες κατείχαν τα πρωτεία μεταξύ των μη Ιουδαϊκών λαών. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Παύλος ή οι άλλοι συγγραφείς των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών χρησιμοποιούσαν αυτό το όνομα με τόσο χαλαρή έννοια ώστε να εκλαμβάνουν τη λέξη «Έλληνας» ως ισοδύναμη της λέξης «Εθνικός» και τίποτα περισσότερο, όπως υποστηρίζουν κάποιοι σχολιαστές. Δείχνοντας ότι το όνομα «Έλληνες» χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει έναν συγκεκριμένο λαό, ο Παύλος στο εδάφιο Κολοσσαείς 3:11 διαχωρίζει τον “Έλληνα” από τον “ξένο [βάρβαρο]” και τον “Σκύθη”.
Σε αρμονία με τα παραπάνω, ο λόγιος της ελληνικής γλώσσας Χανς Βίντις σχολιάζει: «Η έννοια του “Εθνικός” [για τη λέξη Ἕλλην] δεν μπορεί να αποδειχτεί . . . ούτε μέσα από τον ελληνιστικό Ιουδαϊσμό ούτε μέσα από την ΚΔ». (Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης [Theologisches Wörterbuch zum Neuen Testament], επιμέλεια Γκ. Κίτελ, Τόμ. 2, 1935, σ. 513) Ωστόσο, ο Βίντις προσκομίζει στοιχεία για το ότι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν τον όρο Ἕλλην για αλλόφυλους που είχαν υιοθετήσει την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό—άτομα που είχαν εξελληνιστεί. Κατά την εξέταση, λοιπόν, των Βιβλικών αναφορών στους Έλληνες, σε πολλές περιπτώσεις πρέπει να αφήσουμε ανοιχτό το ενδεχόμενο τουλάχιστον να μην ήταν αυτά τα άτομα Έλληνες λόγω γέννησης ή καταγωγής.
Η «Ελληνίδα» συροφοινικικής εθνικότητας, της οποίας την κόρη θεράπευσε ο Ιησούς (Μαρ 7:26-30), είχε πιθανώς ελληνική καταγωγή και γι’ αυτό προσδιορίζεται έτσι. Οι «Έλληνες ανάμεσα σε εκείνους που ανέβηκαν για να προσφέρουν λατρεία» το Πάσχα, οι οποίοι ζήτησαν να συναντήσουν τον Ιησού, ήταν προφανώς Έλληνες προσήλυτοι στην Ιουδαϊκή θρησκεία. (Ιωα 12:20· ας σημειωθεί η προφητική δήλωση του Ιησού στο εδάφιο 32 ότι θα “έλκυε κάθε είδους ανθρώπους σε αυτόν”.) Ἕλλην αποκαλείται τόσο ο πατέρας του Τιμόθεου όσο και ο Τίτος. (Πρ 16:1, 3· Γα 2:3) Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι είχαν ελληνική καταγωγή. Ωστόσο, δεδομένου του ισχυρισμού ότι μερικοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς είχαν την τάση να χρησιμοποιούν τον όρο Ἕλληνες αναφερόμενοι σε άτομα που, αν και δεν ήταν Έλληνες, μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και είχαν υιοθετήσει τον ελληνικό πολιτισμό, και έχοντας υπόψη ότι, όπως είδαμε παραπάνω, ο Παύλος χρησιμοποίησε τον όρο με αντιπροσωπευτική έννοια, μπορούμε να αφήσουμε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ήταν αυτά τα άτομα Έλληνες με τη δεύτερη σημασία της λέξης. Εντούτοις, το γεγονός ότι εκείνη η Ελληνίδα ζούσε στη Συροφοινίκη ή ότι ο πατέρας του Τιμόθεου κατοικούσε στα Λύστρα της Μικράς Ασίας ή ότι ο Τίτος κατοικούσε, όπως φαίνεται, στην Αντιόχεια της Συρίας δεν αποδεικνύει ότι οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους δεν είχαν ελληνική καταγωγή—διότι Έλληνες άποικοι και μετανάστες υπήρχαν σε όλες αυτές τις περιοχές.
