ΒΑΦΤΙΣΜΑ
Η λέξη βάπτισμα του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αναφέρεται στη διαδικασία της βύθισης, που περιλαμβάνει κατάδυση και ανάδυση. Προέρχεται από το ρήμα βάπτω, που σημαίνει «βουτώ». (Ιωα 13:26) Στην Αγία Γραφή, η λέξη «βαφτίζω» ταυτίζεται με τη λέξη «βυθίζω». Η Αγία Γραφή, μια Βελτιωμένη Έκδοση (The Holy Bible, An Improved Edition), το καταδεικνύει αυτό, αποδίδοντας τα εδάφια Ρωμαίους 6:3, 4 ως εξής: «Ή αγνοείτε ότι όλοι εμείς, που βαφτιστήκαμε (βυθιστήκαμε) στον Χριστό Ιησού, βαφτιστήκαμε (βυθιστήκαμε) στο θάνατό του; Θαφτήκαμε επομένως μαζί του μέσω του βαφτίσματός μας (βυθίσματος) στο θάνατό του». (Βλέπε επίσης Ro· ED.) Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα χρησιμοποιεί στα εδάφια Έξοδος 12:22 και Λευιτικό 4:6 τύπους του ρήματος βάπτω για να αποδώσει την έννοια «βουτώ». (Βλέπε ΜΝΚ, υποσημειώσεις.) Όταν κάποιος βυθίζεται στο νερό, αυτός προσωρινά «θάβεται» κάτω από την επιφάνεια και κατόπιν αναδύεται.
Θα εξετάσουμε τέσσερις διαφορετικές πλευρές του βαφτίσματος, και συναφή με αυτές ζητήματα: (1) το βάφτισμα του Ιωάννη, (2) το βάφτισμα του Ιησού και των ακολούθων του στο νερό, (3) το βάφτισμα στον Χριστό Ιησού και στο θάνατό του, (4) το βάφτισμα με φωτιά.
Το Βάφτισμα του Ιωάννη. Ο πρώτος άνθρωπος που εξουσιοδοτήθηκε από τον Θεό να βαφτίζει στο νερό ήταν ο Ιωάννης, ο γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ. (Λου 1:5-7, 57) Το γεγονός ότι έγινε γνωστός ως «ο Ιωάννης ο Βαφτιστής» (Ματ 3:1· Μαρ 1:4) υποδηλώνει ότι το βάφτισμα ή η βύθιση στο νερό φέρθηκε στην προσοχή των ανθρώπων ιδιαίτερα μέσω του Ιωάννη, και οι Γραφές αποδεικνύουν ότι η διακονία του και το βάφτισμα που έκανε προέρχονταν από τον Θεό—δεν ήταν έργο δικής του επινόησης. Ο άγγελος Γαβριήλ προείπε ότι τα έργα του θα ήταν από τον Θεό (Λου 1:13-17), ενώ ο Ζαχαρίας προφήτευσε μέσω του αγίου πνεύματος ότι ο Ιωάννης θα ήταν προφήτης του Υψίστου για να ετοιμάσει τις οδούς του Ιεχωβά. (Λου 1:68-79) Ο Ιησούς επιβεβαίωσε ότι η διακονία και το βάφτισμα του Ιωάννη ήταν από τον Θεό. (Λου 7:26-28) Ο μαθητής Λουκάς αναφέρει ότι «δόθηκε η διακήρυξη του Θεού στον Ιωάννη, το γιο του Ζαχαρία, στην έρημο. Αυτός, λοιπόν, ήρθε . . . κηρύττοντας βάφτισμα». (Λου 3:2, 3) Ο απόστολος Ιωάννης λέει σχετικά με αυτόν: «Εγέρθηκε ένας άνθρωπος ο οποίος στάλθηκε ως εκπρόσωπος του Θεού: το όνομά του ήταν Ιωάννης».—Ιωα 1:6.
Μπορούμε να κατανοήσουμε περαιτέρω τη σημασία του βαφτίσματος του Ιωάννη συγκρίνοντας διάφορες αποδόσεις του εδαφίου Λουκάς 3:3. Ο Ιωάννης ήρθε «κηρύττοντας βάφτισμα που συμβόλιζε μετάνοια για συγχώρηση αμαρτιών» (ΜΝΚ)· «βάφτισμα υπό τον όρο της μετάνοιας» (CB)· «βάφτισμα διά του οποίου μετανοούσαν οι άνθρωποι, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους» (Kx)· «βάφτισμα σε ένδειξη μετάνοιας για τη συγχώρηση των αμαρτιών» (NE)· «Μεταστραφείτε από τις αμαρτίες σας και βαφτιστείτε, και ο Θεός θα συγχωρήσει τις αμαρτίες σας» (TEV). Αυτές οι αποδόσεις διασαφηνίζουν ότι δεν ήταν το βάφτισμα αυτό που ξέπλενε τις αμαρτίες τους, αλλά η μετάνοια και η αλλαγή πορείας από μέρους τους, σύμβολο των οποίων ήταν το βάφτισμα.
Άρα, το βάφτισμα που έκανε ο Ιωάννης δεν ήταν ειδική κάθαρση που επιτελούσε ο Θεός μέσω του υπηρέτη του, του Ιωάννη, αλλά δημόσια εκδήλωση και σύμβολο της μετάνοιας του εκάστοτε ατόμου για τις αμαρτίες που είχε διαπράξει ως προς το Νόμο, ο οποίος επρόκειτο να τους οδηγήσει στον Χριστό. (Γα 3:24) Με αυτόν τον τρόπο, ο Ιωάννης προετοίμασε έναν λαό να «δει το μέσο που παρέχει ο Θεός για διάσωση». (Λου 3:6) Με το έργο του “ετοίμασε για τον Ιεχωβά λαό προπαρασκευασμένο”. (Λου 1:16, 17) Αυτό το έργο είχε προφητευτεί από τον Ησαΐα και τον Μαλαχία.—Ησ 40:3-5· Μαλ 4:5, 6.
Μερικοί λόγιοι προσπαθούν να βρουν προεικονίσεις του βαφτίσματος του Ιωάννη, καθώς και του Χριστιανικού βαφτίσματος, στις αρχαίες τελετουργίες καθαρισμού που προέβλεπε ο Νόμος (Εξ 29:4· Λευ 8:6· 14:8, 31, 32· Εβρ 9:10, υποσ.) ή σε μεμονωμένα περιστατικά. (Γε 35:2· Εξ 19:10) Αλλά αυτές οι περιπτώσεις δεν έχουν καμιά αντιστοιχία με την πραγματική σημασία του βαφτίσματος. Ήταν πλυσίματα για τελετουργική καθαρότητα. Μόνο σε μία περίπτωση έλαβε χώρα κάτι που προσέγγιζε στην πλήρη βύθιση του σώματος στο νερό. Πρόκειται για την περίπτωση του Νεεμάν του λεπρού, ο οποίος βυθίστηκε στο νερό εφτά φορές. (2Βα 5:14) Αυτό δεν τον έφερε σε κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό, απλώς τον θεράπευσε από τη λέπρα. Επιπλέον, σύμφωνα με τη Γραφή οι προσήλυτοι περιτέμνονταν, δεν βαφτίζονταν. Για να συμμετάσχει κάποιος στο Πάσχα ή να λάβει μέρος στη λατρεία στο αγιαστήριο έπρεπε να είναι περιτμημένος.—Εξ 12:43-49.
