ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ
Αυτός που θεσπίζει νόμους. Η Αγία Γραφή επικεντρώνει την προσοχή στον Ιεχωβά ως τον θεμελιώδη Νομοθέτη του σύμπαντος.
Ο Ιεχωβά ως ο Νομοθέτης. Ο Ιεχωβά είναι στην πραγματικότητα ο μόνος αληθινός Νομοθέτης στο σύμπαν. Σε αυτόν πρέπει να αποδίδονται οι φυσικοί νόμοι που διέπουν την άψυχη δημιουργία (Ιωβ 38:4-38· Ψλ 104:5-19) και τη ζωική κτίση. (Ιωβ 39:1-30) Ο άνθρωπος επίσης, ως δημιούργημα του Ιεχωβά, υπόκειται στους φυσικούς νόμους Του, και εφόσον είναι ηθικό, έλλογο πλάσμα, προικισμένο με τις ικανότητες της σκέψης και της πνευματικότητας, υπόκειται εξίσου στους ηθικούς νόμους του Θεού. (Ρω 12:1· 1Κο 2:14-16) Επιπλέον, ο νόμος του Ιεχωβά διέπει τα πνευματικά πλάσματα, τους αγγέλους.—Ψλ 103:20· 2Πε 2:4, 11.
Οι φυσικοί νόμοι του Ιεχωβά είναι απαράβατοι. (Ιερ 33:20, 21) Σε όλο το γνωστό ορατό σύμπαν οι νόμοι του είναι τόσο σταθεροί και αξιόπιστοι ώστε οι επιστήμονες, στους τομείς στους οποίους έχουν γνώση αυτών των νόμων, μπορούν να υπολογίζουν τις κινήσεις της σελήνης, των πλανητών και άλλων ουράνιων σωμάτων με ακρίβεια κλάσματος του δευτερολέπτου. Όποιος ενεργεί αντίθετα προς τους φυσικούς νόμους υφίσταται την άμεση εφαρμογή των κυρώσεών τους. Παρόμοια, οι ηθικοί νόμοι του Θεού είναι αμετάκλητοι και δεν μπορούν να παρακαμφθούν ή να παραβιαστούν ατιμωρητί. Η επιβολή τους είναι τόσο βέβαιη όσο και η επιβολή των φυσικών Του νόμων, αν και η τιμωρία μπορεί να μην επιβάλλεται τόσο άμεσα. «Ο Θεός δεν εμπαίζεται. Επειδή ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος, αυτό και θα θερίσει».—Γα 6:7· 1Τι 5:24.
Προτού δώσει ο Ιεχωβά το νόμο του στον Ισραήλ, πώς μπορούσαν οι άνθρωποι να ξέρουν ποιο ήταν το θέλημα του Θεού για αυτούς;
Αν και από το στασιασμό του Αδάμ μέχρι τον Κατακλυσμό η κακία αυξήθηκε μεταξύ της πλειονότητας των απογόνων του Αδάμ, μερικά πιστά άτομα “περπατούσαν με τον αληθινό Θεό”. (Γε 5:22-24· 6:9· Εβρ 11:4-7) Οι μόνες συγκεκριμένες εντολές που είναι γραμμένο ότι έδωσε ο Θεός σε τέτοια άτομα είναι οι οδηγίες προς τον Νώε σχετικά με την κιβωτό. Ο Νώε υπάκουσε σε αυτές απόλυτα. (Γε 6:13-22) Εντούτοις, υπήρχαν αρχές και ιστορικά προηγούμενα που καθοδηγούσαν τους πιστούς ανθρώπους όσον αφορά το πώς να “περπατούν με τον αληθινό Θεό”.
