-
ΕρμήςΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
2. Θεός των αρχαίων Ελλήνων, γιος του Δία και της Μαίας, αντίστοιχος του Μερκούριους, του ρωμαϊκού θεού του εμπορίου. Ο Ερμής θεωρούνταν ο αγγελιοφόρος των θεών. Πιστευόταν ότι ήταν ο συνετός σύμβουλος των ηρώων και θεωρούνταν ο θεός του εμπορίου, της ευγλωττίας, της άθλησης, του ύπνου και των ονείρων. Κατά την επικρατούσα αντίληψη αυτός ο θεός όχι μόνο καθοδηγούσε τους ζωντανούς αλλά και συνόδευε τους νεκρούς στον Άδη.
Όταν οι κάτοικοι των Λύστρων είδαν τον απόστολο Παύλο να θεραπεύει εκεί έναν άντρα εκ γενετής κουτσό νόμισαν ότι ήταν ο θεός Ερμής επειδή «έπαιρνε την πρωτοβουλία στο λόγο». (Πρ 14:8-13) Αυτό το γεγονός συμβαδίζει με την αντίληψη που επικρατούσε ότι ο Ερμής ήταν ο αγγελιοφόρος των θεών και ο θεός της ευγλωττίας. Το ότι ο λαός των Λύστρων λάτρευε τον Ερμή φαίνεται από την ακόλουθη επιγραφή που βρέθηκε σε εκείνη την περιοχή το 1909: «Ο Τούις Μακρίνος, αποκαλούμενος και Αβάσκαντος, και ο Μπάτασις, γιος του Μπρέτασις, έφτιαξαν ιδία δαπάνη, σύμφωνα με την ευχή τους, [ένα άγαλμα του] Ερμή του Μέγιστου και ένα ηλιακό ρολόι και τα αφιέρωσαν στον Δία, το θεό του ήλιου».—Η Διεθνής Στερεότυπη Εγκυκλοπαίδεια της Βίβλου (The International Standard Bible Encyclopaedia), επιμέλεια Τζ. Ορ, 1960, Τόμ. 3, σ. 1944.
-
-
ΕρμηνείαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
Το ρήμα ἑρμηνεύω του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αποδίδεται «μεταφράζω». (Ιωα 1:42· 9:7· Εβρ 7:2) Το ρήμα αυτό μοιάζει με το όνομα του Ερμή ο οποίος θεωρούνταν από τους αρχαίους μυθολόγους, όχι μόνο ο αγγελιοφόρος, ο απεσταλμένος και ο ερμηνευτής των θεών, αλλά και ο προστάτης των συγγραφέων, των ομιλητών και των μεταφραστών. Οι ειδωλολάτρες στα Λύστρα αποκαλούσαν τον Παύλο «Ερμή, επειδή αυτός έπαιρνε την πρωτοβουλία στο λόγο». (Πρ 14:12) Από την πρόθεση μετά, η οποία υποδηλώνει «αλλαγή», και το ρήμα ἑρμηνεύω προέρχεται το ρήμα μεθερμηνεύομαι (μέσης φωνής), το οποίο εμφανίζεται και αυτό αρκετές φορές στην Αγία Γραφή. Το συγκεκριμένο ρήμα σημαίνει «αλλάζω ή μεταφράζομαι από μια γλώσσα σε μια άλλη», όπως στην έκφραση «όταν μεταφράζεται» (μεθερμηνευόμενον, Κείμενο).—Ματ 1:23.
-