Ούτε είναι βάσιμος ο ισχυρισμός μερικών ότι το βάφτισμα που έκανε ο Ιωάννης πιθανότατα το δανείστηκε από την Ιουδαϊκή αίρεση των Εσσαίων ή από τους Φαρισαίους. Και οι δύο αυτές αιρέσεις είχαν πολλές διατάξεις που απαιτούσαν συχνά τελετουργικά πλυσίματα. Αλλά ο Ιησούς έδειξε ότι αυτά δεν ήταν παρά εντολές ανθρώπων, οι οποίοι παραβίαζαν τις εντολές του Θεού μέσω της παράδοσής τους. (Μαρ 7:1-9· Λου 11:38-42) Ο Ιωάννης βάφτιζε σε νερό επειδή, όπως είπε, είχε σταλεί από τον Θεό για να βαφτίζει σε νερό. (Ιωα 1:33) Δεν είχε σταλεί από τους Εσσαίους ή από τους Φαρισαίους. Η αποστολή του δεν ήταν να κάνει προσήλυτους στον Ιουδαϊσμό αλλά να βαφτίζει άτομα που ήταν ήδη μέλη της Ιουδαϊκής εκκλησίας.—Λου 1:16.
Ο Ιωάννης γνώριζε ότι τα έργα του προετοίμαζαν απλώς την οδό μπροστά από τον Γιο του Θεού και Μεσσία και ότι θα έδιναν τη θέση τους στη μεγαλύτερη διακονία Εκείνου. Ο λόγος για τον οποίο βάφτιζε ο Ιωάννης ήταν για να φανερωθεί ο Μεσσίας στον Ισραήλ. (Ιωα 1:31) Σύμφωνα με τα εδάφια Ιωάννης 3:26-30, η διακονία του Μεσσία θα αυξανόταν, ενώ η διακονία του Ιωάννη θα ελαττωνόταν. Εκείνοι οι οποίοι βαφτίστηκαν από τους μαθητές του Ιησού στη διάρκεια της επίγειας διακονίας του Ιησού και οι οποίοι έγιναν ως εκ τούτου μαθητές του βαφτίστηκαν, συμβολίζοντας τη μετάνοιά τους, με τον τρόπο του βαφτίσματος του Ιωάννη.—Ιωα 3:25, 26· 4:1, 2.
Το Βάφτισμα του Ιησού στο Νερό. Το βάφτισμα του ίδιου του Ιησού από τον Ιωάννη πρέπει κατ’ ανάγκην να είχε διαφορετική σημασία και σκοπό από το βάφτισμα του Ιωάννη, δεδομένου ότι ο Ιησούς «δεν διέπραξε αμαρτία ούτε βρέθηκε απάτη στο στόμα του». (1Πε 2:22) Επομένως, δεν μπορούσε να προβεί σε μια ενέργεια που συμβόλιζε μετάνοια. Χωρίς αμφιβολία, αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Ιωάννης δεν ήθελε να βαφτίσει τον Ιησού. Αλλά ο Ιησούς είπε: «Άφησέ το, τώρα, γιατί με αυτόν τον τρόπο είναι κατάλληλο να εκτελέσουμε καθετί που είναι δίκαιο».—Ματ 3:13-15.
Ο Λουκάς αναφέρει ότι ο Ιησούς προσευχόταν κατά το βάφτισμά του. (Λου 3:21) Επιπρόσθετα, ο συγγραφέας της επιστολής προς τους Εβραίους λέει πως όταν ο Ιησούς Χριστός ήρθε «στον κόσμο» (που σημαίνει, όχι όταν γεννήθηκε και δεν μπορούσε να διαβάσει και να πει αυτά τα λόγια, αλλά όταν παρουσιάστηκε για βάφτισμα και άρχισε τη διακονία του) είπε, σε αρμονία με τα εδάφια Ψαλμός 40:6-8 (Ο΄· παράβαλε υποσ. στο εδ. 6), τα εξής λόγια: «Θυσία και προσφορά δεν θέλησες, αλλά μου ετοίμασες σώμα . . . Ορίστε! Έχω έρθει (στο ρόλο του βιβλίου είναι γραμμένο για εμένα) να κάνω, Θεέ, το θέλημά σου». (Εβρ 10:5-9) Ο Ιησούς ήταν εκ γενετής μέλος του Ιουδαϊκού έθνους, το οποίο είχε συνάψει εθνική διαθήκη με τον Θεό, τη διαθήκη του Νόμου. (Εξ 19:5-8· Γα 4:4) Επομένως, λόγω αυτού του γεγονότος, ο Ιησούς βρισκόταν ήδη σε σχέση διαθήκης με τον Ιεχωβά Θεό όταν παρουσιάστηκε στον Ιωάννη για να βαφτιστεί. Εκείνη τη στιγμή, ο Ιησούς έκανε κάτι που ξεπερνούσε τα όσα απαιτούνταν από αυτόν υπό το Νόμο. Παρουσίασε τον εαυτό του στον Πατέρα του, τον Ιεχωβά, για να κάνει το «θέλημα» του Πατέρα του, όσον αφορά την προσφορά του δικού του “ετοιμασμένου” σώματος και την κατάργηση των θυσιών ζώων που προσφέρονταν υπό το Νόμο. Ο απόστολος Παύλος σχολιάζει: «Με το προαναφερμένο “θέλημα” έχουμε αγιαστεί μέσω της προσφοράς του σώματος του Ιησού Χριστού μία φορά για πάντα». (Εβρ 10:10) Το θέλημα του Πατέρα για τον Ιησού περιλάμβανε επίσης δράση σε σχέση με τη Βασιλεία, και ο Ιησούς παρουσίασε τον εαυτό του και για αυτή την υπηρεσία. (Λου 4:43· 17:20, 21) Ο Ιεχωβά δέχτηκε και αναγνώρισε αυτή την παρουσίαση του Γιου του, χρίοντάς τον με άγιο πνεύμα και λέγοντας: «Εσύ είσαι ο Γιος μου ο αγαπητός· σε έχω επιδοκιμάσει».—Μαρ 1:9-11· Λου 3:21-23· Ματ 3:13-17.