Αυτοί γνώριζαν πόσο μεγάλη γενναιοδωρία εκδήλωσε ο Θεός με τα όσα προμήθευσε στον άνθρωπο στην Εδέμ. Είδαν αποδείξεις της ανιδιοτέλειας και του στοργικού του ενδιαφέροντος. Γνώριζαν ότι η αρχή της ηγεσίας ίσχυε ευθύς εξαρχής, ότι ο Θεός είναι κεφαλή του άντρα και ο άντρας κεφαλή της γυναίκας. Γνώριζαν ότι ο Θεός ανέθεσε εργασία στον άνθρωπο, καθώς και ότι Τον ενδιέφερε η κατάλληλη φροντίδα των όσων δόθηκαν στον άνθρωπο για να τα χρησιμοποιεί και να τα απολαμβάνει. Γνώριζαν ότι η σεξουαλική ένωση περιοριζόταν ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, και ότι όσοι ενώνονταν με αυτόν τον τρόπο έπρεπε να το κάνουν αυτό στα πλαίσια της συζυγικής σχέσης, ότι “θα άφηναν τον πατέρα και τη μητέρα” για να δημιουργήσουν μια διαρκή ένωση και όχι εφήμερη (όπως συμβαίνει στην περίπτωση της πορνείας). Από την εντολή του Θεού σχετικά με τη χρήση των δέντρων του κήπου της Εδέμ, και ιδιαίτερα του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού, θα μπορούσαν να κατανοήσουν την αρχή περί δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και τον οφειλόμενο σεβασμό προς αυτήν. Ήταν ενήμεροι για τα κακά αποτελέσματα του πρώτου ψέματος. Γνώριζαν ότι ο Θεός επιδοκίμασε τον τρόπο λατρείας του Άβελ, ότι αποδοκίμασε το φθόνο και το μίσος του Κάιν για τον αδελφό του και ότι τιμώρησε τον Κάιν για το φόνο του Άβελ.—Γε 1:26–4:16.
Επομένως, ακόμη και χωρίς περαιτέρω συγκεκριμένες δηλώσεις, διατάγματα ή νομοθετήματα από τον Θεό, μπορούσαν να βασιστούν σε αυτές τις αρχές και τα ιστορικά προηγούμενα για να αντλήσουν καθοδηγία σε σχέση με διαφορετικές αλλά συναφείς καταστάσεις που ενδεχομένως ανέκυπταν. Αιώνες αργότερα, ο Ιησούς και οι απόστολοί του είχαν αυτή την άποψη για τα τεκταινόμενα πριν από τον Κατακλυσμό. (Ματ 19:3-9· Ιωα 8:43-47· 1Τι 2:11-14· 1Ιω 3:11, 12) Νόμος σημαίνει κανόνας ενέργειας. Μέσα από τα λόγια και τις ενέργειες του Θεού μπορούσαν να μαθαίνουν για τις οδούς του, τα πρότυπα που έχει θέσει, και αυτό θα έπρεπε να είναι ο κανόνας ενέργειας, ή αλλιώς ο νόμος, που θα ακολουθούσαν. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούσαν “να περπατούν με τον αληθινό Θεό”. Όσοι δεν ενεργούσαν έτσι αμάρταναν, “αστοχούσαν”, παρότι δεν υπήρχε νομικός κώδικας βάσει του οποίου θα καταδικάζονταν.
Μετά τον Κατακλυσμό, ο Θεός έδωσε στον Νώε το νόμο που επέτρεπε τη βρώση κρέατος αλλά απαγόρευε τη βρώση αίματος, έναν νόμο που θα ήταν δεσμευτικός για όλη την ανθρωπότητα, και επιπλέον όρισε την αρχή της θανατικής ποινής για το φόνο. (Γε 9:1-6) Στους πρώτους αιώνες της μετακατακλυσμιαίας περιόδου άντρες όπως ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και ο Ιωσήφ εκδήλωσαν γνήσιο ενδιαφέρον για τις οδούς του Θεού, τον τρόπο ενέργειάς του. (Γε 18:17-19· 39:7-9· Εξ 3:6) Αν και ο Θεός έδωσε κάποιες συγκεκριμένες εντολές σε πιστούς άντρες (Γε 26:5), όπως το νόμο της περιτομής, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι τους έδωσε να τηρούν κάποιον λεπτομερή νομικό κώδικα. (Παράβαλε Δευ 5:1-3.) Ωστόσο, δεν είχαν μόνο τις αρχές και τις εντολές της προκατακλυσμιαίας περιόδου για να τους καθοδηγούν, αλλά και επιπρόσθετες αρχές και εντολές τις οποίες θα μπορούσαν να αντλήσουν από τις εκφράσεις του Θεού και την πολιτεία του με την ανθρωπότητα στη μετακατακλυσμιαία περίοδο.
