ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Η λέξη συνείδησις του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αποτελείται από τα συνθετικά σύν (μαζί με) και εἴδησις (γνώση), άρα σημαίνει γνώση από κοινού ή εσωτερική γνώση. Συνείδηση είναι η ικανότητα που έχει κάποιος να εξετάζει τον εαυτό του και να εκφέρει κρίση για τον εαυτό του, να δίνει μαρτυρία για τον εαυτό του. Ο απόστολος Παύλος εκφράζει τη λειτουργία της συνείδησής του ως εξής: «Η συνείδησή μου δίνει μαρτυρία μαζί με εμένα σύμφωνα με άγιο πνεύμα».—Ρω 9:1.
Η συνείδηση είναι έμφυτη στον άνθρωπο, εφόσον ο Θεός την κατέστησε μέρος του ανθρώπου. Είναι μια εσωτερική αντίληψη ή αίσθηση του ορθού και του εσφαλμένου, η οποία δικαιολογεί κάποιον ή τον κατηγορεί. Επομένως, η συνείδηση κρίνει. Επίσης, μπορεί να εκπαιδευτεί μέσω των σκέψεων και των πράξεων, των πεποιθήσεων και των κανόνων που εμφυτεύονται στη διάνοια ενός ατόμου από τη μελέτη και τις εμπειρίες του. Βασισμένη σε αυτά τα πράγματα, η συνείδηση τα συγκρίνει με την πορεία ενέργειας που ακολουθεί ή προτίθεται να ακολουθήσει το άτομο. Έπειτα, όταν οι κανόνες και η πορεία του ατόμου συγκρούονται, του απευθύνει προειδοποίηση, εκτός αν είναι «καυτηριασμένη», δηλαδή αναισθητοποιημένη από τις συνεχείς παραβιάσεις των προειδοποιήσεών της. Η συνείδηση μπορεί να αποτελεί ηθική δικλίδα ασφαλείας, επειδή επιβραβεύει κάποιον ή τον τύπτει για την καλή ή την κακή διαγωγή αντίστοιχα.
Ευθύς εξαρχής, ο άνθρωπος είχε συνείδηση. Στην περίπτωση του Αδάμ και της Εύας, αυτό έγινε φανερό επειδή, μόλις παραβίασαν το νόμο του Θεού, κρύφτηκαν. (Γε 3:8) Στα εδάφια Ρωμαίους 2:14, 15 διαβάζουμε: «Διότι όποτε οι εθνικοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση τους τα πράγματα του νόμου, αυτοί οι άνθρωποι, μολονότι δεν έχουν νόμο, είναι νόμος για τον εαυτό τους. Αυτοί οι ίδιοι καταδεικνύουν ότι η ουσία του νόμου είναι γραμμένη στις καρδιές τους, ενώ η συνείδησή τους δίνει μαρτυρία μαζί με αυτούς και, μεταξύ των δικών τους σκέψεων, κατηγορούνται ή και δικαιολογούνται». Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι η συνείδηση δεν έχει εξαλειφθεί ούτε καν μεταξύ των μη Χριστιανών. Αυτό συμβαίνει επειδή όλοι οι άνθρωποι κατάγονται από τον Αδάμ και την Εύα, στους οποίους η συνείδηση ήταν έμφυτη. Πολλοί νόμοι των εθνών βρίσκονται σε αρμονία με τη συνείδηση του Χριστιανού, μολονότι αυτά τα έθνη και οι νομοθέτες μπορεί να μην έχουν επηρεαστεί καθόλου από τη Χριστιανοσύνη. Οι νόμοι αντανακλούν τις επιταγές της συνείδησής τους. Όλοι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα της συνείδησης, και σε αυτήν κάνουν έκκληση η πορεία της ζωής και το κήρυγμα των Χριστιανών.—2Κο 4:2.