Το Βάφτισμα των Ακολούθων του Ιησού στο Νερό. Το βάφτισμα του Ιωάννη επρόκειτο να αντικατασταθεί από το βάφτισμα για το οποίο έδωσε εντολή ο Ιησούς: «Κάντε μαθητές από όλα τα έθνη, βαφτίζοντάς τους στο όνομα του Πατέρα και του Γιου και του αγίου πνεύματος». (Ματ 28:19) Αυτό ήταν το μόνο βάφτισμα στο νερό που είχε την επιδοκιμασία του Θεού από την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. και έπειτα. Μερικά χρόνια μετά το 33 Κ.Χ., ο Απολλώς, ένας άνθρωπος με πολύ ζήλο, δίδασκε με ορθότητα τα σχετικά με τον Ιησού αλλά ήξερε μόνο το βάφτισμα του Ιωάννη. Σε αυτό το ζήτημα έπρεπε να λάβει διόρθωση, όπως και οι μαθητές τους οποίους συνάντησε ο Παύλος στην Έφεσο. Εκείνοι οι άντρες στην Έφεσο είχαν υποβληθεί στο βάφτισμα του Ιωάννη, αλλά προφανώς σε κάποια περίοδο κατά την οποία αυτό δεν ήταν πλέον σε ισχύ, δεδομένου ότι ο Παύλος επισκέφτηκε την Έφεσο περίπου 20 χρόνια μετά τον τερματισμό της διαθήκης του Νόμου. Αυτοί βαφτίστηκαν τότε σωστά στο όνομα του Ιησού και έλαβαν άγιο πνεύμα.—Πρ 18:24-26· 19:1-7.
Το ότι το Χριστιανικό βάφτισμα προϋπέθετε κατανόηση του Λόγου του Θεού και συνειδητή απόφαση από μέρους κάποιου να παρουσιάσει τον εαυτό του για να εκτελεί το αποκαλυμμένο θέλημα του Θεού έγινε φανερό την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ., όταν οι Ιουδαίοι και οι προσήλυτοι που ήταν συγκεντρωμένοι εκεί και οι οποίοι είχαν ήδη κάποια γνώση των Εβραϊκών Γραφών άκουσαν τον Πέτρο να μιλάει για τον Ιησού τον Μεσσία, και ως αποτέλεσμα 3.000 άτομα «ασπάστηκαν εγκάρδια τα λόγια του» και «βαφτίστηκαν». (Πρ 2:41· 3:19–4:4· 10:34-38) Στη Σαμάρεια, πρώτα πίστεψαν στα καλά νέα που τους κήρυξε ο Φίλιππος και μετά βαφτίστηκαν. (Πρ 8:12) Ο Αιθίοπας ευνούχος, ευλαβής προσήλυτος στον Ιουδαϊσμό, ο οποίος ως προσήλυτος είχε επίσης γνώση για τον Ιεχωβά και τις Εβραϊκές Γραφές, άκουσε πρώτα την εξήγηση σχετικά με την εκπλήρωση αυτών των γραφών στο πρόσωπο του Χριστού, τη δέχτηκε, και κατόπιν θέλησε να βαφτιστεί. (Πρ 8:34-36) Ο Πέτρος εξήγησε στον Κορνήλιο ότι «όποιος . . . φοβάται [τον Θεό] και εργάζεται δικαιοσύνη είναι ευπρόσδεκτος» (Πρ 10:35) και ότι όποιος θέτει πίστη στον Ιησού Χριστό λαβαίνει συγχώρηση αμαρτιών μέσω του ονόματός του. (Πρ 10:43· 11:18) Όλα αυτά είναι σε αρμονία με την εντολή του Ιησού: «Κάντε μαθητές . . . διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα σας έχω παραγγείλει». Εκείνοι που δέχονται τη διδασκαλία και γίνονται μαθητές μπορούν ορθά να βαφτιστούν.—Ματ 28:19, 20· Πρ 1:8.
Την Πεντηκοστή, κάποιοι Ιουδαίοι, οι οποίοι έφεραν κοινοτική ευθύνη για το θάνατο του Ιησού και οι οποίοι χωρίς αμφιβολία γνώριζαν για το βάφτισμα του Ιωάννη, «ένιωσαν μαχαιριές στην καρδιά» με το κήρυγμα του Πέτρου και ρώτησαν: «Αδελφοί, τι πρέπει να κάνουμε;» Ο Πέτρος απάντησε: «Μετανοήστε, και ας βαφτιστεί ο καθένας σας στο όνομα του Ιησού Χριστού για συγχώρηση των αμαρτιών σας και θα λάβετε τη δωρεά του αγίου πνεύματος». (Πρ 2:37, 38) Ας σημειωθεί ότι ο Πέτρος τούς υπέδειξε κάτι καινούριο—ότι για τη συγχώρηση των αμαρτιών δεν απαιτούνταν μετάνοια και βάφτισμα με το βάφτισμα του Ιωάννη, αλλά μετάνοια και βάφτισμα στο όνομα του Ιησού Χριστού. Δεν είπε ότι το βάφτισμα από μόνο του καθάριζε αμαρτίες. Ο Πέτρος γνώριζε ότι «το αίμα του Ιησού, του Γιου του [Θεού], μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία». (1Ιω 1:7) Αργότερα, αφού αναφέρθηκε στον Ιησού ως «τον Πρώτιστο Παράγοντα της ζωής», ο Πέτρος είπε στους Ιουδαίους στο ναό: «Μετανοήστε, λοιπόν, και μεταστραφείτε για να εξαλειφθούν οι αμαρτίες σας, ώστε να έρθουν καιροί αναζωογόνησης από το πρόσωπο του Ιεχωβά». (Πρ 3:15, 19) Εν προκειμένω, τους δίδαξε ότι η μετάνοια για τα κακά έργα που είχαν διαπράξει εναντίον του Χριστού και η “μεταστροφή”, το να αναγνωρίσουν τον Χριστό, ήταν αυτό που έφερνε συγχώρηση αμαρτιών. Σε αυτό το σημείο δεν μίλησε για το βάφτισμα.