Επομένως, αν και ο Θεός δεν είχε δώσει κάποιον λεπτομερή νομικό κώδικα, όπως έκανε αργότερα με τους Ισραηλίτες, οι άνθρωποι διέθεταν κάποια μέσα που τους βοηθούσαν να καθορίζουν ποια διαγωγή ήταν σωστή και ποια εσφαλμένη. Η ειδωλολατρία, για παράδειγμα, δεν είχε ακόμη καταδικαστεί συγκεκριμένα από κάποιον ρητό νόμο. Ωστόσο, όπως δείχνει ο απόστολος Παύλος, μια τέτοια πράξη θα ήταν αδικαιολόγητη εφόσον «οι αόρατες ιδιότητες του [Θεού], δηλαδή η αιώνια δύναμη και η Θειότητά του, βλέπονται καθαρά από τη δημιουργία του κόσμου και έπειτα, επειδή γίνονται αντιληπτές μέσω των πραγμάτων που έχουν φτιαχτεί». Η εκδήλωση ευλάβειας και η απόδοση “ιερής υπηρεσίας στη δημιουργία μάλλον παρά σε Εκείνον που δημιούργησε” ήταν αντίθετη σε κάθε λογική. Εκείνοι που ακολουθούσαν τέτοια άμυαλη πορεία θα παρέκκλιναν στη συνέχεια και σε άλλες άδικες πράξεις, όπως η ομοφυλοφιλία, αλλάζοντας «τη φυσική χρήση του εαυτού τους σε χρήση που είναι αντίθετη στη φύση». Και σε αυτή την περίπτωση, αν και δεν είχε δοθεί κανένας συγκεκριμένος νόμος, αυτή η συνήθεια ήταν καταφανώς αντίθετη με την οδό του Θεού και Δημιουργού, όπως έδειχνε η ίδια η κατασκευή του αρσενικού και του θηλυκού. Ο άνθρωπος, εφόσον δημιουργήθηκε αρχικά κατά την εικόνα του Θεού, είχε επαρκή νοημοσύνη για να διακρίνει αυτά τα πράγματα. Ως εκ τούτου, ήταν υπεύθυνος ενώπιον του Θεού αν ενεργούσε αντίθετα με την οδό του Θεού. Αμάρτανε, “αστοχούσε”, ακόμη και χωρίς να υπάρχει κάποιος ρητός νόμος που να τον ενοχοποιεί.—Ρω 1:18-27· παράβαλε Ρω 5:13.
Η διαθήκη του Νόμου. Ακόμη και πριν την Έξοδο από την Αίγυπτο, ο Ιεχωβά είχε ενεργήσει ως ο Νομοθέτης του λαού του, του Ισραήλ. (Εξ 12:1, 14-20· 13:10) Αλλά ένα εξαίρετο παράδειγμα του ρόλου του ως Νομοθέτη ενός έθνους ήταν η από μέρους του θέσπιση της διαθήκης του Νόμου. Με τη διαθήκη του Νόμου ήρθε για πρώτη φορά σε ύπαρξη ένα σύνολο νόμων υπό μορφή κώδικα το οποίο ρύθμιζε κάθε πτυχή της ζωής. Αυτή η διαθήκη που έκανε τον Ισραήλ ξεχωριστό λαό, έθνος που Του ανήκε κατ’ αποκλειστικότητα, διαχώριζε τον Ισραήλ από όλα τα άλλα έθνη.—Εξ 31:16, 17· Δευ 4:8· Ψλ 78:5· 147:19, 20.