Η συνείδηση πρέπει να είναι διαφωτισμένη, ειδάλλως μπορεί να παροδηγήσει. Αποτελεί επισφαλή οδηγό αν δεν είναι εκπαιδευμένη με βάση τους σωστούς κανόνες, σύμφωνα με την αλήθεια. Η διαμόρφωσή της μπορεί να επηρεαστεί εσφαλμένα από το περιβάλλον, τα έθιμα, τη λατρεία και τις συνήθειες κάθε τόπου. Μπορεί να κρίνει διάφορα ζητήματα ως ορθά ή εσφαλμένα με βάση αυτά τα λανθασμένα κριτήρια ή αξίες. Ένα σχετικό παράδειγμα αναφέρεται στο εδάφιο Ιωάννης 16:2, όπου ο Ιησούς προείπε ότι οι άνθρωποι θα έφταναν στο σημείο να σκοτώνουν τους υπηρέτες του Θεού, νομίζοντας ότι Του προσφέρουν υπηρεσία. Ο Σαύλος (ο μετέπειτα απόστολος Παύλος) ξεκίνησε μια συστηματική προσπάθεια με σκοπό να φονεύσει τους μαθητές του Χριστού, πιστεύοντας ότι υπηρετούσε τον Θεό με ζήλο. (Πρ 9:1· Γα 1:13-16) Οι Ιουδαίοι είχαν παροδηγηθεί σε μεγάλο βαθμό και είχαν γίνει θεομάχοι από έλλειψη κατανόησης του Λόγου του Θεού. (Ρω 10:2, 3· Ωσ 4:1-3· Πρ 5:39, 40) Μόνο η συνείδηση που είναι κατάλληλα εκπαιδευμένη από το Λόγο του Θεού μπορεί να αποτιμά σωστά τα ζητήματα της ζωής και να τα τακτοποιεί πλήρως. (2Τι 3:16· Εβρ 4:12) Ο Χριστιανός πρέπει να έχει ένα σταθερό, σωστό κριτήριο—το κριτήριο του Θεού.
Αγαθή Συνείδηση. Πρέπει να πλησιάζει κανείς τον Ιεχωβά με καθαρισμένη συνείδηση. (Εβρ 10:22) Ο Χριστιανός πρέπει να αγωνίζεται διαρκώς να έχει έντιμη συνείδηση σε όλα. (Εβρ 13:18) Όταν ο Παύλος είπε: «Ασκούμαι συνεχώς ώστε να έχω τη συναίσθηση ότι δεν διαπράττω κανένα αδίκημα εναντίον του Θεού και των ανθρώπων» (Πρ 24:16), εννοούσε ότι κατηύθυνε και διόρθωνε συνεχώς την πορεία της ζωής του σύμφωνα με το Λόγο του Θεού και τις διδασκαλίες του Χριστού, επειδή γνώριζε ότι εν τέλει ο Θεός, και όχι η δική του συνείδηση, επρόκειτο να είναι ο ύψιστος κριτής του. (1Κο 4:4) Το να ακολουθεί κάποιος μια Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδηση μπορεί να οδηγήσει σε διωγμό, αλλά ο Πέτρος συμβουλεύει παρηγορητικά: «Διότι αν κάποιος, λόγω συνείδησης προς τον Θεό, αντέχει κάτω από οδυνηρά πράγματα και υποφέρει άδικα, αυτό είναι ευάρεστο». (1Πε 2:19) Ο Χριστιανός πρέπει να “διακρατεί αγαθή συνείδηση” όταν αντιμετωπίζει εναντίωση.—1Πε 3:16.
Ο Νόμος, με τις προβλεπόμενες θυσίες ζώων, δεν μπορούσε να τελειοποιήσει ένα άτομο όσον αφορά τη συνείδησή του ώστε να θεωρεί τον εαυτό του απαλλαγμένο από ενοχή. Με την εφαρμογή, όμως, του λύτρου του Χριστού σε όσους έχουν πίστη, η συνείδησή τους μπορεί να καθαριστεί. (Εβρ 9:9, 14) Ο Πέτρος δείχνει ότι εκείνοι που λαβαίνουν σωτηρία πρέπει να έχουν αυτή την αγαθή, καθαρή, σωστή συνείδηση.—1Πε 3:21.