Όσον αφορά τους Ιουδαίους, η διαθήκη του Νόμου καταργήθηκε με βάση το θάνατο του Χριστού πάνω στο ξύλο του βασανισμού (Κολ 2:14), και η νέα διαθήκη άρχισε να ισχύει την Πεντηκοστή του 33 Κ.Χ. (Παράβαλε Πρ 2:4· Εβρ 2:3, 4.) Παρ’ όλα αυτά, ο Θεός έδειξε ειδική εύνοια στους Ιουδαίους για μια επιπρόσθετη περίοδο τρεισήμισι χρόνων περίπου. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου οι μαθητές του Ιησού περιόρισαν το κήρυγμά τους στους Ιουδαίους, στους προσήλυτους στον Ιουδαϊσμό και στους Σαμαρείτες. Αλλά το 36 Κ.Χ. περίπου, ο Θεός κατηύθυνε τον Πέτρο να πάει στο σπίτι του Εθνικού Κορνήλιου, ενός Ρωμαίου αξιωματικού του στρατού, και εκχέοντας το άγιο πνεύμα Του πάνω στον Κορνήλιο και στο σπιτικό του, έδειξε στον Πέτρο ότι οι Εθνικοί θα μπορούσαν στο εξής να γίνονται δεκτοί για βάφτισμα στο νερό. (Πρ 10:34, 35, 44-48) Εφόσον ο Θεός δεν αναγνώριζε πλέον τη διαθήκη του Νόμου με τους περιτμημένους Ιουδαίους αλλά τώρα πια αναγνώριζε μόνο τη νέα του διαθήκη με μεσίτη τον Ιησού Χριστό, δεν θεωρούσε ότι οι φυσικοί Ιουδαίοι, περιτμημένοι ή απερίτμητοι, είχαν κάποια ειδική σχέση μαζί του. Αυτοί δεν μπορούσαν να αποκτήσουν καλή υπόσταση ενώπιον του Θεού με το να τηρούν το Νόμο ο οποίος δεν ίσχυε πλέον, ούτε με το βάφτισμα του Ιωάννη το οποίο σχετιζόταν με το Νόμο, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να πλησιάσουν τον Θεό μέσω πίστης στον Γιο του και να βαφτιστούν στο νερό στο όνομα του Ιησού Χριστού για να έχουν την αναγνώριση και την εύνοια του Ιεχωβά.—Βλέπε ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ (Διαθήκη σε ισχύ «επί μία εβδομάδα»).
Συνεπώς, μετά το 36 Κ.Χ. όλοι, Ιουδαίοι και Εθνικοί, είχαν την ίδια υπόσταση ενώπιον του Θεού. (Ρω 11:30-32· 14:12) Οι άνθρωποι από τα έθνη, με εξαίρεση εκείνους που ήταν περιτμημένοι προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό, δεν περιλαμβάνονταν στη διαθήκη του Νόμου και δεν υπήρξαν ποτέ λαός που είχε ειδική σχέση με τον Θεό τον Πατέρα. Τώρα τους δινόταν ατομικά η ευκαιρία να γίνουν λαός του Θεού. Προτού λοιπόν αυτοί μπορέσουν να βαφτιστούν στο νερό, έπρεπε να πλησιάσουν τον Θεό ασκώντας πίστη στον Γιο του, τον Ιησού Χριστό. Κατόπιν, σε αρμονία με το παράδειγμα και την εντολή του Χριστού, θα μπορούσαν ορθά να υποβληθούν σε βάφτισμα στο νερό.—Ματ 3:13-15· 28:18-20.
Το Χριστιανικό αυτό βάφτισμα θα είχε ζωτική επίδραση στην υπόστασή τους ενώπιον του Θεού. Ο απόστολος Πέτρος μιλώντας για την κατασκευή της κιβωτού από τον Νώε, μέσω της οποίας αυτός και η οικογένειά του σώθηκαν από τον Κατακλυσμό, έγραψε στη συνέχεια: «Εκείνο που αντιστοιχεί με αυτό σώζει και εσάς τώρα, δηλαδή το βάφτισμα (όχι η αποβολή της ακαθαρσίας της σάρκας, αλλά το αίτημα που υποβάλλεται στον Θεό για αγαθή συνείδηση), μέσω της ανάστασης του Ιησού Χριστού». (1Πε 3:20, 21) Η κιβωτός αποτελούσε απτή απόδειξη του ότι ο Νώε είχε αφιερώσει τον εαυτό του στο να κάνει το θέλημα του Θεού και ακολούθως είχε επιτελέσει πιστά το έργο που του είχε αναθέσει ο Θεός. Αυτό οδήγησε στη διάσωσή του. Αντίστοιχα θα σωθούν από τον παρόντα πονηρό κόσμο εκείνοι οι οποίοι αφιερώνουν τον εαυτό τους στον Ιεχωβά με βάση την πίστη στον αναστημένο Χριστό, βαφτίζονται για να συμβολίσουν αυτή τους την αφιέρωση και κάνουν το θέλημα του Θεού για τους υπηρέτες του. (Γα 1:3, 4) Αυτοί δεν οδεύουν πλέον στην καταστροφή μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο. Θα σωθούν από αυτή την καταστροφή και θα τους δοθεί αγαθή συνείδηση από τον Θεό.
Όχι Νηπιοβαπτισμός. Εφόσον προτού βαφτιστεί κάποιος πρέπει να “ακούσει το λόγο”, να “ασπαστεί εγκάρδια το λόγο” και να “μετανοήσει” (Πρ 2:14, 22, 38, 41), και δεδομένου ότι το βάφτισμα προϋποθέτει μια σοβαρή απόφαση από μέρους του ατόμου, είναι προφανές ότι το άτομο πρέπει τουλάχιστον να είναι σε μια ηλικία που να μπορεί να ακούσει, να πιστέψει και να πάρει τη συγκεκριμένη απόφαση. Μερικοί επικαλούνται ως επιχείρημα υπέρ του νηπιοβαπτισμού τις περιπτώσεις όπου ολόκληρα “σπιτικά” βαφτίστηκαν, όπως το σπιτικό του Κορνήλιου, της Λυδίας, του δεσμοφύλακα στους Φιλίππους, του Κρίσπου και του Στεφανά. (Πρ 10:48· 11:14· 16:15, 32-34· 18:8· 1Κο 1:16) Κατά την άποψή τους, αυτό αφήνει να εννοηθεί πως βαφτίστηκαν και τα βρέφη αυτών των οικογενειών. Αλλά στην περίπτωση του Κορνήλιου, εκείνοι που βαφτίστηκαν ήταν άτομα που είχαν ακούσει το λόγο και είχαν λάβει το άγιο πνεύμα, και μιλούσαν σε γλώσσες και δόξαζαν τον Θεό. Αυτά τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να ισχύουν για νήπια. (Πρ 10:44-46) Η Λυδία «λάτρευε τον Θεό . . . και ο Ιεχωβά άνοιξε διάπλατα την καρδιά της για να προσέχει τα όσα έλεγε ο Παύλος». (Πρ 16:14) Ο δεσμοφύλακας στους Φιλίππους έπρεπε να “πιστέψει στον Κύριο Ιησού”, πράγμα που υποδηλώνει ότι και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του έπρεπε να πιστέψουν για να βαφτιστούν. (Πρ 16:31-34) «Ο Κρίσπος . . . , ο αρχισυνάγωγος, πίστεψε στον Κύριο, αυτός και όλο το σπιτικό του». (Πρ 18:8) Όλα αυτά δείχνουν ότι με το βάφτισμα συνδέονται πράγματα όπως η ακρόαση, η πίστη και η απόδοση δόξας στον Θεό, πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν τα νήπια. Στη Σαμάρεια, όταν άκουσαν και πίστεψαν «τα καλά νέα της βασιλείας του Θεού και του ονόματος του Ιησού Χριστού, άρχισαν να βαφτίζονται». Εδώ το Γραφικό υπόμνημα αναφέρει συγκεκριμένα ότι εκείνοι που βαφτίστηκαν ήταν, όχι νήπια, αλλά «άντρες και γυναίκες».—Πρ 8:12.