Σε ένα προφητικό άγγελμα που προέλεγε σωτηρία από τον Ιεχωβά, ο προφήτης Ησαΐας δήλωσε: «Ο Ιεχωβά είναι ο Κριτής μας, ο Ιεχωβά είναι ο Νομοθέτης μας, ο Ιεχωβά είναι ο Βασιλιάς μας· αυτός θα μας σώσει». (Ησ 33:22) Επομένως, ο Ιεχωβά αποτελούσε τη δικαστική, τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία στον Ισραήλ. Στο πρόσωπό του συνδυάζονταν και οι τρεις κλάδοι της εξουσίας. Έτσι λοιπόν, η προφητεία του Ησαΐα παρείχε διαβεβαίωση για πλήρη προστασία και κατεύθυνση προς το έθνος, επειδή έθετε έμφαση στο γεγονός ότι ο Ιεχωβά ήταν με απόλυτη έννοια ο Υπέρτατος Κυρίαρχος.
Ο Ησαΐας, περιγράφοντας τον Ιεχωβά ως Νομοθέτη του Ισραήλ, χρησιμοποίησε έναν τύπο της εβραϊκής λέξης χακάκ, η οποία σημαίνει κατά κυριολεξία «λαξεύω» ή «χαράζω». Το εβραϊκό λεξικό του Γ. Γεσένιου, αναλύοντας αυτή τη λέξη, εξηγεί: «Εφόσον η χάραξη των διαταγμάτων και των νομοθετημάτων στις δημόσιες πινακίδες και στα μνημεία ήταν έργο του νομοθέτη, εννοούνταν επίσης η εξουσία θέσπισης διαταγμάτων». (Εβραϊκό και Αγγλικό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης [A Hebrew and English Lexicon of the Old Testament], μετάφραση [στην αγγλική] Έ. Ρόμπινσον, 1836, σ. 366) Οι μεταφραστές της Αγίας Γραφής έχουν αποδώσει την εν λόγω λέξη ως «νομοθέτης», «άρχοντας» και «διοικητής». (Γε 49:10· Δευ 33:21· Κρ 5:14· Ψλ 60:7· 108:8· παράβαλε AT, KJ, RS, Yg, ΜΝΚ, ΒΑΜ.) Συνεπώς, η απόδοση «Νομοθέτης» συμφωνεί με μια έννοια της εβραϊκής λέξης και δημιουργεί μια εύστοχη εικόνα αντίθεσης και πληρότητας στο εδάφιο Ησαΐας 33:22, καθώς περιλαμβάνεται στην ίδια πρόταση με τους όρους «Κριτής» και «Βασιλιάς».
Ο Θεός δεν έδωσε τέτοιον λεπτομερή νόμο σε άλλο έθνος ή λαό. Ωστόσο, είχε εξαρχής δημιουργήσει τον άνθρωπο με δικαιοσύνη και τον είχε προικίσει με τη λειτουργία της συνείδησης. Παρά την εγγενή ατέλεια του ξεπεσμένου ανθρώπου και την τάση του προς την αμαρτία, εξακολούθησαν να υπάρχουν αποδείξεις αφενός για το ότι φτιάχτηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Δημιουργού του και αφετέρου για τη λειτουργία της συνείδησης. Γι’ αυτόν το λόγο, ακόμη και μεταξύ των μη ισραηλιτικών εθνών διαμορφώθηκαν ορισμένοι κανόνες ενέργειας και νομικά διατάγματα που αντανακλούσαν σε κάποιον βαθμό τις δίκαιες αρχές του Θεού.