Όταν ο Ιησούς είπε σε μια ομάδα ατόμων ότι επρόκειτο να “πάει σε εκείνον που τον έστειλε”, καθώς και ότι “εκεί που πήγαινε αυτός εκείνοι δεν μπορούσαν να έρθουν”, οι Ιουδαίοι είπαν μεταξύ τους: «Πού σκοπεύει να πάει αυτός, ώστε εμείς δεν θα τον βρούμε; Μήπως σκοπεύει να πάει στους Ιουδαίους τους διεσπαρμένους ανάμεσα στους Έλληνες και να διδάξει τους Έλληνες;» (Ιωα 7:32-36) Με τη φράση «Ιουδαίους τους διεσπαρμένους ανάμεσα στους Έλληνες» προφανώς εννοούσαν ακριβώς αυτό—όχι τους Ιουδαίους που ήταν εγκατεστημένοι στη Βαβυλώνα, αλλά εκείνους που ήταν διασκορπισμένοι στις μακρινές ελληνικές πόλεις και περιοχές στη δύση. Οι αφηγήσεις για τα ιεραποστολικά ταξίδια του Παύλου αποκαλύπτουν ότι σε αυτές τις ελληνικές περιοχές βρισκόταν ένας αξιοσημείωτος αριθμός Ιουδαίων μεταναστών.
Στα εδάφια Πράξεις 17:12 και 18:4, όπου εξιστορούνται γεγονότα που συνέβησαν στη Βέροια και στην Κόρινθο, εννοούνται βεβαίως άτομα ελληνικής καταγωγής. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει και για «τους Έλληνες» στη Θεσσαλονίκη (Πρ 17:4), στην Έφεσο που βρισκόταν στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας και η οποία ήταν από την αρχαιότητα αποικία των Ελλήνων και πάλαι ποτέ πρωτεύουσα της Ιωνίας (Πρ 19:10, 17· 20:21), ακόμη δε και στο Ικόνιο της κεντρικής Μικράς Ασίας (Πρ 14:1). Παρότι ο συνδυασμός «Ιουδαίοι και Έλληνες» που εμφανίζεται σε κάποια από αυτά τα εδάφια θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι, όπως ο Παύλος, έτσι και ο Λουκάς χρησιμοποίησε εκεί τον όρο «Έλληνες» αντιπροσωπευτικά, εννοώντας μη Ιουδαϊκούς λαούς γενικά, στην πραγματικότητα μόνο το Ικόνιο βρισκόταν από γεωγραφικής άποψης έξω από την κύρια σφαίρα ελληνικής επιρροής.
Ελληνιστές. Στο βιβλίο των Πράξεων εμφανίζεται ένας ακόμη όρος: ο όρος Ἑλληνισταί. Αυτός ο όρος δεν εμφανίζεται ούτε στα ελληνικά συγγράμματα ούτε στα ιουδαϊκά συγγράμματα της ελληνιστικής περιόδου, και γι’ αυτό η σημασία του δεν είναι απόλυτα βέβαιη. Ωστόσο, οι περισσότεροι λεξικογράφοι πιστεύουν ότι στα εδάφια Πράξεις 6:1 και 9:29 σημαίνει τους «ελληνόφωνους Ιουδαίους». Στο πρώτο από αυτά τα δύο εδάφια, αυτοί οι Ελληνιστές αναφέρονται σε αντιδιαστολή με τους “εβραιόφωνους Ιουδαίους [᾿Εβραίους, Κείμενο]”. Την ημέρα της Πεντηκοστής του 33 Κ.Χ. ήταν παρόντες Ιουδαίοι και προσήλυτοι από πολλές χώρες. Το ότι έρχονταν πολλά τέτοια ελληνόφωνα άτομα στην πόλη στοιχειοθετείται από την «Επιγραφή του Θεόδοτου» που βρέθηκε στο λόφο του Οφήλ στην Ιερουσαλήμ. Η επιγραφή η οποία είναι γραμμένη στην ελληνική αναφέρει: «Ο Θεόδοτος, γιος του Ουέττηνου, ιερέας και αρχισυνάγωγος, γιος αρχισυνάγωγου, εγγονός αρχισυνάγωγου, οικοδόμησε τη συναγωγή—προς ανάγνωση του Νόμου και διδασκαλία των εντολών—και τον ξενώνα και τα δωμάτια και τις στέρνες νερού, για να παρέχει καταλύματα στους ξένους που τα έχουν ανάγκη—την οποία (συναγωγή) είχαν θεμελιώσει οι πατέρες του και οι πρεσβύτεροι και ο Σιμωνίδης». (Βιβλική Αρχαιολογία [Biblical Archaeology], του Τζ. Έρνεστ Ράιτ, 1962, σ. 240) Μερικοί συνδέουν αυτή την επιγραφή με τη «Συναγωγή των Απελευθέρων», μέλη της οποίας ήταν ανάμεσα στους υπαίτιους για το μαρτυρικό θάνατο του Στεφάνου.—Πρ 6:9· βλέπε ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ.