Η δήλωση που έκανε ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους ότι τα παιδιά ήταν «άγια» λόγω του πιστού γονέα τους δεν αποτελεί απόδειξη ότι τα νήπια βαφτίζονταν—απεναντίας, υποδηλώνει το αντίθετο. Τα ανήλικα παιδιά που ήταν πολύ μικρά ώστε να είναι σε θέση να πάρουν μια τέτοια απόφαση θα απολάμβαναν ένα είδος εύνοιας λόγω του πιστού γονέα τους, όχι λόγω κάποιου υποτιθέμενου μυστηριακού βαφτίσματος το οποίο θα τους προσέδιδε εύνοια σε ανεξάρτητη βάση. Αν ήταν κατάλληλο να βαφτίζονται τα νήπια, τότε δεν θα χρειαζόταν να επεκτείνεται και στα παιδιά η εύνοια που απολάμβανε ο πιστός γονέας.—1Κο 7:14.
Είναι αλήθεια ότι ο Ιησούς είπε: «Μην . . . εμποδίζετε [τα παιδάκια] να έρθουν σε εμένα, γιατί σε τέτοιου είδους άτομα ανήκει η βασιλεία των ουρανών». (Ματ 19:13-15· Μαρ 10:13-16) Τα παιδιά αυτά, όμως, δεν βαφτίστηκαν. Ο Ιησούς τα ευλόγησε, και δεν υπάρχει τίποτα που να δείχνει ότι το γεγονός πως έθεσε τα χέρια του πάνω τους αποτελούσε θρησκευτική τελετή. Επιπρόσθετα έδειξε ότι “η βασιλεία του Θεού ανήκει σε τέτοιου είδους άτομα”, όχι επειδή τα παιδιά βαφτίστηκαν, αλλά επειδή ήταν ευδίδακτα και πρόθυμα να εμπιστεύονται τους άλλους. Στους Χριστιανούς δίνεται η εντολή να είναι «νήπια ως προς την κακία», αλλά «πλήρως αναπτυγμένοι όσον αφορά τις δυνάμεις κατανόησης».—Ματ 18:4· Λου 18:16, 17· 1Κο 14:20.
Ο θρησκευτικός ιστορικός Αύγουστος Νέανδρος έγραψε για τους Χριστιανούς του πρώτου αιώνα: «Ο νηπιοβαπτισμός ήταν άγνωστος εκείνη την περίοδο. . . . Το ότι τα πρώτα ίχνη του νηπιοβαπτισμού εμφανίζονται πολύ μεταγενέστερα, στην εποχή του Ειρηναίου [περ. 120/140–περ. 200/203 Κ.Χ.] (οπωσδήποτε δε όχι νωρίτερα από τότε), καθώς και το γεγονός ότι ο νηπιοβαπτισμός αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως αποστολική παράδοση στη διάρκεια του τρίτου αιώνα, είναι περισσότερο απόδειξη εναντίον παρά υπέρ της παραδοχής της αποστολικής προέλευσής του».—Ιστορία της Ίδρυσης και της Καθοδήγησης της Χριστιανικής Εκκλησίας από τους Αποστόλους (Geschichte der Pflanzung und Leitung der christlichen Kirche durch die Apostel), Τόμ. 1, σ. 213.
Πλήρης Βύθιση. Από τον ορισμό του βαφτίσματος που αναφέρεται παραπάνω είναι σαφές ότι το βάφτισμα απαιτεί να βυθιστεί πλήρως το άτομο ή να καταδυθεί στο νερό, όχι απλώς να χυθεί νερό πάνω του ή να ραντιστεί. Τα Βιβλικά παραδείγματα βαφτίσματος επιβεβαιώνουν αυτό το γεγονός. Ο Ιησούς βαφτίστηκε σε έναν αρκετά μεγάλο ποταμό, τον Ιορδάνη, και αφού βαφτίστηκε “ανέβηκε από το νερό”. (Μαρ 1:10· Ματ 3:13, 16) Ο Ιωάννης επέλεξε μια τοποθεσία στην Κοιλάδα του Ιορδάνη κοντά στο Σαλείμ για να βαφτίζει, «επειδή υπήρχε μεγάλη ποσότητα νερού εκεί». (Ιωα 3:23) Ο Αιθίοπας ευνούχος ζήτησε να βαφτιστεί όταν έφτασαν «σε ένα μέρος με νερό». «Κατέβηκαν και οι δύο στο νερό». Κατόπιν «ανέβηκαν από το νερό». (Πρ 8:36-40) Όλα αυτά τα περιστατικά υποδεικνύουν όχι μια μικρή, ρηχή δεξαμενή, με νερό στο ύψος των αστραγάλων, αλλά μια μεγάλη υδάτινη μάζα στην οποία έπρεπε να μπουν και από την οποία έπρεπε να βγουν. Εκτός αυτού, το γεγονός ότι το βάφτισμα χρησιμοποιήθηκε και ως σύμβολο ταφής υποδηλώνει πλήρη κατάδυση.—Ρω 6:4-6· Κολ 2:12.
Οι ιστορικές πηγές δείχνουν ότι οι πρώτοι Χριστιανοί βάφτιζαν με βύθιση στο νερό. Σε σχέση με αυτό η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια ([New Catholic Encyclopedia] 1967, Τόμ. 2, σ. 56) αναφέρει: «Είναι προφανές ότι το Βάφτισμα στην πρώτη Εκκλησία γινόταν με βύθιση». Η εγκυκλοπαίδεια Λαρούς του 20ού Αιώνα (Larousse du XXe Siècle), Παρίσι, 1928, λέει: «Οι πρώτοι Χριστιανοί βαφτίζονταν με βύθιση οπουδήποτε υπήρχε νερό».