Ο απόστολος Παύλος περιγράφει αυτό το γεγονός, λέγοντας: «Για παράδειγμα, όλοι όσοι αμάρτησαν χωρίς νόμο [δηλαδή το νόμο που έδωσε ο Θεός στο λαό του] θα αφανιστούν επίσης χωρίς νόμο· αλλά όλοι όσοι αμάρτησαν κάτω από νόμο θα δικαστούν με βάση το νόμο. Διότι δίκαιοι ενώπιον του Θεού δεν είναι οι ακροατές του νόμου, αλλά οι εκτελεστές του νόμου θα ανακηρυχτούν δίκαιοι. Διότι όποτε οι εθνικοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση τους τα πράγματα του νόμου, αυτοί οι άνθρωποι, μολονότι δεν έχουν νόμο, είναι νόμος για τον εαυτό τους. Αυτοί οι ίδιοι καταδεικνύουν ότι η ουσία του νόμου είναι γραμμένη στις καρδιές τους, ενώ η συνείδησή τους δίνει μαρτυρία μαζί με αυτούς και, μεταξύ των δικών τους σκέψεων, κατηγορούνται ή και δικαιολογούνται». (Ρω 2:12-15) Έτσι λοιπόν, εκείνα τα έθνη, αν και δεν είχαν συνάψει νομική σχέση με τον Θεό, δεν ήταν αναμάρτητα αλλά “αστοχούσαν” ως προς τα τέλεια πρότυπα που έχει θέσει ο Ιεχωβά.—Παράβαλε Ρω 3:9.
Δίνοντας τη διαθήκη του Νόμου στον Ισραήλ, ο Θεός κατέστησε σαφές ότι όλοι οι άνθρωποι, όχι μόνο οι ειδωλολάτρες αλλά και οι Ισραηλίτες, ήταν ένοχοι αμαρτίας. Η διαθήκη του Νόμου έκανε τους Ισραηλίτες να συνειδητοποιήσουν έντονα με πόσο πολλούς τρόπους αποτύγχαναν να ανταποκριθούν στα τέλεια πρότυπα. Αυτό έγινε «ώστε κάθε στόμα να φραχτεί και όλος ο κόσμος να υπόκειται στον Θεό για τιμωρία . . . γιατί μέσω νόμου είναι η ακριβής γνώση της αμαρτίας». (Ρω 3:19, 20) Ακόμη και αν ένας Ισραηλίτης δεν είχε αναμειχθεί σε ειδωλολατρία ή απείχε από το αίμα και δεν ήταν ένοχος φόνου, η διαθήκη του Νόμου τον κήρυσσε παρ’ όλα αυτά ένοχο αμαρτίας. Αυτό συνέβαινε επειδή η διαθήκη του Νόμου όριζε πλέον συγκεκριμένα ως αμαρτωλές πλήθος ενεργειών, ακόμη και διαθέσεων. Γι’ αυτό και ο Παύλος, μιλώντας σαν να ζούσε στην οσφύ των προγόνων του προτού δοθεί ο Νόμος, αναφέρει: «Στην πραγματικότητα, δεν θα είχα γνωρίσει την αμαρτία αν δεν υπήρχε ο Νόμος· και δεν θα είχα γνωρίσει, παραδείγματος χάρη, την πλεονεξία αν ο Νόμος δεν έλεγε: “Δεν πρέπει να έχεις πλεονεξία”. . . . Κάποτε εγώ ήμουν ζωντανός χωρίς νόμο· αλλά όταν ήρθε η εντολή, η αμαρτία επανήλθε στη ζωή, εγώ όμως πέθανα».—Ρω 7:7-9.