Στοχαστικότητα για τη Συνείδηση των Άλλων. Δεδομένου ότι για να κάνει η συνείδηση σωστές εκτιμήσεις πρέπει να είναι πλήρως και επακριβώς εκπαιδευμένη από το Λόγο του Θεού, μια ανεκπαίδευτη συνείδηση μπορεί να είναι αδύναμη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να καταστέλλεται εύκολα και άσοφα ή ότι το άτομο μπορεί να προσβάλλεται από τις πράξεις ή τα λόγια των άλλων, ακόμη και όταν δεν υπάρχει αδικοπραγία. Ο Παύλος έδωσε ανάλογα παραδείγματα σχετικά με την τροφή, το ποτό και το να κρίνει κάποιος ότι ορισμένες ημέρες είναι ανώτερες από τις άλλες. (Ρω 14:1-23· 1Κο 8:1-13) Ο Χριστιανός που διαθέτει γνώση και εκπαιδευμένη συνείδηση λαβαίνει την εντολή να δείχνει στοχαστικότητα και ανοχή για αυτόν που έχει αδύναμη συνείδηση, με το να μην εξαντλεί όλα τα περιθώρια της ελευθερίας του ή να μην επιμένει σε όλα τα προσωπικά «δικαιώματά» του ή να μην κάνει πάντα ό,τι τον ευχαριστεί. (Ρω 15:1) Όποιος τραυματίζει την αδύναμη συνείδηση ενός συγχριστιανού του “αμαρτάνει ενάντια στον Χριστό”. (1Κο 8:12) Από την άλλη πλευρά, ο Παύλος υπονοεί ότι, μολονότι δεν θα ήθελε να κάνει ο ίδιος κάτι με το οποίο θα πρόσβαλλε τον αδύναμο αδελφό του, πράγμα που θα οδηγούσε εκείνον στο να κρίνει τον Παύλο, κατά τον ίδιο τρόπο θα έπρεπε και ο αδύναμος να δείχνει στοχαστικότητα για τον αδελφό του, με το να επιδιώκει την ωριμότητα αποκτώντας περισσότερη γνώση και εκπαίδευση, ώστε να μην προσβάλλεται εύκολα η συνείδησή του, δημιουργώντας του εσφαλμένη εντύπωση για τους άλλους.—1Κο 10:29, 30· Ρω 14:10.
Κακή Συνείδηση. Η συνείδηση μπορεί να υποστεί τόση κακομεταχείριση ώστε να μην είναι πλέον καθαρή και ευαίσθητη. Όταν συμβεί αυτό, η συνείδηση δεν μπορεί να απευθύνει προειδοποιήσεις ούτε να δώσει ασφαλή καθοδήγηση. (Τιτ 1:15) Σε αυτή την περίπτωση, η διαγωγή του ανθρώπου διέπεται από το φόβο της αποκάλυψης και της τιμωρίας και όχι από μια αγαθή συνείδηση. (Ρω 13:5) Η αναφορά του Παύλου στην καυτηριασμένη συνείδηση υποδεικνύει ότι αυτή θα ήταν σαν καμένη σάρκα, καλυμμένη από ουλώδη ιστό, η οποία δεν έχει νευρικές απολήξεις και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αισθανθεί. (1Τι 4:2) Άτομα με τέτοιου είδους συνείδηση δεν έχουν συναίσθηση του ορθού ή του εσφαλμένου. Δεν εκτιμούν την ελευθερία που τους χαρίζει ο Θεός και, στασιάζοντας, γίνονται δούλοι μιας κακής συνείδησης. Η συνείδηση μολύνεται εύκολα. Ο στόχος του Χριστιανού πρέπει να είναι ο εξής, όπως καταδεικνύεται στο εδάφιο Πράξεις 23:1: «Αδελφοί, εγώ έχω συμπεριφερθεί ενώπιον του Θεού με τελείως καθαρή συνείδηση μέχρι αυτή την ημέρα».