Βάφτισμα στον Χριστό Ιησού, στο Θάνατό Του. Όταν ο Ιησούς βαφτίστηκε στον Ιορδάνη Ποταμό, γνώριζε ότι αποδυόταν σε μια θυσιαστική πορεία. Γνώριζε ότι το “ετοιμασμένο σώμα” του έπρεπε να θανατωθεί, ότι έπρεπε να πεθάνει αθώος, ως τέλεια ανθρώπινη θυσία με απολυτρωτική αξία για το ανθρώπινο γένος. (Ματ 20:28) Ο Ιησούς κατανοούσε ότι έπρεπε να «καταδυθεί» στο θάνατο, από τον οποίο, όμως, θα εγειρόταν την τρίτη ημέρα. (Ματ 16:21) Γι’ αυτό και παρομοίασε αυτό που θα του συνέβαινε με βάφτισμα στο θάνατο. (Λου 12:50) Εξήγησε στους μαθητές του ότι υποβαλλόταν ήδη σε αυτό το βάφτισμα, στη διάρκεια της διακονίας του. (Μαρ 10:38, 39) Βαφτίστηκε πλήρως στο θάνατο όταν «καταδύθηκε» στο θάνατο με το να κρεμαστεί στο ξύλο του βασανισμού στις 14 Νισάν του 33 Κ.Χ. Με την ανάστασή του από τον Πατέρα του, τον Ιεχωβά Θεό, την τρίτη ημέρα, ολοκληρώθηκε αυτό το βάφτισμα, το οποίο περιλαμβάνει και έγερση. Το βάφτισμα του Ιησού στο θάνατο διαφέρει και διαχωρίζεται σαφώς από το βάφτισμά του στο νερό, διότι το βάφτισμα του Ιησού στο νερό ολοκληρώθηκε στην αρχή της διακονίας του, ενώ το βάφτισμά του στο θάνατο άρχιζε μόλις τότε.
Οι πιστοί απόστολοι του Ιησού Χριστού είχαν βαφτιστεί στο νερό με το βάφτισμα του Ιωάννη. (Ιωα 1:35-37· 4:1) Αλλά δεν είχαν ακόμη βαφτιστεί με άγιο πνεύμα, όταν ο Ιησούς έδειξε ότι και αυτοί έπρεπε να υποβληθούν σε συμβολικό βάφτισμα σαν το δικό του, δηλαδή βάφτισμα στο θάνατο. (Μαρ 10:39) Άρα λοιπόν, το βάφτισμα στο θάνατό του είναι κάτι διαφορετικό από το βάφτισμα στο νερό. Ο Παύλος είπε τα εξής στην επιστολή του προς τη Χριστιανική εκκλησία της Ρώμης: «Δεν ξέρετε ότι όλοι εμείς, που βαφτιστήκαμε στον Χριστό Ιησού, βαφτιστήκαμε στο θάνατό του;»—Ρω 6:3.
Ο Ιεχωβά Θεός είναι υπεύθυνος για τη διενέργεια αυτού του βαφτίσματος στον Χριστό Ιησού καθώς και για το βάφτισμα στο θάνατό του. Αυτός έχρισε τον Ιησού, καθιστώντας τον Χριστό ή Χρισμένο. (Πρ 10:38) Έτσι λοιπόν, ο Θεός βάφτισε τον Ιησού με το άγιο πνεύμα προκειμένου να μπορούν και οι ακόλουθοί του στη συνέχεια να βαφτίζονται με άγιο πνεύμα, μέσω του Ιησού. Κατά συνέπεια, όσοι καθίστανται συγκληρονόμοι του, έχοντας ουράνια ελπίδα, πρέπει να “βαφτιστούν στον Χριστό Ιησού”, δηλαδή στον Χρισμένο Ιησού, ο οποίος όταν χρίστηκε γεννήθηκε και ο ίδιος ως πνευματικός γιος του Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενώνονται μαζί με εκείνον, με την Κεφαλή τους, και γίνονται μέλη της εκκλησίας που είναι το σώμα του Χριστού.—1Κο 12:12, 13, 27· Κολ 1:18.
Η πορεία αυτών των Χριστιανών ακολούθων που βαφτίζονται στον Χριστό Ιησού είναι μια πορεία διακράτησης ακεραιότητας υπό δοκιμασία η οποία ξεκινάει από τη στιγμή που βαφτίζονται στον Χριστό, μια πορεία που τους φέρνει καθημερινά αντιμέτωπους με το θάνατο, και τελικά ένας θάνατος ακεραιότητας, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο απόστολος Παύλος όταν εξηγούσε αυτό το θέμα στους Χριστιανούς της Ρώμης: «Άρα λοιπόν, θαφτήκαμε μαζί του μέσω του βαφτίσματός μας στο θάνατό του, ώστε, όπως ο Χριστός εγέρθηκε από τους νεκρούς μέσω της δόξας του Πατέρα, παρόμοια και εμείς να περπατήσουμε σε μια νέα κατάσταση ζωής. Διότι αν έχουμε ενωθεί μαζί του κατά την ομοιότητα του θανάτου του, σίγουρα θα ενωθούμε επίσης μαζί του κατά την ομοιότητα της ανάστασής του».—Ρω 6:4, 5· 1Κο 15:31-49.
Διευκρινίζοντας περαιτέρω το ζήτημα στην επιστολή του προς την εκκλησία των Φιλίππων, ο Παύλος περιέγραψε τη δική του πορεία με τα εξής λόγια: «Μια συμμετοχή στα παθήματά του [του Χριστού], παραδίδοντας τον εαυτό μου σε θάνατο όμοιο με το δικό του, για να δω μήπως μπορέσω να φτάσω στην πρωτύτερη ανάσταση από τους νεκρούς». (Φλπ 3:10, 11) Μόνο ο Παντοδύναμος Θεός, ο ουράνιος Πατέρας, ο οποίος είναι ο Βαφτιστής όσων βαφτίζονται σε ενότητα με τον Ιησού Χριστό καθώς και στο θάνατό του, μπορεί να ολοκληρώσει το βάφτισμα. Αυτό το κάνει μέσω του Χριστού, εγείροντάς τους από το θάνατο για να ενωθούν με τον Ιησού Χριστό κατά την ομοιότητα της ανάστασής του, δηλαδή σε ουράνια, αθάνατη ζωή.—1Κο 15:53, 54.
Το ότι μια εκκλησία ανθρώπων μπορεί, τρόπον τινά, να βαφτιστεί ή να βυθιστεί σε έναν απελευθερωτή και ηγέτη καταδεικνύεται παραστατικά από τα λόγια του αποστόλου Παύλου, δηλαδή ότι η εκκλησία του Ισραήλ “βαφτίστηκε στον Μωυσή μέσω του σύννεφου και της θάλασσας”. Σε εκείνη την περίπτωση, οι Ισραηλίτες, καθώς ήταν καλυμμένοι από ένα προστατευτικό σύννεφο και πλαισιωμένοι από τα υδάτινα τείχη, βυθίστηκαν συμβολικά. Ο Μωυσής προείπε ότι ο Θεός επρόκειτο να εγείρει προφήτη σαν και αυτόν. Ο Πέτρος εφάρμοσε αυτή την προφητεία στον Ιησού Χριστό.—1Κο 10:1, 2· Δευ 18:15-19· Πρ 3:19-23.