Άλλοι Νομοθέτες. Όταν ο Γιος του Θεού ήρθε στη γη, αναγνώριζε τον Ιεχωβά ως Νομοθέτη του και Θεό του. Ως Ιουδαίος, ο ίδιος ο Ιησούς γεννήθηκε υπό τη διαθήκη του Νόμου και ήταν υποχρεωμένος να υπακούει σε αυτήν τέλεια. (Γα 4:4, 5) Αυτός, με τη σειρά του, θέσπισε νόμους για τους ακολούθους του, τόσο με τα λόγια του όσο και μέσω του αγίου πνεύματος το οποίο επενεργούσε στους ακολούθους του που έγραψαν τις Χριστιανικές Γραφές. Συλλογικά, αυτοί οι νόμοι αποκαλούνται “ο νόμος του Χριστού”. (Γα 6:2· Ιωα 15:10-15· 1Κο 9:21) Αυτός ο νόμος διέπει τον «Ισραήλ του Θεού», το πνευματικό του «έθνος». (Γα 6:16· 1Πε 2:9) Εντούτοις, ο Χριστός δεν επινόησε ο ίδιος αυτούς τους νόμους αλλά τους παρέλαβε από τον μεγάλο Νομοθέτη, τον Ιεχωβά.—Ιωα 14:10.
Μωυσής. Αν και η Αγία Γραφή κάνει επανειλημμένα λόγο για το «νόμο του Μωυσή» (Ιη 8:31, 32· 1Βα 2:3· 2Χρ 23:18· 30:16), αναγνωρίζει παράλληλα τον Ιεχωβά ως τον πραγματικό Νομοθέτη, τον δε Μωυσή μόνο ως όργανο και εκπρόσωπό Του, μέσω του οποίου παραδόθηκε ο Νόμος στον Ισραήλ. (2Χρ 34:14) Ακόμη και άγγελοι εκπροσώπησαν τον Θεό σε αυτή την υπόθεση, γιατί ο Νόμος «διαβιβάστηκε μέσω αγγέλων με το χέρι ενός μεσίτη». Παρ’ όλα αυτά, επειδή ο Μωυσής διορίστηκε από τον Ιεχωβά μεσίτης της διαθήκης μεταξύ του Θεού και του Ισραήλ, μνημονεύεται σαν να ήταν αυτός ο νομοθέτης.—Γα 3:19· Εβρ 2:2.
Ανθρώπινοι άρχοντες ως νομοθέτες. Ο Θεός δεν έχει εγκαθιδρύσει τις κοσμικές ανθρώπινες κυβερνήσεις ούτε τους έχει δώσει την εξουσία που έχουν, αλλά τους επιτρέπει να υπάρχουν, ενώ έχει απομακρύνει κάποιες από αυτές και έχει επιτρέψει να έρθουν στο προσκήνιο νέες ανάλογα με το σκοπό του. (Δευ 32:8· Δα 4:35· 5:26-31· Πρ 17:26· Ρω 13:1) Μερικοί από αυτούς τους άρχοντες γίνονται νομοθέτες του έθνους, του κράτους ή της κοινότητάς τους. Αλλά οι νόμοι και τα διάφορα νομοθετήματα που θεσπίζουν είναι κατάλληλα μόνο αν θεσπίζονται μέσα στα πλαίσια του νόμου του Μεγάλου Νομοθέτη, του Ιεχωβά Θεού, και σε αρμονία με αυτόν. Ο διάσημος Βρετανός νομικός Σερ Ουίλιαμ Μπλάκστοουν είπε σε σχέση με το νόμο του Θεού που διέπει τα φυσικά πράγματα: «Είναι δεσμευτικός για όλη την υδρόγειο, για όλες τις χώρες και για όλες τις εποχές: κανένας ανθρώπινος νόμος δεν είναι έγκυρος αν αντιβαίνει σε αυτόν· και όσοι από τους ανθρώπινους νόμους είναι έγκυροι αντλούν όλη την ισχύ τους, και όλη την εξουσία τους, έμμεσα ή άμεσα, από αυτόν τον αρχικό νόμο». Επίσης: «Σε αυτά τα δύο θεμέλια, το νόμο της φύσης και το νόμο της αποκάλυψης [που υπάρχει μόνο στις Άγιες Γραφές], βασίζονται όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι, πράγμα που σημαίνει ότι κανένας ανθρώπινος νόμος δεν επιτρέπεται να αντίκειται σε αυτά».—Νομική Εγκυκλοπαίδεια του Τσάντμαν (Chadman’s Cyclopedia of Law), 1912, Τόμ. 1, σ. 89, 91· παράβαλε Ματ 22:21· Πρ 5:29.