Ωστόσο, η λέξη Ἑλληνιστάς που εμφανίζεται στο εδάφιο Πράξεις 11:20 αναφερόμενη σε ορισμένους κατοίκους της Αντιόχειας της Συρίας ενδέχεται να αναφέρεται σε «ελληνόφωνους» γενικά και όχι σε ελληνόφωνους Ιουδαίους. Αυτό φαίνεται να υποδεικνύεται από τη δήλωση ότι, μέχρις ότου έφτασαν εκεί Χριστιανοί από την Κυρήνη και την Κύπρο, το κήρυγμα του λόγου στην Αντιόχεια περιοριζόταν «μόνο στους Ιουδαίους». (Πρ 11:19) Έτσι λοιπόν, η λέξη Ἑλληνιστάς που αναφέρεται εκεί ενδεχομένως να σημαίνει άτομα διαφόρων εθνικοτήτων τα οποία είχαν εξελληνιστεί και χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα (πιθανόν δε και να ζούσαν σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα).—Βλέπε ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ Αρ. 1· ΚΥΡΗΝΗ, ΚΥΡΗΝΑΙΟΣ.
Ο απόστολος Παύλος επισκέφτηκε τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα τόσο στη δεύτερη όσο και στην τρίτη ιεραποστολική περιοδεία του. (Πρ 16:11–18:11· 20:1-6) Πέρασε κάποιο διάστημα διακονώντας στις σημαντικές μακεδονικές πόλεις των Φιλίππων, της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας και στις κυριότερες πόλεις της τότε Αχαΐας—την Αθήνα και την Κόρινθο. (Πρ 16:11, 12· 17:1-4, 10-12, 15· 18:1, 8) Αφιέρωσε ενάμιση χρόνο στη διακονία του στην Κόρινθο κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιοδείας του (Πρ 18:11), και εκείνο το διάστημα έγραψε τις δύο επιστολές προς τους Θεσσαλονικείς, ενδεχομένως δε και την επιστολή προς τους Γαλάτες. Κατά τη διάρκεια της τρίτης περιοδείας του, έγραψε από την Κόρινθο την επιστολή του προς τους Ρωμαίους. Μετά την πρώτη φυλάκισή του στη Ρώμη, ο Παύλος προφανώς επισκέφτηκε ξανά τη Μακεδονία ανάμεσα στο 61 και στο 64 Κ.Χ. και πιθανότατα έγραψε από εκεί την πρώτη του επιστολή προς τον Τιμόθεο, ίσως δε και την επιστολή του προς τον Τίτο.
Τους πρώτους αιώνες της Κοινής Χρονολογίας, ο ελληνικός πολιτισμός εξακολουθούσε να επηρεάζει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Ελλάδα διατήρησε τα επιτεύγματά της στον τομέα της διανόησης—μάλιστα η Αθήνα διέθετε ένα από τα κυριότερα πανεπιστήμια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να συγκεράσει τη Χριστιανοσύνη με ορισμένες ειδωλολατρικές συνήθειες και διδασκαλίες και οι ενέργειές του ήταν αυτές που προετοίμασαν το έδαφος για να γίνει το θρησκευτικό αυτό κράμα η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα έγινε μέρος του Χριστιανικού κόσμου.
Σήμερα η Ελλάδα καταλαμβάνει έκταση 131.957 τ. χλμ. και έχει πληθυσμό 10.750.000 κατοίκους (σύμφωνα με στοιχεία του 2000).
[Εικόνα στη σελίδα 927]
Δίας. Οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων ήταν ανθρωπόμορφοι και συχνά θεωρούνταν χονδροειδώς ανήθικοι