Τι είναι το βάφτισμα «με σκοπό να γίνουν νεκροί»;
Οι μεταφραστές αποδίδουν το εδάφιο 1 Κορινθίους 15:29 με διάφορους τρόπους: «Τι θα κάνουν εκείνοι οι οποίοι βαφτίζονται για τους νεκρούς;» (KJ· ΜΠΚ· ΚΔΤΚ)· «αντί των νεκρών τους;» (AT)· «αντί των νεκρών;» (NE)· «με σκοπό να γίνουν νεκροί;» (ΜΝΚ)
Πολλές και διάφορες ερμηνείες έχουν δοθεί σε αυτό το εδάφιο. Η πιο κοινή ερμηνεία είναι ότι ο Παύλος αναφερόταν στη συνήθεια του βαφτίσματος στο νερό δι’ αντιπροσώπου, δηλαδή στο να βαφτίζονται ζωντανοί αντί των νεκρών, υποκαθιστώντας τους, προκειμένου να ωφεληθούν αυτοί οι νεκροί. Η ύπαρξη μιας τέτοιας συνήθειας στις ημέρες του Παύλου δεν μπορεί να αποδειχτεί, ούτε συμβαδίζει με τα εδάφια που δηλώνουν σαφώς ότι εκείνοι οι οποίοι βαφτίζονταν ήταν «μαθητές», άτομα που τα ίδια «ασπάστηκαν εγκάρδια τα λόγια», που «πίστεψαν» προσωπικά.—Ματ 28:19· Πρ 2:41· 8:12.
Το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των Λίντελ και Σκοτ (Εκδόσεις «Ι. Σιδέρης», 1921, Τόμ. 4, σ. 432), περιλαμβάνει τις εκφράσεις «αντί τινός» και «χάριν» μεταξύ των ορισμών για την πρόθεση ὑπέρ, η οποία χρησιμοποιείται με τη γενική πτώση στο εδάφιο 1 Κορινθίους 15:29. Σε κάποιες περιπτώσεις, η έκφραση «χάριν» ισοδυναμεί με την έκφραση «με σκοπό να». Από το 1728 κιόλας ο Τζέικομπ Έλσνερ επισήμανε περιπτώσεις σε κείμενα διαφόρων Ελλήνων συγγραφέων όπου το ὑπέρ με γενική έχει τελική σημασία, δηλαδή εκφράζει σκοπό, και έδειξε ότι στο εδάφιο 1 Κορινθίους 15:29 αυτή η σύνταξη έχει τέτοια έννοια. (Ιερές Παρατηρήσεις στα Βιβλία της Καινής Διαθήκης [Observationes Sacrae in Novi Foederis Libros], Ουτρέχτη, Τόμ. 2, σ. 127-131) Σε συμφωνία με αυτό, η Μετάφραση Νέου Κόσμου αποδίδει στο ὑπέρ αυτού του εδαφίου την έννοια «με σκοπό να».
Σε περιπτώσεις όπου μια έκφραση μπορεί να μεταφραστεί γραμματικά με περισσότερους από έναν τρόπους, η σωστή απόδοση είναι αυτή που συμφωνεί με τα συμφραζόμενα. Στην προκειμένη περίπτωση, τα συμφραζόμενα στα εδάφια 1 Κορινθίους 15:3, 4 δείχνουν ότι το υπό εξέταση θέμα είναι κατά κύριο λόγο η πίστη στο θάνατο και στην ανάσταση του Ιησού Χριστού. Ακολούθως, τα επόμενα εδάφια αποδεικνύουν τη βασιμότητα αυτής της πίστης (εδ. 5-11) και εξετάζουν τις σοβαρές επιπτώσεις της άρνησης κάποιου να πιστέψει στην ανάσταση (εδ. 12-19), το γεγονός ότι η ανάσταση του Χριστού αποτελεί διαβεβαίωση ότι και άλλοι θα αναστηθούν από τους νεκρούς (εδ. 20-23) και, τέλος, το πώς όλα αυτά συντελούν στην ενοποίηση όλης της νοήμονος δημιουργίας με τον Θεό (εδ. 24-28). Το εδάφιο 29 είναι προφανώς αναπόσπαστο μέρος αυτής της εξέτασης. Αλλά για την ανάσταση τίνων μιλάει το εδάφιο 29; Μήπως για την ανάσταση εκείνων των οποίων το βάφτισμα αναφέρεται εκεί; Ή για την ανάσταση κάποιου ο οποίος πέθανε προτού λάβει χώρα αυτό το βάφτισμα; Τι υποδηλώνουν τα επόμενα εδάφια; Τα εδάφια 30 ως 34 δείχνουν καθαρά ότι αυτό που εξετάζεται εδώ είναι οι προοπτικές μελλοντικής ζωής ζωντανών Χριστιανών, τα δε εδάφια 35 ως 58 δηλώνουν ότι αυτοί ήταν πιστοί Χριστιανοί οι οποίοι είχαν την ελπίδα της ουράνιας ζωής.
Αυτό συμφωνεί με το εδάφιο Ρωμαίους 6:3 το οποίο λέει: «Δεν ξέρετε ότι όλοι εμείς, που βαφτιστήκαμε στον Χριστό Ιησού, βαφτιστήκαμε στο θάνατό του;» Όπως διασαφηνίζει αυτό το εδάφιο, δεν πρόκειται για βάφτισμα που κάνει ο Χριστιανός αντί κάποιου που είναι ήδη νεκρός αλλά, απεναντίας, είναι κάτι που επηρεάζει το δικό του μέλλον.
Με ποια έννοια, λοιπόν, αυτοί οι Χριστιανοί «βαφτίζονται με σκοπό να γίνουν νεκροί», ή “βαφτίζονται στο θάνατό του”; Αυτοί «βυθίστηκαν» σε μια πορεία ζωής που επρόκειτο να τους οδηγήσει ως τηρητές ακεραιότητας στο θάνατο, όπως συνέβη στην περίπτωση του Χριστού, και η οποία συνοδευόταν από την ελπίδα μιας ανάστασης σαν τη δική του σε αθάνατη πνευματική ζωή. (Ρω 6:4, 5· Φλπ 3:10, 11) Δεν επρόκειτο για βάφτισμα που έγινε γρήγορα, όπως η βύθιση στο νερό. Τρία και πλέον χρόνια μετά τη βύθισή του στο νερό, ο Ιησούς αναφέρθηκε σε ένα βάφτισμα που δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί στην περίπτωσή του και το οποίο ήταν ακόμη μελλοντικό για τους μαθητές του. (Μαρ 10:35-40) Εφόσον αυτό το βάφτισμα οδηγεί σε ανάσταση σε ουράνια ζωή, πρέπει να αρχίζει όταν το πνεύμα του Θεού επενεργεί στο άτομο με τρόπο που να γεννάει αυτή την ελπίδα και πρέπει να τελειώνει, όχι με το θάνατο, αλλά με την υλοποίηση της προοπτικής για αθάνατη πνευματική ζωή μέσω της ανάστασης.—2Κο 1:21, 22· 1Κο 6:14.