Στη Χριστιανική εκκλησία. Ο ετεροθαλής αδελφός του Ιησού ο Ιάκωβος έγραψε τα εξής σε μερικούς Χριστιανούς που είχαν αρχίσει να γίνονται υπερήφανοι, καυχησιολόγοι και επικριτές των Χριστιανών αδελφών τους: «Μη μιλάτε ο ένας εναντίον του άλλου, αδελφοί. Αυτός που μιλάει εναντίον αδελφού ή κρίνει τον αδελφό του μιλάει εναντίον του νόμου και κρίνει το νόμο. Αν, λοιπόν, κρίνεις το νόμο, δεν είσαι εκτελεστής του νόμου, αλλά κριτής. Ένας είναι νομοθέτης και κριτής, εκείνος που μπορεί να σώσει και να καταστρέψει. Αλλά εσύ ποιος είσαι που κρίνεις τον πλησίον σου;» Ο Ιάκωβος αναφέρεται στη συνέχεια σε εκείνους που κόμπαζαν για το τι θα έκαναν στο μέλλον, σαν να ήταν ανεξάρτητοι από τις περιστάσεις, αντί να λένε: «Αν ο Ιεχωβά θέλει». (Ιακ 4:11-16) Ο Ιάκωβος είχε μιλήσει για το «βασιλικό νόμο» ο οποίος λέει: «Πρέπει να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». (Ιακ 2:8) Αυτοί οι Χριστιανοί, που αντί να δείξουν αγάπη για τον πλησίον τους μιλούσαν εναντίον του, στην πραγματικότητα αυτοδιορίζονταν κριτές του θεϊκού νόμου, νομοθέτες.
Ο απόστολος Παύλος είχε δώσει παρόμοια συμβουλή στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους σχετικά με ορισμένα άτομα που έκριναν άλλους για πράγματα όπως το τι έτρωγαν και τι έπιναν: «Ποιος είσαι εσύ που κρίνεις τον οικιακό υπηρέτη κάποιου άλλου; Για το δικό του κύριο αυτός στέκεται ή πέφτει. Και ασφαλώς θα σταθεί, γιατί ο Ιεχωβά μπορεί να τον κάνει να σταθεί».—Ρω 14:4.
Με βάση τα παραπάνω, πώς μπορούν να εκληφθούν οι οδηγίες που έδωσε ο Παύλος στην εκκλησία της Κορίνθου για μια σοβαρή περίπτωση πορνείας; Ο Παύλος είπε: «Εγώ πάντως, αν και απών κατά το σώμα αλλά παρών κατά το πνεύμα, σαν να ήμουν παρών έχω ήδη κρίνει αυτόν που έχει εργαστεί με τέτοιον τρόπο . . . Δεν κρίνετε εσείς τους μέσα, ενώ ο Θεός κρίνει τους έξω; “Να απομακρύνετε τον πονηρό άνθρωπο από ανάμεσά σας”». Ακολούθως έκανε λόγο για την κρίση ζητημάτων αυτής της ζωής και για εκείνους “στην εκκλησία τους οποίους έθεταν ως κριτές”.—1Κο 5:1-3, 12, 13· 6:3, 4· παράβαλε Ιωα 7:24.