Η Θέση Κάποιου στο Σκοπό του Θεού. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός που βαφτίζεται στο νερό συνάπτει ειδική σχέση με τον Ιεχωβά ως υπηρέτης του, με σκοπό να κάνει το θέλημά Του. Δεν καθορίζει μόνος του ποιο είναι το θέλημα του Θεού για αυτόν, αλλά ο Θεός είναι εκείνος που αποφασίζει πώς θα τον χρησιμοποιήσει και πού θα τον εντάξει στα πλαίσια των σκοπών Του. Για παράδειγμα, στο παρελθόν ολόκληρο το έθνος του Ισραήλ είχε ειδική σχέση με τον Θεό, ήταν ιδιοκτησία του Ιεχωβά. (Εξ 19:5) Αλλά μόνο η φυλή του Λευί επιλέχθηκε για την εκτέλεση των υπηρεσιών στο αγιαστήριο, και από αυτή τη φυλή μόνο η οικογένεια του Ααρών αποτελούσε το ιερατείο. (Αρ 1:48-51· Εξ 28:1· 40:13-15) Η δε βασιλεία εδραιώθηκε από τον Ιεχωβά Θεό αποκλειστικά στη γενεαλογική γραμμή της οικογένειας του Δαβίδ.—2Σα 7:15, 16.
Αντίστοιχα, εκείνοι που υποβάλλονται στο Χριστιανικό βάφτισμα γίνονται ιδιοκτησία του Θεού, δούλοι του, για να τους χρησιμοποιεί εκείνος όπως κρίνει κατάλληλο. (1Κο 6:20) Ένα παράδειγμα του πώς κατευθύνει ο Θεός αυτά τα ζητήματα βρίσκεται στην Αποκάλυψη, όπου αναφέρεται ένας ορισμένος αριθμός ατόμων που «σφραγίζονται» τελικά, συγκεκριμένα 144.000. (Απ 7:4-8) Ακόμη και πριν από την τελική επιδοκιμασία αυτών των ατόμων, το άγιο πνεύμα του Θεού λειτουργεί ως σφραγίδα η οποία δίνει στα άτομα που σφραγίζονται μια προκαταβολική εγγύηση της κληρονομιάς τους, μιας ουράνιας κληρονομιάς. (Εφ 1:13, 14· 2Κο 5:1-5) Επιπλέον, σε όσους έχουν αυτή την ελπίδα λέγονται τα εξής: «Ο Θεός έχει θέσει τα μέλη στο σώμα [του Χριστού], το καθένα από αυτά, όπως ευαρεστήθηκε».—1Κο 12:18, 27.
Ο Ιησούς έστρεψε την προσοχή και σε μια άλλη ομάδα όταν είπε: «Και άλλα πρόβατα έχω, που δεν είναι από αυτή τη μάντρα· και εκείνα πρέπει να τα φέρω, και θα ακούσουν τη φωνή μου και θα γίνουν ένα ποίμνιο, ένας ποιμένας». (Ιωα 10:16) Τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος εδώ δεν είναι από το «μικρό ποίμνιο» (Λου 12:32), αλλά και αυτά τα άτομα πρέπει να πλησιάσουν τον Ιεχωβά μέσω του Ιησού Χριστού και να βαφτιστούν στο νερό.
Το όραμα που δόθηκε στον απόστολο Ιωάννη, το οποίο είναι καταγραμμένο στην Αποκάλυψη, εναρμονίζεται με αυτό το στοιχείο δεδομένου ότι, αφού παρουσιάζει στον Ιωάννη τους 144.000 “σφραγισμένους”, στη συνέχεια στρέφει την προσοχή του σε «ένα μεγάλο πλήθος, το οποίο κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να αριθμήσει». Για αυτούς αναφέρεται ότι «έπλυναν τις στολές τους και τις έκαναν λευκές με το αίμα του Αρνιού», γεγονός που μαρτυρεί πίστη στη λυτρωτική θυσία του Ιησού Χριστού, του Αρνιού του Θεού. (Απ 7:9, 14) Συνεπώς, γίνονται δεκτοί με εύνοια, εφόσον “στέκονται ενώπιον του θρόνου [του Θεού]”, αλλά δεν είναι αυτοί που επιλέγει ο Θεός για να είναι οι 144.000 «σφραγισμένοι». Το όραμα τονίζει κατόπιν ότι αυτό το «μεγάλο πλήθος» υπηρετεί τον Θεό ημέρα και νύχτα και ότι εκείνος θα τους προστατέψει και θα τους φροντίσει.—Απ 7:15-17.
Βάφτισμα με Φωτιά. Όταν πολλοί Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι ήρθαν στον Ιωάννη τον Βαφτιστή, εκείνος τους αποκάλεσε «γεννήματα οχιάς». Αναφερόμενος δε σε Αυτόν που θα ερχόταν, είπε: «Εκείνος θα σας βαφτίσει με άγιο πνεύμα και με φωτιά». (Ματ 3:7, 11· Λου 3:16) Το βάφτισμα με φωτιά δεν είναι το ίδιο με το βάφτισμα με άγιο πνεύμα. Το βάφτισμα στη φωτιά δεν θα μπορούσε να είναι, όπως ισχυρίζονται μερικοί, οι γλώσσες φωτιάς που εμφανίστηκαν την Πεντηκοστή, διότι σε εκείνη την περίπτωση οι μαθητές δεν βυθίστηκαν στη φωτιά. (Πρ 2:3) Ο Ιωάννης είπε στους ακροατές του ότι επρόκειτο να λάβει χώρα κάποιος διαχωρισμός, επρόκειτο να μαζευτεί το σιτάρι και κατόπιν το άχυρο θα καιγόταν με άσβεστη φωτιά. (Ματ 3:12) Τόνισε ότι η φωτιά δεν θα ήταν ευλογία ή ανταμοιβή αλλά θα ήταν αποτέλεσμα του ότι “το δέντρο δεν παρήγε καλό καρπό”.—Ματ 3:10· Λου 3:9.
Χρησιμοποιώντας τη φωτιά ως σύμβολο καταστροφής, ο Ιησούς προείπε την εκτέλεση των πονηρών η οποία θα λάβαινε χώρα κατά τη διάρκεια της παρουσίας του, λέγοντας: «Την ημέρα που βγήκε ο Λωτ από τα Σόδομα, έβρεξε φωτιά και θειάφι από τον ουρανό και τους κατέστρεψε όλους. Το ίδιο θα είναι την ημέρα που θα αποκαλυφτεί ο Γιος του ανθρώπου». (Λου 17:29, 30· Ματ 13:49, 50) Άλλες περιπτώσεις στις οποίες η φωτιά αντιπροσωπεύει, όχι σωτήρια δύναμη, αλλά καταστροφική, βρίσκονται στα εδάφια 2 Θεσσαλονικείς 1:8· Ιούδα 7 και 2 Πέτρου 3:7, 10.