Ο Παύλος, με την εξουσία με την οποία ήταν περιβεβλημένος ως απόστολος του Ιησού Χριστού, είχε ευθύνη για την καθαρότητα και την ευημερία των εκκλησιών. (2Κο 1:1· 11:28) Γι’ αυτό και έγραψε σε εκείνους που είχαν εξουσία στην εκκλησία με διορισμό από το κυβερνών σώμα. (Πρ 14:23· 16:4, 5· 1Τι 3:1-13· 5:22) Αυτοί είχαν την ευθύνη να διαφυλάττουν την καλή υπόσταση της εκκλησίας και να τη διατηρούν καθαρή ενώπιον του Θεού, και όταν θα έκριναν την προαναφερόμενη υπόθεση που συνιστούσε ξεκάθαρη και κατάφωρη παραβίαση του νόμου του Θεού, δεν θα καθιστούσαν τους εαυτούς τους κριτές του νόμου του Θεού ούτε θα έφτιαχναν νόμους κατά τη βούλησή τους. Δεν θα υπερέβαιναν τα όρια του θεόδοτου νόμου. Θα ενεργούσαν σύμφωνα με το νόμο τον οποίο έδωσε ο μεγάλος Νομοθέτης, καταδικάζοντας την πορνεία ως ακάθαρτη. Εκείνοι που έπρατταν τέτοιου είδους ακαθαρσία δεν θα μπορούσαν να μπουν στη Βασιλεία του Θεού, όπως όριζε ο νόμος Του. (1Κο 6:9, 10) Δεν ήταν κατάλληλοι για να παραμείνουν συνταυτισμένοι με την εκκλησία του Χριστού. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όμως, οι άντρες που ήταν υπεύθυνοι για την καθαρότητα της εκκλησίας, αποβάλλοντας τους ακάθαρτους, δεν εκτελούσαν την ποινή που θα εκτελούσε ο ίδιος ο Θεός, ο Νομοθέτης, για όσους συνέχιζαν αμετανόητα να ακολουθούν μια τέτοια πορεία, δηλαδή την ποινή του θανάτου.—Ρω 1:24-27, 32.
Ο Παύλος στρέφει επίσης την προσοχή των Χριστιανών στο γεγονός ότι «οι άγιοι θα κρίνουν τον κόσμο» και στο ότι «θα κρίνουμε αγγέλους». Εδώ αναφέρεται, όχι στο παρόν, αλλά στο μέλλον, όταν εκείνοι που θα βασιλεύουν στη Βασιλεία με τον Χριστό θα υπηρετούν ως ουράνιοι κριτές, εφαρμόζοντας το νόμο του Θεού και εκτελώντας κρίση εναντίον των πονηρών.—1Κο 6:1-3· Απ 20:6· παράβαλε 1Κο 4:8.
Η ευλογία του Μωυσή στον Γαδ. Όταν ο Μωυσής ευλόγησε τις φυλές του Ισραήλ λίγο πριν από το θάνατό του, «για τον Γαδ είπε: “Ευλογημένος είναι αυτός που πλαταίνει τα σύνορα του Γαδ. . . . Και [ο Γαδ] θα ξεχωρίσει το πρώτο μέρος για τον εαυτό του, διότι εκεί είναι φυλαγμένο το μερίδιο του νομοθέτη”». (Δευ 33:20, 21) Η χρήση του όρου «νομοθέτης» εδώ μπορεί να έχει την ακόλουθη έννοια: Η κληρονομιά των περισσότερων φυλών καθορίστηκε με κλήρο, υπό την καθοδήγηση του Ιησού του Ναυή και του Αρχιερέα Ελεάζαρ. Λίγο μετά την ήττα των Μαδιανιτών όμως, η φυλή του Γαδ μαζί με τη φυλή του Ρουβήν είχε ζητήσει την περιοχή που βρισκόταν Α του Ιορδάνη Ποταμού. Εφόσον αυτές οι φυλές είχαν πολλά ζώα, η συγκεκριμένη γη τούς εξυπηρετούσε. Ο Μωυσής εισάκουσε το αίτημά τους και τους χορήγησε αυτή την έκταση. (Αρ 32:1-5, 20-22, 28) Ως εκ τούτου, η μερίδα τους ήταν «το μερίδιο του νομοθέτη», του Μωυσή, ο οποίος υπήρξε νομοθέτης στον Ισραήλ.